Είχε καταντήσει “συμβατική σοφία” η άποψη πως ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ό,τι καλύτερο για τις ΗΠΑ και συνολικά για τη Δύση: Προσφέροντας όπλα και χρήμα στο Κίεβο έφθειραν τη Ρωσία στρατιωτικά και οικονομικά, χωρίς να πεθάνει ούτε ένας Αμερικανός στρατιώτης. Τέτοιες δηλώσεις έχουν ακουστεί πάμπολλες, διεκδικώντας την αλήθεια του αυτονόητου. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική.
Αν και δεν ισχύουν οι προπαγανδιστικές υπερβολές που διακίνησαν δυτικά συστημικά Μίντια και δυτικοί αξιωματούχοι για τις ρωσικές απώλειες σε στρατιώτες και πολεμικό υλικό, αυτές είναι σημαντικές. Αυτή, ωστόσο, είναι η μία όψη του νομίσματος και όποιος εστιάζει μόνο σ’ αυτή μετράει στατικά, χάνοντας τη δυνατότητα να διαβάσει την πολιτική δυναμική που παράγει αυτός ο πόλεμος.
Εάν η Ρωσία βρισκόταν στα πρόθυρα μίας στρατιωτικής ήττας στην Ουκρανία, ή έστω μίας οικονομικής κατάρρευσης, προφανώς αυτού του είδους η αριθμητική των απωλειών θα προστίθετο στην αρνητική πολιτική δυναμική και θα την επιδείνωνε. Σήμερα, όμως, όλοι πλέον στη Δύση υποχρεώθηκαν να ομολογήσουν ότι η ρωσική οικονομία όχι μόνο άντεξε στο μπαράζ των κυρώσεων, αλλά κι ότι αναπτύσσεται με εντυπωσιακό ρυθμό.
Σε ό,τι αφορά δε το στρατιωτικό σκέλος, οι δυτικοί ειδικοί που δεν λειτουργούν προπαγανδιστικά, συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι ζυγαριά του πολέμου κλίνει προς την πλευρά της Ρωσίας. Κι αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει ποιοτικά με την έγκριση της αμερικανικής βοήθειας στο Κίεβο. Ο κύριος λόγος που η Ουκρανία χάνει συνεχώς έδαφος, είναι ότι σε αντίθεση με τη Ρωσία ξεμένει και από στρατιώτες και από πυρομαχικά. Ο μόνος τρόπος να αλλάξει η τροπή του πολέμου είναι η άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ. Εάν συμβεί αυτό, όμως, θα οδηγήσει πιθανότατα σε πυρηνικό μονοπάτι.
Η πολιτική δυναμική
Ας έλθουμε τώρα στον δυτικό ισχυρισμό ότι ο πόλεμος αποδυναμώνει τη Ρωσία. Όπως προανέφερα, οι ρωσικές απώλειες είναι η μία όψη του νομίσματος κι όχι η σημαντικότερη. Η άλλη είναι η πολιτική δυναμική. Κι αυτό αφορά όχι μόνο την εικόνα της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα, αλλά και τον τρόπο που πλέον ρωσική ηγεσία και ρωσικός λαός αντιλαμβάνονται τον ρόλο της χώρας τους. Είναι προφανές ότι εάν –όπως όλα δείχνουν– η Ρωσία αναδειχθεί νικήτρια θα έχουμε τις εξής συνέπειες:
Πρώτον, θα έχει εδαφικά επεκταθεί σε ουκρανικές περιοχές όπου ήταν ισχυρό το ρωσικό στοιχείο.
Δεύτερον, θα επιβάλει τους όρους της σε μία συνθήκη ειρήνης, κυρίως θα έχει αποτρέψει οριστικά την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και θα έχει ακυρώσει το “στρίμωγμά” της, όπως το επιχείρησε η Ουάσινγκτον.
Τρίτον, ο “Παγκόσμιος Νότος” δικαιολογημένα θα θεωρήσει τη ρωσική νίκη στην Ουκρανία ως ήττα της “Συνολικής Δύσης”. Το γεγονός αυτό όχι μόνο θα εκτοξεύσει το κύρος της Ρωσίας διεθνώς, αλλά και αντιστρόφως θα πλήξει καίρια το κύρος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με ό,τι αυτά συνεπάγονται για τις γεωπολιτικές ισορροπίες διεθνώς.
Τέταρτον, οι Ευρωπαίοι, αλλά και οι Αμερικανοί θα υποχρεωθούν –αργά ή γρήγορα– από τα γεωπολιτικά τετελεσμένα να κάνουν γεωστρατηγική κωλοτούμπα, αλλάζοντας στάση έναντι της Μόσχας, εκτός κι αν πάμε σε γενικευμένη σύγκρουση.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, η Ρωσία αποκτά μία νέα εθνική υπερηφάνεια κι αυτοπεποίθηση, η οποία ως αξία υπερτερεί συντριπτικά του κόστους από τις όποιες ανθρώπινες απώλειες στον πόλεμο. Κυρίως, όμως, η Ρωσία υπερβαίνει οριστικά το καθηλωτικό σύνδρομο, το οποίο την ωθούσε ουσιαστικά να αναζητά μία θέση στο δυτικό πλαίσιο, άλλοτε παραπονούμενη κι άλλοτε πιέζοντας.
Από την τσαρική εποχή η Ρωσία βίωνε την εσωτερική αντίφασή της ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και τον ασιατικό εαυτό της. Ιστορικά, όμως, οι ρωσικές ελίτ ήταν στραμμένες δυτικά. Ένοιωθαν ένα σύμπλεγμα απέναντι στην Ευρώπη, την οποία είχαν περίπου ως πρότυπο. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, αυτό το σύμπλεγμα αναβίωσε με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο στις δύο τελευταίες δεκαετίες της Σοβιετικής Ένωσης και συνέβαλε αφανώς –ίσως αποφασιστικά– στην κατάρρευσή της. Χαρακτηριστικό προϊόν αυτού του κλίματος δυτικολαγνείας είναι η εκλογή Γκορμπατσώφ στην ηγεσία και ο τρόπος που πολιτεύθηκε.
Δεύτερον, θα επιβάλει τους όρους της σε μία συνθήκη ειρήνης, κυρίως θα έχει αποτρέψει οριστικά την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και θα έχει ακυρώσει το “στρίμωγμά” της, όπως το επιχείρησε η Ουάσινγκτον.
Τρίτον, ο “Παγκόσμιος Νότος” δικαιολογημένα θα θεωρήσει τη ρωσική νίκη στην Ουκρανία ως ήττα της “Συνολικής Δύσης”. Το γεγονός αυτό όχι μόνο θα εκτοξεύσει το κύρος της Ρωσίας διεθνώς, αλλά και αντιστρόφως θα πλήξει καίρια το κύρος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με ό,τι αυτά συνεπάγονται για τις γεωπολιτικές ισορροπίες διεθνώς.
Τέταρτον, οι Ευρωπαίοι, αλλά και οι Αμερικανοί θα υποχρεωθούν –αργά ή γρήγορα– από τα γεωπολιτικά τετελεσμένα να κάνουν γεωστρατηγική κωλοτούμπα, αλλάζοντας στάση έναντι της Μόσχας, εκτός κι αν πάμε σε γενικευμένη σύγκρουση.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, η Ρωσία αποκτά μία νέα εθνική υπερηφάνεια κι αυτοπεποίθηση, η οποία ως αξία υπερτερεί συντριπτικά του κόστους από τις όποιες ανθρώπινες απώλειες στον πόλεμο. Κυρίως, όμως, η Ρωσία υπερβαίνει οριστικά το καθηλωτικό σύνδρομο, το οποίο την ωθούσε ουσιαστικά να αναζητά μία θέση στο δυτικό πλαίσιο, άλλοτε παραπονούμενη κι άλλοτε πιέζοντας.
Από την τσαρική εποχή η Ρωσία βίωνε την εσωτερική αντίφασή της ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και τον ασιατικό εαυτό της. Ιστορικά, όμως, οι ρωσικές ελίτ ήταν στραμμένες δυτικά. Ένοιωθαν ένα σύμπλεγμα απέναντι στην Ευρώπη, την οποία είχαν περίπου ως πρότυπο. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, αυτό το σύμπλεγμα αναβίωσε με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο στις δύο τελευταίες δεκαετίες της Σοβιετικής Ένωσης και συνέβαλε αφανώς –ίσως αποφασιστικά– στην κατάρρευσή της. Χαρακτηριστικό προϊόν αυτού του κλίματος δυτικολαγνείας είναι η εκλογή Γκορμπατσώφ στην ηγεσία και ο τρόπος που πολιτεύθηκε.
Στο ίδιο μονοπάτι
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία του Γιέλτσιν γονάτισε και ουσιαστικά παραδόθηκε στη Δύση. Ο Πούτιν αναρριχήθηκε στην κορυφή σαν συνεχιστής του Γιέλτσιν. Όταν, όμως, απέκτησε τον έλεγχο των κρατικών μηχανισμών, εστίασε στην ανάταξη της Ρωσίας και στην επάνοδό της σε καθεστώς μεγάλης δύναμης. Για να το επιτύχει συρρίκνωσε τα περιθώρια παρέμβασης της Δύσης στις ρωσικές υποθέσεις, γεγονός που τον κατέστησε αντιπαθή, εάν όχι ευθέως εχθρό για την Ουάσινγκτον και για πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Μπορεί, λοιπόν, ο Πούτιν να έβαλε κόκκινες γραμμές στους Δυτικούς, συρρικνώνοντας τα περιθώρια παρέμβασής τους στα ρωσικά πράγματα, αλλά παρέμεινε στο ίδιο μονοπάτι: να αναζητάει για τη χώρα του μία κάποια θέση στο δυτικό πλαίσιο. Έφθασε στο σημείο να ζητήσει την ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ και πάντως έκανε ό,τι μπορούσε για να βρει ένα modus vivendi με τη Δύση και στο επίπεδο μίας αρχιτεκτονικής ασφαλείας, αλλά και στο επίπεδο οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Με άλλα λόγια –σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς όρους– παρέμεινε εγκλωβισμένος στον ίδιο παραδοσιακό προσανατολισμό των ρωσικών ελίτ. Με άλλα λόγια, ο Πούτιν δεν ήταν φορέας μίας άλλης στρατηγικής θεώρησης για τον ρόλο της χώρας του.
Από όταν, όμως, εκτόπισε τους Δυτικούς από τη Ρωσία, αυτοί σταδιακά τον μετέτρεψαν σε “μαύρο πρόβατο”. Παραλλήλως και παρά την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Γκορμπατσώφ, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε με διαδοχικές διευρύνσεις προς Ανατολάς. Η Μόσχα διαμαρτυρόταν, αλλά ήταν αδύναμη να αντιδράσει. Σημείο καμπής ήταν η ομιλία Πούτιν στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια το 2007, με την οποία ουσιαστικά απηύθυνε μία έκκληση-προειδοποίηση στη Δύση να σεβαστεί τις ευαισθησίες και τα δικαιώματα της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης.
Η έκκληση-προειδοποίησή του έπεσε στο κενό. Η Δύση διακατεχόταν από την αλαζονεία του νικητή και συνέχισε να “στριμώχνει” τη Ρωσία με κύριο όχημα την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Ο κόμπος έφθασε στο χτένι, όταν στις αρχές του 2014 –όπως έχει αποδειχθεί από ανεξάρτητη καναδική έρευνα– οργανώθηκε υπό την εποπτεία αμερικανικών υπηρεσιών αιματηρό πραξικόπημα στο Κίεβο με δράστες τις ακροδεξιές ουκρανικές ένοπλες οργανώσεις και μισθοφόρους. Η ανατροπή του διεφθαρμένου, αλλά νομίμως εκλεγμένου προέδρου Γιανουκόβιτς, άνοιξε τον δρόμο για να μετατραπεί η Ουκρανία σε αντιρωσικό προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία του Γιέλτσιν γονάτισε και ουσιαστικά παραδόθηκε στη Δύση. Ο Πούτιν αναρριχήθηκε στην κορυφή σαν συνεχιστής του Γιέλτσιν. Όταν, όμως, απέκτησε τον έλεγχο των κρατικών μηχανισμών, εστίασε στην ανάταξη της Ρωσίας και στην επάνοδό της σε καθεστώς μεγάλης δύναμης. Για να το επιτύχει συρρίκνωσε τα περιθώρια παρέμβασης της Δύσης στις ρωσικές υποθέσεις, γεγονός που τον κατέστησε αντιπαθή, εάν όχι ευθέως εχθρό για την Ουάσινγκτον και για πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Μπορεί, λοιπόν, ο Πούτιν να έβαλε κόκκινες γραμμές στους Δυτικούς, συρρικνώνοντας τα περιθώρια παρέμβασής τους στα ρωσικά πράγματα, αλλά παρέμεινε στο ίδιο μονοπάτι: να αναζητάει για τη χώρα του μία κάποια θέση στο δυτικό πλαίσιο. Έφθασε στο σημείο να ζητήσει την ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ και πάντως έκανε ό,τι μπορούσε για να βρει ένα modus vivendi με τη Δύση και στο επίπεδο μίας αρχιτεκτονικής ασφαλείας, αλλά και στο επίπεδο οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Με άλλα λόγια –σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικούς όρους– παρέμεινε εγκλωβισμένος στον ίδιο παραδοσιακό προσανατολισμό των ρωσικών ελίτ. Με άλλα λόγια, ο Πούτιν δεν ήταν φορέας μίας άλλης στρατηγικής θεώρησης για τον ρόλο της χώρας του.
Από όταν, όμως, εκτόπισε τους Δυτικούς από τη Ρωσία, αυτοί σταδιακά τον μετέτρεψαν σε “μαύρο πρόβατο”. Παραλλήλως και παρά την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Γκορμπατσώφ, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε με διαδοχικές διευρύνσεις προς Ανατολάς. Η Μόσχα διαμαρτυρόταν, αλλά ήταν αδύναμη να αντιδράσει. Σημείο καμπής ήταν η ομιλία Πούτιν στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια το 2007, με την οποία ουσιαστικά απηύθυνε μία έκκληση-προειδοποίηση στη Δύση να σεβαστεί τις ευαισθησίες και τα δικαιώματα της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης.
Η έκκληση-προειδοποίησή του έπεσε στο κενό. Η Δύση διακατεχόταν από την αλαζονεία του νικητή και συνέχισε να “στριμώχνει” τη Ρωσία με κύριο όχημα την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Ο κόμπος έφθασε στο χτένι, όταν στις αρχές του 2014 –όπως έχει αποδειχθεί από ανεξάρτητη καναδική έρευνα– οργανώθηκε υπό την εποπτεία αμερικανικών υπηρεσιών αιματηρό πραξικόπημα στο Κίεβο με δράστες τις ακροδεξιές ουκρανικές ένοπλες οργανώσεις και μισθοφόρους. Η ανατροπή του διεφθαρμένου, αλλά νομίμως εκλεγμένου προέδρου Γιανουκόβιτς, άνοιξε τον δρόμο για να μετατραπεί η Ουκρανία σε αντιρωσικό προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης.
Η προσάρτηση της Κριμαίας
Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο η πρόσβασή της στη Μαύρη Θάλασσα να συρρικνωθεί σε μία μικρή λωρίδα ακτής, η Ρωσία απάντησε με δύο τρόπους: Πρώτον, προσάρτησε την Κριμαία, στηριζόμενη και στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού είναι Ρώσοι. Δεύτερον, άναψε το πράσινο φως στους Ρώσους αυτονομιστές του Ντονμπάς να αποσχιστούν από την Ουκρανία. Η δεύτερη αυτή κίνηση προκάλεσε έναν παρατεταμένο άτυπο πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων του Κιέβου και των αυτονομιστών, ο οποίος κόστισε πολλές χιλιάδες θύματα στους δεύτερους. Η Ρωσία υποστήριζε όλα εκείνα τα χρόνια τους αυτονομιστές, αλλά απέφυγε να εμπλακεί άμεσα.
Ο Πούτιν είχε την ελπίδα ότι μπορούσε να αποφύγει μία ρήξη με τη Δύση. Η Ουκρανία του Ζελένσκι, όμως, αν και δεν είχε ακόμα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό σαν προκεχωρημένο φυλάκιό του. Για να αποτρέψει αυτό που ακόμα και αντίπαλοί του θεωρούσαν άμεση απειλή για τη ρωσική εθνική ασφάλεια, ο Πούτιν διέταξε την εισβολή τον Φεβρουάριο 2022, επιδιώκοντας να ανατρέψει την κυβέρνηση Ζελένσκι και να επιβάλει φιλορωσικό καθεστώς στο Κίεβο, ή τουλάχιστον να την πειθαναγκάσει να αρνηθεί την επέκταση του ΝΑΤΟ.
Στην πραγματικότητα, ούτε και τότε ο Πούτιν είχε εγκαταλείψει την παραδοσιακή ρωσική στρατηγική αντίληψη. Επιζητούσε κάποιο συμβιβασμό με τις ΗΠΑ, ο οποίος θα επέτρεπε στη Ρωσία να συνεχίσει να κοιτάζει δυτικά, αλλά χωρίς να απειλείται η εθνική της ασφάλεια. Για την ακρίβεια, θεωρούσε ότι με την εισβολή θα υποχρέωνε τη Δύση να διαπραγματευθεί μαζί του την ουδετερότητα της Ουκρανίας. Αυτό φάνηκε και από το σχέδιο συμφωνίας που επετεύχθη στην Κωνσταντινούπολη 2-3 μήνες μετά τη ρωσική εισβολή.
Όταν Ουάσινγκτον και Λονδίνο τορπίλισαν τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης –όπως είχαν πράξει για τις συμφωνίες Μινσκ 1 και Μινσκ 2 το 2014-15– αλλά κι όταν ο Πούτιν διαπίστωσε με επώδυνο τρόπο ότι οι δυνάμεις του αντιμετώπιζαν μία οργανωμένη ουκρανική άμυνα, την οποία δεν ανέμενε, περιήλθε σε κρίση στρατηγικής. Διαπιστώνοντας ακόμα την αποφασιστική στάση σύσσωμης της “Συνολικής Δύσης”, ο Ρώσος πρόεδρος προσγειώθηκε ανώμαλα. Του πήρε κάποιο χρόνο για να προσαρμοστεί στο πολιτικό επίπεδο, αλλά το έπραξε. Το ίδιο συνέβη και στο στρατιωτικό επίπεδο, όταν ανέλαβε τη γενική διοίκηση ο στρατηγός Σουροβίκιν.
Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο η πρόσβασή της στη Μαύρη Θάλασσα να συρρικνωθεί σε μία μικρή λωρίδα ακτής, η Ρωσία απάντησε με δύο τρόπους: Πρώτον, προσάρτησε την Κριμαία, στηριζόμενη και στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού είναι Ρώσοι. Δεύτερον, άναψε το πράσινο φως στους Ρώσους αυτονομιστές του Ντονμπάς να αποσχιστούν από την Ουκρανία. Η δεύτερη αυτή κίνηση προκάλεσε έναν παρατεταμένο άτυπο πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων του Κιέβου και των αυτονομιστών, ο οποίος κόστισε πολλές χιλιάδες θύματα στους δεύτερους. Η Ρωσία υποστήριζε όλα εκείνα τα χρόνια τους αυτονομιστές, αλλά απέφυγε να εμπλακεί άμεσα.
Ο Πούτιν είχε την ελπίδα ότι μπορούσε να αποφύγει μία ρήξη με τη Δύση. Η Ουκρανία του Ζελένσκι, όμως, αν και δεν είχε ακόμα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό σαν προκεχωρημένο φυλάκιό του. Για να αποτρέψει αυτό που ακόμα και αντίπαλοί του θεωρούσαν άμεση απειλή για τη ρωσική εθνική ασφάλεια, ο Πούτιν διέταξε την εισβολή τον Φεβρουάριο 2022, επιδιώκοντας να ανατρέψει την κυβέρνηση Ζελένσκι και να επιβάλει φιλορωσικό καθεστώς στο Κίεβο, ή τουλάχιστον να την πειθαναγκάσει να αρνηθεί την επέκταση του ΝΑΤΟ.
Στην πραγματικότητα, ούτε και τότε ο Πούτιν είχε εγκαταλείψει την παραδοσιακή ρωσική στρατηγική αντίληψη. Επιζητούσε κάποιο συμβιβασμό με τις ΗΠΑ, ο οποίος θα επέτρεπε στη Ρωσία να συνεχίσει να κοιτάζει δυτικά, αλλά χωρίς να απειλείται η εθνική της ασφάλεια. Για την ακρίβεια, θεωρούσε ότι με την εισβολή θα υποχρέωνε τη Δύση να διαπραγματευθεί μαζί του την ουδετερότητα της Ουκρανίας. Αυτό φάνηκε και από το σχέδιο συμφωνίας που επετεύχθη στην Κωνσταντινούπολη 2-3 μήνες μετά τη ρωσική εισβολή.
Όταν Ουάσινγκτον και Λονδίνο τορπίλισαν τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης –όπως είχαν πράξει για τις συμφωνίες Μινσκ 1 και Μινσκ 2 το 2014-15– αλλά κι όταν ο Πούτιν διαπίστωσε με επώδυνο τρόπο ότι οι δυνάμεις του αντιμετώπιζαν μία οργανωμένη ουκρανική άμυνα, την οποία δεν ανέμενε, περιήλθε σε κρίση στρατηγικής. Διαπιστώνοντας ακόμα την αποφασιστική στάση σύσσωμης της “Συνολικής Δύσης”, ο Ρώσος πρόεδρος προσγειώθηκε ανώμαλα. Του πήρε κάποιο χρόνο για να προσαρμοστεί στο πολιτικό επίπεδο, αλλά το έπραξε. Το ίδιο συνέβη και στο στρατιωτικό επίπεδο, όταν ανέλαβε τη γενική διοίκηση ο στρατηγός Σουροβίκιν.
Η στρατηγική αναθεώρηση
Το σύστημα εξουσίας στη Μόσχα υποχρεώθηκε να πραγματοποιήσει μία αθέατη, αλλά μεγάλης στρατηγικής σημασίας αναθεώρηση του τρόπου που έβλεπε τη θέση και τον ρόλο της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα. Έγινε ξεκάθαρο ότι οι προσδοκίες που είχαν επενδυθεί στη Δύση ήταν αυταπάτες. Τα όσα εξελίσσονταν δεν ήταν προϊόν παρανοήσεων ή έστω απλού γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ήταν είδος πολέμου δια αντιπροσώπου.
Η συνειδητοποίηση αυτή επέφερε ριζική διανοητική αλλαγή στη Μόσχα, η οποία εν μέρει αποτυπώθηκε σε σχετικό έγγραφο που υπέγραψε ο Πούτιν το 2023. Ο ρωσικός πολιτισμός δεν ορίζεται πλέον ως συνιστώσα του ευρύτερου δυτικού πολιτισμού, αλλά ως διακριτός πολιτισμός. Η δε έμφαση στην εξωτερική πολιτική δεν δίνεται πλέον προς τη Δύση, αλλά προς την Ευρασία και τον “Παγκόσμιο Νότο”.
Είναι αληθές ότι αυτή η στροφή είχε ρητορικά εξαγγελθεί στη δεκαετία 2010, αλλά είχε κατά κανόνα παραμείνει στα λόγια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, λόγω των κυρώσεων, αναδιάρθρωσε ριζικά και το ρωσικό εξωτερικό εμπόριο. Οι συναλλαγές με την Ευρώπη συρρικνώθηκαν πολύ κάτω του μισού, ενώ αντιστρόφως οι συναλλαγές με την Ασία σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Εξίσου σημαντικό είναι ότι η Ρωσία εγκατέλειψε πλήρως τις προσπάθειες να προσαρμοστεί στη διεθνή τάξη πραγμάτων που έχει την αμερικανική σφραγίδα.
Το σύστημα εξουσίας στη Μόσχα υποχρεώθηκε να πραγματοποιήσει μία αθέατη, αλλά μεγάλης στρατηγικής σημασίας αναθεώρηση του τρόπου που έβλεπε τη θέση και τον ρόλο της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα. Έγινε ξεκάθαρο ότι οι προσδοκίες που είχαν επενδυθεί στη Δύση ήταν αυταπάτες. Τα όσα εξελίσσονταν δεν ήταν προϊόν παρανοήσεων ή έστω απλού γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ήταν είδος πολέμου δια αντιπροσώπου.
Η συνειδητοποίηση αυτή επέφερε ριζική διανοητική αλλαγή στη Μόσχα, η οποία εν μέρει αποτυπώθηκε σε σχετικό έγγραφο που υπέγραψε ο Πούτιν το 2023. Ο ρωσικός πολιτισμός δεν ορίζεται πλέον ως συνιστώσα του ευρύτερου δυτικού πολιτισμού, αλλά ως διακριτός πολιτισμός. Η δε έμφαση στην εξωτερική πολιτική δεν δίνεται πλέον προς τη Δύση, αλλά προς την Ευρασία και τον “Παγκόσμιο Νότο”.
Είναι αληθές ότι αυτή η στροφή είχε ρητορικά εξαγγελθεί στη δεκαετία 2010, αλλά είχε κατά κανόνα παραμείνει στα λόγια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, λόγω των κυρώσεων, αναδιάρθρωσε ριζικά και το ρωσικό εξωτερικό εμπόριο. Οι συναλλαγές με την Ευρώπη συρρικνώθηκαν πολύ κάτω του μισού, ενώ αντιστρόφως οι συναλλαγές με την Ασία σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Εξίσου σημαντικό είναι ότι η Ρωσία εγκατέλειψε πλήρως τις προσπάθειες να προσαρμοστεί στη διεθνή τάξη πραγμάτων που έχει την αμερικανική σφραγίδα.
Έμφαση στους BRICS+
Τώρα πλέον, πρωταγωνιστεί στην προσπάθεια να δομηθεί ένας εναλλακτικός και εκ των πραγμάτων ανταγωνιστικός προς τη Δύση πόλος στο διεθνές σύστημα. Οι BRICS+ και ο Οργανισμός της Σαγκάης είναι πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, η Ρωσία απομακρύνεται από θεσμούς (Συμβούλιο της Ευρώπης, ΟΑΣΕ κ.α.), στους οποίους κυριαρχεί η Δύση, η οποία τους προσδίδει αντιρωσικό πρόσημο. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία έχει πάψει σχεδόν να ενδιαφέρεται για το τι λένε οι Δυτικοί γι’ αυτήν.
Όπως έχω προαναφέρει, όλα τα παραπάνω συνθέτουν μία ιστορικής σημασίας αλλαγή, η οποία δεν περιορίζεται στην εξωτερική πολιτική και στο εξωτερικό εμπόριο, αλλά πάει πολύ πιο βαθιά. Η Ρωσία, λοιπόν, δεν νοιώθει πλέον σαν το ανατολικό άκρο της Ευρώπης, αλλά ως πυλώνας της Ευρασίας. Η διανοητική αυτή αλλαγή προϋπήρχε, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία της προσέδωσε μία πολύ πιο έντονη διάσταση και δυναμική.
Η στρατηγική στροφή θέτει ένα δίλημμα και στους Ρώσους μεγιστάνες του πλούτου, οι οποίοι το είχαν δίπορτο: και με το καθεστώς Πούτιν και με τη Δύση. Όσοι επιλέξουν να παραμείνουν στη Ρωσία είναι υποχρεωμένοι να γίνουν περισσότερο Ρώσοι και λιγότερο κοσμοπολίτες. Επαναλαμβάνω ότι η ιστορική αυτή αλλαγή δεν θα είχε συντελεστεί και σίγουρα δεν θα είχε προσλάβει τέτοια δυναμική εάν οι Ρώσοι (ως ηγεσία, αλλά και ως λαός) δεν είχαν πειστεί ότι η Δύση έχει επιδοθεί σε έναν άτυπο πλην ουσιαστικό πόλεμο εναντίον της χώρας τους. Αυτό ανεξαρτήτως του τι πιστεύει ο καθένας από εμάς ότι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Τώρα πλέον, πρωταγωνιστεί στην προσπάθεια να δομηθεί ένας εναλλακτικός και εκ των πραγμάτων ανταγωνιστικός προς τη Δύση πόλος στο διεθνές σύστημα. Οι BRICS+ και ο Οργανισμός της Σαγκάης είναι πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, η Ρωσία απομακρύνεται από θεσμούς (Συμβούλιο της Ευρώπης, ΟΑΣΕ κ.α.), στους οποίους κυριαρχεί η Δύση, η οποία τους προσδίδει αντιρωσικό πρόσημο. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία έχει πάψει σχεδόν να ενδιαφέρεται για το τι λένε οι Δυτικοί γι’ αυτήν.
Όπως έχω προαναφέρει, όλα τα παραπάνω συνθέτουν μία ιστορικής σημασίας αλλαγή, η οποία δεν περιορίζεται στην εξωτερική πολιτική και στο εξωτερικό εμπόριο, αλλά πάει πολύ πιο βαθιά. Η Ρωσία, λοιπόν, δεν νοιώθει πλέον σαν το ανατολικό άκρο της Ευρώπης, αλλά ως πυλώνας της Ευρασίας. Η διανοητική αυτή αλλαγή προϋπήρχε, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία της προσέδωσε μία πολύ πιο έντονη διάσταση και δυναμική.
Η στρατηγική στροφή θέτει ένα δίλημμα και στους Ρώσους μεγιστάνες του πλούτου, οι οποίοι το είχαν δίπορτο: και με το καθεστώς Πούτιν και με τη Δύση. Όσοι επιλέξουν να παραμείνουν στη Ρωσία είναι υποχρεωμένοι να γίνουν περισσότερο Ρώσοι και λιγότερο κοσμοπολίτες. Επαναλαμβάνω ότι η ιστορική αυτή αλλαγή δεν θα είχε συντελεστεί και σίγουρα δεν θα είχε προσλάβει τέτοια δυναμική εάν οι Ρώσοι (ως ηγεσία, αλλά και ως λαός) δεν είχαν πειστεί ότι η Δύση έχει επιδοθεί σε έναν άτυπο πλην ουσιαστικό πόλεμο εναντίον της χώρας τους. Αυτό ανεξαρτήτως του τι πιστεύει ο καθένας από εμάς ότι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου