Ένα σερί θετικών ειδήσεων και την ελληνική οικονομία και ειδικά για τα δημοσιονομικά της δεδομένα έχει ξεκινήσει και είναι πιθανό να συνεχισθεί το επόμενο διάστημα καθώς το ευνοούν τα πραγματικά δεδομένα όπως αποτυπώνονται στην πορεία των δεικτών (1,9% πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, αλλά και 2,2% το 2024 στα στοιχεία που έστειλε η Ελλάδα στις Βρυξέλλες), αλλά και η χρονική συγκυρία. Άλλωστε, αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν και στην απόφαση του ΟΔΔΗΧ (ορθή εκ του αποτελέσματος) να προχωρήσει σε μία ακόμη, δυναμική, κίνηση έκδοσης 30ετούς ομολόγου.
Η εξαιρετικά επιτυχής αυτή έξοδος της χώρας στις αγορές δεν καλύπτει απλά το μεγαλύτερο μέρος το ετήσιου προγραμματισμού του ΟΔΔΗΧ (συνολικά 10 δισ. ευρώ), αλλά και μεταφέρει ένα ξεκάθαρο μήνυμα εμπιστοσύνης των αγορών, αλλά και «αυτοπεποίθησης» της ελληνικής πλευράς που προχώρησε σε αυτή την (τόσο μακράς διάρκειας) έκδοση η οποία δείχνει την -εκ των προτέρων- αίσθηση της υψηλής ανταπόκρισης.
Τα επόμενα βήματα στο πεδίο της διαχείρισης του δημοσίου χρέους είναι επίσης σημαντικά. Έχουν ως ορόσημα όχι μόνο τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησής του, αλλά και αποφάσεις που θα προέρχονται από τους θεσμούς και θα λειτουργούν ενισχυτικά στις δυνατότητες που θα δοθούν για επιπλέον κινήσεις.
Το «μαξιλάρι» των 15,7 δισ. ευρώ
Μεγάλο «ατού» στις εκδόσεις είναι το πολύ υψηλό απόθεμα διαθεσίμων (σταθερά σχεδόν πάνω από τα 35 δισ. ευρώ), στα οποία περιλαμβάνονται και 15,7 δισ. ευρώ «μαξιλάρι» που δημιουργήθηκε από εκταμιεύσεις δανείων του 3ου μνημονίου και είναι «δεσμευμένο» για την εξυπηρέτηση του χρέους. «Η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το ποσό και για άλλους σκοπούς, μετά από έγκριση των διοικητικών οργάνων του ESM» αναφέρεται στην τελευταία έκθεση των θεσμών για την μεταπρογραμματική εποπτεία και ανάλογη «κουβέντα» περί σταδιακής «αποδέσμευσης» του εν λόγω ποσού φαίνεται πως έγινε και εν όψει του νέου πορίσματος που τώρα γράφεται μετά την «τηλεαποστολή» των θεσμών (ΕΚΤ, Κομισιόν και ESM που είναι και ο αρμόδιος) και ολοκληρώθηκε τις 15/4.
Εξηγούν πως η «σταδιακή συρρίκνωση» του μαξιλαριού και οι πόροι που θα αποδεσμευθούν θα χρησιμοποιηθούν για ευρύτερες κινήσεις αποπληρωμής ακριβών δανείων. Mε μόνο «ορατό» βήμα σήμερα, την επανάληψη και το 2024 (για 3η συνεχή χρονιά) της πρόωρης αποπληρωμής των ακριβών διακρατικών δανείων του πρώτου μνημονίου. Αφορά κίνηση αξίας 5 δισ. ευρώ περίπου, η οποία με βάση τις διαδικασίες που πρέπει να λάβουν χώρα στην ΕΕ (EFSF/ESM, έγκριση Κοινοβουλίων κρατών κλπ) θα ολοκληρωθεί και φέτος στις 15 Δεκεμβρίου με το τελικό αίτημα να γίνεται από το ελληνικής πλευρά πιθανόν το φθινόπωρο.
Η λείανση του 2023
«Η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο απόθεμα διαθεσίμων και έχει συνεχή πρόσβαση στις αγορές και τακτικές, επιτυχημένες εκδόσεις ομολόγων» αναφέρουν οι θεσμοί. Εξηγώντας πως «μετά τις αναβαθμίσεις ο ΟΔΔΗΧ είναι πιθανό να συρρικνώσει σταδιακά το μαξιλάρι χρησιμοποιώντας το για να μειώσει το υπόλοιπο των εντόκων ή άλλων χρεογράφων με μικρή διάρκεια».
Το ελληνικό δημόσιο χρέος συνεχίζει να είναι καλυμμένο σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των επιτοκίων λόγω του μεγάλου ακόμη μεριδίου των επίσημων δανείων που χορηγούνται με ευνοϊκά επιτόκια, επισημαίνεται, με τις κινήσεις που έχουν μεσολαβήσει από αυτό το πόρισμα του Δεκεμβρίου να φέρουν πιο κοντά την εν λόγω απόφαση όπως αναφέρουν κοινοτικές πηγές.
Θετικά προς αυτή τη κατεύθυνση λειτουργεί και η λύση για το θέμα των αναβαλλόμενων τόκων 25 δισ. ευρώ του 2023 που επικυρώθηκε και από το Ευρωκοινοβούλιο χθες μέσα από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, αλλά και από την Επιτροπή στο πόρισμα για τα δημοσιονομικά των κρατών μελών και την νέα ανάλυση βιωσιμότητας χρέους. Το σχέδιο ομαλής ενσωμάτωσης (περίπου κατά 1% του ΑΕΠ ετησίως) αντί για μία απότομη κορύφωση το 2032 λύνει ένα ακόμη ανοικτό ζήτημα και δημιουργεί επιπλέον ασφάλεια και για τη νέα 30ετή έκδοση.
Υπενθυμίζεται ως η απότομη «κορύφωσή» του 2032 γινόταν για «καταγραφικούς» λόγους. Σχετίζεται με ένα ποσό που εγγράφεται μεν ετησίως στο έλλειμμα, δηλαδή δεν συνιστά κάποιο «κρυφό» νούμερο που τότε θα εμφανιστεί, αλλά αποτυπώνεται διαφορετικά (βάση στων στατιστικών κανόνων της ΕΕ) στο χρέος.
Σχετίζεται με το ζήτημα των αναβαλλόμενων τόκων που έχουν αξία σύμφωνα με την Κομισιόν 5,4% του ΑΕΠ το 2022 (11,12 δισ. ευρώ) αλλά και 11,1% του ΑΕΠ (περίπου 25 δισ. ευρώ, ανάλογα και με το τότε ΑΕΠ) το 2032, όταν θα λήξει η περίοδος «χάριτος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου