Η λογικότερη κατάληξη του νεοφιλελευθερισμού, ενώ έχουν ξεκινήσει ήδη οι εμπορικές διαμάχες, οι διακρατικές κυρώσεις, οι συγκρούσεις κοκ., είναι ο πόλεμος – αν και η βέλτιστη είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας, στη φιλελεύθερη μορφή της. Σε κάθε περίπτωση, ο νεοφιλελευθερισμός έφτασε ξανά στο αδιέξοδο του 1929 – το οποίο δεν
είναι άλλο από την αδυναμία ανάπτυξης του που προϋποθέτει την άνοδο των μισθών, την αποχρέωση κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, καθώς επίσης τη ρύθμιση της οικονομίας..
Ανάλυση
Στην ανάλυση μας για τον καπιταλισμό (πηγή), τον οποίο θεωρήσαμε ως τον απόλυτο κυρίαρχο του πλανήτη, δημιουργήθηκαν απορίες σχετικά με τον ορισμό του – καθώς επίσης με τη σύγχρονη διττή μορφή του, όπως (α) του νεοφιλελευθερισμού στη Δύση με επίκεντρο τις Η.Π.Α. και (β) του κρατικού καπιταλισμού στην Ανατολή, με επίκεντρο την Κίνα (ανάλυση).
Στα πλαίσια αυτά, αν και δεν υπάρχει σαφής ορισμός, με τη λέξη «καπιταλισμός» περιγράφει κανείς (α) από τη μία πλευρά μία συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική τάξη πραγμάτων, ενώ (β) από την άλλη, μία εποχή της οικονομικής ιστορίας. Όσον αφορά τα κεντρικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι αμφιλεγόμενα, λόγω των ιστορικών αλλαγών και των πολυάριθμων ορισμών του – καθώς επίσης εξαιτίας των ιδεολογικών διαφορών εντός του.
Σε γενικές γραμμές πάντως, με τον όρο «καπιταλισμός» περιγράφεται μία οικονομική και κοινωνική τάξη πραγμάτων που βασίζεται στην ιδιοκτησία των μέσω παραγωγής – καθώς επίσης στον έλεγχο της παραγωγής και της κατανάλωσης μέσω της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.
Περαιτέρω βασικά χαρακτηριστικά του είναι η συσσώρευση κεφαλαίων, μέσων παραγωγής κλπ. (για ορισμένους αποτελούν την καρδιά, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και την καθοδηγητική αρχή του), η «ελεύθερη» μισθολογική εργασία και η προσπάθεια επίτευξης κέρδους – εντός μίας ορθολογικής καπιταλιστικής επιχείρησης που δεν σταματάει να εξελίσσεται.
Όσον αφορά την «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», έχει υπάρξει κάτω από πολλούς διαφορετικούς τύπους διακυβέρνησης, κοινωνιών και πολιτισμών – ενώ η εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού περιγράφει μία περίοδο της οικονομικής ιστορίας που ξεκίνησε το 18ο αιώνα με τη βιομηχανική επανάσταση και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ακολούθησε δε τις εποχές του φεουδαρχισμού, του ευρωπαϊκού μεσαίωνα και του (αποικιοκρατικού) μερκαντιλισμού (πηγή) την περίοδο του απολυταρχισμού.
Ο φιλελευθερισμός
Ο καθαρός φιλελευθερισμός τώρα που θεωρούμε ιδανικό, είναι αυτός που περιγράφεται από τον J. Schumpeter ως λειτουργικός καπιταλισμός – ως εκείνο το φιλελεύθερο μοντέλο μίας οικονομίας χωρίς κρατικές παρεμβάσεις, στο οποίο ισχύουν μόνο οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς. Εδώ δεν πρέπει να υπάρχουν μονοπωλιακές δομές που σχεδόν πάντοτε χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία, για να επιβάλλουν τα συμφέροντα τους εις βάρος των ανταγωνιστών τους – γενικότερα της κοινωνίας και των Πολιτών της.
Εν προκειμένω, ο ιδιώτης επιχειρηματίας αποτελεί τον κεντρικό μοχλό ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας – ενώ η επιχειρηματική λειτουργία του έχει άμεση σχέση την εύρεση και προώθηση καινοτομιών. Ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας δεν πρέπει να είναι ιδιοκτήτης κεφαλαίου που διακινδυνεύει τη δική του περιουσία – δεν χρειάζεται καθόλου να προέρχεται από μία ορισμένη κοινωνική ή εισοδηματική τάξη, δεν περιορίζεται σε κανένα είδος εταιρίας και δεν απαιτείται να είναι εφευρέτης.
Οι καινοτομίες που εισάγει, με τη χρήση της τεχνολογίας και των επενδύσεων που αυξάνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων, περιλαμβάνουν νέα αγαθά, προϊόντα ή υπηρεσίες, νέους τρόπους παραγωγής, νέες πηγές πρώτων υλών, νέες διαδικασίες διανομής, παραγωγής κλπ., νέες αγορές διάθεσης/πώλησης των αγαθών του, καθώς επίσης μία αναδιοργάνωση της επιχείρησης του – όπως με τη χρονικά περιορισμένη δημιουργία ενός μονοπωλίου έως ότου επέμβει ο ανταγωνισμός ή με την ανταγωνιστική κατάλυση ενός υφιστάμενου μονοπωλίου.
Το κεφάλαιο στην περίπτωση του συνίσταται στα μέσα πληρωμής, με τα οποία ο επιχειρηματίας αγοράζει αυτά που χρειάζεται για την επιχείρηση του, από την ελεύθερη αγορά – όπως γη, μηχανήματα, πρώτες ύλες ή εργασία. Το κεφάλαιο αυτό, με το οποίο δημιουργεί την επιχείρηση του, το βρίσκει είτε από τις τράπεζες, είτε από επενδυτές – τους οποίους πείθει για τις δικές τους δυνατότητες, καθώς επίσης για τις δυνατότητες κερδοφορίας της καινοτομίας που δρομολογεί.
Ο οικονομολόγος βέβαια προέβλεψε πως ο καπιταλισμός, ο καθαρός φιλελευθερισμός καλύτερα, παρά το ότι ήταν αρχικά η μηχανή της κοινωνικής ανάπτυξης, θα έπαυε να υπάρχει ως τέτοιος – επειδή η καπιταλιστική δυναμική οδηγεί στην αυτοματοποίηση της προόδου καθιστώντας το νεωτεριστή επιχειρηματία περιττό, καθώς επίσης στη δημιουργία μονοπωλίων. Όπως έγραψε, τα εισοδήματα των καπιταλιστών θα γίνονταν μισθοί για μία κανονική διοικητική εργασία σε τεράστιες βιομηχανικές, κρατικές ή ιδιωτικές, μονάδες – οπότε η καπιταλιστική τάξη θα χάσει τη λειτουργία της.
Ο νεοφιλελευθερισμός
Ακριβώς όπως το προέβλεψε ο Schumpeter, έχουμε τη σημερινή εξέλιξη του καπιταλισμού στην ακραία νεοφιλελεύθερη μορφή του – όπου προωθείται η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίων και η δημιουργία μονοπωλίων, εις βάρος της ελεύθερης αγοράς, της κοινωνίας και των Πολιτών της. Εν προκειμένω, επειδή οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς και του φιλελευθερισμού παραπλανώνται, θεωρώντας πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πιστεύουν, οφείλουν να γνωρίζουν πως ως ιδεολογία, ο νεοφιλελευθερισμός προκύπτει πράγματι από τη δραστική μείωση της επιρροής του κράτους. Εν τούτοις, στην πολιτικοοικονομική πραγματικότητα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική – αφού ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί ισχυρότερους, πιο παρεμβατικούς, ακόμη και αυταρχικούς κρατικούς μηχανισμούς.
Στα πλαίσια αυτά, αποτελεί μία διαδεδομένη, λανθασμένη αντίληψη το ότι, οι νεοφιλελεύθεροι είναι εναντίον του κράτους και έχουν ως στόχο τους να το διατηρήσουν όσο το δυνατόν μικρότερο – όπως διαδίδουν προς τα έξω, για να παραπλανήσουν και για να έχουν με το μέρος τους τους φιλελεύθερους. Ειδικότερα συμβαίνουν τα εξής:
«Σε αντίθεση με τους κλασικούς φιλελεύθερους, οι νεοφιλελεύθεροι χρειάζονται και θέλουν ένα ισχυρό κράτος που να παρέχει τους απαραίτητους θεσμούς και να διασφαλίζει ότι, η κοινοβουλευτική εξουσία σχεδιάζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβαδίζει με την αγορά»
Η διαδεδομένη υπόθεση λοιπόν πως το κράτος είναι εχθρός των νεοφιλελευθέρων, είναι απολύτως ψευδής – αφού το κράτος είναι το πιο σημαντικό μέσον για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού που δεν διαφέρει σημαντικά από τον εθνικοσοσιαλισμό, αποτελώντας στην ουσία την εξέλιξη του.
Εν προκειμένω, για τους νεοφιλελεύθερους οι αγορές είναι κοινωνικές και θεσμικές κατασκευές που χρειάζονται νόμους και κανόνες για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά – οπότε απαιτείται ένα ισχυρό κράτος για να δρομολογηθούν αυτές οι αγορές, για να επιβληθούν και για να συντηρηθούν.
Τα καθήκοντα ενός τέτοιου κράτους συμπεριλαμβάνουν την παροχή γενικότερων υποδομών, τη δημιουργία και τη διαφύλαξη των κανόνων Δικαίου στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα, τη ρύθμιση των κοινωνικών συγκρούσεων μεταξύ των εργαζομένων και του κεφαλαίου, την εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια από την αστυνομία και το στρατό κοκ. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της νεοφιλελευθεροποίησης δεν θα ήταν δυνατή, εάν τα κράτη δεν την είχαν εφαρμόσει με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, καθώς επίσης με την εκμετάλλευση όλων των κρίσεων – όπως της χρηματοπιστωτικής του 2008, της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010 και του Covid σήμερα.
Ποια είναι αυτή η διαδικασία; Απλούστατα η ίδρυση ανεξάρτητων Αρχών από το κοινοβούλιο και τη Δημοκρατία, η απελευθέρωση των αγορών αγαθών και κεφαλαίων, η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών όπως το νερό και η ενέργεια, η απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι περιορισμοί στα εργασιακά δικαιώματα, η μείωση των κοινωνικών προγραμμάτων κοκ.
Συμπερασματικά λοιπόν, ο νεοφιλελευθερισμός και το νεοφιλελεύθερο πολιτικό καθεστώς, δεν επιδιώκουν την απόσυρση του κράτους υπέρ της αγοράς ή τη μείωση της έκτασης της κρατικής παρέμβασης αυτής καθαυτής – αλλά στην εντατικοποίηση της κρατικής παρέμβασης υπέρ του πολύ μεγάλου κεφαλαίου, ειδικότερα υπέρ των εγχωρίων και διεθνών ελίτ που το νεοφιλελεύθερο κράτος υπηρετεί, όπως στο παρελθόν ο εθνικοσοσιαλισμός που δεν πρέπει να συγχέεται με το ναζισμό.
Το γεγονός αυτό είναι το αποτέλεσμα της «κατά το δοκούν» αφομοίωσης εκ μέρους των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού της θεωρίας του Keynes, περί της ανάγκης κρατικής παρέμβασης, όταν υπάρχουν καπιταλιστικές κρίσεις – με την οποία ουσιαστικά διέσωσε τον καπιταλισμό. Ο Keynes βέβαια πρέσβευε την άποψη πως το κράτος οφείλει μεν να παρεμβαίνει ως επιχειρηματίας σε τέτοιες περιόδους, αλλά μετά να αποσύρεται – κάτι που οι μεν νεοφιλελεύθεροι χρησιμοποίησαν για να κοινωνικοποιήσουν τις ζημίες τους όταν ιδιωτικοποιούν τα κέρδη, καθώς επίσης για να υφαρπάξουν ακόμη και τις κοινωφελείς επιχειρήσεις από το κράτος (ηλεκτρισμός, νερό, παιδεία, υγεία, φυλακές κοκ.), ενώ οι σοσιαλιστές για να στηρίξουν τον κρατισμό που πρεσβεύουν.
Συμπερασματικά λοιπόν ο νεοφιλελευθερισμός, ως μία σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού, οδηγεί στο θάνατο της πραγματικά ελεύθερης αγοράς και του νεωτεριστή επιχειρηματία – στην πλήρη κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου μέσω των χρηματαγορών που δολοφονούν την ιδιωτική πρωτοβουλία, την ελευθερία και τη Δημοκρατία, είτε με την ιδιωτική μονοπωλιακή του δομή των πανίσχυρων πολυεθνικών στη Δύση, είτε με την κρατική στην Ανατολή. Εκτός αυτού, οδηγεί σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο και τελικά σε μία σύγκρουση των δύο μονοπωλιακών συστημάτων – με καταστροφικά αποτελέσματα για τον πλανήτη.
Επιγραμματική ιστορική αναδρομή
Περαιτέρω, όταν ο καπιταλισμός εμφανίσθηκε στη βόρεια Αγγλία περί τα μέσα του 18ου αιώνα, παρέμεινε εντελώς απαρατήρητος – αν και η λέξη «καπιταλιστής» εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1753, περιγράφοντας αυτόν που είχε περιουσιακά στοιχεία. Μία από τις προϋποθέσεις ευδοκίμησης του, ήταν το υψηλό μισθολογικό επίπεδο των εργαζομένων – όπου, επειδή η Αγγλία δεν ήταν σε θέση να ανταγωνισθεί διεθνώς με τα προϊόντα της κλωστοϋφαντουργίας της, υποχρεώθηκε να υιοθετήσει μία ακριβή τεχνολογία για να τα καταφέρει.
Για να γίνει δηλαδή πιο παραγωγική, έτσι ώστε να ξεπεράσει τον ξένο ανταγωνισμό – με τη χρήση νέων τεχνικών, όπως ο μηχανικός αργαλειός, με την ατμομηχανή και με επενδύσεις στις υποδομές της, όπως στο νεοεμφανιζόμενο σιδηροδρομικό δίκτυο, καθώς επίσης στην επέκταση καναλιών και δρόμων. Έτσι αναπτύχθηκε η οικονομία της χώρας, αλλά συνέχισε να υπάρχει ανισορροπία – με την έννοια πως η πλειοψηφία των εργαζομένων παρέμεινε φτωχή ή έγινε φτωχότερη.
Η βασική αιτία ήταν η έλλειψη ενός βασικού πυλώνα του τότε καπιταλισμού: των συνδικάτων, ως εκπροσώπων των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, μόνο όταν ιδρύθηκαν και άρχισαν να υπερασπίζουν τους εργαζομένους, αυξήθηκε το βιοτικό επίπεδο και ταυτόχρονα ενισχύθηκε η οικονομία, λόγω της αυξημένης ζήτησης που οδηγεί σε μεγαλύτερες επενδύσεις – οπότε ωφελήθηκαν από τα συνδικάτα τόσο οι εργαζόμενοι, όσο και οι εργοδότες, καθώς επίσης το κράτος.
Ο καπιταλισμός τώρα γνώρισε τη χειρότερη κρίση του το 1929 – με αφετηρία τη συντριβή του χρηματιστηρίου των Η.Π.Α. στις 24 Οκτωβρίου, τη «Μαύρη Πέμπτη». Ειδικότερα, μετά από πολλά χρόνια αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων και των κερδών των επιχειρήσεων, οι μισθοί παρέμεναν στάσιμοι, η ζήτηση υποχωρούσε, η αγορά συρρικνωνόταν και οι επιχειρήσεις έπαψαν να επενδύουν – ενώ, εκτός από το πρόβλημα των χαμηλών μισθών, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των εργατικών συνδικάτων λόγω του χρηματισμού των ηγετών τους, εμφανίσθηκε ένα δεύτερο.
Οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου άρχισαν να κερδοσκοπούν και να αυξάνουν τα χρήματα τους ανεξέλεγκτα στις χρηματοπιστωτικές αγορές – έως ότου κατέρρευσε η χάρτινη πυραμίδα που είχε δημιουργηθεί, από τα επίπλαστα κέρδη της κερδοσκοπίας. Σε τελική ανάλυση, ακολούθησε μία παγκόσμια οικονομική κρίση που διήρκεσε πολλά χρόνια – με νομισματικούς πολέμους, με εμπορικούς και με το 2ο ΠΠ. Τότε έγινε κατανοητό πως ο καπιταλισμός έχει την ανάγκη ενός ισχυρού κράτους που να είναι σε θέση να επεμβαίνει σε περιόδους κρίσεων – κυρίως όμως να τοποθετεί τους κανόνες, φροντίζοντας να ελέγχει την τήρηση τους.
Ο καπιταλισμός λοιπόν επιβίωσε της κρίσης και ρυθμίσθηκε αυστηρότερα για πολλές δεκαετίες – με το νόμο Glass–Steagall του 1933 που διαχώριζε τις τράπεζες σε επενδυτικές και εμπορικές, με τη συμφωνία του Bretton Woods κοκ. Η εποχή της ευημερίας του όμως σταμάτησε, εν πρώτοις με την αποθράσυνση των συνδικάτων – τα οποία ζητούσαν αυξήσεις μισθών πάνω από την παραγωγικότητα των εργαζομένων και τον πληθωρισμό, τροφοδοτώντας τον τελευταίο. Οι εργοδότες αντέδρασαν μέσω των κυβερνήσεων και ξεκίνησε η εποχή του νεοφιλελευθερισμού – από την M. Thatcher και τον R. Reagan.
Με την εξαφάνιση δε του ανταγωνιστικού πολιτεύματος, του κομμουνισμού της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του 1980, καθώς επίσης με το ξεκίνημα της παγκοσμιοποίησης, ο νεοφιλελευθερισμός ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό – αφού τα δυτικά κράτη, όταν τα προηγουμένως κομμουνιστικά όπως η Κίνα και η Ρωσία στράφηκαν στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, θεώρησαν σκόπιμο για να μπορέσουν να παραμείνουν ανταγωνίσιμα, να απορρυθμίσουν τις οικονομίες τους.
Υιοθέτησαν τις ευέλικτες συνθήκες εργασίας, καταργήθηκε ο νόμος Glass-Steagall κοκ., ενώ τα ήδη αποδυναμωμένα εργατικά συνδικάτα σχεδόν διαλύθηκαν – αφού οι εταιρίες μπορούσαν να μεταφέρουν οπουδήποτε την παραγωγή τους εάν τους δημιουργούσαν πρόβλημα ή/και να εισάγουν πολύ φθηνότερα από τις χώρες χαμηλού μισθολογικού κόστους. Έκτοτε αυξήθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες όπως πριν τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, οι μισθοί παρέμειναν παγωμένοι ή μειώνονταν σε όρους αγοραστικής αξίας, συμπληρώνονταν με δανεισμό κλπ. – όταν το κεφάλαιο τοποθετούταν ξανά κερδοσκοπικά στα χρηματιστήρια, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα δύο μεγάλων κρίσεων: της φούσκας του διαδικτύου το 2000 και των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης του 2007.
Στη συνέχεια οι κεντρικές τράπεζες πλημμύρισαν τις αγορές με νέα χρήματα και τα κράτη υπερχρεώθηκαν για να διασώσουν τις μεγάλες επιχειρήσεις – όπου όμως όλα αυτά τα χρήματα διοχετεύθηκαν ξανά κερδοσκοπικά στα χρηματιστήρια, με το νεοφιλελευθερισμό να μετασχηματίζεται στη μονοπωλιακή του μορφή στη Δύση και στον κρατικό καπιταλισμό στην Ανατολή. Το κραχ ήταν νομοτελειακό στα τέλη του 2019, όπου εμφανίσθηκε ως ο από μηχανής Θεός η πανδημία – δίνοντας την ευκαιρία να συνεχισθεί το επικίνδυνο παιχνίδι που συνεχίζεται έως σήμερα, με μία στήριξη της οικονομίας άνευ προηγουμένου (γράφημα).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η λογικότερη κατάληξη του νεοφιλελευθερισμού, ενώ έχουν ξεκινήσει ήδη οι εμπορικές διαμάχες, οι διακρατικές κυρώσεις, οι συγκρούσεις κοκ., είναι ο πόλεμος – αν και η βέλτιστη είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας, στη φιλελεύθερη μορφή της. Σε κάθε περίπτωση, ο νεοφιλελευθερισμός έφτασε ξανά στο αδιέξοδο του 1929 – το οποίο δεν είναι άλλο από την αδυναμία ανάπτυξης του (ανάλυση), η οποία προϋποθέτει την άνοδο των μισθών, την αποχρέωση κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, καθώς επίσης τη ρύθμιση της οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου