(Ὡς ἔλεγχος ἑνὸς νοσηροῦ διαχρονικοῦ πολιτικοῦ ἤθους) |
Γράφει ὁ ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Ἕνα πολύτιμο (πολιτικὸ) κτέρισμα στὸ χῶρο τῆς λογοτεχνίας εἶναι τὸ διήγημα οἱ «χαλασοχώρηδες» τοῦ Ἀλεξ. Παπαδιαμάντη.
Ἀποτελεῖ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ κληρονομιά, ποὺ προβάλλει στὸν σημερινὸ νεοελληνικὸ πολιτισμὸ τὸ διαχρονικὸ ἔλλειμα πολιτικοῦ ἤθους τοῦ λαοῦ μας.
Τὸ ὀρθόδοξο πολιτικὸ ἦθος, ὅπως συναιρεῖται στὴ Γραφὴ καὶ στὴν Πατερικὴ παράδοση, δὲν ἀποτελεῖ ἐσωτερικὸ περιεχόμενο τῆς σημερινῆς πολιτικῆς ζωῆς. Ἰδιαίτερα ἀπουσιάζει ἀπὸ τίς συνειδήσεις τῶν πολιτικῶν, ὅπως καὶ στὶς πρακτικὲς τῶν «χαλασοχώρηδων».
Ἡ πολιτικὴ τοῦ φόβου ἐπὶ κορονοϊοῦ, τὸ κλείσιμο τῶν Ἱ. Ναῶν, ἡ ὑποχρεωτικότητα τῶν ἐμβολιασμῶν, τὰ πρόστιμα, τὰ διάφορα ρουσφέτια καὶ ἐπιδόματα (δωροδοκίες), ἡ πρόσφατη ἀποχὴ στὴν ἐκλογικὴ διαδικασία καὶ οἱ ἀπολύσεις – τιμωρίες τῶν ὑγειονομικῶν, ἀποτελοῦν μικρὸ δεῖγμα τῶν ἔργων τῶν σύγχρονων «χαλασοχώρηδων».
«Χαλασοχώρηδες ἐκαλοῦντο τέως οἱ τοῦ κόμματος τοῦ Λάμπρου (Βατούλα), ἀπὸ δὲ τῆς νυκτὸς ταύτης οἱ τοῦ ἄλλου κόμματος ὠνομάσθησαν «οἱ ἀνδρογυνοχωρίστρες», σημειώνει ὁ Παπαδιαμάντης (Σέλ. 42).
Στὸ διήγημα ὁ Παπαδιαμάντης ἀναδεικνύει τὰ ἑξῆς (ἐνδεικτικὰ) χαρακτηριστικὰ (ἀρνητικὰ) πολιτικὰ σύνδρομα στὶς ἐκλογὲς τῆς ἐποχῆς του:
1) Τὴν κομματικὴ φαυλοκρατία 2) τὴ διαφθορὰ 3) τὴν κομματικὴ συναλλαγή 4) τὰ ρουσφέτια 5) τὴν ἀργομισθία 6) τὸν παρασιτισμὸ κ.λ.π.
Ἐὰν ἔβλεπε καὶ τὴ σημερινὴ ὁριζόντια κατανομὴ τῆς διακαναλικῆς ἐξουσίας (Μ.Μ.Ε.) ποὺ λειτουργεῖ, ἐν πολλοῖς, πρὸς ἀποχριστιανικοποίηση τοῦ λαοῦ, θὰ τόνιζε (γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ): «Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικία, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικήν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς» (Σελ. 75).
Μέχρι σήμερα, πολλοὶ προσπάθησαν νὰ ἑρμηνεύσουν – ἀναλύσουν τὸ φαινόμενο «Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης», τὸν χαρισματικὸ αὐτὸν ἐργάτη τῆς λογοτεχνίας, ὁ ὁποῖος στὰ ἔργα του περιλαμβάνει ὅλους (σχεδὸν) τοὺς κύκλους – τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Σὲ ὁρισμένα σημεῖα τῶν ἔργων του ἀπομονώνουμε καὶ γραμμὲς προσωπικῆς του αὐτοκριτικῆς – εἰλικρίνειας.
Οἱ διάφοροι κριτικοί του χρησιμοποιοῦν ἀπὸ παιδαριώδη ἕως καὶ δύσκολα θεωρητικὰ κριτικὰ σχήματα μὲ χρήση (εὐρεῖα) κοινωνικῶν δεδομένων.
Νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι οἱ ἑρμηνευτές του, ἐν πολλοῖς, δὲν ἐρεύνησαν ἐπαρκῶς το ὀρθόδοξο βίωμά του, τὸ ὀρθόδοξο ἦθος του, τίς βασικὲς πτυχὲς τῆς σκέψης του, ὡς ὀρθοδόξου παρατηρητὴ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.
Ὁ πατέρας του (Ἀδαμάντιος Ἐμμανουὴλ) ἦτο ἱερέας, πνευματικὸς ἀπόγονος τῶν Κολυβάδων πού, μὲ ἁπλότητα, κρατοῦσε τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἦθος τους, τίς βασικὲς πτυχὲς τῆς ἐκκλησιολογίας τους.
Ἔμαθε ὁ Παπαδιαμάντης ἀπὸ τὸν πατέρα του τὴν πίστη τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, τὸ σεβασμὸ στὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ τὸν Μυστηριακὸ τρόπο ζωῆς.
Τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας δημιούργησαν στὴν ψυχή του δυνατὰ βιώματα καὶ μαθητεία στὴν Γραφὴ καὶ στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων· κατόρθωσε δηλ. ἐσωτερικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ νόημα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας σὲ βαθμό, ποὺ δὲν κατορθώνουν πολλοί, ἐκ τῶν ἀποφοίτων τῶν θεολογικῶν σχολῶν.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε ταπεινά, ἐσχατολογικά, χωρὶς τὸ ὑλιστικὸ – σαρκικὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς του.
Πιστεύω, ὅτι ἔτσι ἀντιμετώπισε τὸ μεταπτωτικὸ φαινόμενο τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καὶ δὲν κατέφυγε στὸ μυστήριο τοῦ γάμου.
Στὸ διήγημα οἱ «ΧΑΛΑΣΟΧΩΡΗΔΕΣ» ἀποτυπώνεται ἡ ὑψηλὴ χριστιανικὴ κοινωνικὴ ἤ, μᾶλλον, κοινοτικὴ συνείδησή του, στοὺς ὑψηλότερους βαθμοὺς τῆς λογοτεχνικῆς περιγραφῆς της, μὲ προσανατολισμὸ θεολογικό.
Ὁ Παπαδιαμάντης διαφέρει (ριζικὰ) ἀπὸ τὸν Μάρξ, ὡς πρὸς τὸν τρόπο κατανόησης τῆς συνείδησης τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὁ ὁποῖος (Μὰρξ) δέχεται τὴ γένεσή της στὰ ὅρια τῆς ὑλικῆς αὐτονομίας τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει σχετικά:
«Δὲν εἶναι ἡ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων ποὺ καθορίζει τὸ εἶναι τους, ἀλλ᾿ ἀντίστροφα τὸ κοινωνικό τους εἶναι καθορίζει τὴ συνείδησή τους» (Κ. Μάρξ).
Τότε, γιατί ἡ κυρίαρχη πλουτοκρατία – ὀλιγαρχία ἐπιζητεῖ – διψᾷ συνέχεια τὸ χρῆμα, ἀφοῦ τὸ «κοινωνικότης εἶναι» δὲν στερεῖται τῆς ὑλικῆς εὐημερίας;
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης, ὡς γνήσιος Ὀρθόδοξος στοχαστής, βλέπει τὴν ἐπενέργεια τῶν παθῶν, τὸν κύριο ρόλο τῆς συνείδησης, ποὺ δὲν εἶναι προϊὸν – ἀντανάκλαση τῆς ὕλης, ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Παραδείγματα (ἀπὸ τὸ διήγημα):
Α) «Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας κι ὁ Μανόλης ὁ Πολύχρονος κι ἄλλοι, μερικοί, πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ λαδιά, στὸ μούχτι... κι ἠξεύρουν πῶς νὰ κυνηγοῦν τὸ πλιάτσικο. Ἔχουν βλέπεις αὐτοί, οἱ διάβολοι, τὸν τρόπο νὰ τὰ κάνουν πλακάκια» (Σελ. 23).
Β) Γιὰ τὸν «Ἀλικιάδην», «ὅστις ἐπολιτεύετο χάριν τῶν δημοσίων ἔργων, γράφει (σελ. 29):
1. «Ὁ Ἀλικιάδης ἦτο παμπόνηρος, καὶ τὰ χέρια του ὡμοίαζαν μὲ γάτζους. Δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς βγάλῃς λεπτά, οὔτε μὲ τὸ δόλωμα, οὔτε μὲ τὸ «παρασούβλι». Δὲν ἔδιδε πέντε χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ λάβῃ δέκα. Ἑβραῖος σωστός».
2. «Ὁ δὲ Ἀλικιάδης εἶχε διατελέσει καὶ αὐτὸς βουλευτὴς ἄλλοτε καὶ εἶχε διακριθῇ. Δὲν ἦτο ἄνθρωπος νὰ πηγαίνει στὰ χαμένα. Ἤθελε «σίγουρες δουλειές». Ἦταν ἱκανὸς νὰ ἐξοδεύση καὶ δέκα πέντε χιλιάδες, καὶ εἴκοσι χιλιάδες διὰ νὰ ἐπιτύχῃ. Ἀλλὰ δὲν ἐπετούσε τὰ λεπτὰ «στὸ βρόντο». Ἦτο βέβαιος, ὅτι ἐκλεγόμενος βουλευτής, θὰ ὠφελεῖτο εἴκοσι πέντε ἢ τριάντα χιλιάδες, τὸ ὀλιγώτερον. Ἄ! ἦτο πολὺ «κουλοπετσωμένος». Ἐν πρώτοις, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ διορίση ὑπάλληλον, θὰ τοῦ ἔλεγε, «μ᾿ δίνεις τὰ μισά;», πρὶν ἀποφασίσει νὰ δώση μπιλιέτο» (Σελ. 50).
3. «Ἐν πρώτοις ὑπῆρχεν ἡ ἐθνικὴ ὁδός, ἡ προκηρυσσομένη ἑκάστοτε ὡς μέλλουσα νὰ κατασκευασθῇ, παρὰ τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας πόλιν. Ἐκεῖθεν, ἂν ἐξελέγετο βουλευτής, θὰ εἶχε τὴν μερίδα τοῦ λέοντος. Ἀπὸ τώρα εἶχεν ἀρχίσει νὰ συνεταιρίζεται κρυφὰ μὲ τοὺς ἐργολάβους...» (Σελ. 50).
1ο Σχόλιο: Σκάνδαλα ἐπὶ σκανδάλων εὑρίσκονται στὸ στόχαστρο τῆς πέννας τοῦ Παπαδιαμάντη. Βλέπουμε (ἀπὸ τότε) τὸ ρουσφέτι καὶ ἡ διαφθορὰ νὰ κατέχουν ποσοστὸ ἐξουσίας, μέχρι καὶ σήμερα, στὸ Δημόσιο βίο.
Βλέπουμε, ἀκόμη, τὴν γενικὴ (ἀμαρτητικὴ) ροπὴ κατάλυσης τῶν θεσμῶν ποὺ χαρακτηρίζουν μιὰ ὑγιῆ δημοκρατία, ὅπως εἶναι ἡ ἠθικὴ καὶ ὁ σεβασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ἡ ὁποία στὸ διήγημα ἐξαγοράζεται στὸ ὄνομα τῆς ψηφοθηρίας.
Τέλος, παρατηροῦμε καὶ κυνισμό, πρὸς τὴν κατεύθυνση μὴ σεβασμοῦ τῶν ὅρων τῆς προεκλογικῆς διαδικασίας καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ πρόσωπα (ἡγετικά) τῆς δημόσιας ζωῆς (ὅπως καὶ σήμερα...).
2ο Σχόλιο: Πιστεύω, ὅτι ὁ λόγος του Παπαδιαμάντη εἶναι ἀρχιτεκτόνημα θαυμάσιο, λιτὸς καὶ ἀκριβής, μὲ χαρισματικὴ μέθοδο κατατάξεως τῶν γεγονότων – ἐννοιῶν. Δὲν περιέχει ἐξεζητημένη καλλιλογική περισιολλογία· ἀντίθετα περιέχει τὴ θέρμη τοῦ ὀρθόδοξου στοχασμοῦ.
Νὰ τονίσουμε, ὅτι ὁ κυρίως πυρῆνας τῶν ἔργων του εἶναι οἱ δυστυχίες τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὅπως ἡ μετανάστευση καὶ οἱ συνέπειές της.
«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ σωφρονῶ δὲν θὰ παύσω νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φῦσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἤθη» (Ἀλεξ. Παπαδιαμάντης).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου