Ποια είναι τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι η Ρωσία χρειάζεται με κάποια μορφή έναν «αφέντη». Η στρατηγική Πούτιν και πώς ξεδιπλώθηκε από τη δεκαετία του 1990 |
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
Χώρα μωσαϊκό με πολλές εθνότητες, γλώσσες και αντιλήψεις για τη ζωή, η Ρωσία ποτέ δεν γνώρισε μια δυτικού τύπου δημοκρατία. Είναι αμφίβολο δε, αν θα μπορούσε να δεχθεί ένα παρόμοιο πολιτικό καθεστώς.
Υπό αυτή την έννοια, η απουσία δημοκρατικής παράδοσης, για αυταρχικούς, κυνικούς και αδίστακτους ηγέτες τύπου Βλαντίμιρ Πούτιν, αποτελεί σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Μπορούν σχετικά άνετα να εγκαταστήσουν ένα αυταρχικό και διεφθαρμένο κράτος, το οποίο η εξουσία προσπαθεί να διατηρεί σε εγρήγορση μέσω κρίσεων που τονώνουν την εξουσία του.
Από το 1999 και μετά, αυτή υπήρξε η τακτική του Βλαδίμηρου Πούτιν, ο οποίος όπως προκύπτει από κείμενά του, μάλλον απεχθάνεται την έννοια της δημοκρατίας.
Ο γνωστός και έγκυρος μελετητής της ρωσικής ιστορίας Ρίτσαρντ Πάιπς, το 2006, προκαλούσε αίσθηση στον πολιτικό και ακαδημαϊκό χώρο, όταν έγραφε στο Foreign Affairs για τη «φυγή της Ρωσίας από την ελευθερία» και υποστήριξε ότι η πολιτική του Πούτιν απλώς αντανακλούσε την εξέλιξη αυτή.
Στόχος της οποίας εξάλλου, ήταν και είναι ακόμα, η απόρριψη της δυτικού τύπου δημοκρατίας από την κοινή γνώμη.
«Ο πρόεδρος ήταν «δημοφιλής ακριβώς επειδή επανέφερε τον παραδοσιακό τύπο διακυβέρνησης της Ρωσίας· ένα απολυταρχικό κράτος όπου οι πολίτες απαλλάσσονται από κάθε πολιτική ευθύνη και στο οποίο γίνεται επίκληση επίπλαστων ξένων εχθρών για να δημιουργηθεί μια τεχνητή ενότητα», έγραψε ο Πάιπς. Όλο και περισσότερο το επιχείρημα αυτό το προωθούσε ο ίδιος ο Πούτιν και οι πολιτικοί του σύμμαχοι. Η Ρωσία, ισχυρίζονταν πλέον απροκάλυπτα, δεν ήταν ούτε έτοιμη για δημοκρατία, ούτε ιστορικά κατάλληλη γι’ αυτήν.
«Όλα όσα χτίσαμε ήταν σωστά. Ήταν ό,τι καλύτερο για τη χώρα μας», έλεγε σε συναδέλφους κεκλεισμένων των θυρών ο Αλεξάντρ Βολόσιν, προσωπάρχης του Κρεμλίνου μέχρι την υπόθεση Χοντορκόφσκι. «Οι Ρώσοι δεν είναι έτοιμοι για δημοκρατία», υποστήριζε με θέρμη, η προστατευόμενη του Πούτιν Βαλεντίνα Ματβιένκο, πρώην λειτουργός του κομμουνιστικού κόμματος που τότε μόλις είχε αναλάβει καθήκοντα διοικητή στη γενέτειρά του, Αγία Πετρούπολη.
«Δεν είμαστε έτοιμοι για ένα τέτοιο πείραμα», είπε σε ένα δημοσιογράφο όταν τη ρώτησε για την ιδέα της κατάργησης της προεδρίας και της καθιέρωσης μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη Ρωσία. «Η ρωσική νοοτροπία χρειάζεται έναν βαρόνο, έναν τσάρο, έναν πρόεδρο -με μια λέξη, έναν αφέντη».
Όταν ο Πούτιν και ο Μπους συναντήθηκαν για φαγητό εκείνο το Νοέμβριο στο Σαντιάγο της Χιλής, στο περιθώριο μιας διεθνούς διάσκεψης κορυφής, ακόμα και ο Αμερικανός ηγέτης υποχρεώθηκε να ακούσει μια διάλεξη για τη μοναδικότητα της Ρωσίας και την ανάγκη της να έχει «μια μορφή διακυβέρνησης συμβατή με τη ρωσική ιστορία», σύμφωνα με τις μαρτυρίες ενός ανώτερου συμβούλου του Μπους.
Ακόμα και οι πέτρες λοιπόν, πριν 18 χρόνια, γνώριζαν ότι ο Πούτιν δεν είχε καμιά απολύτως πρόθεση εκδημοκρατισμού της χώρας του και άρα θα ήταν αντίθετος με κάθε ενέργεια των δυτικών προς την κατεύθυνση αυτή. Αντιθέτως το καθεστώς, από το 2000 και στη συνέχεια γινόταν όλο και πιο αυταρχικό και με συγκεκριμένες ενέργειες του επιδίωκε να "τεστάρει" τις δυτικές αντιδράσεις σε αυτές.
Παράλληλα οι ρωσικές υπηρεσίες και οι υπεργολάβοι τους, με συγκεκριμένες δράσεις τους προσπαθούσαν να δημιουργήσουν θύλακες αποσταθεροποίησης στις δυτικές χώρες και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η διεύρυνση της οποίας προς Ανατολάς ήταν πραγματική πρόκληση για τον Πούτιν.
Άρχισε να έχει έτσι σοβαρότατους και όχι αδικαιολόγητους φόβους ότι η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 θα είχε «μολυντικό» χαρακτήρα και θα έβαζε «κακές ιδέες» στη ρωσική νεολαία κυρίως, η οποία ήδη με ταχύτητα υιοθετούσε δυτικές αντιλήψεις και συμπεριφορές.
Στο πλαίσιο αυτό, με δεδομένη τη μαζική παρουσία Ρώσων ολιγαρχών στο Ηνωμένο Βασίλειο και ιδιαίτερα στον δημοφιλέστατο χώρο του ποδοσφαίρου, η ρωσική μηχανή με διάφορους τρόπους επένδυσε σοβαρά ποσά στην υπόθεση του Brexit, ενισχύοντας ταυτοχρόνως αντιευρωπαϊκά κινήματα στη Γαλλία, στο Βέλγιο, την Ιταλία και την Ολλανδία.
Επίσης, η ρωσική κυβέρνηση, εκπονούσε ένα σχέδιο ρωσοποίησης του Καυκάσου, για το οποίο είναι πολύ περίεργο ότι ελάχιστα έχει γίνει λόγος στα ΜΜΕ.
Υπενθυμίζουμε έτσι, ότι στις 19 Ιουνίου 2018, δηλαδή σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια κοινή γνώμη είχε στρέψει την προσοχή της στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου και στην σύνοδο κορυφής του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρώσο ομόλογό του Πούτιν στο Ελσίνκι, η ρωσική Δούμα υιοθέτησε ένα νομοσχέδιο που θα επηρέαζε βαθύτατα το καθεστώς των πάνω από εκατό εθνοτικών μειονοτήτων της χώρας.
Το νομοσχέδιο καθιστά την εκπαίδευση σε 34 από τις 35 επίσημες γλώσσες της Ρωσίας -δηλαδή, κάθε άλλη γλώσσα εκτός από την ρωσική- προαιρετική, περιορίζοντας την διδασκαλία σε γλώσσες εθνοτικής μειονότητας σε δύο ώρες την εβδομάδα.
Από τον Ιούλιο 2018, αυτό δεν ισχύει. Ας σημειωθεί επίσης, ότι αναγγέλλοντας τη νέα κατάσταση, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, προχωρούσε και σε έναν λίβελλο για τις γλώσσες, τονίζοντας ότι η ρωσική γλώσσα ήταν το «πνευματικό πλαίσιο της χώρας, η επίσημη πρακτική γλώσσα, η οποία δεν μπορούσε να αντικατασταθεί με τίποτα».
Η ρωσοποίηση του Καυκάσου, όπως προκύπτει από μελέτες και έρευνες Ρώσων ακαδημαϊκών φιλικά προσκείμενων στη ρωσική Νέα Δεξιά του φιλοσόφου Αλέξανδρου Ντούνγκιν, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επανασύσταση μιας νέας Σοβιετικής Ένωσης, η οποία απαραιτήτως θα πρέπει να περικλείει τα ανεξάρτητα σήμερα κράτη του αποκαλούμενου «εγγύς εξωτερικού», όπως η Λευκορωσία και η Ουκρανία.
Αν θέλει κανείς να εξετάσει σοβαρά τι συμβαίνει σήμερα και γιατί η Ευρώπη έχει ήδη μπει σε νέα και κρίσιμη γεωπολιτική φάση θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι τον σύμβουλο του Πούτιν Αλέξανδρο Ντούγκιν απασχολεί πολύ και το ζήτημα του σλαβικού κόσμου. Ο ίδιος διαχωρίζει τον σλαβισμό σε Ευρασιάτες Σλάβους και σε Ευρωπαίους Σλάβους, οι όποιοι αντιστοιχούν σε δύο πολιτισμικές ζώνες, ξεχωριστές η μία από την άλλη, και πού έχουν διασώσει σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας την σλαβική ταυτότητα.
Οι Σλάβοι της Ανατολής, οι όποιοι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, έχουν συνδέσει το πεπρωμένο τους με το Βυζάντιο και αποτελούν τον άξονα ισχύος της Ευρασίας. Αντίθετα, οι Σλάβοι της Κεντρικής Ευρώπης υπάγονται στην σφαίρα επιρροής των ρωμαιοκαθολικών και εξελίσσονται μέσα στα πλαίσια της Δύσεως και συγκεκριμένα στην περιφέρεια της.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, κατά τους Πούτιν και Ντούνγκιν, «το ρωσικό έθνος είναι φορεύς μίας μεγάλης αποστολής στον πλανήτη, της ενοποιήσεως της Ευρασίας, με το ιδικό της ιδιόμορφο πολιτικοκοινωνικό σύστημα, που θα απορρίπτει την καπιταλιστική Δύση, με όλα της τα παράγωγα: οικονομικά, πολιτισμικά, πολιτικά κ.ά.».
Κάτι τέτοια δεν έγραφε στη δεκαετία του 1920 και ένας μυστακοφόρος Γερμανός, με τα γνωστά αποτελέσματα;
«Όλα όσα χτίσαμε ήταν σωστά. Ήταν ό,τι καλύτερο για τη χώρα μας», έλεγε σε συναδέλφους κεκλεισμένων των θυρών ο Αλεξάντρ Βολόσιν, προσωπάρχης του Κρεμλίνου μέχρι την υπόθεση Χοντορκόφσκι. «Οι Ρώσοι δεν είναι έτοιμοι για δημοκρατία», υποστήριζε με θέρμη, η προστατευόμενη του Πούτιν Βαλεντίνα Ματβιένκο, πρώην λειτουργός του κομμουνιστικού κόμματος που τότε μόλις είχε αναλάβει καθήκοντα διοικητή στη γενέτειρά του, Αγία Πετρούπολη.
«Δεν είμαστε έτοιμοι για ένα τέτοιο πείραμα», είπε σε ένα δημοσιογράφο όταν τη ρώτησε για την ιδέα της κατάργησης της προεδρίας και της καθιέρωσης μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη Ρωσία. «Η ρωσική νοοτροπία χρειάζεται έναν βαρόνο, έναν τσάρο, έναν πρόεδρο -με μια λέξη, έναν αφέντη».
Όταν ο Πούτιν και ο Μπους συναντήθηκαν για φαγητό εκείνο το Νοέμβριο στο Σαντιάγο της Χιλής, στο περιθώριο μιας διεθνούς διάσκεψης κορυφής, ακόμα και ο Αμερικανός ηγέτης υποχρεώθηκε να ακούσει μια διάλεξη για τη μοναδικότητα της Ρωσίας και την ανάγκη της να έχει «μια μορφή διακυβέρνησης συμβατή με τη ρωσική ιστορία», σύμφωνα με τις μαρτυρίες ενός ανώτερου συμβούλου του Μπους.
Ακόμα και οι πέτρες λοιπόν, πριν 18 χρόνια, γνώριζαν ότι ο Πούτιν δεν είχε καμιά απολύτως πρόθεση εκδημοκρατισμού της χώρας του και άρα θα ήταν αντίθετος με κάθε ενέργεια των δυτικών προς την κατεύθυνση αυτή. Αντιθέτως το καθεστώς, από το 2000 και στη συνέχεια γινόταν όλο και πιο αυταρχικό και με συγκεκριμένες ενέργειες του επιδίωκε να "τεστάρει" τις δυτικές αντιδράσεις σε αυτές.
Παράλληλα οι ρωσικές υπηρεσίες και οι υπεργολάβοι τους, με συγκεκριμένες δράσεις τους προσπαθούσαν να δημιουργήσουν θύλακες αποσταθεροποίησης στις δυτικές χώρες και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η διεύρυνση της οποίας προς Ανατολάς ήταν πραγματική πρόκληση για τον Πούτιν.
Άρχισε να έχει έτσι σοβαρότατους και όχι αδικαιολόγητους φόβους ότι η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 θα είχε «μολυντικό» χαρακτήρα και θα έβαζε «κακές ιδέες» στη ρωσική νεολαία κυρίως, η οποία ήδη με ταχύτητα υιοθετούσε δυτικές αντιλήψεις και συμπεριφορές.
Στο πλαίσιο αυτό, με δεδομένη τη μαζική παρουσία Ρώσων ολιγαρχών στο Ηνωμένο Βασίλειο και ιδιαίτερα στον δημοφιλέστατο χώρο του ποδοσφαίρου, η ρωσική μηχανή με διάφορους τρόπους επένδυσε σοβαρά ποσά στην υπόθεση του Brexit, ενισχύοντας ταυτοχρόνως αντιευρωπαϊκά κινήματα στη Γαλλία, στο Βέλγιο, την Ιταλία και την Ολλανδία.
Επίσης, η ρωσική κυβέρνηση, εκπονούσε ένα σχέδιο ρωσοποίησης του Καυκάσου, για το οποίο είναι πολύ περίεργο ότι ελάχιστα έχει γίνει λόγος στα ΜΜΕ.
Υπενθυμίζουμε έτσι, ότι στις 19 Ιουνίου 2018, δηλαδή σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια κοινή γνώμη είχε στρέψει την προσοχή της στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου και στην σύνοδο κορυφής του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρώσο ομόλογό του Πούτιν στο Ελσίνκι, η ρωσική Δούμα υιοθέτησε ένα νομοσχέδιο που θα επηρέαζε βαθύτατα το καθεστώς των πάνω από εκατό εθνοτικών μειονοτήτων της χώρας.
Το νομοσχέδιο καθιστά την εκπαίδευση σε 34 από τις 35 επίσημες γλώσσες της Ρωσίας -δηλαδή, κάθε άλλη γλώσσα εκτός από την ρωσική- προαιρετική, περιορίζοντας την διδασκαλία σε γλώσσες εθνοτικής μειονότητας σε δύο ώρες την εβδομάδα.
Από τον Ιούλιο 2018, αυτό δεν ισχύει. Ας σημειωθεί επίσης, ότι αναγγέλλοντας τη νέα κατάσταση, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, προχωρούσε και σε έναν λίβελλο για τις γλώσσες, τονίζοντας ότι η ρωσική γλώσσα ήταν το «πνευματικό πλαίσιο της χώρας, η επίσημη πρακτική γλώσσα, η οποία δεν μπορούσε να αντικατασταθεί με τίποτα».
Η ρωσοποίηση του Καυκάσου, όπως προκύπτει από μελέτες και έρευνες Ρώσων ακαδημαϊκών φιλικά προσκείμενων στη ρωσική Νέα Δεξιά του φιλοσόφου Αλέξανδρου Ντούνγκιν, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επανασύσταση μιας νέας Σοβιετικής Ένωσης, η οποία απαραιτήτως θα πρέπει να περικλείει τα ανεξάρτητα σήμερα κράτη του αποκαλούμενου «εγγύς εξωτερικού», όπως η Λευκορωσία και η Ουκρανία.
Αν θέλει κανείς να εξετάσει σοβαρά τι συμβαίνει σήμερα και γιατί η Ευρώπη έχει ήδη μπει σε νέα και κρίσιμη γεωπολιτική φάση θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι τον σύμβουλο του Πούτιν Αλέξανδρο Ντούγκιν απασχολεί πολύ και το ζήτημα του σλαβικού κόσμου. Ο ίδιος διαχωρίζει τον σλαβισμό σε Ευρασιάτες Σλάβους και σε Ευρωπαίους Σλάβους, οι όποιοι αντιστοιχούν σε δύο πολιτισμικές ζώνες, ξεχωριστές η μία από την άλλη, και πού έχουν διασώσει σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας την σλαβική ταυτότητα.
Οι Σλάβοι της Ανατολής, οι όποιοι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, έχουν συνδέσει το πεπρωμένο τους με το Βυζάντιο και αποτελούν τον άξονα ισχύος της Ευρασίας. Αντίθετα, οι Σλάβοι της Κεντρικής Ευρώπης υπάγονται στην σφαίρα επιρροής των ρωμαιοκαθολικών και εξελίσσονται μέσα στα πλαίσια της Δύσεως και συγκεκριμένα στην περιφέρεια της.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, κατά τους Πούτιν και Ντούνγκιν, «το ρωσικό έθνος είναι φορεύς μίας μεγάλης αποστολής στον πλανήτη, της ενοποιήσεως της Ευρασίας, με το ιδικό της ιδιόμορφο πολιτικοκοινωνικό σύστημα, που θα απορρίπτει την καπιταλιστική Δύση, με όλα της τα παράγωγα: οικονομικά, πολιτισμικά, πολιτικά κ.ά.».
Κάτι τέτοια δεν έγραφε στη δεκαετία του 1920 και ένας μυστακοφόρος Γερμανός, με τα γνωστά αποτελέσματα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου