Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Ο παρασιτικός νεοφιλελευθερισμός οδηγεί τη Δύση στο χάος


από Βασίλης Βιλιάρδος

Μία επιτυχημένη βιομηχανική πολιτική, χωρίς την οποία δεν υπάρχει μέλλον, δεν μπορεί να επιτευχθεί με το κυνήγι πλαστών, χρηματοπιστωτικών κερδών, όπως θεωρεί ο νεοφιλελευθερισμός – χωρίς την παραγωγή πραγματικά καλών νέων προϊόντων, σε ανταγωνιστικές, χαμηλές τιμές. 

Ούτε όταν δεν επιτρέπεται η «δημιουργική καταστροφή» του Schumpeter – όπως με τη διάσωση εταιριών και τραπεζών, με τον ισχυρισμό ότι είναι πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν. Εάν μία ολόκληρη κοινωνία βασίζεται στην αρχή του «δώστε μου χρήματα για την ελάχιστη ή καθόλου προσπάθεια», είναι καταδικασμένη, αργά αλλά σταθερά, να καταρρεύσει – είναι χαμένη εκ των προτέρων. 
Όσον αφορά δε τα εισοδήματα των εργαζομένων, οφείλουν να αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές – ενώ η κεντρική υπόσχεση του πολιτικού συστήματος, το κοινωνικό συμβόλαιο, πρέπει να είναι η βελτίωση της ζωής των απλών ανθρώπων.

 Η Δύση, υπό το καθεστώς του παρασιτικού νεοφιλελευθερισμού, δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει – ενώ, για να είναι ανταγωνιστικές οι δυτικές κοινωνίες, πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους.

 Εάν δεν αλλάξουν λοιπόν οι κυβερνήσεις, οι οικονομικές πολιτικές και η ιδεολογία στη Δύση, το ότι δηλαδή για να πλουτίσει και να παραμείνει πλούσιος κανείς, άτομο ή χώρα, πρέπει να κατασκευάζει καλά και φθηνά προϊόντα που να βελτιώνουν τη ζωή της πλειοψηφίας, δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει ανταγωνιστική και θα καταρρεύσει. 

Όλα αυτά φαίνονται καθαρά στο θλιβερό παράδειγμα της Ελλάδας που πρωταγωνιστεί πάντοτε στις αρνητικές εξελίξεις – όπου κυριαρχεί η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, εις βάρος της πρωτογενούς παραγωγής, της μεταποίησης και της βιομηχανίας. 

Το αποτέλεσμα ήταν η σχετικά πρόσφατη χρεοκοπία που οδήγησε στην απώλεια της οικονομικής της κυριαρχίας – ενώ συνεχίζονται τα υψηλά εμπορικά της ελλείμματα, τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, καθώς επίσης η πτώση των πραγματικών μισθών των Πολιτών της, προδιαγράφοντας την επόμενη, πολύ πιο οδυνηρή πτώχευση της.

.
Ανάλυση



Ενδεχομένως και παρά τη σημερινή ανάκαμψη, ξεκίνησε ήδη το σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας στη Δύση – το αναμενόμενο από πολλά χρόνια οικονομικό κραχ που είναι πιθανόν ότι, θα συνοδευθεί από μία βαθιά ύφεση, εάν όχι από στασιμοπληθωρισμό. 

Προφανώς οφείλεται σε κάποιο βαθμό στους πολέμους της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής – έχει όμως επίσης βαθύτερα αίτια, όπως είναι η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας (ανάλυση), η αποκεφαλαιοποίηση της μεσαίας τάξης (ανάλυση), καθώς επίσης το γεγονός ότι, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι συμβατός με τη βιομηχανική πολιτική.

Το αποτέλεσμα είναι να έχει μεταφερθεί το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως στην Κίνα – ο στόχος της οποίας δεν είναι η συγκέντρωση οικονομικής ισχύος, πλούτου και κερδών στις ελίτ, αλλά η εξασφάλιση εργασίας στους Πολίτες της. 

Έτσι, τα προϊόντα που παράγει πωλούνται και εξάγονται με χαμηλά ποσοστά κέρδους, για να μπορούν να είναι ανταγωνιστικά και να εξασφαλίζουν θέσεις εργασίας, σε όσο το δυνατόν περισσότερους Πολίτες της – ενώ αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη διαφορά, μεταξύ του μονοπωλιακού καπιταλισμού της Δύσης (ανάλυση) και του κρατικού καπιταλισμού της Κίνας (ανάλυση).



Από την άλλη πλευρά, όταν για παράδειγμα η Κίνα επιδοτεί σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, τότε αυτοί κατασκευάζονται πραγματικά – ενώ, αν και είναι δύσκολο να βρεθούν αξιόπιστα στοιχεία στη χώρα, μία σοβαρή πηγή αναφέρει ότι, το συνολικό ποσόν της επιδότησης είναι περίπου 10 δις $. 

Πόσοι σταθμοί φόρτισης υπάρχουν σήμερα στην Κίνα; Πάνω από 7 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 2,2 εκ. είναι δημόσιοι (γράφημα, πηγή) – όταν για σύγκριση υπάρχουν μόλις 186.200 στις ΗΠΑ, παρά τις κατά πολύ υψηλότερες επιδοτήσεις.

Την ίδια στιγμή, τα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα πωλούνται από τα εργοστάσια για περίπου 11 έως 12.000 $ – δηλαδή στην ουσία στο κόστος παραγωγής, συν κάποιο μικρό κέρδος.
 Στη Δύση όμως, η τιμή πώλησης τους είναι πολλαπλάσια – επειδή εργοστάσιο και έμποροι θέλουν να κερδίζουν πολύ περισσότερα και έχει χαθεί ο κανόνας του «price for value».

Για να αντιμετωπίσει τώρα αυτόν τον ανταγωνισμό η Δύση, έχει υιοθετήσει την επιβολή δασμών στην εισαγωγή κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων – ενώ οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να τους αυξήσουν έως και 100%. Ακόμη όμως και τότε, τα κινεζικά θα εξακολουθούν να είναι φθηνότερα από τα εγχώρια – γεγονός που σημαίνει πως δεν θα επιτύχουν τίποτα, ενώ θα υποστούν τα αντίποινα της Κίνας στις δικές της εισαγωγές.

Εν προκειμένω, ένας δυτικός δημοσιογράφος που ειδικεύεται στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τεκμηρίωσε με μία εμπεριστατωμένη ανάλυση του ότι (πηγή, αξίζει να διαβαστεί), τα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα, παρά την αντίθετη προπαγάνδα, είναι καλύτερα και φθηνότερα από συγκρίσιμα δυτικά μοντέλα – οπότε αργά ή γρήγορα θα κυριαρχήσουν στον πλανήτη.
Τα μη δεδουλευμένα κέρδη

Συνεχίζοντας, το βασικό θέμα της ανάλυσης είναι το ότι, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι συμβατός με μία βιομηχανική πολιτική – πόσο μάλλον με μία μιλιταριστική οικονομία, όπως αυτή που λειτουργεί σήμερα η Ρωσία (ανάλυση).

Όσον αφορά το δεύτερο, η Ρωσία αύξησε εύκολα και μαζικά την παραγωγή όπλων, καθώς επίσης πυρομαχικών, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ουκρανίας (πηγή) – ενώ η Δύση σχεδόν καθόλου, αναλώνοντας το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων της.

Σε σχέση με το πρώτο, σύμφωνα με την Washington Post, οι ΗΠΑ δαπάνησαν 7,5 δις $ για την κατασκευή μόλις 7 σταθμών φόρτισης (πηγή) – κάτι που δεν οφείλεται απλά σε ανικανότητα αλλά, κυρίως, στη διαφθορά. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει διαφθορά στην Κίνα και στη Ρωσία – αλλά ότι, δεν υπάρχει καμία σύγκριση με την αμερικανική και την ευρωπαϊκή διαφθορά.

Δεν είναι δηλαδή στην ίδια κλίμακα – ενώ ειδικά στην Κίνα, το μεγαλύτερο μέρος της διαφθοράς είναι «ειλικρινής διαφθορά». Τι σημαίνει αυτό; Απλούστατα, πως οι κινέζοι επιχειρηματίες παίρνουν μεν ένα μέρος από την «πίτα», αλλά παραδίδουν τον αριθμό των σταθμών φόρτισης ή άλλων εργασιών που συμφώνησαν – ότι κερδίζουν, αλλά δεν αισχροκερδούν και τηρούν τις συμβάσεις τους.

Η διαφθορά τώρα που περιγράφεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των αμερικανικών σταθμών φόρτισης, είναι προϊόν του ακραίου νεοφιλελευθερισμού – ο οποίος αφορά τα «μη δεδουλευμένα κέρδη», κάτι που είναι περισσότερο εμφανές στο χρηματιστήριο και στον τομέα των ακινήτων.

Αναλυτικότερα, στη μεταπολεμική περίοδο τα χρηματιστήρια κινούνταν στα ίδια σχεδόν επίπεδα – με την έννοια πως οι δείκτες δεν αυξάνονταν καθόλου. Όταν όμως ξεκίνησε η εποχή του νεοφιλελευθερισμού, από τη δεκαετία του 1980 και μετά (Friedmann, Thatcher, Reagan), τα χρηματιστήρια αυξάνονταν ακατάπαυστα – προφανώς με ενδιάμεσες πτώσεις σε περιόδους κρίσεων, αλλά σε τελική ανάλυση πάντοτε προς τα επάνω.

Το εντυπωσιακό και παράδοξο είναι όμως το ότι, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ ήταν πολύ υψηλότερος τη μεταπολεμική περίοδο, από αυτήν μετά το 1980 – γεγονός που σημαίνει πως οι δείκτες των χρηματιστηρίων και οι τιμές των μετοχών μετά το 1980, δεν αυξάνονταν λόγω των καλύτερων οικονομικών επιδόσεων, αλλά εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής, κυρίως μέσω της Fed στις ΗΠΑ.

Εν προκειμένω, το θέμα των «μη δεδουλευμένων κερδών» δεν ισχύει μόνο για τις τιμές των μετοχών και των ακινήτων – αλλά σχεδόν για τα πάντα. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, τα περιθώρια κέρδους έχουν εκτοξευθεί στα ύψη – ενώ οι δυτικές εταιρίες δεν ανταγωνίζονται πλέον ως προς την τιμή ή/και την ποιότητα των προϊόντων τους, όπως προηγουμένως.

Αντίθετα, προσπαθούν να δημιουργήσουν ολιγοπώλια ή μονοπώλια, για να μπορούν να ελέγχουν την αγορά και να επιβάλλουν υψηλότερες τιμές – χωρίς να χρειάζεται να προσφέρουν σημαντική προστιθέμενη αξία. Αυτός είναι ο λόγος που η ανταγωνιστικότητα τους έπαψε σταδιακά να αυξάνεται – αφού οι επενδύσεις σε αυτόν τον «παράγοντα» ήταν περιορισμένες σημειώνοντας ότι, από την ανταγωνιστικότητα εξαρτώνται οι μισθοί που στην ουσία «πάγωσαν» έκτοτε, σε όρους αγοραστικής αξίας. Ο τρόπος εδώ, με τον οποίο αξιοποιήθηκε ο Covid για να αυξηθούν οι τιμές πολύ πιο γρήγορα από την αύξηση του κόστους είναι διδακτικός – όπως άλλωστε και η ενεργειακή κρίση αργότερα (ανάλυση).

Με απλά λόγια, ο παρασιτικός νεοφιλελευθερισμός προάγει τα μη δεδουλευμένα, τα μη κερδισμένα χρήματα: τα κέρδη του κεφαλαίου. Δηλαδή, αυτά που επιτυγχάνονται με τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας στα χρηματιστήρια (ανάλυση) με την τεχνητή νοημοσύνη, με την αγορά μίας εταιρίας με χρέος, τον «τεμαχισμό» της και την πώληση των «κομματιών» της χωριστά, με την υπερχρέωση της όταν είναι συστημική για να διασωθεί από το κράτος (όπως οι τράπεζες «too big to fail) κοκ. Επίσης με τη δημιουργία μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων, τα οποία πιέζουν τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων τους ή να πληρώσουν πολύ περισσότερο από ότι αξίζουν ορισμένα αγαθά που παράγουν – όπως συμβαίνει με το στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ.

Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά είναι ελάχιστες και εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες – όπως στο παράδειγμα της Apple που έχει μεν αναπτύξει μερικά πραγματικά καινοτόμα προϊόντα, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να διατηρήσει μονοπωλιακές τιμές. Ολόκληρο σχεδόν το διαδίκτυο, το οποίο κατασκευάσθηκε ως δημόσιος τομέας, έχει μετατραπεί σε έναν περιφραγμένο κήπο – όπου σχεδόν όλοι οι μικροπαραγωγοί έχουν περιθωριοποιηθεί και τα προϊόντα τους έχουν κλαπεί.

Ειδικά όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία μηχανή κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας που στοχεύει μικρούς παραγωγούς – όπως συγγραφείς και καλλιτέχνες. Σε σχέση δε γενικότερα με τις υπηρεσίες, όπως είναι ο τουρισμός, το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι το ότι, δεν αυξάνουν σημαντικά την παραγωγικότητα των εργαζομένων τους, όπως η βιομηχανία και η μεταποίηση – οπότε ούτε τους μισθούς.

Η Αχίλλειος πτέρνα του νεοφιλελευθερισμού

Περαιτέρω, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία απέρριπτε ρητά τους δασμούς και τον προστατευτισμό, απαιτώντας ελεύθερες ροές κεφαλαίων – έτσι ώστε να προάγονται η καινοτομία, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα. Ως εκ τούτου, τα κεφάλαια οδηγούνταν στα μέρη με τις υψηλότερες αποδόσεις, ανεξάρτητα από τη χώρα – ενώ εξάγονταν κεφαλαιουχικά αγαθά και τεχνογνωσία.

Μέχρι πρόσφατα τώρα, η Κίνα ήταν παραγωγός χαμηλού κόστους εργασίας – οπότε η Δύση εκμεταλλεύθηκε το συγκεκριμένο ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα και μετέφερε εκεί την παραγωγή της. Σε αντίθεση λοιπόν με την εποχή του Ricardo (1772-1823) που «εφηύρε» την έννοια του «συγκριτικού πλεονεκτήματος», η Δύση δεν εισήγαγε τα προϊόντα που παρήγαγαν φθηνότερα άλλες χώρες, αλλά οι δυτικές εταιρίες παρήγαγαν τα δικά τους σε αυτές – εκμεταλλευόμενες τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα.

Έτσι η Apple, για παράδειγμα, παρήγαγε στην Κίνα τα iPhone και iPad σχεδόν εξ ολοκλήρου, με την αμερικανική τεχνογνωσία – επειδή εκεί ήταν φθηνότερα. Το πρόβλημα είναι όμως το ότι, οι μηχανικοί μαθαίνουν καλύτερα στο εργοστάσιο – οπότε, όταν η Δύση μετέφερε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της στην Κίνα, οι Κινέζοι μηχανικοί έμαθαν, ενώ οι Αμερικανοί όχι.

Εύλογα επομένως τα τηλέφωνα της Huawei ανταγωνίζονται σήμερα αυτά της Apple και της Samsung, έχοντας αναπτύξει το δικό τους λειτουργικό σύστημα – ενώ μπορεί οι μάρκες τους να μην είναι ακόμη τόσο καλές, αλλά έχουν ανοδική πορεία. Το σίγουρο είναι πάντως πως η καινοτομία μετακινείται αναπόφευκτα στις εγκαταστάσεις παραγωγής, όπου και αν ευρίσκονται – με μοναδική διαφορά το ότι, η μεταφορά τους αυτή γίνεται με καθυστέρηση.

Ειδικότερα, χρειάστηκαν περίπου σαράντα χρόνια για να ξεπεράσουν οι ΗΠΑ τη Μ. Βρετανία – ενώ στην περίπτωση των ΗΠΑ και της Κίνας, ο χρόνος φαίνεται να μειώθηκε στα είκοσι χρόνια που μάλλον έχουν ήδη ξεπεραστεί. Εν τούτοις, το θέμα δεν είναι από καιρό τώρα μόνο οι ίδιες οι εγκαταστάσεις παραγωγής – αφού το κόστος παραγωγής στη Δύση είναι ακόμη κατά πολύ υψηλότερο από αυτό της Κίνας, παρά το ότι η Κίνα δεν είναι πλέον μία χώρα φθηνού εργατικού κόστους.

Επιπρόσθετα λοιπόν στο ότι, τα ποσοστά κέρδους στην Κίνα διατηρούνται χαμηλά με κυβερνητικές παρεμβάσεις, καθώς επίσης τη μικρότερη διαφθορά, το καθαυτό κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο – ως συνέπεια του δυτικού νεοφιλελευθερισμού. Πού οφείλεται; Στο ότι το κόστος στέγασης και ενοικίασης στη Δύση είναι υψηλότερο και προκλήθηκε σκόπιμα, στα πλαίσια χρηματιστικοποίησης της οικονομίας – ενώ κάτι ανάλογο ισχύει για το υψηλότερο κόστος της υγειονομικής περίθαλψης.

Συμπερασματικά εδώ, το υψηλό κόστος διαβίωσης και ακίνητης περιουσίας σημαίνει ότι οι δυτικές εταιρίες, ακόμη και αν το ήθελαν έχοντας την ευκαιρία να το κάνουν, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις κινεζικές – ούτε καν με τη βοήθεια επιδοτήσεων που είναι πολύ περισσότερες, από ότι πιστεύει κανείς, οδηγώντας στην αύξηση των δημοσίων χρεών τους (το ιδιωτικό χρέος έχει αυξηθεί επίσης, επειδή οι εργαζόμενοι προσπαθούν να καλύψουν τη μη αύξηση των μισθών τους, ανάλογα με το κόστος διαβίωσης, με δανεικά).
Οι διαφορές με την Κίνα

Συνεχίζοντας, τα τελευταία έξι χρόνια οι Κινέζοι παραπονιούνται ότι, δεν είναι πλέον σε θέση να αγοράσουν σπίτι, όπως στο παρελθόν – επειδή η αγορά ακίνητης περιουσίας της Κίνας ελέγχεται πλέον από επενδυτές, όπως άλλωστε και η δυτική, εκτοπίζοντας τους νέους ανθρώπους.

Εν προκειμένω, η απάντηση της κινεζικής κυβέρνησης ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν της Δύσης – με την έννοια πως άφησε την αγορά κατοικίας της χώρας να καταρρεύσει και αμέσως μετά παρενέβη. Πώς; 
Σχεδίασε εκατομμύρια μονάδες κοινωνικής στέγασης που θα κυριαρχήσουν στο σύνολο της προσφοράς κατοικιών έως το 2030 – όπου το κράτος θα γίνει ο μεγαλύτερος κατασκευαστής κτιρίων για κατοικίες.

Μπορεί η Δύση να το κάνει αυτό; Να επιλύσει έτσι το πρόβλημα της στέγασης;
 Οι ΗΠΑ καλύτερα που είναι η ατμομηχανή της, επηρεάζοντας όλες τις άλλες χώρες; Θεωρητικά μπορεί, αλλά στην πράξη είναι αδύνατον – επειδή για μία τέτοια πολιτική, οι πολιτικοί θα έπρεπε να είναι διατεθειμένοι να βλάψουν τους πλουσίους. Την ελίτ του 1% που κυριαρχεί – ενώ ελέγχει το Κογκρέσο στις ΗΠΑ, την προεδρία και τους πολιτικούς σε ολόκληρη τη Δύση.

Εν προκειμένω, η Κίνα έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι, επιβάλλει πολιτικές που ωφελούν την πλειοψηφία, ακόμη και αν βλάπτουν τους πλουσίους – τους ξένους επενδυτές επίσης, παρά το ότι έχουν προκαλέσει την κατάρρευση ουσιαστικά του χρηματιστηρίου της και της αγοράς ακινήτων. Αντίθετα, η Δύση έχει επανειλημμένα αποδείξει το αντίθετο – οπότε είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει, μέσα από κοινωνικές αναταραχές, εξεγέρσεις και πολέμους, εάν δεν αλλάξει πολιτική.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, μία επιτυχημένη βιομηχανική πολιτική δεν μπορεί να επιτευχθεί με το κυνήγι πλαστών κερδών, όπως θεωρεί ο παρασιτικός νεοφιλελευθερισμός – χωρίς την παραγωγή πραγματικά καλών νέων προϊόντων, σε ανταγωνιστικές, χαμηλές τιμές. Ούτε όταν δεν επιτρέπεται η «δημιουργική καταστροφή» του Schumpeter – όπως με τη διάσωση εταιριών και τραπεζών, με τον ισχυρισμό ότι είναι πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν.

Εάν δε μία ολόκληρη κοινωνία βασίζεται στην αρχή του «δώστε μου χρήματα για την ελάχιστη ή καθόλου προσπάθεια», είναι καταδικασμένη αργά αλλά σταθερά να καταρρεύσει – είναι χαμένη εκ των προτέρων.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση της Κίνας δεν είναι σε καμία περίπτωση απαλλαγμένη από πολύ σοβαρά ελαττώματα, αλλά λειτουργεί – ενώ οι δυτικές κυβερνήσεις δεν λειτουργούν. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, η κυβέρνηση της Κίνας έχει αποστασιοποιηθεί από τα ιδιωτικά συμφέροντα – με την έννοια πως δεν τα υπηρετεί.

Φυσικά η Κίνα δεν είναι κομμουνιστική χώρα, αλλά καπιταλιστική – με τη διαφορά όμως ότι, ο καπιταλισμός που ασκείται εκεί, είναι παραπλήσιος αυτού που επικρατούσε στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, τις μεταπολεμικές δεκαετίες του 1950 και 1960. Εκείνος ο καπιταλισμός, σύμφωνα με τον οποίο μπορεί να πλουτίσει κανείς, αλλά μόνο μέσω της παραγωγής πραγματικών αγαθών – όχι μέσω της κερδοσκοπίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Όσον αφορά δε τα εισοδήματα των εργαζομένων, οφείλουν να αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές – ενώ η κεντρική υπόσχεση του πολιτικού συστήματος, το κοινωνικό συμβόλαιο, πρέπει να είναι η βελτίωση της ζωής των απλών ανθρώπων. Η Δύση, υπό το καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού, δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει – ενώ, για να είναι ανταγωνιστικές οι δυτικές κοινωνίες, πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους.

Η υιοθέτηση δασμών, αν και δεν είναι κακή ιδέα από μόνη της λόγω του καταντήματος της Δύσης, δεν αρκεί – αφού, εάν δεν αλλάξουν οι κυβερνήσεις, οι οικονομικές πολιτικές και η ιδεολογία, το ότι δηλαδή για να πλουτίσει και να παραμείνει πλούσιος κανείς, άτομο ή χώρα, πρέπει να κατασκευάζει καλά και φθηνά προϊόντα που να βελτιώνουν τη ζωή της πλειοψηφίας, δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει ανταγωνιστική και θα καταρρεύσει.

Όλα αυτά φαίνονται καθαρά στο θλιβερό παράδειγμα της Ελλάδας που πρωταγωνιστεί πάντοτε στις αρνητικές εξελίξεις – όπου κυριαρχεί η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, εις βάρος της πρωτογενούς παραγωγής, της μεταποίησης και της βιομηχανίας. Το αποτέλεσμα ήταν η σχετικά πρόσφατη χρεοκοπία που οδήγησε στην απώλεια της οικονομικής της κυριαρχίας – ενώ συνεχίζονται τα υψηλά εμπορικά της ελλείμματα, τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, καθώς επίσης η πτώση των πραγματικών μισθών των Πολιτών της, προδιαγράφοντας την επόμενη, πολύ πιο οδυνηρή πτώχευση της.

analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου