Το ελληνικό ποδόσφαιρο άρχισε δειλά - δειλά να βγάζει εξωστρέφεια, να ακούγεται όλο και περισσότερο κι εκτός συνόρων. Κάποιοι είπαν ότι το Γουέμπλεϊ ήταν ένα απλό πυροτέχνημα, όμως
ακολούθησε η πορεία της ΑΕΚ ως τα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ της σεζόν 1976-77, αυτό που έμενε ήταν μία επιτυχία της Εθνικής Ελλάδας. Μία πρόκριση σε τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης, το αιώνιο απωθημένο του ελληνικού ποδοσφαίρου.Ο όμιλος με Σοβιετική Ένωση, Ουγγαρία και Φινλανδία, άφηνε μόνο μία χαραμάδα ελπίδας που έγινε απόλυτο σκοτάδι μετά τις δύο πρώτες αγωνιστικές. Η αιχμαλωσία στην πρεμιέρα της 24ης Μαΐου του 1978 στο Ελσίνκι έφερε το απογοητευτικό 3-0 από την Φινλανδία, το οποίο διαδέχθηκε το καθαρό 2-0 στο Ερεβάν από την Σοβιετική Ένωση.
Όλα
έδειχναν μία ακόμα τυπική παρουσία κομπάρσου στην προκριματική φάση,
όμως το συγκρότημα του Αλκέτα Παναγούλια διέψευσε τους πάντες, με μία
ασύλληπτη πορεία από εκεί και μετά.
Το 8-1 επί της Φινλανδίας έφερε κάποια δειλά χαμόγελα, ενώ το 4-1 επί της Ουγγαρίας έφερε τα πρώτα κομπιουτεράκια. Το 0-0 στην Βουδαπέστη έκανε τον αγώνα της τελευταίας αγωνιστικής με την Σοβιετική Ένωση να μοιάζει με τελικό πρόκρισης.
Ένα γκολ του Τάκη Νικολούδη στην κατάμεστη Λεωφόρο έφερε την πολυπόθητη πρόκριση στην τελική φάση του Euro 1980, που θα γινόταν στην Ιταλία, με την εθνική ομάδα να ταξιδεύει ως το μεγάλο αίνιγμα της διοργάνωσης.
Ο όμιλος δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας. Η φιναλίστ του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978 Ολλανδία, η υπερδύναμη Δυτική Γερμανία και η κάτοχος του τροπαίου Τσεχοσλοβακία σε έναν όμιλο φωτιά, από τον οποίο μόνο ο πρώτος έπαιρνε απευθείας το εισιτήριο για τον τελικό, κάτι που δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο λάθους.
Με μία πολυσυλλεκτική αποστολή (5 παίκτες του ΠΑΟΚ, 4 του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ, 3 του Άρη και του Ολυμπιακού και έναν από Ηρακλή, ΟΦΗ, Πανιώνιο), το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα έβγαλε αξιοπρέπεια, ωστόσο πλήρωσε την έλλειψη εμπειρίας, φανέλας και σεβασμού από τους διαιτητές.
Το Euro 1980 έμεινε στην ιστορία, ως η απόλυτη οργανωτική, εισπρακτική και εμπορική αποτυχία. Με εξαίρεση τα παιχνίδια της «σκουάντρα ατζούρα», οι υπόλοιπες αναμετρήσεις έγιναν σε μισοάδεια γήπεδα, σε ένα περιβάλλον γενικής αδιαφορίας.
Η Εθνική πήγε με συγκρατημένη αισιοδοξία στην πρεμιέρα του Σαν Πάολο απέναντι στην Ολλανδία. Οι οράνιε βρίσκονταν σε καθεστώς παρακμής, δεν θύμιζαν σε τίποτα την ομάδα που έπαιξε δύο συνεχόμενους τελικούς Μουντιάλ το 1974 και το 1978. Η φουρνιά του Total Football είχε αποσυρθεί (με εξαίρεση τους Κρολ, Χάαν, Σράιβερς, Νανίγκα) και η νέα γενιά (με εξαίρεση τους αδερφούς Φαν ντε Κέρκοφ) δεν έδειχνε κάτι το φοβερό.
Με αμυντική τακτική, η ομάδα του Παναγούλια κρατούσε με σχετική ευκολία το 0-0, μέχρι το 64ο λεπτό που ήρθε μία φάση, όπου ο Ανατολικογερμανός διαιτητής Άντολφ Πρόκοπ πήρε το χειρουργικό νυστέρι για να αναλάβει δράση. Ο Βασίλης Κωνσταντίνου βγήκε πλάγια και κοντά στην γραμμή του άουτ για να αποσοβήσει ένα κόρνερ κι ενώ η μπάλα είχε πάει ήδη στα πόδια του Κυράστα συγκρούστηκε με τον Νανίγκα που δεν είχε καμία ελπίδα να προλάβει την φάση.
Ο Πρόκοπ διέκρινε δόλο κι ενώ η φάση έμοιαζε περισσότερο με φάουλ υπέρ του Έλληνα τερματοφύλακα, εντούτοις εκείνος έδειξε λευκή βούλα, με τον Κιστ να κάνει το 1-0 και να αλλάζει την ροή του ματς. Ο Καψής είχε δοκάρι τρία λεπτά πριν το τέλος, με το ιταλικό κοινό να γιουχάρει πολύ έντονα τον διαιτητή μετά το τελευταίο σφύριγμα, που βρήκε την Ολλανδία με μία νίκη από το πουθενά (1-0).
Τρεις μέρες αργότερα στην Ρώμη, με την ψυχολογία στο ναδίρ και μία πολύ καλύτερη αντίπαλο στο γήπεδο, η Εθνική Ελλάδας αποχαιρέτισε και τις τελευταίες της ελπίδες. Παρότι ο Νίκος Αναστόπουλος ισοφάρισε στο 14ο λεπτό με πονηρή διαγώνια κεφαλιά, σημειώνοντας το πρώτο ελληνικό γκολ σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης, η παρέα του Αντονίν Πανένκα (σκόρερ του πρώτου γκολ) ήταν πολύ καλύτερη και έφτασε στο δίκαιο 3-1.
Στις 17 Ιουνίου του 1980 ήρθε και ο πρώτος βαθμός. Η Δυτική Γερμανία ήθελε απλώς ένα πόντο για να προκριθεί στον τελικό και είναι αλήθεια ότι δεν χρειάστηκε να φορτσάρει πολύ. Σε ένα ματς με λίγες φάσεις, το 0-0 έμεινε ως το τέλος και άφησε μία γλυκιά γεύση στο τέλος, με την πρώτη ελληνική παρουσία σε μεγάλη διοργάνωση να «στοιχειώνεται» από ένα πέναλτι - φάντασμα που έδειξε ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε ακόμα πολλά ψωμιά να φάει για να αποκτήσει τον σεβασμό από διαιτητές και αντιπάλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου