Στη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, που πυροδότησε η ουσιαστική χρεοκοπία της χώρας από το 2010 και μετά, ένα από τα ελάχιστα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας που βελτιώθηκαν -και μάλιστα θεαματικά- ήταν οι εξαγωγές.
Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις και γενικότερα εγχώριοι παραγωγοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της
μείωσης της εσωτερικής κατανάλωσης στρεφόμενοι στο εξωτερικό, κάτι που -κακώς- απέφευγαν μέχρι τότε.Διότι είναι μάλλον ευκολότερο να κερδίζεις πουλώντας στο εσωτερικό, παρά να εκτίθεσαι σε διεθνή ανταγωνισμό, κάτι απαιτητικό, αφού προϋποθέτει χρόνο, ενέργεια, ευελιξία και άνοιγμα στον ανταγωνισμό.
Έστω και δια μέσου της «οδού ανάγκης», λοιπόν, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν, αλλά ενώ έδωσαν διέξοδο στις επιχειρήσεις που το κατάφεραν, ταυτόχρονα δημιούργησαν πρόβλημα, καθώς η αύξηση των εξαγωγών συνεπάγεται και αύξηση των εισαγωγών, είτε πρόκειται για ενέργεια, είτε για πρώτες ύλες. Κάπως έτσι το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, αλλά και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένουν αρνητικά. Σε πρόσφατη μελέτη της (δείτε αναλυτικά εδώ), η εταιρεία Global Greece – International Business Project, που ανήκει στον πρώην γενικό διευθυντή του Συνδέσμου Εξαγωγών Βορείου Ελλάδος Χαράλαμπο Φιλαδαρλή, διερευνά σε βάθος το εξαγωγικό πρότυπο που έχει διαμορφώσει η χώρα και δίνει απαντήσεις στο πως πρέπει να διαμορφωθεί το των ελληνικών εξαγωγών και εισαγωγών, ώστε να υπάρξουν τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την εθνική οικονομία.
Πρόκειται για μια πολύ χρήσιμη και εις βάθος δουλειά την οποία ο κ. Φιλαδαρλής έκανε μαζί με το επίσης πρώην στέλεχος του ΣΕΒΕ Τριαντάφυλλο Πετκανόπουλο και οδηγεί σε ξεκάθαρα συμπεράσματα, που μας επιτρέπουν να «διαβάσουμε» το εξωτερικό εμπόριο της χώρας με πιο καθαρή ματιά.
Η βασική παραδοχή για να μελετήσει κανείς τα θέματα του εξωτερικού εμπορίου μιας χώρας είναι ότι υπάρχουν δύο ειδών εξαγωγές, ας πούμε οι καλές και οι καλύτερες. Και δύο ειδών εισαγωγές, οι καλές και οι… κακές. Ειδικά για την Ελλάδα, που είναι μια σαφώς εισαγωγική χώρα με μέτρια παραγωγική βάση, που επιδέχεται μεγάλης βελτίωσης, τα δεδομένα είναι τα ακόλουθα:
Πρώτον, οι εξαγωγές της χώρας -στις μετρήσεις δεν υπολογίζεται ο τουρισμός, που στην ουσία συνιστά εισαγωγή, αφού το χρήμα έρχεται από το εξωτερικό- είναι δύο ειδών. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που έχουν ελληνική -αυτό που λέμε εγχώρια- προστιθέμενη αξία, άρα έχουν υποστεί κάποιο είδος επεξεργασίας και μεταποίησης, ώστε να πωλούνται ακριβότερα, και τα χύδην -κυρίως αγροτικά- προϊόντα, που πωλούνται με το κιλό -για την ακρίβεια με τον τόνο- σε ξένους μεταποιητές. Είναι σαφές ότι αυτό το δεύτερο είδος εξαγωγών είναι λιγότερο χρήσιμο και αποδοτικό από το πρώτο. Η προσπάθεια, λοιπόν, πρέπει να κατατείνει ώστε στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών το ποσοστό του πρώτου είδους να αυξάνεται και του δεύτερου να περιορίζεται. Κάτι που μπορεί να γίνει με την επεξεργασία όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων χύμα προϊόντων, ώστε να ενταχθούν στα τυποποιημένα, που σαφώς έχουν μεγαλύτερη αξία πώλησης.
Δεύτερον, οι εισαγωγές της χώρας είναι επίσης δύο ειδών. Αφενός προϊόντα και υπηρεσίες που διατίθενται απλώς προς κατανάλωση και αφετέρου πρώτες ύλες, που χρησιμεύουν για τη δημιουργία ελληνικών προϊόντων με εγχώρια προστιθέμενη αξία. Είναι σαφές πως ότι εισάγεται απλώς για να καταναλωθεί εισφέρει στην οικονομία ελάχιστα και το ποσοστό του επί του συνόλου των εισαγωγών πρέπει να μειωθεί. Αντίθετα οι εισαγωγές πρώτων υλών-συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας- που αξιοποιούνται για να προκύψουν ακριβότερα προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής εγχώριας προστιθέμενης αξίας, είναι καλό να αυξάνονται. Διότι αυτό σημαίνει ότι θα αυξάνονται και οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής εγχώριας προστιθέμενης, κάτι που επιφέρει πολλαπλά οφέλη στην οικονομία.
Ένας ακόμη μύθος που καταρρίπτει – ή μάλλον θέτει σοβαρά εν αμφιβόλω- η μελέτη της Global Greece – International Business Project είναι η δήθεν απολύτως αναγκαία -δίκην αδήριτης ανάγκης- υποκατάσταση εισαγόμενων προϊόντων με ελληνικά. Όπως σημειώνουν οι Φιλαδαρλής και Πετκανόπουλος το συγκεκριμένο σχήμα ούτε αποτελεί πανάκεια, ούτε είναι εφικτό για πολλά προϊόντα.
«Δεν προσθέτει πλεονεκτήματα στην οικονομία της χώρας αν δεν μπορούν τα ελληνικά προϊόντα όχι μόνο να αντικαταστήσουν τα εισαγόμενα, αλλά να γίνουν ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές και να εξάγονται» σημειώνουν χαρακτηριστικά, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι «εξαίρεση στον κανόνα αυτό, σύμφωνα με τις τελευταίες παγκόσμιες εξελίξεις, όπως τις καθορίζουν οι πόλεμοι και η κλιματική αλλαγή, αποτελούν προϊόντα στα οποία η χώρα θα πρέπει να έχει μια δική της παραγωγή και επάρκεια για λόγους ασφαλείας». Εκείνο που σημειώνουν είναι ότι ‘δεν είναι χρήσιμο να υποκαταστήσουμε εισαγωγές, όταν η εντόπια παραγωγή δεν έχει πλεονεκτήματα στη διεθνή παραγωγή και αγορά». Δίνουν, μάλιστα, ως παράδειγμα το κρέας , για το οποίο πολλοί διατείνονται -κακώς- ότι θα πρέπει να παράγεται σε μεγαλύτερες ποσότητες, ώστε να περιοριστούν οι εισαγωγές του. Και συμπεραίνουν πως σε ό,τι αφορά το εμπορικό ισοζύγιο «τη μεγαλύτερη σημασία έχουν οι εξαγωγές προϊόντων ελληνικής προστιθέμενης αξίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου