«Παντού στους Αγίους Τόπους συγκλονίστηκα, αλλά όταν πήγα στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, εκεί έσπασε η καρδιά μου! Έγινε χίλια κομμάτια!
Και είπα: πώς ο Θεός εγεννήθηκε σ’αυτόν τον χώρο, μέσα σ’αυτό το σπήλαιο, χωρίς παρηγορία, πεταμένος, έξω από την πόλη…
Αυτός ο Θεός, ο οποίος μπορούσε να κάνει τα πάντα περί του εαυτού Του, κι όμως αθορύβως, μακρυά από κάθε κοσμικότητα, σε μια νύχτα -την πιο παγωμένη νύχτα του χρόνου- την πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου, σ’ένα τελείως περιφρονημένο χώρο, Αυτός που τα πάντα εδημιουργούσε -τον ουρανό και τη γη- Αυτός εγεννήθηκε σ’εκείνον το χώρο!»
«Κι όταν επέστρεψα», λέει, «στο κελί μου και μπήκα μέσα και είδα κουβέρτες» (και τι κουβέρτες είχε αυτός… τελοσπάντων) «και είδα το τι είχα εγώ, εντράπηκα και είπα: εάν ο Θεός γεννήθηκε σε τούτο το σπήλαιο, εγώ πώς μπορώ να χρησιμοποιώ όλα αυτά τα πράγματα;
Είδα κατσαρόλες, είδα μπρίκια» (βέβαια αν σας περιγράψω τις κατσαρόλες του.. ούτε οι σκύλοι μας δεν τρώνε μέσα! κι αν σας πω το κρεβάτι του.. ούτε τα γουρούνια μας δεν τα βάζουμε εκεί μέσα!).
Κι όμως εθεώρησε αυτόν τον χώρο,
τον δικό του, σαν μια πολυτέλεια, μια υπερβολή.
Κι από τότε -καμιά φορά που του έλεγα:»Γέροντα, μικρό το κελί σου» μου έλεγε:
«Ο Θεός εγεννήθηκε σ’ ένα σπήλαιο!
Εάν σκεφτώ την σπηλιά του Θεού,
ε, τότε τι θα πω περί του εαυτού μου;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου