439 μ.Χ., Καισάρεια - 5 Δεκεμβρίου 532 μ.Χ., Ιερουσαλήμ |
Γεννήθηκε τὸ ἔτος 439 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Σοφία,
οἱ ὁποῖοι ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς.
Ὁ πατέρας ἦταν στρατιωτικὸς καὶ
κατὰ συνέπεια ἦταν ἀναγκασμένος νὰ μεταναστεύει. Ὅταν ὁ Σάββας ἦταν
μικρός, ἀναγκάστηκε νὰ μεταναστεύσει μὲ τὴ σύζυγό του στὴν Ἀλεξάνδρεια,
ἀφήνοντας τὸ παιδί του στὴν ἀνατροφὴ σὲ κάποιον συγγενῆ του ὀνόματι Ἐρμία.
Ἀλλὰ ἐνωρὶς τὸν ἐγκατέλειψε λόγῳ τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς τῆς συζύγου του
πρὸς αὐτόν. Ἀποφάσισε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ ἐγκόσμια, καταφεύγοντας στὴ Μονὴ Φλαβιανῶν, ὅπου, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του ἔδειξε ἀσυνήθιστο ζῆλο γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση.
Οι ερημικές διαδρομές
Ο άγιος Σάββας,
έχοντας σαν πρότυπο πάντα τον άγιο Ευθύμιο ξεκινούσε την Μεγάλη
Τεσσαρακοστή για πορεία στην έρημο. Κάποτε είχε πάρει μαζί του συνοδεία
και ένα μαθητή του που ονομαζόταν Αγάπιος. Ο Αγάπιος μετέφερε την μηλωτή
του και ξερά ψωμιά, τα οποία ήταν η τροφή για όσο θα κρατούσε η πορεία
στην έρημο. Ενώ λοιπόν προχωρούσαν στην έρημο βρέθηκαν κοντά στον
Ιορδάνη ποταμό. Εκεί υπήρχε μία σπηλιά όπου μέσα της φιλοξενούσε έναν
γέροντα ασκητή. Ο ασκητής αυτός κατοικούσε σε εκείνο τον τόπο περίπου
τριάκοντα οκτώ χρόνια. Τούτος ο γέροντας όσα χρόνια ζούσε εκεί δεν είχε
συναντήσει η αντικρίσει, ποτέ του έναν άνθρωπο. Είχε λοιπόν το χάρισμα
της προορατικότητας και για τον λόγο αυτό μόλις αντίκρισε τον άγιο
Σάββα, τη στιγμή που έμπαινε στην σπηλιά, του είπε:
- "Σάββα, ποιος σου έδειξε αυτό το μέρος και ήρθες;"
- "Εκείνος, που σου φανέρωσε το όνομά μου". του απάντησε ο άγιος Σάββας.
Μετά
από αυτές τις φράσεις έμειναν στη σπηλιά όπου συζητούσαν για πολλές
ώρες. Οι συζητήσεις ήταν σχετικές με τα θαύματα του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού καθώς και με την άσκηση και την νηστεία και την προσευχή. Λίγο
καιρό μετά όταν ο άγιος Σάββας και ο Αγάπιος επέστρεφαν για το
μοναστήρι, ξαναπέρασαν πάλι από τη σπηλιά, για να δουν τον γέροντα
ασκητή. Αντίκρισαν όμως τον γέροντα νεκρό και μάλιστα στην θέση της
προσευχής.
Ο άγιος Σάββας και ο Αγάπιος,
ενταφίασαν τον γέροντα και έφυγαν από την σπηλιά σχολιάζοντας την μεγάλη
πίστη του γέροντα. Μετά από καιρό ο Ιωάννης, ο πατέρας του άγιου Σάββα
πέθανε. Η Σοφία η σύζυγός του και μητέρα του αγίου που τόσα χρόνια ήταν
πιστή σύντροφός του, σκέφτηκε να ακολουθήσει τον δρόμο που τόσα χρόνια
ακολουθούσε ο γιος της. Τότε πήγε κοντά στον άγιο και εγκατέλειψε την
κοσμική ζωή που τόσα χρόνια ζούσε και αφιερώθηκε στον Θεό. Έγινε μάλιστα
μοναχή υπό τις οδηγίες του αγίου και πέθανε κοντά στον γιο της που
προσευχόταν για την ψυχή της.
Ο τόπος των δαιμόνων
Την
εποχή που ζούσε ο άγιος Σάββας, πολύ μακρυά από το Μοναστήρι της
Λαύρας, υπήρχε κάποιο βουνό που ονομαζόταν Καστέλλι. Το Καστέλλι ήταν ο
φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων αφού ήταν φωλιά δαιμόνων. Κανείς
άνθρωπος δεν πλησίαζε στο Καστέλλι γιατί υπήρχαν αμέτρητοι δαίμονες που
έκαναν άγριους θορύβους και τρομοκρατούσαν τον τόπο.
Ο
άγιος όμως που το πληροφορήθηκε αποφάσισε να πάει στο Καστέλλι και να
διαβεί από εκεί που οι δαίμονες είχαν "απαγορεύσει" την είσοδο ανθρώπου.
Κάποια στιγμή λοιπόν ξεκίνησε για το βουνό. Είχε πάρει μαζί του λάδι
από του Αγίους Τόπους για βοήθεια και φθάνοντας κοντά στον άγριο βουνό
άρχισε να ραντίζει με αυτό τη γη από όπου περνούσε, ενώ σε όλη τη
διαδρομή προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια. Μόλος οι δαίμονες αντιλήφθηκαν
την παρουσία του θέλησαν να τον τρομάξουν και εξαπέλυσαν άγριες
επιθέσεις εναντίον του. Λέγεται ότι την ώρα που βρισκόταν στο βουνό,
αυτό τρανταζόταν από φοβερούς αέρηδες και μαζί του συνταρασσόταν και όλη
η τριγύρω περιοχή. Ο άγιος αντίκρυσε μπροστά του τις απόκοσμες μορφές
που έπαιρναν οι δαίμονες με σκοπό να τον τρομάξουν. Οι ήχοι που έβγαζαν
ακούγονταν πολύ μακριά, ενώ ο ίδιος ο άγιος έμενε ατάραχος και σταθερός.
Βλέποντας λοιπόν οι δαίμονες την σταθερότητά του και την αφοβία του,
σταμάτησαν. Μάλιστα αφού κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα
για να αποτρέψουν τον άγιο και να τον διώξουν άρχισαν να παραδέχονται
ότι οι δυνάμεις τους ήταν λίγες μπροστά στον άγιο και του έλεγαν:
-
"Δεν σου έφτανε Σάββα η σπηλιά, η πέτρα, ο χείμαρρος; Δεν σου έφθανε η
τεράστια έρημος που κατοίκησες και περπάτησες; Γιατί ήρθες στο βουνό
μας; Ήρθες να μας βγάλεις από το σπίτι μας έχοντας σύμμαχό σου και
προστάτη σου τον Θεό. Μα μάθεις λοιπόν ότι εμείς αποφασίσαμε να φύγουμε
από εδώ". Στην συνέχεια ακούστηκε αλαλαγμός και κραυγές. Τρομεροί κρότοι
συντάραξαν την περιοχή και οι κάτοικοι των τριγύρω περιοχών νόμιζαν ότι
κάπου εκεί κοντά διεξαγόταν ένας πόλεμος. Βράδυ έφυγαν λοιπόν οι
δαίμονες από το Καστέλλι και το πρωί κάποιοι από τους ποιμένες που ήταν
κοντά στο βουνό ξεκίνησαν να πάνε να δουν τι είχε συμβεί όλη αυτή τη
φοβερή νύχτα που δεν έκλεισαν μάτι από τον φόβο τους. Μόλις έφθασαν
κοντά στο σημείο που βρισκόταν ο άγιος, ταραγμένοι καθώς ήταν έκατσαν
κοντά του για να τους εξηγήσει τι είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα. Ο
άγιος τους καθησύχασε και άρχισε να ψέλνει την ευχή ενάντια στα πονηρά
πνεύματα.
Μάλιστα στο σημείο εκείνο έκτισε και ένα μοναστήρι όπου προσήλθαν πάρα πολλοί ασκητές.
Η φιλανθρωπία του
Όταν
στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων πατριάρχης ήταν ο Ηλίας, ο άγιος Σάββας
ήταν υπόδειγμα φιλανθρωπικής και κοινωνικής προσφοράς για τους
συνανθρώπους του. Προσπαθούσε πάντα να βρίσκει τρόπους ώστε να βοηθάει
αποτελεσματικά τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους συνανθρώπους της
περιοχής του. Σε δική του πρωτοβουλία οφείλεται το γεγονός ότι
δημιουργήθηκαν μοναστήρια, νοσοκομεία, υδραγωγεία, αρτοποιεία και άλλα
που ήταν χρήσιμα για την περίθαλψη, την προστασία, και την ψυχική και
πνευματική υγεία. Όλοι οι φτωχοί της περιοχής του αλλά και από άλλες
περιοχές που μάθαιναν για την ύπαρξη του αγίου πρόστρεχαν στα μέρη που
διάβαινε με σκοπό να του δείξουν την ευγνωμοσύνη τους και την αγάπη
τους, για όλα αυτά που έκανε για εκείνους.
Στη σπηλιά του λιονταριού
Όλη
αυτή η λατρεία και η συμπάθεια που εκφραζόταν στο πρόσωπο του αγίου
σιγά σιγά έδωσε τη θέση της σε κάτι πολύ χειρότερο. Ο διάβολος που
παραμόνευε και παρατηρούσε τις κινήσεις του αγίου έβαλε μπρος το σχέδιο
του. Κάποιοι συκοφάντες άρχισαν να τον κατηγορούν με ανυπόστατες
κατηγορίες. Ο άγιος για να τους αποφύγει αλλά και να δείξει την υπομονή
του, έφυγε και πήγε στην έρημο. Βρήκε τόπο να μείνει στην περιοχή της
Σκυθόπολης και μάλιστα κοντά στο ποτάμι των Γαδάρων. Στο μέρος εκείνο
βρήκε μία σπηλιά και κουρασμένος καθώς ήταν ξάπλωσε στη γη να κοιμηθεί.
Καθώς όμως κοιμόταν αποκαμωμένος ένοιωσε, σαν κάτι να τον τραβούσε.
Άνοιξε λοιπόν τα μάτια του και αντίκρισε μπροστά του ένα λιοντάρι να τον
κρατάει από το ένδυμα, προσπαθώντας να τον τραβήξει έξω από την σπηλιά.
Ο λόγος ήταν ότι η σπηλιά ήταν η φωλιά του. Ο άγιος αντικρίζοντας το
λιοντάρι άρχισε να ψέλνει την Ακολουθία του Όρθρου. Το λιοντάρι αμέσως
τον άφησε. Μόλις όμως τελείωσε η ακολουθία τον ξανάπιασε από το ένδυμα
και άρχισε να τον τραβάει προς τα έξω. Ο άγιος τότε του είπε:
-"Γιατί
θέλεις να με βγάλεις έξω από τη σπηλιά, αφού είναι τόσο μεγάλη και
άνετη και μας χωράει και τους δυο; Αν θέλεις να μείνεις μόνο σου βρες
κάποια άλλη σπηλιά για να μείνεις".
Τότε το λιοντάρι άφησε αμέσως το ένδυμα του αγίου και έφυγε ήρεμο.
Οι ληστές που τον αγάπησαν
Δεν
είχε περάσει πολύς καιρός και η καινούργια κατοικία του άρχισε να
γίνεται γνωστή. Πολλοί μοναχοί που έμαθαν που κατοικεί ο άγιος έτρεξαν
κοντά του. Από τους πρώτους που βρέθηκαν κοντά του ήταν κάποιος που
ονομαζόταν Βασίλειος. Ο Βασίλειος ήταν ένας πλούσιος νέος που με
παραδειγματική ταπείνωση παραδόθηκε στην υπακοή του άγιου. Μια νύχτα,
που βρίσκονταν στην σπηλιά, τους κύκλωσαν κάποιοι ληστές με σκοπό να
τους πάρουν ότι χρήματα είχαν επάνω τους. Αφού τους έψαξαν και δεν
βρήκαν καθόλου χρήματα τους άφησαν και έφυγαν. Μπορεί να ήταν ληστές
αλλά όπως όλοι όσοι συναντούσαν τον άγιο, θαύμασαν την αγιότητά του.
Συζητούσαν φεύγοντας για τον άγιο όταν ξαφνικά τους ζώσουν άγρια
λιοντάρια που είναι έτοιμα να τους κατασπαράξουν. Ξέρουν ότι είναι κοντά
στον θάνατο και επικαλούνται το όνομα του αγίου:
- "Με τις ευχές του μοναχού Σάββα, να μη μας βλάψετε".
Τότε
τα λιοντάρια αλλάζουν κατεύθυνση και απομακρύνονται από κοντά τους. Οι
ληστές γεμάτοι ευγνωμοσύνη προς τον άγιο, επιστρέφουν πίσω για να τον
συναντήσουν και για να του αναφέρουν εκείνο που είχε συμβεί κατά την
αναχώρησή τους.
Από το περιστατικό αυτό και
μετά η φήμη του αγίου απλώθηκε παντού και επειδή καταλάβαινε ότι τον
επαινούσαν και του έδειχναν τον θαυμασμό τους, έφυγε από το μοναστήρι.
Δεν άφησε πίσω του καμία εκκρεμότητα, αφού οι πολλοί μοναχοί που είχαν
συγκεντρωθεί θα έπρεπε να έχουν κάποιον να τους καθοδηγεί. Έτσι έκανε
ηγούμενό τους κάποιον μοναχό που ονομαζόταν Ταράσιος και αναχώρησε για
την έρημο.
Ένα μικρό κελί για τον άγιο.
Ο
άγιος Σάββας παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην έρημο και
επέστρεψε και πάλι στην Μονή της Λαύρας. Περίμενε ότι επιστρέφοντας
πίσω, κάποιες μικρότητες και διαξιφισμοί που υπήρχαν μεταξύ κάποιων
μοναχών θα είχαν εξαλειφθεί. Επίσης, πίστευε ότι κάποιοι μοναχοί που δεν
τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα θα τον έβλεπαν πλέον με άλλη ματιά και με
αγάπη προπαντός. Η επιστροφή του όμως συνοδεύτηκε από τον φθόνο και την
συκοφαντία. Ο άγιος όμως χωρίς να παραπονεθεί αλλά πολύ λυπημένος με την
συμπεριφορά κάποιων μοναχών φεύγει και πάλι για να απομονωθεί λέγοντας:
-
"Όταν σε χτυπούν και σε πειράζουν, όταν μαζεύονται οι εχθροί σου για να
σου ταράξουν την ψυχή και να σε ρίξουν στην αμαρτία, τότε πρέπει να
πάρεις τον δρόμο που σου δείχνει η αγάπη".
Γέροντας
πλέον θα βρεθεί και πάλι στην έρημο. Αυτή τη φορά, κοντά στα σύνορά της
Νικοπόλεως. Το μέρος που εγκαταστάθηκε ήταν μία χαρουπιά. Κάτω λοιπόν
από την χαρουπιά περνούσε τις μέρες του μέσα σε σκληρή άσκηση και
προσευχή. Κάποια στιγμή στη διάρκεια της διαμονής του τον επισκέφθηκε
ένας πλούσιος, που τα κτήματά του βρίσκονταν κοντά στη χαρουπιά.
Συνάντησε τον άγιο την ώρα που βρισκόταν κάτω από την χαρουπιά και
θαύμασε τη δύναμη και την αντοχή του, καθώς και την πίστη του και την
αρετή του. Ο πλούσιος αυτός, δεν πέρασε πολύς καιρός, και κατάφερε να
κτίσει στον άγιο ένα κελί και φρόντισε για όλα όσα χρειάζονταν.
Οι αμετανόητοι συκοφάντες
Ο
άγιος βρισκόταν και πάλι μόνος να προσεύχεται στον Κύριο ημών Ιησού
Χριστό στην έρημο. Οι μοναχοί, οι οποίοι με την συμπεριφορά τους
ουσιαστικά είχαν διώξει τον άγιο από το Μοναστήρι της Λαύρας,
εξακολουθούσαν να σπέρνουν από εδώ και από εκεί συκοφαντίες εις βάρος
του. Έφτασαν μάλιστα στο ελεεινό σημείο να διαδώσουν σε όλα τα
μοναστήρια ότι τον γέροντα μοναχό Σάββα τον είχαν φάει τα θηρία. Οι
περισσότεροι βέβαια που άκουγαν τις διαδόσεις πίστεψαν, ότι ο άγιος δεν
ζούσε πια. Μάλιστα οι ίδιοι οι συκοφάντες του αγίου τόλμησαν να πάνε
στον πατριάρχη των Ιεροσολύμων και του είπαν:
-
"Άγιε Δέσποτα, συμβαίνει κάτι φοβερό. Τον ηγούμενό μας τον γέροντα
Σάββα τον έφαγαν τα θηρία κοντά στην Νεκρή Θάλασσα. Έτσι μετά από αυτό
θα θέλαμε ένα καινούργιο ηγούμενο".
Ο πατριάρχης όμως έχοντας γεμίσει απορία για την απώλεια ενός ανθρώπου του Θεού τους είπε:
- "Δεν πιστεύω ότι ο Θεός άφησε έναν γέροντα τέτοιο άγιο άνδρα να τον κατασπαράξει ένα θηρίο".
Ο δάσκαλος των ασκητών
Ο
άγιος Σάββας ήταν ο σοφός δάσκαλος της ασκητικής ζωής. Όπου έπρεπε ήταν
αυστηρός μα συνάμα και στοργικός σαν πατέρας αν χρειαζόταν. Αυτό
φαίνεται από τα όσα δίδασκε και έλεγε προς τους μοναχούς,
-"Για
κάθε αμαρτία, δηλαδή για κάθε παράβαση του Νόμου του Κυρίου, χρειάζεται
και τιμωρία. Πρέπει απαραίτητα να υπάρχει λοιπόν ένας κανόνας για τους
μοναχούς. Άλλωστε, τι νόημα θα είχε η άσκηση αν αμαρτάνω και μετά
προσπαθώ να σωθώ λέγοντας, ήμαρτον, συγχώρεσε με Θεέ μου;
Η
μετάνοια, πρέπει να συνοδεύεται από έργα. Η μετάνοια πρέπει να είναι
μαζί με την συντριβή της καρδιάς και τον πόνο και τα δάκρυα και την
νηστεία και την προσευχή".
Όταν λοιπόν κάποιοι
από τους μοναχούς έπεφταν σε παραπτώματα, ο άγιος τους απομόνωνε έτσι
ώστε να μην βλέπουν κανένα και να μην μπορούν να μιλήσουν με κανένα για
πολύ καιρό, Θεωρούσε και ήταν σωστό τελικά, ότι η απομόνωση, η άσκηση
και η προσευχή θα μαλάκωνε την καρδιά τους, θα φώτιζε τον νου τους και
θα εξάγνιζε την ψυχή τους.
Ένα σκοτεινό βράδυ
παρέδωσε την ψυχή του ένας σεβάσμιος γέροντας, που ονομαζόταν Άνθιμος. Ο
Άνθιμος από την Βηθανία, όπως τον καλούσαν. Εκείνο λοιπόν το βράδυ ο
άγιος Σάββας άκουσε μία γλυκεία και συνάμα ουράνια ψαλμωδία. Το πρώτο
που σκέφτηκε ήταν ότι θα προερχόταν από τους μοναχούς, αλλά πολύ γρήγορα
κατάλαβε τι ακριβώς συνέβαινε. Κάλεσε λοιπόν όλους τους μοναχούς και
τους είπε να πάνε στο ερημικό κελί του Άνθιμου από την Βηθανία, από όπου
προερχόταν τελικά η ουράνια ψαλμωδία.
Για να
κυκλοφορήσουν στο σκοτάδι της ερήμου άναψαν κεριά και ξεκίνησαν. Αυτό
που αντίκρισαν ήταν συγκλονιστικό. Ο Άνθιμος από την Βηθανία βρισκόταν
στον γλυκό ύπνο του θανάτου. Η ουράνια ψαλμωδία εκείνη προερχόταν από
τους Αγγέλους του Κυρίου.
Ο Γερόντιος
Τον
καιρό που ζούσε ο άγιος Σάββας ένας ευλαβής και ενάρετος χριστιανός που
καταγόταν από την περιοχή του Ιορδάνη ποταμού και που ονομαζόταν
Γερόντιος, είχε πάει στα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσει τους Άγιους
Τόπους. Ο Γερόντιος διέσχιζε έφιππος όλες τις διαδρομές που έπρεπε να
κάνει για να επισκεφθεί όλα τα μέρη που μαρτύρησε ο Χριστός.
Ανηφορίζοντας λοιπόν προς το Όρος των Ελαιών το άλογό του τρόμαξε και με
το ξάφνιασμα του ο Γερόντιος βρέθηκε στη γη με τσακισμένα τα κόκαλα του
και με αφόρητους πόνους, Εκείνα τα χρόνια η ιατρική δεν είχε φτάσει στα
σημερινά επίπεδα και έτσι δεν υπήρχε καμία γιατρειά για τον Γερόντιο.
Μαθαίνοντας λοιπόν τα σχετικά για την υγεία του Γεροντίου νέα ο αδελφός
του έτρεξε στον άγιο Σάββα και του είπε:
-
"Άγιε Γέροντα, ο αδελφός μου ο Γερόντιος κινδυνεύει. Προσευχήσου σε
παρακαλώ για τον αδελφό μου που τόσο αγαπώ. Κάνε ότι μπορείς Άγιε, ο
Θεός είναι μεγάλος".
Αφού του εξήγησε όλα όσα
έγιναν με τον σοβαρό τραυματισμό του Γερόντιου, ο άγιος έτρεξε αμέσως
κοντά στον Γερόντιο. Έχρισε το τσακισμένο σώμα του Γερόντιου με λάδι του
Τιμίου Σταυρού και προσευχήθηκε για εκείνον με θέρμη. Και ω του
θαύματος!!! Τα νεκρά πλέον και τσακισμένα μέλη του κατάκοιτου Γερόντιου
άρχισαν να κινούνται ενώ σε λόγο όλες οι πληγές του είχαν εξαφανιστεί.
Σε λίγο ο Γερόντιος είχε σηκωθεί γεμάτος υγεία όρθιος στα πόδια του.
Όλοι όσοι είχαν συγκεντρωθεί και παρατηρούσαν ένα ετοιμοθάνατο να
σφαδάζει από τους πόνους, τώρα πια τον έβλεπαν υγιέστατο να περπατά και
χαρούμενοι δόξαζαν τον Θεό και έδειχναν τον σεβασμό τους στον άγιο
Σάββα.
Η σκλαβιά της ματιάς
Στα
μέρη του Ιορδάνη ποταμού είχε βρεθεί ο άγιος με συνοδεία ένα πολύ νεαρό
μαθητή του. Σε κάποια διαδρομή τους, συνάντησε κάποιους κατοίκους της
τριγύρω περιοχής, οι οποίοι είχαν στην παρέα οτυς μια πολύ ωραία κοπέλα.
Ο άγιος θέλοντας να δοκιμάσει τον νεαρό μαθητή του, αν είχε κοιτάξει
επίμονα και παρατηρητικά την κοπέλα ή όχι, του είπε:
- "Νομίζω, ότι αυτή η δυστυχισμένη κοπελίτσα είναι τυφλή".
- "Όχι, Γέροντα, έχει καλά και τα δυο της μάτια".
- "Νομίζω, ότι πρέπει να κάνεις λάθος, γιατί το ένα μάτι της, λείπει".
- "Μα Γέροντα, την είδα πολύ καλά. Έχει και τα δυο της μάτια γερά".
-
"Από ότι καταλαβαίνω, φαίνεται πως δεν θυμάσαι όσα αναφέρει η Αγία
Γραφή. Να μη σε νικήσει η ωραιότητα της γυναίκας, ούτε να σε σκλαβώσουν
τα μάτια της. Για τον λόγο αυτό δεν θα ξαναμπείς στο κελί μου, έως ότου
να μάθεις να χαλιναγωγείς τις αισθήσεις σου".
Μάλιστα
όχι μόνο έκανε αυτό που είπε στον νεαρό μαθητή του, αλλά τον έστειλε
για άσκηση στο Καστέλλι, το άγριο βουνό που πριν χρόνια ζούσαν οι
δαίμονες. Όταν μετά από καιρό επέστρεψε ο μαθητής του με χαλιναγωγημένες
τις αισθήσεις του και τον είδε να έχει προχωρήσει σε αρετή και πίστη
τον καλοδέχτηκε δοξάζοντας τον Παντοδύναμο.
Η μεταστροφή του αυτοκράτορα
Όταν
τα ηνία της αυτοκρατορίας κατείχε ο Αναστάσιος (491 μ.Χ. - 518 μ.Χ.)
υπήρξε μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση στην εκκλησία. Κάποιοι από τους
αρχιερείς είχαν παρασυρθεί από την αίρεση των Μονοφυσιτών. Την αίρεση
του Διόσκουρου και του Σεβήρου. Μαζί βέβαια με αυτούς στην αίρεση είχε
παρασυρθεί και ο Αναστάσιος που είχε αρχίσει να εξορίζει τους ορθόδοξους
χριστιανούς. Μεταξύ των ορθοδόξων, ο Αναστάσιος εξόρισε και τον
αρχιεπίσκοπο Παλαιστίνης, τον Ηλία. Ο Ηλίας λοιπόν αποφάσισε και έστειλε
στον Αναστάσιο αντιπροσωπεία από κληρικούς και μοναχούς. Ο σκοπός της
αντιπροσωπείας ήταν να διαμαρτυρηθεί για όλα όσα συνέβαιναν εναντίον των
ορθοδόξων. Ανάμεσα στους άλλους ήταν και ο Άγιος. Η αντιπροσωπεία είχε
μαζί της μια επιστολή του πατριάρχη Ηλία που απευθυνόταν προς τον
αυτοκράτορα Αναστάσιο, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε:
-
"... σου στέλνω ως πρεσβευτές και μεσίτες τους κατοίκους της ερήμου και
ιδιαίτερα τον Μέγα Σάββα. Των ασκητών το κεφάλαιο. Να ευλαβηθείς τους
θείους ιδρώτες τους και να σταματήσεις τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει
ανάμεσα στις Εκκλησίες.
Πράγματι
η αντιπροσωπεία έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και κατευθύνθηκε προς το
παλάτι. Σε όλους δόθηκε η άδεια να μπουν στο παλάτι εκτός όμως του Αγίου
που δεν ήταν κατά τους φρουρούς κατάλληλα ντυμένος. Μπήκε λοιπόν στην
αίθουσα που δεχόταν τους ξένους ο Αναστάσιος και άκουσε τα αιτήματά
τους. Η αντιπροσωπεία έδωσε την επιστολή του πατριάρχη Ηλία στον
αυτοκράτορα ο οποίος διαβάζοντας την με προσοχή ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο
Μέγας Σάββας ο ασκητής. Τον πληροφόρησαν λοιπόν ότι βρισκόταν έξω από
το παλάτι και εκείνος διέταξε να του επιτρέψουν να περάσει μέσα στο
παλάτι. Όταν πέρασε μέσα ο Άγιος, ο αυτοκράτορας είδε το πρόσωπό του να
λάμπει και μπροστά του έναν Άγγελο Κυρίου να προχωράει και να ανοίγει
δρόμο για να περάσει. Ο αυτοκράτορας τότε κατάλαβε και μετανόησε.
Μάλιστα παρακάλεσε πριν από οποιαδήποτε συζήτηση να δεχτούν ένα
οποιοδήποτε δώρο θα ήθελε ο καθένας. Όλοι ζήτησαν από κάτι εκτός από τον
άγιο Σάββα, που αντί για δώρου ζήτησε από τον αυτοκράτορα να δώσει
ειρήνη στην εκκλησία και να επαναφέρει στον θρόνο του τον πατριάρχη
Ιεροσολύμων Ηλία, που είχε ήδη απομακρυνεί. Ο άγιος Σάββας, που ήταν
τότε 73 ετών με την σοφία του είχε επαναφέρει στο σωστό δρόμο τον
Αναστάσιο δείχνοντας προς όλους ότι η ψεύτικη λάμψη των διαδημάτων του
αυτοκράτορα και της εξουσίας είναι πολύ μικρή μπροστά στην λάμψη της
όψης του αγίου. Ο άγιος, λοιπόν, έμεινε στην Κωνσταντινούπολη τον
χειμώνα, όπου απέκτησε πολλούς μαθητές. Μεταξύ μάλιστα των μαθητών του,
ήταν και η εγγονή του βασιλιά Ουαλεντίου που ονομαζόταν Ιουλιανή και η
Αναστασία που ήταν η σύζυγος του γιου του βασιλιά, Πομπηίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου