Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Ελληνική οικονομία: Τα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης – Πόσο και πώς την άλλαξαν

 

Τρεις επιφανείς οικονομολόγοι αναλύουν  την πορεία της ελληνικής οικονομίας από την πτώση της Χούντας μέχρι και σήμερα.

Είναι γεγονός ότι στα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης η Ελλάδα είχε ως επί το πλείστον χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, λίγους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς ως αποτέλεσμα λιτότητας και ένα

αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κάτι που αποτυπώνει το πρόβλημα που επικρατεί στην ανταγωνιστικότητάς της.

Η πτώση της δικτατορίας βρίσκει την ελληνική οικονομία να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης.

Μετά την αρχική ευφορία από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση , η περίοδος της μεταπολίτευσης συνδέθηκε με μεγάλα διαστήματα οικονομικής στασιμότητας, δημοσιονομικής και νομισματικής αποσταθεροποίησης, αλλά και κρίσεων, όπως η πλέον πρόσφατη του 2010.

Μεταπολίτευση: Μια άλλη αποτίμηση

Σε κάθε περίπτωση, οι πληγές αυτής της κρίσης στο οικονομικό και το κοινωνικό επίπεδο  παραμένουν ανοιχτές και ακόμη και σήμερα αποτελεί ζητούμενο η ολική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Πάντως, είναι εύλογο η ελληνική οικονομία να άλλαξε μέσα σε μια πορεία μισού αιώνα. Το θέμα είναι κατά πόσο αλλά και πως; Ο OT ζήτησε και φιλοξενεί τις απόψεις 3 επιφανών οικονομολόγων που απαντούν σε αυτό το ερώτημα

Παναγιώτης Πετράκης: Διαμορφώθηκε «χαμηλού κόστους» καπιταλισμός

Τα πενήντα χρόνια που έχουν περάσει από την εθνικά επώδυνη (λόγω της Κυπριακής προδοσίας και καταστροφής) γέννηση της νεότερης δημοκρατίας μας είναι ένα μεγάλο αλλά και συγχρόνως μικρό διάστημα, για την Ελληνική κοινωνία και οικονομία η οποία αναπτύσσεται πλέον στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το 1973 το κατά κεφαλή διαθέσιμο εισόδημα ήταν 12.202 ευρώ ενώ το 2022 ήταν 25.284 ευρώ. Το 1973 οι υπηρεσίες παρήγαγαν το 49% του ΑΕΠ, η βιομηχανία το 35% και ο αγροτικός τομέας το 16%. Το 2020 οι υπηρεσίες παρήγαγαν το 78,1% του ΑΕΠ, η βιομηχανία το 15,2% και ο αγροτικός τομέας το 4,8%. Εκτιμάται ότι το 1974 το 23,5% του Ελληνικού πληθυσμού είχε εισόδημα μικρότερο από το μισό του μέσου εισοδήματος ενώ το 2023 ο κίνδυνος φτώχειας (κατώφλι του 50% του συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος) αφορούσε 11,9% του πληθυσμού. Οι εγγεγραμμένοι ανώτατης εκπαίδευσης εκτοξεύτηκαν σε υψηλά επίπεδα και οι αναλφάβητοι μειώθηκαν δραματικά. Τέλος το δημόσιο χρέος το 1973 ήταν το 19,5% του ΑΕΠ ενώ το 2023 το 158% του ΑΕΠ.

O Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ Π.Ε. Πετράκης

Αυξήσαμε λοιπόν τα χρέη μας αλλά διπλασιάσαμε το επίπεδο του διαθέσιμου εισοδήματος και μειώσαμε την φτώχεια στο μισό από ότι ήταν το 1974 αναπτύσσοντας τον τομέα των υπηρεσιών, μειώνοντας την σημασία της βιομηχανίας στο μισό και μειώνοντας τον αγροτικό τομέα τουλάχιστον τέσσερις φορές. Επρόκειτο για μία γιγαντιαία παραγωγική αναδιάρθρωση που χρηματοδοτήθηκε (στεγαστικό, υποδομές, ισοζύγιο πληρωμών) από δανειακά κεφάλαια.

Ουσιαστικά η μακροχρόνια ανοδική κύμανση του κατά κεφαλή ΑΕΠ που ξεκίνησε στην Ελλάδα (και στον υπόλοιπο κόσμο) την μεταπολεμική περίοδο, διήρκεσε μέχρι το 1973 (μεγάλη οικονομική κρίση των τιμών του πετρελαίου), με την ανοδική φάση να διαρκεί μέχρι το 1985 οπότε ξεκίνησε ένας νέος ανοδικός κύκλος που έλαβε τέλος το 2010. Έκτοτε βρισκόμαστε στην ανοδική φάση της μακροχρόνιας κύμανσης που διαρκεί μέχρι σήμερα. Το πόσο έντονη και ικανοποιητική είναι η άνοδος αυτή είναι ένα άλλο θέμα.

Η λεγόμενη Great Moderation (Η Μεγάλη Εξομάλυνση) περίοδος του δυτικού καπιταλισμού (1980 – 2008) με την χρηματοοικονομοποίηση των οικονομιών υπό την πολιτική καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατίας κυρίως δημιούργησε το υπόβαθρο παρόμοιων μεταβολών σε όλον τον δυτικό κόσμο. Η περίοδος μετά την καθιέρωση του Ευρωπαϊκού νομίσματος με την προσγείωση του κόστους δανεισμού έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διατήρηση των θετικών τάσεων εντείνοντας όμως τις θεσμικές ασυμμετρίες του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος αφού στην πραγματικότητα η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και η είσοδος της Ελλάδος το 1981) ήταν πολιτική απόφαση (που πάντως πέτυχε μία μακροχρόνια Ευρωπαϊκή Ειρήνη).

Εάν όμως παρατηρήσουμε προσεκτικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι το οικονομικό μοντέλο που λειτουργεί στη Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδος) δεν έχει αλλάξει σημαντικά τα πενήντα αυτά χρόνια.

Οι βορειοευρωπαϊκές χώρες με εξαγωγικό προσανατολισμό, καλό συντονισμό κοινωνικής ισορροπίας, φθηνή, μέχρι πρότινος, ανατολική ενέργεια και τα καλά οργανωμένα συστήματα κατάρτισης ευνοήθηκαν από το ευρώ ενώ οι χώρες του νότου (και η Ελλάδα βέβαια) στηριζόμενες στην διαχείριση της ζήτησης, χωρίς υποτιμητική δυνατότητα με οριζόντια διεύρυνση των συστημάτων εκπαίδευσης, δυσκολεύονται.

Έτσι το μοντέλο του συντονιστικού καπιταλισμού που κυριαρχεί στην Ευρώπη (εν αντίθεση με τον ελεύθερο αγγλοσαξονικό ανταγωνισμό) έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά στον νότο από ότι στον βορά. Ειδικότερα στην Ελλάδα (και στις άλλες χώρες του Νότου) τον συντονισμό της διαμόρφωσης της αμοιβής της εργασίας τον έχει κυρίως το κράτος (και κατ’ επέκταση τα κόμματα) και πολύ λιγότερο οι κοινωνικοί εταίροι (συνδικάτα κ.τ.λ.). Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι στον Νότο και την Ελλάδα έχει διαμορφωθεί ένας «χαμηλού κόστους» καπιταλισμός με χαμηλές έως μεσαίες δεξιότητες. Να σημειωθεί ότι η σχέση αιτίου και αιτιατού συμπλέκεται μέσα στον χρόνο.

Αυτά τα χαρακτηριστικά κανονικά κάνουν δεκάδες χρόνια να μεταβληθούν. Πάντως στην Ελλάδα η μνημονιακή κρίση επέτρεψε ορισμένες προσπάθειες εισαγωγής νέων θεσμών που θα έφερναν πιο κοντά στην ελεύθερη οικονομία, με περιορισμό του κράτους. Όμως κρίσιμα ζητήματα όπως ο τρόπος νομοθέτησης και επίτευξης της κοινωνικής ισορροπίας αποδυνάμωσαν τις μεταρρυθμιστικές αυτές δυνάμεις. Στην τελευταία δεκαετία ο Covid, η κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος ξαναδυναμώνουν τον ρόλο του κράτους.

Ρεαλιστικά το μέλλον της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την διεύρυνση της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής οργάνωσης (του κράτους) και από την ικανότητα να επιβιώσει στο διεθνές στερέωμα. Και τα δύο είναι απολύτως εφικτά αλλά πολύ δύσκολα στοιχήματα.

Κώστας Μελάς: Δεν ήρθε η πολυπόθητη αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος

Η διατύπωση του ερωτήματος επιτρέπει να απαντήσουμε ευθέως, χωρίς να αναλωθούμε σε πληθώρα αξιολογικών κρίσεων: η ελληνική οικονομία έχει μεταβληθεί πολύ, κάτι που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού, δεδομένου ότι έστω και ως καταναλώτρια τεχνολογίας έχει ενσωματώσει σε μεγάλο βαθμό μέρη της  νέας τεχνολογίας που κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Με δεδομένο ότι μόνο στην εξέλιξη της τεχνολογίας μπορούμε να διατυπώσουμε αντικειμενικά κριτήρια προόδου από τη στιγμή που αυτή ενσωματώνεται και χρησιμοποιείται στην οικονομική διαδικασία διακρίνουμε και αλλαγές σε αυτήν.

Παράλληλα  η ένταξή της Ελλάδος , αρχικά στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην Ευρωζώνη, σιγά αλλά σταθερά, έχει μεταβάλλει άρδην το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η ελληνική οικονομία. Η ασκηθείσα καθ’ όλη τη συγκεκριμένη περίοδο οικονομική πολιτική εξυπηρέτησε αποκλειστικά την επίτευξη του βασικού και κυρίαρχου στόχου, της ένταξης της χώρας στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης και του εθνικού νομίσματος στη ζώνη του ευρώ. Στη συνέχεια όλες οι κυβερνητικές προσπάθειες επικεντρώθηκαν στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας εντός της οικονομίας της ευρωζώνης.

O Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Κώστας Μελάς

Η σταθερή προσαρμογή των παραγωγικών σχέσεων της ελληνικής οικονομίας στα αντίστοιχα πρότυπα που καθορίζει η πολιτικοϊδεολογική κυριαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδήγησε με τρόπο νομοτελειακό, υπό μια έννοια, και στην αντίστοιχη προσαρμογή των παραγωγικών δυνάμεων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση νέων συνθηκών υλικής παραγωγής. Η συμμετοχή των τριών κλάδων της οικονομίας –πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς– υπέστη διαφοροποιήσεις, με αποτέλεσμα ο τριτογενής τομέας της οικονομίας να διογκωθεί περαιτέρω εις βάρος των δύο άλλων. Η αποβιομηχάνιση της χώρας και η σταδιακή εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής αποτελούν τα απτά αποτελέσματα της ασκηθείσας οικονομικής πολιτικής. Ο τουρισμός αναδεικνύεται σε βασικό πόλο οικονομικής συσσώρευσης.

Η οικονομική δραστηριότητα μέσω των ιδιωτικών επενδύσεων -βοηθουσών και των ιδιωτικοποιήσεων και των δημοσίων επενδύσεων- επικεντρώθηκε κυρίως στον τομέα των κατασκευών και των Μεγάλων Έργων, στη Νέα Οικονομία της Πληροφορικής και του Διαδικτύου, στον χώρο των Μέσων Επικοινωνίας, στη Διαφήμιση, στη Χρηματοπιστωτική Αγορά, και στον Τουρισμό. Παράλληλα οι ιδιωτικοποιήσεις επεκτάθηκαν όχι μόνο στους χώρους της κρατικής επιχειρηματικότητας αλλά και σε χώρους που θεωρούνταν παραδοσιακά αποκλειστικής παραγωγής δημοσίων αγαθών, όπως η παιδεία και υγεία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη σημαντικής επιχειρηματικής δράσης και σ’ αυτούς τους χώρους. Όλα αυτά στο όνομα του εκσυγχρονισμού της οικονομίας και της αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.

Η κρίση αθέτησης πληρωμών έθεσε με απότομο τέλος σε όλη αυτή τη διαδικασία και οδήγησε στα δεκαετή μνημόνια με στόχο τη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας και την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος. Για το τελευταίο έχω την εντύπωση ότι τα αποτελέσματα ήταν απολύτως πενιχρά.

Δυστυχώς  η πολυπόθητη αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, που ποτέ δεν έλαβε συγκεκριμένη μορφή, – και όταν έλαβε αποτελούσε θεωρητική άσκηση επί χάρτου- αλλά γενικά και αόριστα ήταν στα χείλη όλων, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από τη συνέχιση του παλαιού υποδείγματος με νέο λούστρο που αφήνει όμως να διαφανούν ευκρινώς τα χαρακτηριστικά του: στο διεθνή καταμερισμό εργασίας η Ελλάδα όλο και περισσότερο κατατάσσεται μεταξύ των χωρών μεσαίας τεχνολογικής εξειδίκευσης , με βασική παραγωγική δυνατότητα την παροχή υπηρεσιών τουρισμού και  real estate ,  με χαμηλούς μισθούς στο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού , χαμηλή παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα που κυρίως στηρίζεται στο χαμηλό κόστος εργασίας σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας.

Δημήτρης Λιάκος: Η διάρηξη του Κοινωνικού Συμβολαίου της μεταπολίτευσης

Χωρίς αμφιβολία η περίοδος της 3ης ελληνικής δημοκρατίας, η μεταπολίτευση όπως χαρακτηριστικά λέγεται, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η καλύτερη στην νεότερη ελληνική ιστορία. Μια περίοδος ομαλότητας, σταθερότητας, προόδου και προώθησης σημαντικών θετικών και ποιοτικών αλλαγών που συνέβαλαν στην αλλαγή σελίδας στην πορεία αυτού του τόπου. Εξελίξεις που κάθε άλλο παρά αυτονόητες θεωρούνταν για την μεταπολεμική περίοδο έως την πτώση της δικτατορίας το 1974.

Ο οικονομολός και πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος

Στο πεδίο της οικονομίας τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στα θετικά συγκαταλέγεται η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η συμμετοχή της χώρας στην  νομισματική ένωση, το άνοιγμα της οικονομίας (έστω και με σχετικά μέτριο τρόπο). Ωστόσο η εκδήλωση της κρίσης του 2008 και η συνεπακόλουθη κρίση χρέους που ξέσπασε το 2010 διέκοψε βίαια και ανέστρεψε μια πορεία, που εκείνη την περίοδο, φάνταζε δυναμική. 

Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η Ελλάδα έχασε αλλεπάλληλες ευκαιρίες να δημιουργήσει μια οικονομία ανθεκτική, να αλλάξει το αναπτυξιακό της πρότυπο σε πιο παραγωγικό και εξωστρεφές, παρά τον απίστευτο πακτωλό κεφαλαίων, ευρωπαϊκών και εγχώριων, που είχε στη διάθεσή της. Αποτέλεσμα, λόγω της κρίσης και της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να “σηκώσει” το βάρος των διαχρονικών ευθυνών του, η διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου της μεταπολίτευσης, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί. Οι πληγές αυτής της κρίσης στο οικονομικό και το κοινωνικό επίπεδο  παραμένουν ανοιχτές. Είναι στοίχημα η αναπλήρωση του χαμένου εδάφους σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (πραγματική σύγκλιση) που διευρύνθηκε σημαντικά κατά την πολυετή κρίση. Το 2027 (τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και το 2032 (λήξη περιόδου χάριτος για το ελληνικό δημόσιο χρέος) δεν είναι τόσο μακριά όσο πιθανόν κάποιοι θέλουν να πιστεύουν.

 ot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου