Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

Ποια είναι η Καμάλα Χάρις που θέλει να σταματήσει τον Τραμπ

Λίγο μετά από όταν ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την παραίτηση του από την προεδρική υποψηφιότητα, η αντιπρόεδρος του Καμάλα Χάρις ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις επερχόμενες εκλογές: “Είναι τιμή μου να έχω τη στήριξη του προέδρου και

πρόθεσή μου είναι να κερδίσω το χρίσμα για την υποψηφιότητα του προέδρου”, δήλωσε. Ήδη ο Τζο Μπάιντεν, ο Μπιλ και η Χίλαρι Κλίντον δήλωσαν ότι την στηρίζουν, όχι όμως και ο Μπαράκ Ομπάμα.

Πάντως η Χάρις μέχρι πρότινος υποστήριζε την υποψηφιότητα του Μπάιντεν (το έκανε και σε συγκέντρωση δωρητών των Δημοκρατικών το Σάββατο, προκαλώντας αντιδράσεις στις τάξεις τους). Αν και η Χάρις δεν αναδείχθηκε ιδιαίτερα ως αντιπρόεδρος, για πολλούς αποτελεί μια ασφαλή επιλογή για να αντιπαρατεθεί με τον Τραμπ, καθώς εκτιμάται ότι μπορεί να συσπειρώσει παραδοσιακούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών από τις τάξεις των γυναικών και των μειονοτήτων, έχει την στήριξη των χορηγών του κόμματος που είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον Μπάιντεν και την απαραίτητη εμπειρία εκ της θέσεως της.

Το όνομα της πρώτης γυναίκας αντιπροέδρου στην αμερικανική ιστορία σημαίνει λωτός, ενώ συχνά χρησιμοποιείται ως προσωνύμιο για τη θεά του πλούτου, της ευημερίας και της ομορφιάς! Βέβαια, ο Μπάιντεν την είχε επιλέξει για άλλο λόγο για αντιπρόεδρο του: Λόγω των φυλετικών ταραχών που είχαν ξεσπάσει μετά την δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ. 

Τότε ο Μπαιντεν επέλεγε για την κορυφαία αυτή θέση μία γυναίκα και μάλιστα προερχόμενη από μειονότητα. Με δεδομένη την προχωρημένη ηλικία του (η οποία τελικώς τον οδήγησε να αποσυρθεί το 2024) η Χάρις ήταν φανερό ότι έγραφε από τότε ισχυρή παρακαταθήκη. 

Παρ’ ότι μετρούσε λίγα χρόνια τότε στην κεντρική πολιτική σκηνή, η 59χρονη σήμερα Καμάλα Χάρις δεν άργησε να εκτοξευθεί στην πρώτη γραμμή. Τα Μίντια είχαν αρχίσει να ανακαλύπτουν στο πρόσωπό της μία δυνάμει πολιτική σταρ, σε μία εποχή που αυτοί έχουν εκλείψει από τον πολιτικό στίβο. Είναι χαρακτηριστικό πως εν έτει 2024 πολλά από τα αμερικανικά ΜΜΕ που καλούσαν τον Μπάιντεν να αποσυρθεί, δήλωναν την στήριξη τους στην Χάρις.

Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξαν λίγοι οι πολέμιοί της, οι οποίοι αδυνατούσαν εξαρχής να την κατηγοριοποιήσουν. Κι αυτό, καθώς δεν βρίσκεται τόσο αριστερά όσο κάποιοι από αυτούς που επίσης είχαν ανεπιτυχώς διεκδικήσει το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως ο Μπέρνι Σάντερς και η Ελίζαμπεθ Γουέρεν. Δεν ανήκει, όμως, ούτε στο μετριοπαθές κέντρο, όπως ο ίδιος ο Μπάιντεν.

Καμάλα Χάρις, η “αντι-Τραμπ υποψήφια”

Καυστική όπου χρειάζεται, αλλά και περισσότερο ήπια από όσο θα επιθυμούσε η λεγόμενη υπερ-προοδευτική πτέρυγα του κόμματός της, έχει περάσει τη δημόσια ζωή της σε μία ισορροπία τρόμου: Είναι αγκυροβολημένη μεταξύ των παθιασμένων ακτιβιστών και του συστημικού πυρήνα των Δημοκρατικών. Παρ’ όλα αυτά στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, είχε κερδίσει από νωρίς το προσωνύμιο: “Ιδανική αντι-Τραμπ υποψήφια” (μένει βεβαίως να στηριχθεί και από το Συνέδριο των Δημοκρατικών που θα ακολουθήσει).

Η ταυτότητα της καθαυτή είχε έρθει και έρχεται σε αντίθεση, όχι μόνο με την αντι-μεταναστευτική στάση του προέδρου Τραμπ, αλλά με όλα όσα αυτός πρεσβεύει. Ως παιδί μεταναστών από την Τζαμάικα και την Ινδία, ενσαρκώνει την αστική πολυπολιτισμική Αμερική. «Γνωρίζει προσωπικά πως οι οικογένειες των μεταναστών εμπλουτίζουν τη χώρα μας», είχε δηλώσει ο Μπάϊντεν, προσθέτοντας ότι «η προσωπική ιστορία της είναι η ίδια η ιστορία της Αμερικής», επισημαίνοντας την αντίδραση των «μικρών μαύρων και καφέ κοριτσιών, που τόσο συχνά αισθάνονται ότι παραβλέπονται και υποτιμούνται στις κοινότητές τους. Ίσως σήμερα για πρώτη φορά μπορούν να δουν τον εαυτό τους υπό ένα διαφορετικό πρίσμα».

Η οικογένεια της αντιπροέδρου

Για την ίδια, την πρωτότοκη κόρη δύο μεταναστών ακαδημαϊκών από την Ινδία και την Τζαμάικα, ο πολιτικός ακτιβισμός κληροδοτήθηκε. Οι παππούδες της αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία της Ινδίας από τη βρετανική κυριαρχία και εκπαίδευσαν αγρότισσες γυναίκες στο πώς μπορούσαν να επιλέγουν αν και πότε επιθυμούσαν να φέρουν στον κόσμο παιδιά, μέσω της αντισύλληψης. Οι γονείς του πατέρα της επίσης πρωτοστάτησαν στην Τζαμάικα, αγωνιζόμενοι για την οικονομική ανεξαρτησία του νησιού τους και τον αξιοπρεπή βίο των κατοίκων του.

Οι γονείς της, έχοντας ο καθένας τη δική του αφετηρία, ένωσαν δυνάμεις, όταν γνωρίστηκαν στο φημισμένο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ. Τότε ολοκλήρωναν την διδακτορική τους διατριβή. Πολύ σύντομα έγιναν ζευγάρι και πρωτοστάτησαν στις μαζικές διαμαρτυρίες της εποχής για τα κινήματα που σχετίζονταν με την προώθηση πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων.

Ως μικρό παιδί, ούσα ακόμα στο καροτσάκι, βρέθηκε ανάμεσα στα πολιτικοποιημένα πλήθη. Από τις πρώτες αναμνήσεις της είναι «μια θάλασσα ποδιών που κινούνται με ρυθμό, η ενέργεια και ο συντονισμός φωνών και σωμάτων, τα συνθήματα». Οι γονείς της φιλοξένησαν πολλούς ηγέτες πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ δημιούργησαν στο ακαδημαϊκό κοινό της Καλιφόρνια εβδομαδιαίες ομάδες μελέτης. Εκεί μελετούσαν τα βιβλία Μαύρων συγγραφέων, από το κίνημα κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, έως το κήρυγμα του Malcolm X.

Η οικογένεια της μητέρας της ζούσε στην Ινδία και έτσι δεν γνώρισε την ευρύτερη οικογένειά της. Η μαύρη κοινότητα του Όκλαντ έγινε σύντομα κάτι σαν δεύτερη θετή οικογένειά της. Κάτι που δεν άλλαξε ακόμα και μετά από τον χωρισμό των γονιών της στην ηλικία των εφτά ετών. Η Καμάλα και η μικρότερη αδερφή της Μάγια υπήρξαν μόνιμα μέλη μίας παιδικής χορωδίας, σε μια από τις πιο γνωστές εκκλησίες για Αφροαμερικανούς. Παρακολουθούσαν μαθήματα ζωγραφικής και θεάτρου στο Rainbow Sign, ένα πρωτοποριακό πολιτιστικό κέντρο για την μαύρη κοινότητα.

Μετά το σχολείο, οι αδελφές περνούσαν τον απογευματινό τους χρόνο σε ένα κέντρο παιδικής μέριμνας, με ιδρυτή έναν γείτονά τους. Στόχος του ήταν να μάθουν τα νέα παιδιά για την ζωή και το έργο μαύρων ηγετών. Δεν άργησε να βιώσει τον ρατσισμό και μάλιστα μέσα στο σχολικό που την πήγαινε στην πρώτη τάξη του δημοτικού. Αργότερα, όπως έχει διηγηθεί η ίδια στην αυτοβιογραφία της, όταν επισκέπτονταν με την αδελφή της τον πατέρα τους στην πόλη Πάλο Άλτο, όπου ζούσε μετά το διαζύγιο, τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς δεν έπαιζαν μαζί τους επειδή ήταν μαύρες.

Η επαγγελματική πορεία της 

Παρά τις πολύ ιδιαίτερες εθνικές της καταβολές, η ίδια παραμένει προσεκτική στον αυτοπροσδιορισμό της, δηλώνοντας πως είναι μαύρη Αμερικανή και ως τέτοια πορεύτηκε μέχρι τώρα στη ζωή της. Εκείνες οι πρώτες εμπειρίες επηρέασαν κομβικά την επαγγελματική εξέλιξή της. Αρχικά, σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο Howard στην Ουάσιγκτον, ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα του οποίου η ιστορία φτάνει πίσω στο 1868, όταν ιδρύθηκε για να προσφέρει ευκαιρίες στους Αφροαμερικανούς.

Στη συνέχεια σπούδασε νομική στο Σαν Φρανσίσκο. «Όταν πήρα την απόφαση να γίνω εισαγγελέας, ήταν μια πολύ συνειδητή απόφαση. Και η απόφαση που πήρα ήταν ότι θα προσπαθήσω να ενταχθώ στο σύστημα, όπου δεν χρειάζεται να ζητήσω άδεια για να αλλάξω αυτά που πρέπει να αλλάξουν». Στη δεκαετία του 1990, προσχώρησε στις εισαγγελικές αρχές της κομητείας Αλεμάντα και αργότερα στο Σαν Φρανσίσκο, με αρμοδιότητα την επίβλεψη της εκεί ειδικής αντι-εγκληματικής μονάδας.

Τότε ήταν που ήρθε σε σύγκρουση με τον προϊστάμενό και μέντορά της. Προέτρεψε τους συνομήλικους της στο γραφείο να τον αμφισβητήσουν, κατηγορώντας τον για κακοδιαχείριση. Εντέλει, έθεσε υποψηφιότητα με το σύνθημα δεν «υπάρχει τίποτα προοδευτικό στο να είναι κανείς επιεικής στο έγκλημα». Στρεφόμενη εναντίον του απέσπασε την υποστήριξη της τοπικής ηγεσίας των Δημοκρατικών, καθώς και μεγάλο προβάδισμα στις προεκλογικές χρηματοδοτήσεις, καταφέρνοντας τελικά να εκλεγεί Εισαγγελέας του Σαν Φρανσίσκο.

Έκτοτε, η παρουσία της στην Εισαγγελία αποδείχθηκε θορυβώδης. Έδωσε σκληρούς αγώνες, πολλούς από τους οποίους έχασε. Ανέκαθεν τη συνόδευε η φήμη της “σκληρής”. Επέκτεινε τις έρευνές της στον χώρο του περιβαλλοντικού, του διαδικτυακού και του επιχειρηματικού εγκλήματος. Πέτυχε υψηλό βαθμό καταδικών, ενώ εστίασε και σε θέματα που αφορούσαν ανηλίκους, όπως οι πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση του σκασιαρχείου.

Οι επικριτές της “προοδευτικής εισαγγελέας”

Την είχαν όμως, όμως, κατηγορήσει στο παρελθόν και για αδικαιολόγητη αναβλητικότητα. Ισχυρίστηκαν ότι έδινε μεγαλύτερη προσοχή στην προσωπική της άνοδο παρά στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Η αλήθεια είναι ότι προσεγγίζει με φόβο και αμηχανία πληθώρα επίμαχων θεμάτων, αναζητώντας σε κάθε υπόθεση την επικοινωνιακή νίκη. Το 2004 ήταν αντίθετη στην ελάφρυνση των ελάχιστων ποινών, τις οποίες βεβαίωνε, ωστόσο, ότι θέλει να μεταρρυθμίσει όταν έκανε την προεκλογική της εκστρατεία για το χρίσμα των Δημοκρατικών.

Το 2010 ξέσπασε αμήχανα σε γέλια όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με ερώτηση για τη νομιμοποίηση της κάνναβης για ψυχαγωγικούς λόγους, το οποίο ήταν ωστόσο ένα πολύ σημαντικό θέμα στην Καλιφόρνια. Τελικά, το μέτρο αυτό υιοθετήθηκε το 2018. Δυστυχώς δεν είχε επιδείξει τόλμη ούτε στο επίκαιρο όσο ποτέ ζήτημα της αστυνομικής βίας. Το 2015 δεν έλαβε θέση αναφορικά με πρόταση νόμου που είχε στόχο να καταστούν συστηματικές οι ανεξάρτητες έρευνες στις περιπτώσεις “θανατηφόρας χρήσης βίας” από αστυνομικούς. Οι περιπτώσεις αυτές είναι γνωστό ότι αφορούν δυσανάλογα τους πληθυσμούς των μαύρων και των ισπανόφωνων.

Γεγονός παραμένει ότι έσπασε τους φραγμούς, όταν χρίστηκε η πρώτη Αφροαμερικανή γυναίκα Γενική Εισαγγελέας της πολυπληθέστερης πολιτείας, της Καλιφόρνιας, με τα 40 εκατομμύρια κατοίκους. Είχε προηγηθεί η εισαγγελία της περιοχής του Σαν Φρανσίσκο. Η ίδια χαρακτήρισε τον εαυτό της ως προοδευτική εισαγγελέα και υποστήριξε ότι είναι δυνατόν να είναι κάποιος σκληρός απέναντι στο έγκλημα, ενώ συγχρόνως αντιμετωπίζει τις βαθιές ανισότητες του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.

Η δεύτερη μαύρη γερουσιαστής

Η Καμάλα Χάρις έγινε η δεύτερη μαύρη γερουσιαστής στην ιστορία του σώματος όταν εξελέγη το 2016 και η πρώτη για μία ολόκληρη δεκαετία. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, είχε ξεχωρίσει λόγω των αιχμηρών ερωτήσεών της στο Κογκρέσο στη διάρκεια των ακροάσεων για το “Russiagate”, ενώ είχε εξαπολύσει σκληρή κριτική στο αντι-μεταναστευτικό διάταγμα του Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς το «ασύμβατο με τις αμερικανικές αξίες». Ήταν τόσο ανελέητη στις ερωτήσεις της, που όταν ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές είχαν προσπαθήσει να τη διακόψουν, προκάλεσαν την οργή γυναικών ως επί το πλείστον στα social media, οι οποίες έκαναν σύνθημα το #LetKamalaTalk (#Αφήστε την Καμάλα να μιλήσει!).

Οι πολιτικές της φιλοδοξίες φάνηκαν ότι δεν εξαντλούνταν με την εκλογή της στο Κογκρέσο. Οι συναντήσεις της στο πολυτελές θέρετρο Χάμπτονς στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης με μεγάλους χρηματοδότες των Δημοκρατικών είχαν φανεί να της ανοίγουν τον δρόμο για την προεδρία. Το γεύμα της με το ζεύγος Κλίντον είχε επιβεβαιώσει τις φήμες ότι η Καμάλα Χάρις, ύστερα από μόλις μία θητεία στο Κογκρέσο, θα διεκδικούσε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2020.

Το σύνθημα που επέλεξε ήταν “η Καμάλα Χάρις για τον λαό”. Επικεφαλής της προεκλογικής καμπάνιας της είχε αναλάβει η αδελφή της Μάγια, επίσης νομικός στο επάγγελμα. Το 2015, ήταν μια από τους τρεις ανώτερους συμβούλους διαμόρφωσης της πολιτικής ατζέντας για την προεδρική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον στις εκλογές του 2016.

Παρά το δυνατό ξεκίνημά της, άρχισαν να διαφαίνονται κενά σε σχέση με την πολιτική της ταυτότητα. Η κατά τα άλλα λαλίστατη πολιτικός αδυνατούσε να επικοινωνήσει με ακρίβεια τις θέσεις της σε βασικά ζητήματα. Έμοιαζε να μην έχει καταρτίσει ξεκάθαρη πολιτική πλατφόρμα, ενώ η πολιτική της απειρία δεν μπορούσε να κρυφτεί. Δυσκολευόταν και στις δημόσιες ομιλίες της. Της έλειπε το πάθος που είναι αναγκαίο για να ξεσηκώσει το πλήθος των οπαδών που συχνά απαρτίζουν παρόμοιες εκδηλώσεις.

Η κόντρα της με τον Μπάιντεν

Τελικά, είχε αναγκαστεί να αποχωρήσει από τον εσωκομματικό αγώνα για το χρίσμα στα τέλη του 2019, εξαιτίας της χαμηλής απήχησης, αλλά και της έλλειψης πόρων. «Δυστυχώς δεν είμαι εκατομμυριούχος. Δεν μπορώ να στηρίξω εγώ την προεκλογική μου καμπάνια», είχε δηλώσει απογοητευμένη. Παρ’ όλα αυτά, είχε και κάποιες αξιομνημόνευτες στιγμές. Ήταν η μοναδική υποψήφια, για παράδειγμα, που πρότεινε να απαιτείται ομοσπονδιακός έλεγχος σε περίπτωση κρατικών περιορισμών στην άμβλωση, μια θέση την οποία υιοθέτησαν αργότερα οι περισσότεροι δημοκρατικοί υποψήφιοι.

Κατά τη διάρκεια ενός ντιμπέϊτ μεταξύ των Δημοκρατικών υποψηφίων, οι συντονιστές δεν είχαν ακόμα δώσει τον λόγο στην Καμάλα, αλλά εκείνη είχε αρπάξει ξαφνικά το μικρόφωνο: «Ως το μόνο μαύρο πρόσωπο σε αυτήν τη σκηνή, θα ήθελα να μιλήσω για το ζήτημα της φυλής». Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, φάνηκε να στερείται πολιτικής ιδεολογίας και τις περισσότερες φορές αγωνιζόταν να παρουσιάσει μια συνεκτική πλατφόρμα, κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με την υγειονομική περίθαλψη. Σε μια συνέντευξη της είχε φανεί ότι δεν να γνώριζε αν η εφαρμογή του “Medicare for all” θα σήμαινε την εξάλειψη της ιδιωτικής ασφάλισης.

Την περίοδο που Μπάϊντεν και Χάρις αγωνίζονταν για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, η εσωκομματική τους κόντρα ξεπέρασε τα όρια. Μάλιστα, στα πρώτα εσωκομματικά ντιμπέιτ επιτέθηκε επανειλημμένα στον Μπάιντεν, χωρίς όμως να καταφέρει να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά της. Παρά την εσωκομματική τους κόντρα, η Χάρις ανακοίνωσε τη στήριξη της στην υποψηφιότητα Μπάιντεν μόλις παραιτήθηκε από την κούρσα, προκαλώντας από τότε την υποψία ότι είχε σπεύσει να εγγράψει υποθήκες. Από την πλευρά του ο Μπάιντεν είχε δηλώσει πως οι διαφωνίες τους ήταν καθαρά πολιτικές, υποβιβάζοντας τη σημασία τους.

Ποιοι πίεζαν για υποψηφιότητα Χάρις

Θεωρείται δεδομένο ότι αν δεν είχε προηγηθεί η θλιβερή εμφάνιση Μπάιντεν στο θυελλώδες debate με τον Τραμπ και δεν είχε ακολουθήσει η απόπειρα δολοφονίας έναντι του δεύτερου – και ειδικά η γενναία στάση του δεύτερου στην δολοφονική επίθεση που δέχτηκε – ο Μπάιντεν πιθανώς δεν θα αποσύρονταν από τις εκλογές του 2024.

Ομάδες βουλευτών και γερουσιαστών, διαπρεπείς πολιτικοί, όπως η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στην Αμερικανική Γερουσία Τσακ Σούμερ, συν ένα ανήσυχο πλήθος προσωπικοτήτων διεθνούς εμβέλειας και διασημότητας , από τον Τζορτζ Κλούνεϊ και τον Μπαράκ Ομπάμα έως τον Στίβεν Κινγκ, μετέφεραν όλοι το ίδιο μήνυμα: “Τζο ήρθε η ώρα να φύγεις” και ορισμένοι έβλεπαν θετικά την υποψηφιότητα της Καμάλα.


Σε ό,τι αφορά τους ψηφοφόρους, αυτοί σε ποσοστό 44% θεωρούσαν ότι ο Μπάιντεν πρέπει να αποσυρθεί και να υποδείξει την Καμάλα Χάρις αντ’ αυτού. Την ίδια άποψη ασπάζονται, πιο συγκεκριμένα, το 70% όσων από τους ερωτώμενους έχουν δηλώσει πως θα ψηφίσουν Δημοκρατικούς, όπως και εκείνοι που αμφιταλαντεύονται μεταξύ Δημοκρατικών και ανεξάρτητων υποψηφίων. Πάντως, η εφημερίδα “Washington Post”, συνδυάζοντας τα ευρήματα 11 διαφορετικών δημοσκοπήσεων, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Χάρις θα είχε καλύτερη απόδοση από τον Μπάιντεν, αλλά χωρίς κάποια θεαματική διαφορά. Πάντα με βάση τα σημερινά δεδομένα, γιατί όπως προαναφέραμε τον τελευταίο λόγο το έχει το Συνέδριο των Δημοκρατικών, ενώ ακόμα απομένουν τέσσερεις+ μήνες μέχρι τις εκλογές…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου