Είναι πλέον γεγονός: τέσσερις στις 10 αιτήσεις που υποβάλλονται καθημερινά στις τράπεζες για τη λήψη δανείου απορρίπτονται. Κι αυτός είναι πλέον ο κανόνας στην ημερήσια πρακτική των καταστημάτων, βάσει των εντολών που τους έχουν δοθεί από τις αρμόδιες διευθύνσεις.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, αυτή η αναλογία είναι ακόμη μεγαλύτερη (πέντε στις 10 ή και έξι στις 10 αιτήσεις απορρίπτονται) σε βάρος των εγκρίσεων, με ό,τι κάτι τέτοιο μπορεί να συνεπάγεται για την ομαλή λειτουργία του «επιχειρείν» γενικότερα. Το παράδοξο της υπόθεσης, όμως, έγκειται στο γεγονός ότι ταυτόχρονα δεν αναθεωρούνται προς τα κάτω και οι στόχοι ανά κατάστημα, τους οποίους θέτουν στην αρχή κάθε χρόνου οι τραπεζικές διοικήσεις. Αλλά από τη στιγμή που οι εγκρίσεις δίνονται με το σταγονόμετρο, κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει πώς θα επιτευχθούν. Βεβαίως, το συγκεκριμένο ζήτημα συνιστά «ενδοοικογενειακή» υπόθεση των τραπεζών, η οποία λίγο αφορά το ευρύ κοινό. «Καίει», όμως, τους διευθυντές και τους εργαζομένους των δικτύων, οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν τη συγκεκριμένη στρέβλωση, που αγγίζει το όριο του παραλογισμού.
Ελλειψη ρευστότητας
Δεν είναι, ωστόσο, ο μοναδικός. Από μόνη της, η τόση έλλειψη ρευστότητας στην εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα των τελευταίων ετών. Παρά την κρίση, όμως, η Πολιτεία είχε κι έχει φροντίσει να συνδράμει τις τράπεζες αρχικά με ένα πακέτο 28 δισ. ευρώ, στο οποίο αργότερα προστέθηκαν άλλα 15 δισ. και πρόσφατα ακόμη 25 δισ., ενώ αν συνυπολογιστούν και τα 10 δισ. ευρώ που θα είναι διαθέσιμα από Σεπτέμβριο, μέσω ενός ειδικού Ταμείου, το ποσό βοηθείας που συγκεντρώνεται ξεπερνά τα 70 δισ. ευρώ.
Πού πήγαν τα λεφτά...
Κι εύλογα, γεννάται το ερώτημα: όλα αυτά τα χρήματα διοχετεύθηκαν στην αγορά και στους καταναλωτές, όπως υποτίθεται ότι έπρεπε να έχει γίνει ή μήπως συνέδραμαν στη διατήρηση των τραπεζικών αποτελεσμάτων πέρυσι και φέτος σε ικανοποιητικά επίπεδα; Αν κρίνει κανείς, με βάση τα δάνεια που δίνονται το τελευταίο διάστημα και ειδικότερα από τις αρχές του έτους και μετά, το δεύτερο ενδεχόμενο είναι αυτό που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες. Κι όχι άδικα.
Με το σταγονόμετρο
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι χορηγήσεις προς ιδιώτες, το μήνα που πέρασε, ήταν λιγότερες σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Δηλαδή, όχι απλώς έχει ανακοπεί η αυξητική πορεία των τελευταίων ετών (σ.σ. η οποία από πέρυσι ήταν αναιμική), αλλά ο δείκτης έχει μετατραπεί σε αρνητικό. Μόλις προ διετίας, όμως, ο ίδιος δείκτης «έτρεχε» με έναν ρυθμό της τάξης του 20% - 25% που θεωρούνταν και εξορθολογισμένος! Σε κάθε περίπτωση το τωρινό είναι ένα φαινόμενο το οποίο είχε πολλές δεκαετίες να εμφανιστεί, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι πίστευαν ότι έχει περάσει οριστικά στο παρελθόν.
Σημαντική διευκρίνιση: σύμφωνα με τα ίδια απολογιστικά στοιχεία της ΤτΕ, αυτή η εικόνα είναι κοινή και για τα καταναλωτικά αλλά και για τα στεγαστικά δάνεια. Δηλαδή και για τα μικρά αλλά και για τα μεγάλα ποσά, ανεξαιρέτως. Οπερ σημαίνει ότι η πιθανότητα να θεωρηθεί το κρούσμα μεμονωμένο θα πρέπει να αποκλειστεί.
Αρνητικές προβλέψεις
Το θέμα είναι τι μέλλει γεννέσθαι από εδώ και στο εξής. Δυστυχώς, οι προβλέψεις που κάνουν ακόμη κι αρμόδια τραπεζικά στελέχη είναι μάλλον αρνητικές. Η πιθανότητα δηλαδή που διαβλέπουν να διορθωθεί το πρόβλημα της ρευστότητας στην αγορά σύντομα είναι από μικρή έως ανύπαρκτη. Ακόμη και βάσει του μνημονίου να εξετάσει κανείς το ζήτημα, ανακαλύπτει ότι πριν από το τέλος του 2011 δεν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής στις ελεύθερες αγορές. Κάποιες σποραδικές προσπάθειες που γίνονται μέσω μικρών εντόκων εκδόσεων έχουν χαρακτήρα περισσότερο υποστηρικτικό της ψυχολογίας της κυβέρνησης και του οικονομικού επιτελείου, παρά κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα. «Κι όσο η διατραπεζική αγορά παραμένει κλειστή, τόσο θα απομακρύνεται το ενδεχόμενο αποκατάστασης της ομαλότητας στη λιανική», καταλήγει έμπειρο τραπεζικό στέλεχος, που εξαρτά όλες τις εξελίξεις από αυτήν την καθ' όλα κρίσιμη λεπτομέρεια.
ΠΗΓΗ:agelioforos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου