ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Πράξ. ιστ΄ 1634
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Ἰωάν. θ΄ 1-38
1. Φόβος ἀπέναντι στὶς ἀπειλὲς
Κάποιο Σάββατο ὁ Ἰησοῦς συνάντησε στὴν Ἱερουσαλὴμ ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό. Σὲ ἐρώτηση τῶν Μαθητῶν, τοὺς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε γεννηθεῖ τυφλὸς γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Ἔφτυσε κατόπιν κάτω, ἔκανε πηλό, ἔχρισε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τοῦ εἶπε νὰ
πάει νὰ τὰ πλύνει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.Ὁ τυφλὸς ὑπάκουσε καὶ βρῆκε τὸ φῶς του.
Ὅσοι τώρα τὸν ἔβλεπαν θεραπευμένο, προβληματίζονταν ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ἢ κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει. Αὐτὸς ἐπιβεβαίωνε ὅτι εἶναι ὁ πρώην τυφλὸς καὶ τοὺς περιέγραφε τὸν θαυμαστὸ τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο τὸν εἶχε θεραπεύσει ὁ Ἰησοῦς.
Τὸ ἴδιο εἶπε καὶ στοὺς Φαρισαίους μετὰ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ ἐκεῖνοι τοῦ ἔκαναν. Οἱ Φαρισαῖοι διαφώνησαν μεταξύ τους. Ἄλλοι θεώρησαν μὲ τὴ διεστραμμένη σκέψη τους ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατέλυε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Ἄλλοι προβληματίζονταν: «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος» – ὅπως θεωροῦσαν τὸν Κύριο – «νὰ ἐπιτελεῖ τέτοια ὑπερφυσικὰ σημεῖα;» Ζήτησαν τότε τὴ γνώμη τοῦ θεραπευμένου κι ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίθηκε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Προφήτης.
Δυσαρεστήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του καὶ ρώτησαν στὴ συνέχεια τοὺς γονεῖς του σχετικὰ μὲ τὴ θεραπεία τοῦ γιοῦ τους. Ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «Πράγματι, αὐτὸς εἶναι ὁ γιός μας, ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθεῖ τυφλός. Πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δὲν ξέρουμε, οὔτε ποιὸς τοῦ θεράπευσε τὰ μάτια. Ρωτῆστε τὸν ἴδιο. Ἔχει ὥριμη ἡλικία γιὰ νὰ σᾶς ἀπαντήσει».
Ἀπάντησαν ἔτσι, ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντες, ποὺ εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ἐκδιώκεται ἀπὸ τὴ Συναγωγὴ καὶ νὰ ἀφορίζεται ὅποιος τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας.
Φοβήθηκαν, λοιπόν, οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ καὶ σιώπησαν μπροστὰ στὴν ἀλήθεια. Δίστασαν νὰ ὁμολογήσουν τὸ ὀφθαλμοφανὲς θαῦμα. Δὲν τόλμησαν οὔτε νὰ ἐκδηλώσουν τὴ χαρά τους γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ γιοῦ τους. Τὸν ἄφησαν ἀνυπεράσπιστο ἀπέναντι στοὺς Φαρισαίους.
Τὸ φαινόμενο αὐτὸ συχνὰ ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς μέρες μας, ποὺ χλευάζεται καὶ διώκεται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ δημόσια πρόσωπα καὶ μέσα ἐνημερώσεως.
Ἀκοῦμε συχνὰ ἀνυπόστατες κατηγορίες γιὰ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα καὶ καταβαλλόμαστε κάποτε ἀπὸ ἕνα πνεῦμα φόβου καὶ δειλίας. Φοβόμαστε νὰ ὁμολογήσουμε τὴν ἀλήθεια, νὰ ὑπερασπισθοῦμε τὸ δίκαιο. Λογαριάζουμε τὰ σχόλια τοῦ κόσμου, τὶς συνέπειες ποὺ θὰ ἔχει ἡ ἀντίδρασή μας καὶ διστάζουμε νὰ ἐκφράσουμε τὶς ἀπόψεις μας.
Μᾶς ἐλέγχει ὅμως ἡ θαρρετὴ ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ, ὅπως περιγράφεται στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Οἱ Ἰουδαῖοι κάλεσαν τὸν πρώην τυφλὸ νὰ ἀναγνωρίσει τὴν «πλάνη» του καὶ νὰ ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν τὸ ξέρω. Ξέρω ὅμως καλὰ ὅτι, ἐνῶ πρὶν ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω», ἀποκρίθηκε ὁ θεραπευμένος. Τοῦ ἐπανέλαβαν τὶς ἐρωτήσεις σχετικὰ μὲ τὴ θεραπεία του. Μὲ περισσότερο θάρρος τώρα ἀποκρίνεται ὁ πρώην τυφλός: «Γιατί μὲ ξαναρωτᾶτε; Μήπως θέλετε νὰ γίνετε κι ἐσεῖς μαθητές του; Αὐτὸς ποὺ ἐπιτέλεσε τέτοιο θαῦμα ἔχει θεϊκὴ ἀποστολή, διότι ὁ Θεὸς ἀκούει ὅσους ἐφαρμόζουν τὸ θέλημά του». Ὀργισμένοι τότε οἱ Ἰουδαῖοι φώναξαν: «Ἐσὺ ὁ ἄθλιος καὶ ἁμαρτωλὸς τολμᾶς νὰ κάνεις τὸν δάσκαλο σ᾿ ἐμᾶς;» Καὶ τὸν πέταξαν ἔξω ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ συνεδρίαζαν.
Ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν πέταξαν ἔξω, καὶ τότε τὸν συνάντησε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ;» «Καὶ ποιὸς εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ Τὸν πιστέψω;», ρώτησε ἐκεῖνος. «Τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια σου. Αὐτὸς ποὺ σοῦ μιλάει τὴ στιγμὴ αὐτή, Αὐτὸς εἶναι», ἀπάντησε ὁ Κύριος. Κι ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε: «Πιστεύω, Κύριε», καὶ μὲ βαθιὰ εὐλάβεια Τὸν προσκύνησε.
Εἶχε συνέπειες ἡ θαρρετὴ ὁμολογία τοῦ πρώην τυφλοῦ. Δέχθηκε τὴν περιφρόνηση, τὴν ἀπόρριψη, τὴν περιθωριοποίηση τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ δὲν ἔκρυψε τὴν ἀλήθεια ἀπέναντι στὶς ἀπειλές τους. Ἔλαβε ὅμως καὶ τὴ μεγαλύτερη εὐλογία τῆς ζωῆς του. Διότι τότε ποὺ φάνηκε ὅτι ἔμεινε μόνος, τότε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Τότε δέχθηκε τὴ θεία ἀποκάλυψη καὶ προσκύνησε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἀντίστοιχα κι ἐμεῖς δὲν εἶναι πάντα εὔκολο νὰ πηγαίνουμε κόντρα στὸ ἀντίθεο ρεῦμα τῆς ἐποχῆς μας. Ἔχει ὁπωσδήποτε κόστος. Ὅμως ἀκόμη κι ἂν δεχθοῦμε κάποτε τὴν κοινωνικὴ ἀπομόνωση, ἐκφράζοντας τὴ λατρεία καὶ τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία μας, ἂς μὴν κλονισθοῦμε. Νὰ ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι τότε θὰ δεχθοῦμε καὶ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, τὴ Χάρι καὶ τὴν εὐλογία του· ὅτι τότε ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστὸς στὴν ψυχή μας.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
………………………………………………………
Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Κατά Ιωάννην, κεφ. Θ΄, εδάφια 1-38
1Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.
8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.
13 ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.
18 οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.
24 ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.
35 ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παν.Τρεμπέλα
1Καθώς ο Ιησούς περνούσε από το κέντρο της πόλεως, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. 2 Τότε οι μαθητές του τον ρώτησαν: ‘’Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε για να γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός τυφλός; Αμάρτησε ο ίδιος, όταν ήταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, ή αμάρτησαν οι γονείς του και τιμωρείται αυτός για τις αμαρτίες τους;’’. 3 Κι ο Ιησούς τούς απάντησε: ‘’Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού. 4 Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο. Έρχεται όμως η μέλλουσα ζωή, και όπως στη διάρκεια της νύχτας σταματούν τα έργα τους οι άνθρωποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπορεί να εργάζεται για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε στιγμή να χάνω. 5 Εφόσον είμαι στον κόσμο, είμαι Φως του κόσμου με τη διδασκαλία και τα θαύματά μου’’. 6 Κι αφού είπε αυτά, έφτυσε κάτω και έκανε πηλό, και έχρισε με αυτόν τα μάτια του τυφλού. 7 Και, δοκιμάζοντας την πίστη του τυφλού, τού είπε: ‘’Πήγαινε, νίψου στη στέρνα του Σιλωάμ(όνομα εβραϊκό που μεταφράζεται «απεσταλμένος»). Ύστερα λοιπόν από την εντολή αυτή του Ιησού πήγε ο τυφλός εκεί και νίφτηκε, και ήλθε στο σπίτι του με μάτια υγιή.
8 Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: ‘’Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε από τους διαβάτες ελεημοσύνη;’’ 9 Μερικοί έλεγαν: ‘’Αυτός είναι’’. Άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Ο ίδιος έλεγε ότι ‘’εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιότερα ζητούσα ελεημοσύνη’’. 10 Μετά λοιπόν από τη βεβαίωση αυτή του τυφλού τον ρώτησαν εκείνοι: ‘’Πώς θεραπεύθηκαν τα μάτια σου;’’. 11 Κι εκείνος τους απάντησε: ‘’ Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και μου άλειψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: «Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου». Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου’’. 12 Μετά από την πληροφορία αυτή του τυφλού που είχε θεραπευθεί του είπαν οι Ιουδαίοι: ‘‘Πού είναι εκείνος;’’. ‘’Δεν ξέρω’’, τους απάντησε.
13 Τον οδήγησαν τότε στους Φαρισαίους, αυτόν που ήταν κάποτε τυφλός και είχε ήδη θεραπευθεί οριστικά. 14 Η ημέρα μάλιστα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. 15 Όταν λοιπόν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισαν κι αυτοί να τον ανακρίνουν και να τον ρωτούν πάλι πως θεραπεύθηκε και βρήκε το φως του. Κι εκείνος τους είπε: ‘’Αυτός που με θεράπευσε μου έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου και μετά εγώ πλύθηκα και βλέπω’’. 16 Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: ’’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου’’. Άλλοι έλεγαν: ‘’Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα;’’. Και διαφωνούσαν μεταξύ τους. 17 Κι επειδή η διαφωνία τους συνεχιζόταν, άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό, και τον ρώτησαν: ‘’Εσύ τι λες για τον άνθρωπο αυτό; Πρέπει να ακουστεί και η δική σου γνώμη˙ διότι τα δικά σου μάτια θεράπευσε εκείνος και εσύ περισσότερο από κάθε άλλον γνωρίζεις τα περιστατικά της θεραπείας σου’’. Κι αυτός τους απάντησε: ‘’Εγώ λέω ότι είναι προφήτης’’.
18 Μετά λοιπόν από τον χαρακτηρισμό αυτόν που έδωσε για τον Ιησού ο τυφλός που θεραπεύθηκε, οι Ιουδαίοι δυσαρεστήθηκαν. Δεν εννοούσαν να πιστέψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε πραγματικά το φως του˙ ώσπου αποφάσισαν να καλέσουν τους γονείς του ανθρώπου αυτού που απέκτησε το φως του. 19 Και τους ρώτησαν: ‘’Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει;’’. 20 Οι γονείς του τότε τους αποκρίθηκαν: ‘’Γνωρίζουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. 21 Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε. Ή ποιος του θεράπευσε και του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε. Αυτός δεν είναι μικρό παιδί, έχει ώριμη ηλικία, και συνεπώς αντιλήφθηκε πώς κα από ποιον έγινε η θεραπεία του. Αυτόν λοιπόν ρωτήστε, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του και θα σας πει τι του συνέβη’’. 22 Και μίλησαν με τον τρόπο αυτό οι γονείς του τυφλού, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες· διότι αυτοί πριν από πολύ καιρό είχαν συμφωνήσει να αποκηρυχθεί, να αφορισθεί και να αποδιωχθεί από τη συναγωγή όποιος θα τολμούσε να ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. 23 Επειδή λοιπόν φοβούνταν οι γονείς του μήπως αποδιωχθούν και αυτοί από τη συναγωγή, γι’ αυτό είπαν ότι ‘’έχει ώριμη ηλικία ο γιος μας, αυτόν ρωτήστε’’.
24 Αφού λοιπόν οι Ιουδαίοι δεν μπόρεσαν να πληροφορηθούν τίποτε από τους γονείς του τυφλού για να διαψεύσουν τη θεραπεία του ή για να κατακρίνουν τον Ιησού, κάλεσαν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: ‘’Δόξασε τον Θεό ομολογώντας ότι πλανήθηκες και αναγνωρίζοντας την αλήθεια γι’ αυτόν που σε θεράπευσε. Εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας, ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός’’. 25 Εκείνος τότε τους απάντησε: ‘’Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω, και γι’ αυτό αποφεύγω να εκφράσω γνώμη γι’ αυτό. Ξέρω όμως καλά ένα πράγμα, ότι δηλαδή ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός τώρα βλέπω’’. 26 Επειδή όμως η νέα αυτή βεβαίωση του πρώην τυφλού δεν τους άρεσε, του είπαν πάλι: ‘’Τι σου έκανε; Πώς σε θεράπευσε και πώς σου άνοιξε τα μάτια;’’. 27 ‘’Μόλις πριν από λίγο σας το είπα’’, τους απάντησε, ‘’και δεν θελήσατε να προσέξετε και να παραδεχθείτε ό,τι σας είπα. Γιατί τώρα θέλετε να ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές Του;’’. 28 Τότε του μίλησαν υβριστικά και περιφρονητικά και του είπαν: ‘’Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. Εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή. 29 Εμείς, που είμαστε σπουδασμένοι και αναγνωρισμένοι άρχοντες του έθνους, ξέρουμε ότι ο Θεός έχει μιλήσει στον Μωυσή και σε κανέναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από πού είναι και από πού στάλθηκε’’.
30 Τότε αυτός τους απάντησε: ‘’Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός προκαλεί θαυμασμό και έκπληξη: Ότι δηλαδή εσείς δεν ξέρετε τον άνθρωπο αυτόν εάν έχει σταλεί από τον Θεό και από πού είναι, και όμως αυτός ο άγνωστος σε σας μου άνοιξε τα μάτια. 31 Είναι όμως γνωστό και το ξέρουμε όλοι ότι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά εάν κάποιος σέβεται τον Θεό και εφαρμόζει το θέλημά Του, αυτόν ο Θεός τον ακούει. 32 Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ποτέ να έχει θεραπεύσει κανείς μάτια ανθρώπου που να έχει γεννηθεί τυφλός. Πρώτη φορά έγινε τέτοιο θαύμα, και Αυτός που το έκανε πρέπει να έχει θεϊκή αποστολή. 33 Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε, ούτε το παραμικρό θαύμα’’. 34 Του αποκρίθηκαν τότε εκείνοι: ‘’Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και συ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις τον δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους;’’. Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού.
35 Στο μεταξύ άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω για την παρρησία με την οποία διεκήρυττε την αλήθεια, και αφού τον βρήκε, του είπε: ‘’Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;’’. 36 Κι εκείνος του αποκρίθηκε: ‘’Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέψω;’’. 37 Του είπε τότε ο Ιησούς: ‘’Μα τον έχεις κιόλας δει με τα μάτια σου. Αυτός που μιλάει αυτή τη στιγμή μαζί σου, Αυτός είναι ο Υιός του Θεού’’. 38 Τότε εκείνος είπε: ‘’Πιστεύω, Κύριε’’. Και τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού και Κύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου