Στα 657 δισ. ευρώ υπολογίζει η UBS τα συνολικά χρέη στην Ελλάδα, με το ποσό αυτό να περιλαμβάνει το δημόσιο χρέος των 422 δισ. ευρώ, αλλά και τον δανεισμό του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ελβετικού επενδυτικού οίκου, τα συνολικά χρέη στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 305,8% του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει ότι η χώρα κινείται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αφού το
υψηλό δημόσιο χρέος αντισταθμίζεται από τα χαμηλά βάρη του ιδιωτικού τομέα, έπειτα από τη μεγάλη μείωση του δανεισμού που σημειώθηκε στα χρόνια της κρίσης.Σύμφωνα με τα στοιχεία της UBS, το συνολικό χρέος στην Ευρωζώνη διαμορφώνεται στο 352,5% του ΑΕΠ και εμφανίζεται μειωμένο, παρά την αύξηση των επιτοκίων.
Ειδικότερα, αφότου κορύφωσαν στο 416% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2021 –λόγω της πανδημίας- τα χρέη στην Ευρωζώνη συνέχισαν να μειώνονται το δεύτερο τρίμηνο του 2023 και βρίσκονται σήμερα σε επίπεδα κατά 25 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα προ-κορωνοϊού.
Η μείωση των χρεών οφείλεται στην υψηλή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, με τη βοήθεια του υψηλού αποπληθωριστή ΑΕΠ (στο β΄ τρίμηνο του 2023 ο αποπληθωριστής ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ήταν 6,3%, ο υψηλότερος από τη δημιουργία του ευρώ).
Ως αποτέλεσμα, από τις 22,5 ποσοστιαίες μονάδες της μείωσης των χρεών της Ευρωζώνης τον τελευταίο χρόνο (από το 375% στο 352,5% του ΑΕΠ), οι 22 ποσοστιαίες μονάδες οφείλονται στον αποπληθωριστή ΑΕΠ, οι 5 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, ενώ η αύξηση του ονομαστικού χρέους είχε επίδραση +3 ποσοστιαίων μονάδων στο χρέος/ΑΕΠ.
Ωστόσο, οι αναλυτές της UBS τονίζει ότι ο δομικός πληθωρισμός βρίσκεται πλέον σε καθοδική τροχιά, επομένως ο αποπληθωριστής ΑΕΠ αναμένεται να μετριαστεί στο εξής.
Την ίδια στιγμή, τα υψηλότερα επιτόκια και η
αδύναμη ανάπτυξη θα επιβραδύνουν τη μείωση του ΑΕΠ. Συνεπώς, η μείωση
των χρεών στο εξής θα απαιτεί μεγαλύτερες προσπάθειες από κυβερνήσεις,
επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σημειώνει ο οίκος.
Στις επιμέρους χώρες, οι περισσότερες εμφάνισαν μείωση των χρεών τους,
με εξαίρεση την Ιταλία και την Κύπρο (λόγω του υψηλότερου κρατικού
χρέους), τη Φινλανδία και τη Μάλτα (λόγω του υψηλότερου χρέους στον
χρηματοοικονομικό κλάδο), τη Σλοβακία (λόγω κρατικού χρέους και χρέους
του χρηματοοικονομικού κλάδου), τη Λιθουανία (λόγω του χρέους των
νοικοκυριών και του κρατικού χρέους) και την Εσθονία (αύξηση του χρέους
όλων των κατηγοριών).
Σε ό,τι αφορά τα κρατικά χρέη, αυτά μειώθηκαν στο επίπεδο της Ευρωζώνης κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στο 90,3%, αλλά παραμένουν κατά 6,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τα προ-κορωνοϊού επίπεδα.
Αύξηση του δημοσίου χρέους τους εμφανίζουν πέντε χώρες:
Ιταλία (+1,5 ποσοστιαίες μονάδες στο 142,2%), Κύπρος (+2,2 ποσοστιαίες μονάδες στο 85,3%), Φινλανδία (+1,3 ποσοστιαίες μονάδες στο 74,6%), Σλοβακία (+1,9 ποσοστιαίες μονάδες στο 59,6%) και Εσθονία (+1,3 ποσοστιαίες μονάδες στο 18,5%).
Τα χρέη στην Ελλάδα
Όπως σημειώνει η UBS, ο αποπληθωριστής ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι σχετικά ήπιος (στο 5,4% σε ετήσια βάση), κάτι που σημαίνει ότι η μείωση του χρέους οφείλεται περισσότερο στην υψηλή ανάπτυξη και τις προσπάθειες προσαρμογής.
Το δημόσιο χρέος (με βάση τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τη
διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος της Ε.Ε.) διαμορφώνεται σήμερα στο
166,5% του ΑΕΠ, έχοντας σημειώσει μεγάλη μείωση από το 209,8% του ΑΕΠ
που καταγράφηκε το πρώτο τρίμηνο του 2021.
Το χρέος του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και μη χρηματοοικονομικές
επιχειρήσεις) αντιστοιχεί στο 96,6% του ΑΕΠ, έχοντας κορυφώσει στο
129,7% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2021.
Το χρέος των νοικοκυριών έχει μειωθεί στο 43% του ΑΕΠ, των επιχειρήσεων του μη χρηματοοικονομικού τομέα στο 53,6% του ΑΕΠ και των χρηματοοικονομικών εταιρειών στο 12,7%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου