Η Συνθήκη της Λωζάνης έκλεισε πλέον τον πρώτο της αιώνα. Δεν πρόκειται για κάτι το ασήμαντο. Από όλες τις συνθήκες που ολοκλήρωσαν τον κύκλο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι η μόνη που εξακολουθεί να παραμένει σε ισχύ. Οι υπόλοιπες ανάλογες έχουν από καιρό εκπνεύσει, οι περισσότερες τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά την υπογραφή τους, μέσα στο ρευστό κλίμα του Μεσοπολέμου. Ετούτη η ασυνήθιστη στα διπλωματικά πράγματα μακροβιότητα είναι κάτι που αξίζει να διερευνηθεί.
Στο τέλος του πρώτου μεγάλου παγκόσμιου πολέμου οι νικητές – οι αποικιοκρατικές δυνάμεις ή καλύτερα οι δυνάμεις που κυριαρχούσαν στις θάλασσες και τους ωκεανούς – αντιμετώπισαν το πρόβλημα της
αναδιοργάνωσης του κόσμου, στα μέτρα και στις επιθυμίες των νικητών. Σε πρώτη σειρά σπουδαιότητας ήταν ο διακανονισμός της τύχης των τριών αυτοκρατοριών που, ως τότε κυριαρχούσαν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη: της Ρωσικής, της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής.Παραδόξως, και παρά τους φόβους για το αντίθετο, η πλέον “εύκολη” στην “ρύθμισή” της περίπτωση αποδείχθηκε εκείνη της Αυστροουγγαρίας. Οι εθνικισμοί είχαν σε αυτήν την περίπτωση επιτελέσει το έργο τους και η κραταιά αυτοκρατορία κατατμήθηκε – εκ των ενόντων – σε αριθμό ανεξάρτητων κρατών. Στα κράτη αυτά περίσσευαν οι μειονότητες, αλλά αυτό ήταν ένα ζήτημα του οποίου η λύση μετατέθηκε για μελλοντικούς πολέμους.
Η Ρωσία είχε διαφορετική πολεμική σταδιοδρομία: ξεκίνησε ως μέλος της Εγκάρδιας Συνεννόησης, της συμμαχίας που τελικά κέρδισε τον πόλεμο. Με δεκαπέντε εκατομμύρια στρατιώτες στα πεδία των μαχών αναδείχθηκε σε πολύτιμο εταίρο της συμμαχίας, ανατρέποντας μακρόχρονες σταθερές που την ήθελαν μακριά από τις θερμές θάλασσες: η ήττα της εχθρικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα την έφερνε στα Στενά, στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και πολύ κοντά στις ακτές της Ανατολίας. Η επανάσταση τα ανέτρεψε όλα αυτά. Με το τέλος του Παγκόσμιου Πολέμου η Ρωσία παρέμεινε ανοικτό πεδίο μάχης όπου οι νικητές σύμμαχοι και οι εγχώριοι Λευκοί πολεμούσαν ανελέητα με το καθεστώς των Μπολσεβίκων. Επρόκειτο για τον νέο εχθρό.
Η αλλόθρησκη Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια τρίτη περίπτωση. Σε μεγάλο βαθμό ο παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε από την διεκδίκηση του δικού της χώρου: στη Λιβύη, στα Βαλκάνια, στον δρόμο προς την Βαγδάτη και την Μοσούλη. Στην διάρκεια του πολέμου ο διαμελισμός των εδαφών της απασχόλησε πλήθος διαβουλεύσεων και σε πολλούς δόθηκαν υποσχέσεις για συμμετοχή στην διανομή. Όσο η Ρωσία βρισκόταν “στην σωστή πλευρά της ιστορίας”, διεκδικούσε την μερίδα του λέοντα από την οθωμανική κληρονομιά. Κατόπιν το κεφάλαιο αυτό άνοιξε για πολλούς διεκδικητές.
Το πρόβλημα του οθωμανικού χώρου
Από τις τρεις περιπτώσεις μόνο η πρώτη, η Αυστροουγγαρία, έγινε δυνατό να ρυθμιστεί με βάση τις αρχικές συνθήκες στην λήξη του πολέμου. Για την Ρωσία δεν γινόταν λόγος. Το νέο καθεστώς ήταν για τους νικητές ακόμα πιο επικίνδυνη περίπτωση και από την Γερμανία και τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες – τους ηττημένους. Η επανάσταση πολεμήθηκε “μέχρις εσχάτων” τόσο από εξωτερικούς, όσο και από εσωτερικούς εχθρούς. Για τρία χρόνια μετά το τέλος του παγκόσμιου πολέμου η σύγκρουση στην Ρωσία, ο Ρωσικός εμφύλιος πόλεμος, έγινε η μεγαλύτερη πολιτική εκκρεμότητα που εμπόδιζε την επαναδιάταξη του κόσμου.
Στην περίπτωση του οθωμανικού χώρου το πρόβλημα ήταν παραπλήσιο σε πολλές πτυχές, ολότελα διαφορετικό σε άλλες. Στο Παρίσι και στο Λονδίνο – όπως και στην Ουάσιγκτον, οι προθέσεις ήταν συγκεχυμένες: Η προς κατάλυση αυτοκρατορία είχε περιοχές που εύκολα μπορούσαν να γίνουν ευρωπαϊκές αποικίες και άλλες όπου μπορούσαν να εφαρμοστούν οι περί “αυτοδιάθεσης” αρχές των “14 σημείων” του προέδρου Ουίλσον των ΗΠΑ. Η κατανομή ήταν άνιση.
Η Βρετανία απέκτησε τις πλέον ασφαλείς και υποσχόμενες – σε πετρέλαια – περιοχές, το Ιράκ, την Παλαιστίνη, την Αραβική χερσόνησο. Η Γαλλία πήρε τον Λίβανο, την Συρία και μια ζώνη στην Κιλικία με την ελπίδα ότι – με την βοήθεια των Αρμενίων – θα άπλωνε τον έλεγχο και την επιρροή της ως τα πετρέλαια του Καυκάσου. Απέμενε προς “διάθεση” ο κεντρικός πυρήνας του τουρκικού έθνους – η Μικρά Ασία και η Ανατολία. Το πρόβλημα έγινε ακόμα πιο πολύπλοκο όταν εμφανίστηκε το εθνικό κίνημα του Κεμάλ – κίνημα που αμφισβητούσε την δικαιοδοσία των νικητών πάνω στο μέλλον της χώρας. Στα 1919, εκτός από τους Μπολσεβίκους, ουδείς άλλος είχε εγείρει τέτοιου είδους αντιρρήσεις.
Η τύχη της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας συνδεόταν άμεσα με την εξέλιξη του πολέμου στην Ρωσία. Τα Στενά αποτελούσαν την κύρια οδό εφοδιασμού, επέμβασης και στήριξης για τις δυνάμεις που πολεμούσαν τους Μπολσεβίκους. Οι νικητές σύμμαχοι δεν θα ήθελαν να δουν ένα εχθρικό καθεστώς να ελέγχει τα Στενά και τις ακτές της Μαύρης θάλασσας. Μια πρώτη ιδέα ήταν η ανάθεση της επικίνδυνης ζώνης στις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες θα αποκτούσαν έτσι ένα σημαντικό προτεκτοράτο στην Ανατολή, θα αντιμετώπιζαν εθνικισμούς και Μπολσεβίκους και θα διασφάλιζαν την στρατηγική αυτή ζώνη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν καθότι έκριναν ότι δεν μπορούσαν να διαθέσουν τις τριάντα μεραρχίες που υπολόγιζαν ότι θα χρειαστεί το εγχείρημα.
Η τουρκική επικράτηση
Το κενό που δημιουργήθηκε ήρθαν να το καλύψουν άλλοι: οι Έλληνες του Βενιζέλου, οι καταπονημένοι από τον πόλεμο και την Λιβύη Ιταλοί και οι εναπομείναντες Αρμένιοι. Στο σύνολό τους και αθροιστικά οι διαθέσιμες δυνάμεις υπολείπονταν σημαντικά από το έργο που τους είχε ανατεθεί. Οι Έλληνες, το γνωρίζουμε, ανέλαβαν να καλύψουν τα Στενά από τον νότο και τον βορρά –Θράκη– και, μετά την συντριβή των Γάλλων και των Αρμενίων στην Κιλικία, να κρατήσουν την σιδηροδρομική γραμμή από το Αφιόν Καραχισάρ ως το Εσκή Σεχήρ σε τρόπο ώστε να μην κινδυνέψει ο συμμαχικός έλεγχος των Στενών. Άσκησαν ετούτα τους τα καθήκοντα με αυτοκτονική προθυμία.
Οι εξελίξεις κατέστρεψαν διαδοχικά σχέδια και προσδοκίες. Την Συνθήκη των Σεβρών, το καλοκαίρι του 1920, ουδείς την πήρε στα σοβαρά, στο βαθμό που ουδείς στα σοβαρά υπολόγιζε τον ουσιαστικό υπογράφοντα σε αυτήν: την Σουλτανική “κυβέρνηση” της Κωνσταντινούπολης. Η συνέχεια θύμιζε σε πολλά τις εξελίξεις στην Ρωσία την ίδια εκείνη εποχή. Το κίνημα του Κεμάλ, όπως και η επανάσταση των Μπολσεβίκων, αποδείχθηκαν ακαταμάχητα.
Το τουρκικό εθνικό κίνημα νίκησε στα πεδία των μαχών τους Αρμένιους του Καυκάσου και της Κιλικίας, τους Γάλλους στα νότια, τα σουλτανικά στρατεύματα και τους περίπου τριάντα στρατούς που έστρεψαν ενάντιά του Οθωμανοί άρχοντες ή ξένοι. Τελικά νίκησε και τους Έλληνες οι οποίοι, λίγο νωρίτερα, ετοίμαζαν τον δικό τους πόλεμο εναντίον των Συμμάχων στην κατεύθυνση της Κωνσταντινούπολης! Το φθινόπωρο του 1922 – μπροστά στην απειλή Βρετανο-τουρκικής αναμέτρησης – οι Βρετανοί έκριναν ότι δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το τουρκικό εθνικό κίνημα. Και συμβιβάστηκαν παραχωρώντας την ελληνική ανατολική Θράκη στον Κεμάλ.
Ο κόσμος είχε αλλάξει…
Στο μεταξύ ο κόσμος είχε αλλάξει. Στις 29 Δεκεμβρίου του 1922 ιδρύθηκε η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Ο εμφύλιος στην Ρωσία είχε κριθεί – οι Μπολσεβίκοι είχαν νικήσει. Οι Σύμμαχοι νικητές του παγκοσμίου πολέμου χρειάζονταν μια νέα στρατηγική στις παρυφές της νέας επικίνδυνης, επαναστατικής Ρωσίας. Η Τουρκία έπρεπε να βρει ανοικτές τις πόρτες στα νέα σχήματα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ξεκίνησαν στην Λωζάνη οι διαπραγματεύσεις για την επανασχεδίαση του παλιού οθωμανικού τόξου – αυτού που από τα Βαλκάνια φτάνει ως τον Περσικό κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό. Το ζητούμενο ήταν ένα σταθερό σχήμα ικανό να αποτρέψει οποιαδήποτε “κάθοδο” της Σοβιετικής Ένωσης στις “θερμές θάλασσες”. Ένα είδος επιστροφής δηλαδή στις πάγιες θέσεις της βρετανικής και γαλλικής – πολιτικής απέναντι στην Ρωσία, στον 19ο αιώνα.
Η σταθερότητα της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν το πρώτο ζητούμενο. Η ανταλλαγή των πληθυσμών και ο επακριβής προσδιορισμός των συνόρων αποτελούσαν μέτρα εξορκισμού κάθε τυχόν νέας διαφοράς ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Τουρκία υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τις υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις που ζητούσε από την Ελλάδα, με αντάλλαγμα τον μικρό θύλακα του Κάραγατς. Καμία εκκρεμότητα δεν έπρεπε να μείνει μετέωρη. Στα επόμενα χρόνια οι Σύμμαχοι ενθάρρυναν κάθε μέτρο συνεργασίας ή περιφερειακών συμμαχιών στα Βαλκάνια και στον ευρύτερο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Ο τοίχος απέναντι στην Σοβιετική Ένωση δεν έπρεπε να έχει ρήγματα….
Η Συνθήκη της Λωζάνης γεννήθηκε μέσα σε συγκεκριμένη εποχή για να αντιμετωπίσει προβλήματα του καιρού της. Άντεξε στον χρόνο καθώς τα τότε προβλήματα μετατράπηκαν σε μετέπειτα σταθερές. Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, η απομόνωσή της στον Μεσοπόλεμο, ο μεταπολεμικός Ψυχρός Πόλεμος, η αθέτηση από τους Συμμάχους του Β’ παγκοσμίου πολέμου των υποσχέσεων προς την Μόσχα για μερικό έλεγχο των Στενών – με αντάλλαγμα την πλήρη ευθυγράμμιση της Τουρκίας με την Δύση, ήταν επεισόδια του ίδιου και του αυτού ζητούμενου: Η Εγγύς Ανατολή και τα Βαλκάνια όφειλαν να είναι σταθερά όσο η ρωσική απειλή – με όποιο καθεστώς – παρέμενε ζωντανή. Άρα η Συνθήκη της Λωζάνης δεν μπορούσε παρά να ισχύει.
Η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, της αναμέτρησης του ΝΑΤΟ με την Ρωσία, έχει ιδιαίτερη σημασία για το μέλλον της Συνθήκης. Τυχόν εξάλειψη της ρωσικής απειλής καθιστά την συνθήκη άχρηστη: στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου δείχνουν προετοιμασμένοι για μια τέτοια εκδοχή. Αντίθετα, μια ενίσχυση των ρωσικών θέσεων και της αντίστοιχης παρουσίας, ίσως δώσει χρόνια ζωής ακόμα σε αυτήν. Παραδόξως η ελληνική κυβερνητική πολιτική έχει επενδύσει τα πάντα στην πρώτη εκδοχή των προσερχόμενων. Την εκδοχή όπου, μετά την εξάλειψη του ρωσικού κινδύνου, η Τουρκία θα απομείνει η μόνη ισχυρή δύναμη, κυρίαρχη στην περιοχή. Φοβούμαστε ότι σε μια τέτοια περίπτωση η Συνθήκη της Λωζάνης δεν θα έχει καμία μα καμία σημασία….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου