Ανοιχτός «πόλεμος» Ελλάδας-Ρωσίας – Με απελάσεις Ελλήνων διπλωματών απαντάει η Μόσχα στον Ν. Κοτζιά |
Του Σπύρου Ν. Λίτσα
Είναι απορίας άξιο γιατί ενώ η Ιστορία το αποδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι η Ρωσία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε ή βοήθησε ουσιαστικά την Ελλάδα σε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές της, αντιθέτως σε αρκετές των περιπτώσεων επιδίωξε να τη βλάψει (π.χ. η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας και το ρωσικό σχέδιο της πανσλαβικής ατζέντας για όλα
τα Βαλκάνια) οι Έλληνες συνεχίζουν να πιστεύουν στη Μόσχα και να θεωρούν ότι μπορεί να τους βοηθήσει.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και όσο πιο γρήγορα αντιληφθούν οι Έλληνες τους σχεδιασμούς της Ρωσίας τόσο μεγαλύτερο θα είναι το όφελος για την επιζητούμενη κοινωνική ωριμότητα που τόσο πολύ μας λείπει ως συλλογικό χαρακτηριστικό.
Μόνο έκπληξη δεν προκαλεί η είδηση ότι η
Αθήνα αποφάσισε να ακολουθήσει μια σκληρότερη πολιτική προς τη Μόσχα
από ό,τι μέχρι σήμερα και να απελάσει δυο Ρώσους διπλωμάτες, ενώ
απαγορεύει και την είσοδο στη χώρα σε άλλους δυο.
Οι δραστηριότητες των
Ρώσων διπλωματών όχι μόνο στην Αθήνα πολλές φορές ξεφεύγουν από το
αναμενόμενο και κανονιστικό πλαίσιο της λειτουργίας των διπλωματικών αποστολών και δημιουργούν ζητήματα με την πολυεπίπεδη εμπλοκή τους σε ζητήματα που έχουν να κάνουν από την καθημερινή εξέλιξη των πραγμάτων σε επίπεδο κοινωνικό έως και θέματα που άπτονται της Υψηλής Στρατηγικής.
αναμενόμενο και κανονιστικό πλαίσιο της λειτουργίας των διπλωματικών αποστολών και δημιουργούν ζητήματα με την πολυεπίπεδη εμπλοκή τους σε ζητήματα που έχουν να κάνουν από την καθημερινή εξέλιξη των πραγμάτων σε επίπεδο κοινωνικό έως και θέματα που άπτονται της Υψηλής Στρατηγικής.
Στην Ελλάδα, όχι μόνο σήμερα αλλά από
τις αρχές του 21ου αιώνα, το ρωσικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως σε
θέματα ήπιας ισχύος που έχουν να κάνουν με την οικοδόμηση προνομιακών
σχέσεων της Μόσχας με εκκλησιαστικούς κύκλους, με τα εγχώρια ΜΜΕ, τον
έλεγχο ποδοσφαιρικών σωματείων (αυτή η διαδικασία δεν αφορά μόνο την
Ελλάδα αλλά και άλλα ευρωπαϊκά κράτη αφού η Μόσχα μπορεί να αντιληφθεί
τη μεγάλη επιρροή της "στρογγυλής θεάς" στα πλατιά κοινωνικά στρώματα),
τη διεύρυνση της εκμάθησης της ρωσικής γλώσσας και γενικότερα την
προώθηση του ρωσικού πολιτισμού – κυρίως στο επίπεδο της κλασικής
λογοτεχνίας των σημαντικών Ρώσων συγγραφέων της προ-Σοβιετικής εποχής
αλλά και της κλασικής μουσικής. Όλα αυτά δεν είχαν την παραμικρή
αρνητική διάσταση.
Η ήπια ισχύς είναι μια διαδικασία που δημιουργεί και
οικοδομεί μηχανισμούς παραγωγής θετικών εικόνων και μηνυμάτων για όλα τα
κράτη που κάνουν χρήση αυτής της διαδικασίας.
Η Ρωσία όμως έχει πλέον
ξεπεράσει τα όρια. Κι αυτό γιατί το ενδιαφέρον της για την Ελλάδα έχει
πλέον αυξηθεί μετά από την ενίσχυση της παρουσίας της στην Ανατολική
Μεσόγειο και την εμβάθυνση των σχέσεων της με κομβικά κράτη της περιοχής
όπως για παράδειγμα η Τουρκία και η Αίγυπτος.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει η
ακόλουθη αναφορά. Το ενδιαφέρον της Μόσχας σε κανένα σημείο δεν
αναφέρεται στο να εντάξει την Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της επιρροής της
πολύ απλά γιατί γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Ταυτόχρονα, η
ρωσική πολιτική έχει ξεπεράσει το επίπεδο του συμβατικού γεωπολιτικού
ελέγχου και επικεντρώνεται κυρίως σε πολιτικές που αθροίζουν αρνητικά
φορτία.
Η Ελλάδα ως κράτος μέλος της ΕΕ αλλά και του ΝΑΤΟ και με
αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή εξαιτίας της στάσης που κρατά η Τουρκία
απέναντι στη Δύση έλκει το ενδιαφέρον της Μόσχας ως προς το να
δημιουργεί χάσματα και βαθιές χαρακιές στον προσανατολισμό του κράτους,
από τη μια, αλλά και στα κραταιά κοινωνικά δόγματα και νόρμες, από την
άλλη.
Πως γίνεται αυτό;
Με την εκτεταμένη διασπορά ψευδών ειδήσεων (fake
news) κυρίως στον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με τους
πολιτικούς δεσμούς που διατηρεί με εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες που
ειδικεύονται στο παιχνίδι του λαϊκισμού και της κοινωνικής πόλωσης και
γενικότερα με την εμβάθυνση σε διαδικασίες που αποδομούν κραταιούς
πυλώνες κοινωνικοπολιτικής υπόστασης επενδύοντας στην αναταραχή που θα
επιφέρει για όσο χρονικό διάστημα θα διατηρηθεί το κενό. Είναι μια
διαδικασία επηρεασμού που την ονομάζω sui generis αναθεωρητισμό στο
τελευταίο συλλογικό έργο που επιμεληθήκαμε μαζί με τον Aριστοτέλη
Τζιαμπίρη για την Ανατολική Μεσόγειο και κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Springer, και αφορά τη γενικότερη στάση της Ρωσίας στο σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου.
Είναι απορίας άξιο γιατί ενώ η Ιστορία το αποδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι η Ρωσία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε ή βοήθησε ουσιαστικά την Ελλάδα σε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές της, αντιθέτως σε αρκετές των περιπτώσεων επιδίωξε να τη βλάψει (π.χ. η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας και το ρωσικό σχέδιο της πανσλαβικής ατζέντας για όλα
τα Βαλκάνια) οι Έλληνες συνεχίζουν να πιστεύουν στη Μόσχα και να θεωρούν ότι μπορεί να τους βοηθήσει.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και όσο πιο γρήγορα αντιληφθούν οι Έλληνες τους σχεδιασμούς της Ρωσίας τόσο μεγαλύτερο θα είναι το όφελος για την επιζητούμενη κοινωνική ωριμότητα που τόσο πολύ μας λείπει ως συλλογικό χαρακτηριστικό.
Η απόφαση της Αθήνας δεν ξάφνιασε
κανέναν.
Έρχεται όμως σήμερα, με καθυστέρηση κάποιων μηνών, να
επαληθεύσει την κριτική που διαμορφωτές της κοινής γνώμης
(πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι) είχαμε ασκήσει στην απόφαση της
σημερινής κυβέρνησης να μην απελάσει κανέναν Ρώσο διπλωμάτη για την
υπόθεση της δηλητηρίασης του Skripal και της κόρης του στην Αγγλία.
Θυμίζω ότι σχεδόν όλα τα δυτικά κράτη είχαν προβεί σε απελάσεις Ρώσων
διπλωματών θέλοντας να δείξουν ότι ο παρεμβατισμός της Μόσχας δεν είναι
ανεκτός.
Η Αθήνα έκρινε τότε ότι δεν συντρέχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος
να δείξει την ταύτισή της με μια γενικότερη δυτική πολιτική.
Η σημερινή
εξέλιξη δείχνει για άλλη μια φορά λοιπόν ότι η εξωτερική πολιτική και η
διπλωματία δεν εξελίσσεται ούτε μέσω καλών προθέσεων, ούτε πολύ
περισσότερων εξυπνακισμών.
Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση, όσο κι αν σε
κάποιους αυτό δεν αρέσει αριστερά αλλά και κάποιες φορές δεξιά, και πάνω
σε αυτό το μονοπάτι του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Κων/νου Καραμανλή και
του Κων/νου Μητσοτάκη θα συνεχίσει στο παρόν αλλά και στο μέλλον.
Για
λόγους που έχουν να κάνουν πρωτίστως με την προστασία και ενδυνάμωση του
εθνικού μας συμφέροντος.
* Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας
είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Επισκέπτης Καθηγητής
Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Grenoble
capital.gr
capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου