Βιομηχανία, εμπόριο, κατασκευές και διασκέδαση οι πρωταθλητές της αύξησης περιθωρίων κέρδους σύμφωνα με την ΤτΕ. |
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος γύρω από το πάρτι αισχροκέρδειας και απληστίας σε βάρος των πολιτών με πρόσχημα την παγκόσμια κρίση που προκάλεσε η εισβολή της
Ρωσίας στην Ουκρανία και την συνεπαγώμενη διατάρραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας.Ο «πληθωρισμός της απληστίας» που δεν τιθασεύεται από… pass και ημίμετρα επιβεβαιώνεται με κάθε επισημότητα από την ΤτΕ.
«Η αύξηση των τιμών καταναλωτή υπερέβαινε την άνοδο του ενεργειακού κόστους και, κατά συνέπεια, ο πληθωρισμός σε κάποιο βαθμό οφείλεται σε αυξημένα επιχειρηματικά κέρδη», αναφέρει η ΤτΕ, η οποία σχολιάζει ότι για την ελληνική οικονομία, η ανάλυση με βάση στοιχεία εθνικών λογαριασμών έδειξε ότι την περίοδο 2021-2022 σημειώθηκε σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει οι ρυθμοί μεταβολής του δείκτη περιθωρίων κέρδους για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας το 2021 και το 2022 ξεπέρασαν τα ιστορικά υψηλά τους επίπεδα, καταγράφοντας αύξηση 4% και 9% αντίστοιχα.
Στον βιομηχανικό τομέα (βιομηχανία - κατασκευές), ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους διαμορφώθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, φθάνοντας στο 17,8% το 2022, αλλά και στον τομέα των υπηρεσιών ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους (7,4%) ήταν επίσης σημαντικός.
Οι κλάδοι της βιομηχανίας (εκτός κατασκευών), του εμπορίου και των κατασκευών και ο κλάδος των τεχνών και της διασκέδασης παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση περιθωρίων κέρδους.
Ειδικότερα, ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους στη βιομηχανία, εκτός κατασκευών, διαμορφώθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, φθάνοντας στο 19,5% το 2022 και 6,5% το 2021 από 1,5% το 2020.
Την ίδια ώρα σε Εμπόριο, ξενοδοχεία και εστιατόρια, μεταφορές και αποθήκευση, η μεταβολή από -10,3% το 2020 (πανδημία), διαμορφώθηκε στο 11,1% το 2021 και στο 17% το 2022.
Όπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος, τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους την ευνοούν, όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν, η σχετικά μικρή κλίμακα μεγέθους της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά την αγορά προϊόντων και η υστέρηση της εφαρμογής επαρκών διαρθρωτικών αλλαγών στην εν λόγω αγορά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής.
Διευκρινίζεται πάντως πως σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία παρατηρείται υποχώρηση των περιθωρίων κέρδους σε χαμηλότερα επίπεδα, γεγονός στο οποίο έχουν συμβάλει η αύξηση του ρυθμού μεταβολής των αμοιβών ανά μισθωτό από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και η σταδιακή εξομάλυνση του ρυθμού ανόδου των τιμών στην οικονομία.
Η «ακτινογραφία» της έκθεσης της ΤτΕ
Υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης το 2024 και πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης «βλέπει» για την ελληνική οικονομία η ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, που δόθηκε σήμερα Δευτέρα (8/4) στη δημοσιότητα.
Όπως ανέφερε συγκεκριμένα ο κ. Στουρνάρας, «παρά τις συνεχείς θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και την εμπέδωση δημοσιονομικής επίγνωσης στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού».
Και τούτο διότι όπως εξήγησε, παρόλο που τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα, είναι ακόμη μεγάλη η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να συγκλίνει η πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδος προς το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.
Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής που να χαρακτηρίζεται από συνέπεια, μεσοπρόθεσμο ορθολογικό σχεδιασμό και μετρήσιμους στόχους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι επίσης η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδίως αυτών που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών και την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
«Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει τον μετασχηματισμό της οικονομίας της, συγκλίνοντας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2024 σε 2,3%, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές. Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα.
Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κι άλλο το 2024 στο 2,8%, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης, παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση αυτή εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.
Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η μείωση του πληθωρισμού αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Επιπλέον, προβλέπεται μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους για πρώτη φορά από το 2019.
Οι προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέαΤο 2024 θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός θα αποκλιμακώνεται σταδιακά και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται.
Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις προγενέστερες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων. Στη συνέχεια, η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση αλλά προοδευτικά, λόγω των εκτιμώμενων χρονικών υστερήσεων.
Η αναμενόμενη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η προσδοκώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και τον τυχόν μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των αυξημένων επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, θα συμβάλουν σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων.
Τέλος, οι εκτιμήσεις για τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι θετικές. Στην περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων των τραπεζών αναμένεται να βοηθήσει η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησής τους εν μέσω συνέχισης των εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων, η οποία επίσης συμβάλλει στη διατήρηση της κερδοφορίας των τραπεζών.
Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας
Η επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν: (1) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, (2) την αυξανόμενη αβεβαιότητα, λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (3) την τυχόν καθυστέρηση της υλοποίησης των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων, (4) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και (5) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Παράλληλα, η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό.
Ως προς τα δημόσια οικονομικά, απαιτείται δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα, λόγω των αυξημένων δημοσιονομικών προκλήσεων μακροπρόθεσμα. Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων διεθνώς, η προσήλωση στην επίτευξη μιας δημοσιονομικής θέσης που εξασφαλίζει μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού (σε σχέση με την περίοδο προ της πανδημίας) και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους.
Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Ο δείκτης ΜΕΔ, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδύσεων.
Προτάσεις πολιτικής
Με βάση την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντος, η ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των οικονομιών απαιτεί την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμάται ότι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα σε κυκλικά διορθωμένους όρους ύψους 2% του ΑΕΠ, ώστε να δημιουργείται το απαραίτητο δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας.
Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων. Η ανάδειξη του κανόνα δαπανών σε λειτουργικό κανόνα παρακολούθησης και συμμόρφωσης συνεπάγεται ότι τυχόν δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιείται για τη δημιουργία αποθεματικού ή/και για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτε έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτείται από μέτρο ισόποσης αύξησης των εσόδων.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών, θα πρέπει να τεθούν ξεκάθαρες προτεραιότητες κατά τη λήψη πιθανών νέων στοχευμένων μέτρων στήριξης προς τις πιο ευάλωτες εισοδηματικές ομάδες.
Προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών. Αυτό θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.
Η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες ώστε να μη διαταραχθεί η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας.
Αυτές οι πρωτοβουλίες θα επιδιώκουν μεταξύ άλλων: (1) την αύξηση της συμμετοχής ανδρών και γυναικών και ιδίως των νέων στο εργατικό δυναμικό, (2) τη συνεχή ανάπτυξη και χρήση των δεξιοτήτων των εργαζομένων σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, καθώς και την κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων σε νέες δεξιότητες, (3) την ενσωμάτωση μεταναστών, καθώς και τη θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών, (4) τη δημιουργία μηχανισμών για την αντιστοίχιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, (5) την προσέλκυση, μέσω κινήτρων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό και (6) τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και τη μείωση των κινήτρων πρόωρης συνταξιοδότησης, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η επανένταξη και η παραμονή περισσότερων εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
Η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες (όπως για παράδειγμα η απονομή δικαιοσύνης), καθώς και η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, θα συμβάλουν στην προσέλκυση επενδύσεων.
Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης, η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και η εξάλειψη ολιγοπωλιακών πρακτικών αποτελούν μερικούς μόνο τομείς που χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις.
Παράλληλα, κρίνεται αναγκαία η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο την κάλυψη του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και κατ’ επέκταση τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας.
Οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθούν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις στον πληθωρισμό, που θα επιδείνωναν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά θα μείωναν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων.
Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, οι προκλήσεις του οικονομικού περιβάλλοντος απαιτούν περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητάς του. Πρόκληση για τον κλάδο παραμένει η περαιτέρω βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών, τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική, καθώς οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (deferred tax credits – DTCs) εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο μέρος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.
Παράλληλα, απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των ΜΕΔ στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης, οι τράπεζες, συστημικές και μη συστημικές, οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα αξιοποιώντας την αυξημένη οργανική κερδοφορία, η οποία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Η δημιουργία “πέμπτου πόλου” από κεφαλαιακά ενισχυμένες μη συστημικές τράπεζες αναμένεται να βελτιώσει τις συνθήκες ανταγωνισμού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις συνθήκες χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η αντιμετώπιση του υψηλού ιδιωτικού χρέους που βρίσκεται εκτός τραπεζικού τομέα θα διευκολύνει την πρόσβαση επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε τραπεζική χρηματοδότηση. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν η παροχή διατηρήσιμων λύσεων ρύθμισης για τους “βιώσιμους” πιστούχους και η ρευστοποίηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων για τις υπόλοιπες περιπτώσεις, καθώς και οι βελτιώσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό.
Τέλος, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξαρτώνται άμεσα από την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωζώνης και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος σε μελλοντικές διαταραχές. Οι σημαντικές προκλήσεις ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα απαιτούν γρήγορα βήματα μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Απαιτείται επομένως επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς και καλύτερος συντονισμός των πολιτικών.
Η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης (μέσω της δημιουργίας και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων) και η διαμόρφωση στρατηγικής προς μια Δημοσιονομική Ένωση είναι προτεραιότητες για την ευημερία της Ευρώπης και των πολιτών της. Η περαιτέρω καθυστέρηση στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης θα οδηγήσει σε περιθωριοποίηση της περιοχής και στην απώλεια ευημερίας για τους πολίτες της. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να δράσουν εγκαίρως, με αποφασιστικές, ισορροπημένες και καλοσχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο της ευρωζώνης, σε πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίων παραχωρήσεων.
Πώς πήγε το 2023
Το δεύτερο εξάμηνο του 2023 τρεις εκ των τεσσάρων οίκων αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από το Ευρωσύστημα αναβάθμισαν την πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντικό ορόσημο που σηματοδοτεί την αναγνώριση της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια και της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος και την αυξημένη αβεβαιότητα. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσαν οι σταθερά βελτιούμενες δημοσιονομικές επιδόσεις, υποστηριζόμενες από θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά και η εκτίμηση των οίκων ότι το σαφές αποτέλεσμα των εκλογών οδήγησε σε πολιτική σταθερότητα με προοπτικές συνέχισης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Η ελληνική οικονομία στη διάρκεια του 2023 αναπτύχθηκε με επιβραδυνόμενο αλλά ικανοποιητικό ρυθμό 2%, σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας συνέβαλαν κυρίως οι εξαγωγές, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις.
Ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά στο 4,2%, χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης. Ωστόσο, ο πυρήνας του πληθωρισμού ακολούθησε αυξητική πορεία και έφθασε στο 5,3% το 2023, παρά το γεγονός ότι από τα μέσα του έτους παρατηρείται σταδιακή αποκλιμάκωσή του.
Η αγορά εργασίας συνέχισε τη δυναμική της πορεία, αν και με πιο ήπιους ρυθμούς, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 11,1%. Πάντως, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη στενότητα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, ενώ οι επιχειρήσεις σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας δυσκολεύονται να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους, παρά τη σημαντική αύξηση των μισθών το 2023.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση των προηγούμενων ετών, εμφάνισε ενδείξεις στασιμότητας ή και ελαφράς υποχώρησης το 2023, μέσα σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον για το διεθνές εμπόριο.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνέχισε να βελτιώνεται, καθώς το ονομαστικό κόστος εργασίας αυξήθηκε πολύ λιγότερο στην Ελλάδα από ό,τι στην ευρωζώνη. Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος στους σχετικούς σύνθετους δείκτες παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την προηγούμενη περίοδο (2020-22).
Η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε τομείς όπως η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σημαντικά το 2023 στο 6,3% του ΑΕΠ. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν κατά κύριο λόγο: (1) η βελτίωση του ισοζυγίου καυσίμων και λοιπών αγαθών, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση των διεθνών τιμών των ενεργειακών αγαθών, και (2) η αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών, λόγω της δυναμικής του τουρισμού.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις κατέγραψαν χαμηλότερες ροές το 2023 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, αντανακλώντας κυρίως: (1) την παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, (2) τα υψηλά επιτόκια, (3) το υψηλό ενεργειακό κόστος, (4) την περιορισμένη συμμετοχή ξένων κεφαλαίων σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων στη χώρα και (5) τη στασιμότητα που αποτυπώνεται στους δείκτες ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίων, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία το 2023 προσδιόρισαν τις εξελίξεις σχετικά με τα ελληνικά αξιόγραφα.
Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν σημαντικά μεγαλύτερη μείωση σε σχέση με εκείνες των υπόλοιπων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Ως εκ τούτου, το spread του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού μειώθηκε σημαντικά το 2023, αρκετά χαμηλότερα από το αντίστοιχο spread του ιταλικού ομολόγου.
Ως προς την αγορά μετοχών, ο δείκτης του ελληνικού χρηματιστηρίου κατέγραψε σημαντικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τους αντίστοιχους δείκτες στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη, ενώ επίσης παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση του μέσου ημερήσιου όγκου συναλλαγών. Οι τάσεις αυτές συνδέονται κυρίως με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, καθώς και την αυξημένη κερδοφορία και τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου