Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Μήπως είχε δίκιο ο Ανταμ Σμιθ;

Το Μάρτιο του 1919, ένας από τους στενούς συνεργάτες του Λένιν τού επισημαίνει ότι η κρίση που περνούσε τότε ο καπιταλισμός θα απέβαινε μοιραία. «Κάνεις λάθος. Ο καπιταλισμός θα ξεπεράσει τη σημερινή κρίση του γιατί έχει τα μέσα γι' αυτό», απάντησε ο Λένιν. Και, ως φαίνεται, η μετέπειτα ιστορία του καπιταλισμού με τις διαδοχικές μέχρι σήμερα κρίσεις του τον δικαιώνει.

Στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας του καπιταλισμού -την οποία δεκάδες συγγραφείς επισημαίνουν, μαζί δε με αυτούς και ο Μίμης Ανδρουλάκης σε ένα ενδιαφέρον βιβλίο του- το ερώτημα που τίθεται είναι αυτό της αυριανής φύσης του καπιταλισμού και των επιμέρους εκδοχών του, τόσο στον αναπτυγμένο όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το ερώτημα αυτό όμως δεν είναι καινούργιο· το είχε θέσει πριν από 251 χρόνια ο θεμελιωτής της ελεύθερης οικονομίας, ο Ανταμ Σμιθ, ένας από τους πιο παρεξηγημένους οικονομικούς στοχαστές όλων των εποχών.

Ετσι, στο παρόν σημείωμά μας θεωρούμε σκόπιμο να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους και, κυρίως, να αποκαταστήσουμε ορισμένες αλήθειες μέσω μιας άλλης, κατά κάποιον τρόπο, ανάγνωσης του Α. Σμιθ. Κατ' αρχήν, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο «πατέρας της πολιτικής οικονομίας» ποτέ δεν χρησιμοποίησε τη λέξη καπιταλισμός. Επίσης, στις αναλύσεις του είναι δύσκολο να βρει κανείς μία οποιαδήποτε θεωρία αυτάρκειας της οικονομίας της αγοράς ή της ανάγκης να γίνει αποδεκτή η κυριαρχία του κεφαλαίου. Ο Ανταμ Σμιθ, στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων», μελετά με τρόπο ιδιαίτερα σχολαστικό τον αδιαμφισβήτητο ρόλο των ηθικών αξιών, που τις διαχωρίζει από τις αντίστοιχες υλικές. Υποστήριζε έτσι ότι «η φρόνηση ήταν η πιο χρήσιμη για τα άτομα αρετή», πράγμα που πολλές χιλιάδες χρόνια πριν είχε διατυπώσει, υπό άλλες βέβαια συνθήκες, και ο Αριστοτέλης.
«Ο θεμελιωτής της οικονομίας της αγοράς ποτέ δεν έκανε λόγο για έναν αχαλίνωτο καπιταλισμό. Αντιθέτως, στους στάβλους του Αυγεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προσπάθησε να καθαρίσει την κοπριά».

Οπως γράφει και ο Τζ. Ο' Ρουρκ, ο Ανταμ Σμιθ είχε «μία πνευματική συνεύρεση με την παρθένα ιδέα της βελτίωσης. Η προοπτική γενικών βελτιώσεων στην καθημερινή ζωή ήταν τόσο γοητευτική το 18ο αιώνα, όσο είναι σήμερα η προοπτική μιας πιο απλής ζωής, με λιγότερο άγχος και χωρίς ανεπιθύμητα μηνύματα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ο Σμιθ βάλθηκε να διακρίνει πώς αναδύονται τα ηθικά, οικονομικά και κρατικά συστήματα και πώς, κατανοώντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν αυτά τα συστήματα, οι άνθρωποι μπορούν να βελτιώσουν τις ηθικές, υλικές και πολιτικές συνθήκες της ζωής τους».

Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Ανταμ Σμιθ διέφερε στην κοινωνική του ανάλυση από τον Καρλ Μαρξ. Είχε, στην εποχή του, το ταλέντο των διαφωτιστών να διατυπώνει βαθιές σκέψεις χωρίς να μας κάνει να ζαρώνουμε από φόβο. Το μυστικό του ήταν να είσαι ιδεαλιστής χωρίς να κάνεις το επόμενο ανάρμοστο και ενοχλητικό βήμα και να γίνεις ουτοπιστής.

Ο Σμιθ δεν διατεινόταν ότι είχε ένα «κοινωνικό σχέδιο», αλλά ότι οι αδαείς και ανίκανοι θεμελιωτές της κοινωνίας -αυτός και εμείς οι υπόλοιποι- δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν ένα τέτοιο σχέδιο έτσι κι αλλιώς. «Πράγματι», έγραφε στο έργο του «Ο Πλούτος των Εθνών», «το να περιμένει κάποιος ότι η ελευθερία του εμπορίου θα έπρεπε να αποκατασταθεί πλήρως στη Μεγάλη Βρετανία είναι τόσο παράλογο όσο το να περιμένει ότι θα πρέπει να εδραιωθεί εκεί μία Ωκεανία ή μία Ουτοπία».

Με άλλα λόγια, ο Ανταμ Σμιθ θεωρούσε την ελευθερία του εμπορίου ως προϋπόθεση παραγωγής πλούτου, πλην όμως δεν έτρεφε καμία αυταπάτη για την ψυχολογία και τις συμπεριφορές των παραγωγών πλούτου - δηλαδή, των εμπόρων και επιχειρηματιών της εποχής του. Για τους τελευταίους δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια, τους θεωρούσε όμως καθοριστικό στοιχείο στη λειτουργία μιας οικονομίας και έγραφε ότι, κινούμενοι από το προσωπικό τους συμφέρον, τελικά προσφέρουν σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό έργο.

Εγραφε επίσης ότι, όσο εγωιστής και αν υποτεθεί ότι είναι ο άνθρωπος, υπάρχουν προφανώς κάποιες αρχές στη φύση του οι οποίες τον κάνουν να ενδιαφέρεται για την τύχη των άλλων και καθιστούν την ευτυχία τους απαραίτητη γι' αυτόν, παρότι εκείνος δεν κερδίζει τίποτα από αυτήν.

Σύμφωνα με τον Σμιθ, η ρίζα αυτών των αρχών είναι η συμπόνια. Είμαστε συμπονετικά όντα, διαθέτουμε ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να καταταχθεί από τους κυνικούς ούτε στην απληστία, ούτε στο φόβο, αλλά δεν είναι και αγάπη. «Μπορεί να αγαπάμε χωρίς κανένα συναίσθημα για το συνάνθρωπο», γράφει ο Ο'Ρουρκ, «με τον ίδιο τρόπο που ο Τζον Χίνκλεϊ το 1981 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον τότε πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν για να αποδείξει την αγάπη του στην ηθοποιό Τζόντι Φόστερ».

Στη βάση αυτής της θεώρησης, ο Ανταμ Σμιθ ανέπτυξε τη θεωρία της εξυπηρέτησης του καταναλωτή ως μία πρωτοβουλία ικανοποίησης του εγωισμού και του προσωπικού μας συμφέροντος, μέσα από την οποία προκύπτει ανάπτυξη και ευημερία. «Η φθήνια της κατανάλωσης και η ενθάρρυνση μιας παραγωγής είναι ακριβώς τα δύο αποτελέσματα που έχει μέγιστο καθήκον να προάγει η πολιτική οικονομία», τόνιζε. Προσέθετε όμως ότι «η απληστία και η αδικία είναι πάντοτε κοντόφθαλμες».

Με την παρατήρηση αυτή, ο μεγάλος Σκωτσέζος φιλόσοφος ήθελε να δείξει ότι, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά μία οικονομία, έχει ανάγκη και από αξίες άλλες πέρα από την αναζήτηση του κέρδους. Αξίες όπως η εμπιστοσύνη, η φαντασία, η αμοιβαία κατανόηση και η προστασία είχαν εξίσου σημαντικό ρόλο στην οικονομική λειτουργία της κοινωνίας υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.

Σημειώνουμε επίσης ότι, στο πλαίσιο της λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, ο Ανταμ Σμιθ είχε στηρίξει τη νομοθεσία κατά της τοκογλυφίας και θεωρούσε αδήριτη την ανάγκη να ελέγχεται η αναταραχή που προκύπτει από την ανοχή και την επιείκεια απέναντι στις κερδοσκοπικές επενδύσεις εκείνων που αποκαλούσε «σπάταλους και κερδοσκόπους» (projectors).

Στον «Πλούτο των Εθνών», ο όρος projector χρησιμοποιείται από τον Σμιθ όχι με την ουδέτερη έννοια εκείνου που κάνει ένα σχέδιο, αλλά με την υποτιμητική έννοια η οποία φαίνεται πως συνηθιζόταν από το 1616, σύμφωνα με το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, και η οποία σήμαινε, μεταξύ άλλων, εκείνον ο οποίος προωθεί εταιρείες-φούσκες, τον κερδοσκόπο και τον απατεώνα. Κατά τον Α.Σμιθ, ο Μάντοφ και οι όμοιοί του -που όμως δεν είναι στη φυλακή- αποτελούν αποστήματα της ελεύθερης οικονομίας και ως τέτοια δηλητηριάζουν όχι μόνον τη λειτουργία της, αλλά και τις θεμελιακές ελευθερίες του ατόμου.

Επίσης, στον βαθμό που ο Ανταμ Σμιθ έκανε τα πάντα για να εξηγήσει και να υπεραμυνθεί του ρόλου της ελεύθερης οικονομίας, δεν έπαυε να τον απασχολεί η επίπτωση της φτώχειας, του αναλφαβητισμού και των στερήσεων σε μία αγορά που έπρεπε να οδηγεί στην ευημερία των περισσότερων. Αντίθετος με τις μονολιθικές αγορές και με τη δικτατορία του κέρδους, ευχόταν και πρότεινε την ποικιλία των θεσμών.

Έγραφε έτσι ότι, στους τομείς όπου οι νόμοι της αγοράς δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν, το κράτος έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλίες, ενισχύοντας τους πτωχούς. Εξάλλου, ο νόμος Poors Law που ενίσχυε τους πτωχούς στην Αγγλία από το 16ο έως το 19ο αιώνα, είχε την πλήρη στήριξη του Α. Σμιθ, ο οποίος υποστήριζε ότι η απόλυτη ελευθερία των αγορών έπασχε από αρκετές αδυναμίες. Και τούτο διότι, έγραφε, «η νωθρή βλακεία σε μία πολιτισμένη κοινωνία φαίνεται να ναρκώνει την αντίληψη όλων των κατώτερων τάξεων του πληθυσμού».

Έχοντας ξαναδιαβάσει τον Ανταμ Σμιθ, ο γνωστός νομπελίστας οικονομολόγος Αμάρτυα Σιν προτείνει, με αφορμή τη σημερινή κρίση, να ρίξουμε μια αναλυτικότερη ματιά στον «Πλούτο των Εθνών», να τον απαλλάξουμε από ιδεοληψίες και να τον χρησιμοποιήσουμε για τη δημιουργία νέων θεσμών, ικανών να συγκεράσουν τις όποιες διαφορές μεταξύ των αγορών και της κρατικής λειτουργίας.

Μακριά από τού να συνηγορεί υπέρ της ανήθικης απληστίας, ο Ανταμ Σμιθ, αν και μη θρησκευόμενος, τόνιζε πάντα ότι το να αγαπά κανείς τον πλησίον του και άρα να τον σέβεται, είναι μία πράξη ισοδύναμη με τη φροντίδα του εαυτού μας - φροντίδα την οποία πρέπει να είμαστε ελεύθεροι να την υλοποιήσουμε.

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ
naftemporiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου