«Διακόσιαι εισαγωγαί ασθενών την ημέρα και έλλειψις κλινών πανελλαδικώς». Σε απλή καθαρεύουσα του 1943 οι σημερινοί τίτλοι για το σύστημα υγείας.
Είναι η εικόνα των νοσοκομείων στην Κατοχή, όπου οι άνθρωποι, υποσιτισμένοι και εξουθενωμένοι, χωρίς φάρμακα, έπεφταν κάτω σαν τις μύγες από αρρώστιες όπως φυματίωση, ελονοσία και γρίπη ή απλά από πείνα, χωρίς “υποκείμενα νοσήματα”. Κατά 46% αυξήθηκαν στην κατοχή οι θάνατοι από
φυματίωση και τα σανατόρια είχαν 1.200 κλίνες, ενώ χρειάζονταν εισαγωγή 5.000 πολίτες. Σουηδός πρέσβης έγραφε ότι «κάθε πρωί σκοντάφτεις πια σε νεκρούς στην Αθήνα».Οι απώλειες των Ελλήνων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν λοιπόν μόνον από βόλια και βόμβες, αλλά και από αρρώστιες που θέριζαν σαν ριπές νέους και ηλικιωμένους, υγιείς και ευάλωτους. “Έφευγαν” σωρηδόν κάθε μέρα, καθώς η πείνα αλλά και τα συσσίτια των 138 θερμίδων, ενίοτε μάλιστα με αλλοιωμένα τρόφιμα, είχαν κάνει αδύναμους και τους γερούς.
Στο “Σωτηρία” μέτρησαν ότι το 1940 το ποσοστό των νοσηλευομένων που έχανε τη μάχη ήταν 27% και το 1941 έφθασε το 49%.
Το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών τότε ήταν ηλικίας 11 έως 40 ετών. Η ελονοσία ήταν μια δεύτερη ανοιχτή πληγή. Αμερικανοί γιατροί που ήρθαν για να συνδράμουν, εκτιμούσαν ότι έπασχαν από υποτροπές της συγκεκριμένης αρρώστιας σχεδόν τρία εκατομμύρια άτομα, κάτι πραγματικά απίστευτο σε μια χώρα τότε των επτά εκατομμυρίων.
Η ελονοσία είχε καμφθεί σημαντικά με την κρατική κινίνη το 1923 (που αντικατέστησε τη νοθευμένη του εμπορίου) αλλά με τον πόλεμο η κινίνη πλέον δεν επαρκούσε. Η ελονοσία φέρεται να έπληττε κυρίως παιδιά και νέους έως 40 ετών. Συνήθως δεν κατέληγε σε θάνατο πλέον, αλλά είχε σοβαρές επιπλοκές. Εντούτοις λόγω της Κατοχής σημειώθηκε κάθετη αύξηση και στους θανάτους. Μια καταγραφή για το 1942 αναφέρει 202 θανάτους στην Αθήνα, όμως δεν ξέρουμε πόσο αντιπροσωπευτικός είναι αριθμός για την γενικότερη κατάσταση στη χώρα, αλλά ούτε καν για την Αθήνα.
Μέσα σε όλα, το 1941 σημειώθηκε και επιδημία εξανθηματικού τύφου, που φαίνεται να ξεκίνησε από τη Φλώρινα, αλλά έφτασε και στην Αθήνα, καθώς και μικρή επιδημία κοιλιακού τύφου. Επίσης, αυξήθηκαν και τα κρούσματα ψώρας από 540 το 1940 σε 1.100 το 1941, καθώς και της σύφιλης που από 600 περιστατικά έφτασε το 1943 τα 2.900. Η βρεφική θνησιμότητα το 1942 έφτασε το 213 τοις χιλίοις. Επίσης τους χειμώνες θέριζε και η γρίπη, αλλά και η διφθερίτιδα, η μηνιγγίτιδα, η ιλαρά, η οστρακιά και η ευλογιά.
Αλλοιωμένα συσσίτια και υποσιτισμός
Επίσης σημειώθηκαν και πολλά κρούσματα από αλλοιωμένα συσσίτια και δηλητηριάσεις. Το 1943 υπέστησαν μαζική δηλητηρίαση 183 άνθρωποι, που δεν γνωρίζουμε αν επέζησαν ή όχι. Από το 1940 μέχρι και το 1945 η αύξηση των θανάτων από φυματίωση συνεχίζεται σταθερά, καθώς στην κατοχική Ελλάδα (που ήταν ελλειμματική και φτωχή σε περίθαλψη και πριν τον πόλεμο) σημειώθηκε σε αυτή την πενταετία και μεγάλη έλλειψη σε βασικά είδη διατροφής, ειδικά στα αστικά κέντρα.
Το 1939 μόνον το 2% του πληθυσμού υποσιτιζόταν με λιγότερες από 1.200 θερμίδες, συχνά και με 600. Όμως, το 1941 το ποσοστό που υποσιτιζόταν εκτινάχθηκε στο 63%, ενώ εμφανίστηκε και ένα ποσοστό που κυριολεκτικά δεν είχε να φάει και που το 1939 δεν υπήρχε. Αυτό το ποσοστό έφθασε το 15%.
Το ποσοστό όσων έτρωγαν από τίποτα μέχρι και ελάχιστα έφθασε το 78% το 1941. Η μερίδα του συσσιτίου παρείχε μόλις 418 θερμίδες το καλοκαίρι του 1941 ενώ το Νοέμβριο αυτές μειώθηκαν στις 138, όταν ένας Έλληνας με το μέσο ύψος εκείνης της περιόδου χρειαζόταν τουλάχιστον 1.800 θερμίδες και αν εργαζόταν σε χωράφια 2.000 -2.200.
Ο μέσος όρος εισαγωγής ασθενών στα σανατόρια ήταν περίπου 200 άνθρωποι κάθε μέρα. Στο “Σωτηρία” δεν είχαν πλέον “πού να τους βάλουν” και πολλοί αποστέλλονταν στην επαρχία, όμως ούτε εκεί επαρκούσαν οι κλίνες. Επίσης υπήρχε και μια ταξική διαστρωμάτωση στην περίθαλψη ήδη πριν από τον πόλεμο, καθώς υπήρχαν σανατόρια πολυτελείας και “τα κοινά” για τη φτωχολογιά. Το 98% των νοσηλευομένων στο “Σωτηρία” ήταν από φτωχογειτονιές της Αθήνας του 1,5 εκατομμυρίων κατοίκων και υπήρχε μόνον 2% από τις αριστοκρατικές γειτονιές της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου