ΚΑΙ επειδή μιλάμε για κορυφές βάλαμε την σχετική φώτο με την Ιερά Μονή της ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ στην Γεωργία ( μακάρι να μην βρεθεί και αυτή μέσα στον πολεμικό κουρνιαχτό των ημερών μας)
Επειδή το πνευματικό πόνημα αυτό είναι μεγάλο δίνουμε μια γεύση του(φυσικά θα δώσουμε και τα άλλα αποσπάσματα του έργου). Όλα αυτά σαν ένα διάλειμμα από όσα θλιβερά παρακολουθούμε σήμερα στον κόσμο και για να θυμηθούμε ότι σαν Ορθόδοξοι έχουμε πολλούς θησαυρούς που πρέπει να ανακαλύψουμε πάλι.
Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΗΡ. ΔΕΣΠΟΤΗ
ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Εὐχαριστῶ τόν Πανάγαθο Κύριο, πού ἔβαλε στά χέρια μου πρίν πολλά χρόνια τό Θεοτοκάριο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΗΡ. ΔΕΣΠΟΤΗ
ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2022
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Εὐχαριστῶ τόν Πανάγαθο Κύριο, πού ἔβαλε στά χέρια μου πρίν πολλά χρόνια τό Θεοτοκάριο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Τό πολύτιμο αὐτό πνευματικό ὀρυχεῖο διαβάζεται μετά τόν Ἑσπερινό στίς Ἱερές Μονές στούς ἤχους τῆς Ἑβδομάδος κάθε μέρα. Ἔχει καί τόν Παρακλητικό Κανόνα. Συνολικά ἔχει 62 Κανόνες.
Ὅσο τό μελετᾶς, τόσο καί σοῦ ἀποκαλύπτονται πνευματικά διαμάντια,ἀνά- λογα μέ τήν προαίρεση σωτηρίας σου, τήν καθαρότητά σου.
Μελετώντας σύν τῷ χρόνῳ μοῦ ἀποκαλύπτονταν πολλές ἀπαντήσεις πού εἶχα σέ πνευματικά θέματα, πῶς νά λύσω τά ἐρωτήματά μου πού εἶχα.
Ὅσο τό μελετᾶς, τόσο καί σοῦ ἀποκαλύπτονται πνευματικά διαμάντια,ἀνά- λογα μέ τήν προαίρεση σωτηρίας σου, τήν καθαρότητά σου.
Μελετώντας σύν τῷ χρόνῳ μοῦ ἀποκαλύπτονταν πολλές ἀπαντήσεις πού εἶχα σέ πνευματικά θέματα, πῶς νά λύσω τά ἐρωτήματά μου πού εἶχα.
Ἀλλά τό σπουδαιότερο! ἄναψε μέσα στήν καρδιά μία φλογίτσα ἀγάπης πρός τό Πρό-σωπο τῆς Θεομάνας. Καί ὅσο τό μελετῶ τόσο καί πιό πολύ ἀνάβει αὐτή ἡ φλό- γα τῆς ἀγάπης καί αὐξάνεται ἡ παρρησία πρός τήν Κυρία Θεοτόκο.
Μετά ἀπό τήν συνεχῆ μελέτη κατέγραφα προτάσεις πού μέ ἐνδιέφεραν.
Τελικά μία σκέψη μοῦ ἦρθε, πιστεύω ἄνωθεν· γιατί δέν καταγράφεις τούς προβληματισμούς σου ὑπό μορφή ἐρωτοποκρίσεων ἀπό τά κείμενα τῶν τροπα-ρίων;
Μέ ἀγάπη ἄρχισα αὐτό ἔργο καί γιά τήν προσωπική μου ὠφέλεια, ἀλλά καί ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν πού ἐπιθυμοῦν νά ἔρθουν σέ κοινωνία μέ τούς Κανόνες πού εἶναι ποιήματα ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί ἀγωνιζομένων Χριστιανῶν πού τούς δόθηκε αὐτό τό χάρισμα τῆς ὑμνογραφίας.
Ἔτσι κάποια ἐρωτήματα πού μοῦ δημιουργήθηκαν τά σχολίασα μέ τήν βοήθεια τῶν Ἁγίων ἀπό κείμενά τους, ὅσο μοῦ εἶναι δυνατό αὐτό λόγῳ τῶν γραμματικῶν καί πνευματικῶν ἀδυναμιῶν.
Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ὅσους μέ βοήθησαν μέ κάθε τρόπο γιά νά τε-λειώσει αὐτή ἡ μικρή πνευματική ἐργασία πρός δόξα Θεοῦ καί τιμή πρός τό Πανάγιο Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας.
Ζητῶ ἐκ μέσης καρδίας συγγνώμη για τίς ἐλλείψεις, λάθη ὀρθογραφικά, συντακτικά.
Θά παρακαλοῦσα κάποιον εἰδικό νά ἀναλάβει τήν ἀποπεράτωση τῆς ἐργασίας αὐτῆς καί νά δοθεῖ ὡς εὐλογία στόνἀγωνιζόμενο ἀδελφό.
Μέ τιμή
Κων/νος Δεσπότης Ἰωάννινα
3/2/22
Ἑορτή τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ πνευματικοῦ
τοῦ ἐκ Νήσου Ἰωαννίνων
ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΥ
1. [Ἀγάπη[1]] Ἀγάπη Θεοῦ. Γιατί ἐξέπεσα ἀπ’ αὐτή;
Γιατί ἀγάπησα τό σαρκικό φρόνημα[2], τίς ἡδονές τοῦ κόσμου, τήν δόξα καί τά χρήματα. (Πλ. Β΄. Τετάρ. ὠδή δ. τροπ.1[3]).
Σταμάτησε νά ἀσχολεῖσαι μέ τό φρόνημα τῆς σαρκός πού δυναμώνουν τά πάθη[4]. Παρθένε σταμάτησε τήν ταραχή μου· γι’ αὐτό προσφεύγω, Θεο-γεννῆτορ, στήν σκέπη καί προστασία σου, γιατί εἶσαι ἡ ἐλπίδα[5] πού εἶναι θεμέλιο τῶν ἀρετῶν. (Α΄, Δευτέρᾳ, ὠδή θ,τρ. 3).
[1] Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς πού δέν προτιμᾶ κανένα περισσότερο ἀπό τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό πλήρωμα τοῦ νόμου τῆς ἐν Χριστῷ τελειότητος. (Ρωμ. ιγ, 10). Κατά μέν τήν ποιότητα εἶναι ὁμοίωση μέ τόν Θεόν, ὅσο εἶναι δυνατόν στούς ἀνθρώπους, κατά δέ τήν ἐνέργεια εἶναι μέθη ψυχῆς (ἐπιθυμεῖ μέ θεῖο ζῆλο τήν ἀπόλαυση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ), θάλασσα ταπεινώσεως. (Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, λόγος 30ος, κεφ. γ).
Ἡ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ θεῖος φόβος, μέ ὅλη τήν καρδιά μας, γιατί τότε ὁ θεῖος φόβος ἐνεργεῖ ἁγνιστικῶς στήν ψυχή καί διώχνει τήν σκληρότητά της. Προϋ-πόθεση τοῦ θείου φόβου εἶναι ἡ κατάπαυση ἀπό τίς βιοτικές φροντίδες. Αὐτή ἡ κατάπαυση εἶναι προϊόν τῆς ἡσυχίας, πού κατά τούς ἁγίους Πατέρες εἶναι ὁ ἀπαραίτητος δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς, τῆς λογικῆς, τῶν αἰσθήσεων ἀπό τά πάθη, τούς λογισμούς, δηλαδή τίς σκέψεις μέ εἰκόνες πού τίς δημιουργεῖ ὁ διάβολος διά τῆς φαντασίας, τίς αἰσχρές ἔννοιες καί ἐπιθυμίες. Μέ τήν θεία Χάρι ἔρχεται στόν φωτισμό, ὁ πρῶτος βα-θμός τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό καί, ἐάν θέλει ὁ Θεός, τοῦ χαρίζει καί τήν θέωση.
Ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν εἶναι νά ἐπιζητεῖ πάντοτε τήν δοξολογία Του, διά μέσου τῆς ἐκπληρώσεως τῶν θείων ἐντολῶν· καί χαίρεται ὅταν ταπεινώνεται. Οἱ θεῖες ἐντολές ἀποβλέπουν στήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν «παρά φύση» κατάσταση, λό-γω τῆς ἁμαρτίας στήν «κατά φύση» κατάσταση,ὅπως δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεόν, νά ἀγα- πᾶ τόν Θεό καί τόν πλησίον του. (Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, τά ἑκα-τό γνωστικά κεφάλαια, ἐκδ. Ἄθωνας, Ἅγιον Ὄρος 1999, σελ. 32, 46 - 47, 38 - 39).
[2] Ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπιστία, ἡ τύφλωση τοῦ πνεύματος, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐτοπεποί-θηση, ἡ φιλαυτία, συναποτελοῦν τό σαρκικό φρόνημα.
Μετά ἀπό τήν συνεχῆ μελέτη κατέγραφα προτάσεις πού μέ ἐνδιέφεραν.
Τελικά μία σκέψη μοῦ ἦρθε, πιστεύω ἄνωθεν· γιατί δέν καταγράφεις τούς προβληματισμούς σου ὑπό μορφή ἐρωτοποκρίσεων ἀπό τά κείμενα τῶν τροπα-ρίων;
Μέ ἀγάπη ἄρχισα αὐτό ἔργο καί γιά τήν προσωπική μου ὠφέλεια, ἀλλά καί ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν πού ἐπιθυμοῦν νά ἔρθουν σέ κοινωνία μέ τούς Κανόνες πού εἶναι ποιήματα ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί ἀγωνιζομένων Χριστιανῶν πού τούς δόθηκε αὐτό τό χάρισμα τῆς ὑμνογραφίας.
Ἔτσι κάποια ἐρωτήματα πού μοῦ δημιουργήθηκαν τά σχολίασα μέ τήν βοήθεια τῶν Ἁγίων ἀπό κείμενά τους, ὅσο μοῦ εἶναι δυνατό αὐτό λόγῳ τῶν γραμματικῶν καί πνευματικῶν ἀδυναμιῶν.
Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ὅσους μέ βοήθησαν μέ κάθε τρόπο γιά νά τε-λειώσει αὐτή ἡ μικρή πνευματική ἐργασία πρός δόξα Θεοῦ καί τιμή πρός τό Πανάγιο Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας.
Ζητῶ ἐκ μέσης καρδίας συγγνώμη για τίς ἐλλείψεις, λάθη ὀρθογραφικά, συντακτικά.
Θά παρακαλοῦσα κάποιον εἰδικό νά ἀναλάβει τήν ἀποπεράτωση τῆς ἐργασίας αὐτῆς καί νά δοθεῖ ὡς εὐλογία στόνἀγωνιζόμενο ἀδελφό.
Μέ τιμή
Κων/νος Δεσπότης Ἰωάννινα
3/2/22
Ἑορτή τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ πνευματικοῦ
τοῦ ἐκ Νήσου Ἰωαννίνων
ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟΥ
1. [Ἀγάπη[1]] Ἀγάπη Θεοῦ. Γιατί ἐξέπεσα ἀπ’ αὐτή;
Γιατί ἀγάπησα τό σαρκικό φρόνημα[2], τίς ἡδονές τοῦ κόσμου, τήν δόξα καί τά χρήματα. (Πλ. Β΄. Τετάρ. ὠδή δ. τροπ.1[3]).
Σταμάτησε νά ἀσχολεῖσαι μέ τό φρόνημα τῆς σαρκός πού δυναμώνουν τά πάθη[4]. Παρθένε σταμάτησε τήν ταραχή μου· γι’ αὐτό προσφεύγω, Θεο-γεννῆτορ, στήν σκέπη καί προστασία σου, γιατί εἶσαι ἡ ἐλπίδα[5] πού εἶναι θεμέλιο τῶν ἀρετῶν. (Α΄, Δευτέρᾳ, ὠδή θ,τρ. 3).
[1] Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς πού δέν προτιμᾶ κανένα περισσότερο ἀπό τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό πλήρωμα τοῦ νόμου τῆς ἐν Χριστῷ τελειότητος. (Ρωμ. ιγ, 10). Κατά μέν τήν ποιότητα εἶναι ὁμοίωση μέ τόν Θεόν, ὅσο εἶναι δυνατόν στούς ἀνθρώπους, κατά δέ τήν ἐνέργεια εἶναι μέθη ψυχῆς (ἐπιθυμεῖ μέ θεῖο ζῆλο τήν ἀπόλαυση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ), θάλασσα ταπεινώσεως. (Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, λόγος 30ος, κεφ. γ).
Ἡ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ θεῖος φόβος, μέ ὅλη τήν καρδιά μας, γιατί τότε ὁ θεῖος φόβος ἐνεργεῖ ἁγνιστικῶς στήν ψυχή καί διώχνει τήν σκληρότητά της. Προϋ-πόθεση τοῦ θείου φόβου εἶναι ἡ κατάπαυση ἀπό τίς βιοτικές φροντίδες. Αὐτή ἡ κατάπαυση εἶναι προϊόν τῆς ἡσυχίας, πού κατά τούς ἁγίους Πατέρες εἶναι ὁ ἀπαραίτητος δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς, τῆς λογικῆς, τῶν αἰσθήσεων ἀπό τά πάθη, τούς λογισμούς, δηλαδή τίς σκέψεις μέ εἰκόνες πού τίς δημιουργεῖ ὁ διάβολος διά τῆς φαντασίας, τίς αἰσχρές ἔννοιες καί ἐπιθυμίες. Μέ τήν θεία Χάρι ἔρχεται στόν φωτισμό, ὁ πρῶτος βα-θμός τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό καί, ἐάν θέλει ὁ Θεός, τοῦ χαρίζει καί τήν θέωση.
Ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν εἶναι νά ἐπιζητεῖ πάντοτε τήν δοξολογία Του, διά μέσου τῆς ἐκπληρώσεως τῶν θείων ἐντολῶν· καί χαίρεται ὅταν ταπεινώνεται. Οἱ θεῖες ἐντολές ἀποβλέπουν στήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν «παρά φύση» κατάσταση, λό-γω τῆς ἁμαρτίας στήν «κατά φύση» κατάσταση,ὅπως δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεόν, νά ἀγα- πᾶ τόν Θεό καί τόν πλησίον του. (Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, τά ἑκα-τό γνωστικά κεφάλαια, ἐκδ. Ἄθωνας, Ἅγιον Ὄρος 1999, σελ. 32, 46 - 47, 38 - 39).
[2] Ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπιστία, ἡ τύφλωση τοῦ πνεύματος, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐτοπεποί-θηση, ἡ φιλαυτία, συναποτελοῦν τό σαρκικό φρόνημα.
Τό σαρκικό φρόνημα δέν γνωρίζει τόν Θεό. Δέν τά δέχεται (ἀλλά οὔτε καί καταλαβαίνει!) τά μέσα, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός θέλει νά οδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν θεογνωσία. Εἶναι ἕνας τρόπος ἀναζήτησης τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ πέρα γιά πέρα λαθεμένος καί ψυχώλεθρος. (Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, θαύματα καί σημεῖα». χ.χρ. σελ. 51).
[3] Πλ. Β (Ἦχος) Τετάρ. (ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας) δ. (ὠδή) 1. (Τροπάριο).
[4] Πάθος. Ὅλα τά πάθη (τά θανάσιμα, ἀντίστοιχα τῶν πονηρῶν λογισμῶν), γεννιοῦνται ἀπό τήν ἐπαναλαμβανομένη ἁμαρτία,καί σταθεροποιεῖται στήν ψυχή μιά μόνιμη ἁμαρτητική ρο- πή,πού καταντᾶ «δευτέρα φύση») ἐπηρεάζοντας τίς σκέψεις,τίς ἀποφάσεις, τήν θέλησή μας, δηλ. ὅλη τήν ψυχή μας.Κάθε πάθος τό ἐπηρεάζει καί ἕνας δαίμονας. (Μικρός Εὐεργεντινός ἐκδ. Παρακλήτου, σελ.555).
[5] Ἐλπίδα εἶναι ἡ προσδοκία καί ἡ ἀναμονή ἀγαθῶν. Εἶναι ἡ προσδοκία τῆς ἱκανοποιήσεως τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν πόθων μας.Εἶναι ἡ ἀναμονή τῆς πραγματοποιήσεως τῶν σχεδίων καί τῶν ὀνείρων μας. Εἶναι ἡ αἰσιοδοξία γιά τό μέλλον καί ἡ εὐοίωνος, ἡ ἀσφαλής καί βεβαία προοπτική γιά τό αὔριο. Ἡ ἐλπίδα εἶναι ρίζα τῆς ζωῆς.
[3] Πλ. Β (Ἦχος) Τετάρ. (ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας) δ. (ὠδή) 1. (Τροπάριο).
[4] Πάθος. Ὅλα τά πάθη (τά θανάσιμα, ἀντίστοιχα τῶν πονηρῶν λογισμῶν), γεννιοῦνται ἀπό τήν ἐπαναλαμβανομένη ἁμαρτία,καί σταθεροποιεῖται στήν ψυχή μιά μόνιμη ἁμαρτητική ρο- πή,πού καταντᾶ «δευτέρα φύση») ἐπηρεάζοντας τίς σκέψεις,τίς ἀποφάσεις, τήν θέλησή μας, δηλ. ὅλη τήν ψυχή μας.Κάθε πάθος τό ἐπηρεάζει καί ἕνας δαίμονας. (Μικρός Εὐεργεντινός ἐκδ. Παρακλήτου, σελ.555).
[5] Ἐλπίδα εἶναι ἡ προσδοκία καί ἡ ἀναμονή ἀγαθῶν. Εἶναι ἡ προσδοκία τῆς ἱκανοποιήσεως τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν πόθων μας.Εἶναι ἡ ἀναμονή τῆς πραγματοποιήσεως τῶν σχεδίων καί τῶν ὀνείρων μας. Εἶναι ἡ αἰσιοδοξία γιά τό μέλλον καί ἡ εὐοίωνος, ἡ ἀσφαλής καί βεβαία προοπτική γιά τό αὔριο. Ἡ ἐλπίδα εἶναι ρίζα τῆς ζωῆς.
Ἡ ἐλπίδα εἶναι δύο εἰδῶν, τοῦ ἄφρο-να καί τοῦ φρονίμου.
Ἡ ἐλπίδα τοῦ ἄφρονα δέν ἐργάζεται τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί ζεῖ μέ ἀμέλεια, λέγει ὅτι ἐλπίζει στόν Θεό ὅτι θά τόν λυτρώσει ἀπό κάθε πειρασμό.
Ἡ ἐλπίδα τοῦ φρονίμου εἶναι, ὅταν δέν φροντίζει γιά τά κοσμικά πράγματα, ἐργάζεται τίς θεῖες ἐντολές καί ἀγωνίζεται νά ἀποκτήσει ἀρετές. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλπίδα καί πάντα θά εἶναι μαζί του. (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλῖμαξ, ἐκδ. Σχοινᾶ, Βόλος 1956, σελ. 308).
2 [Ἅγιον Πνεῦμα[1]]. Πῶς θά γίνω οἰκητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Ὅταν ἔχω διανοητική νοερά τήν αἴσθηση[2] στήν ψυχή μου καί νεκρω-θοῦν οἱ σαρκικές ἡδονές πού γεννῶνται διά τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων. (Πλ.Α΄. Κυρ. θ.1).
3. [Ἀθεράπευτος]. Πῶς μένω, χωρίς νά τό ἀντιληφθῶ ἀθεράπευτος;
Ὅταν τά τραύματα τῆς ψυχῆς μου δέν σταματῶ νά τά ξύνω μέ φιληδονία
καί νά δημιουργῶ στίς πληγές πόνους, τότε μένω χωρίς αἴσθηση ἄρα ἀθε-ράπευτος. (Πλ. Β΄. Δευτ. δ. 3).
4 [Αἰσθήσεις[3]]. Ποιές εἶναι οἱ δέκα αἰσθήσεις τοῦ σώματος καί τῆς ψυ-χῆς;
Οἱ πέντε σωματικές αἰσθήσεις εἶναι ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρηση, ἡ ὅραση, ἡ γεύση
καί ἡ ἁφή καί οἱ πέντε πνευματικές, εἶναι νοῦς[4], διάνοια[5], γνώμη[6] (δόξα), φαντασία[7] καί αἴσθηση. (Δ΄.Τρίτ. α. 1).
[1] Τό Ἅγιο Πνεῦμα,ὁ Παράκλητος, Θεός ἀληθινός καί αἰώνιος, ὅπως ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός.
2 [Ἅγιον Πνεῦμα[1]]. Πῶς θά γίνω οἰκητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Ὅταν ἔχω διανοητική νοερά τήν αἴσθηση[2] στήν ψυχή μου καί νεκρω-θοῦν οἱ σαρκικές ἡδονές πού γεννῶνται διά τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων. (Πλ.Α΄. Κυρ. θ.1).
3. [Ἀθεράπευτος]. Πῶς μένω, χωρίς νά τό ἀντιληφθῶ ἀθεράπευτος;
Ὅταν τά τραύματα τῆς ψυχῆς μου δέν σταματῶ νά τά ξύνω μέ φιληδονία
καί νά δημιουργῶ στίς πληγές πόνους, τότε μένω χωρίς αἴσθηση ἄρα ἀθε-ράπευτος. (Πλ. Β΄. Δευτ. δ. 3).
4 [Αἰσθήσεις[3]]. Ποιές εἶναι οἱ δέκα αἰσθήσεις τοῦ σώματος καί τῆς ψυ-χῆς;
Οἱ πέντε σωματικές αἰσθήσεις εἶναι ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρηση, ἡ ὅραση, ἡ γεύση
καί ἡ ἁφή καί οἱ πέντε πνευματικές, εἶναι νοῦς[4], διάνοια[5], γνώμη[6] (δόξα), φαντασία[7] καί αἴσθηση. (Δ΄.Τρίτ. α. 1).
[1] Τό Ἅγιο Πνεῦμα,ὁ Παράκλητος, Θεός ἀληθινός καί αἰώνιος, ὅπως ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός.
Ὡς θεῖο Πρόσωπο ὑπάρχει πάντα. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς δημιουργίας ἐμφανίζεται ὡς ζωοδότης. Ὁ Πατήρ δι’Υἱοῦ ἐν Πανεύματι Ἁγίῳ ποιεῖ τά πάντα κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο.
Κα-τά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀκούεται ὡς «πνοή βιαία».
Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀρχίζει ἡ βιο-λογική ζωή,ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, «γεννᾶται» ὁ Υἱός, ὁ Χριστός ἐκ Παρ-θένου.
Ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀναγεννᾶται, ἀναδημιουργεῖται ὁ κόσμος μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὁδηγεῖται στήν Ζωή τοῦ Θεοῦ, στήν κοινωνία Του.
Τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τό ποι-μαντικό καί ἀγωνιστικό της ἔργο γίνονται μέ τήν παρουσία Του. Αὐτό καθιστᾶ «βασιλεία τοῦ Θεοῦ» - βασιλεία δική Του – τήν Ἐκκλησία καθορίζοντας καί τό κοινωνικό ἦθος της. (π. Γ. Μεταλληνός, «Φωνή Κυρίου», 26 -6- 1983, σ. 103).
[2] Στήν γλῶσσα τῶν Μυστικῶν Πατέρων εἶναι ἰδιότητα τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, ἀντίστοι-χη τῆς ἰδιότητος τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων.
[2] Στήν γλῶσσα τῶν Μυστικῶν Πατέρων εἶναι ἰδιότητα τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, ἀντίστοι-χη τῆς ἰδιότητος τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων.
«Χωρίς νοερή αἴσθηση, γράφει ὁ ἅγιος Γρη- γόριος ὁ Σιναΐτης, εἶναι ἀδύνατο νά γευθεῖ κανείς τήν ἡδονή τῶν θείων μέ πληρότητα.
Γιατί ὅπως ἐκεῖνος πού ἐξασθένησε τίς σωματικές του αἰσθήσεις, τίς ἔκανε νά μήν ἐνεργοῦν στά αἰσθητά, καί οὔτε βλέπει οὔτε ἀκούει οὔτε ὀσφραίνεται, ἀλλά εἶναι παράλυτος ἤ μᾶλλον μι-σοπεθαμένος, ἔτσι κι ἐκεῖνος πού νέκρωσε τίς φυσικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς του μέ τά πάθη του, τίς ἔκανε ἀνίκανες νά ἐνεργοῦν καί νά μετέχουν στά μυστήρια τοῦ Πνεύματος.
Ἐκεῖνος δηλαδή πού δέν βλέπει καί δέν ἀκούει καί δέν αἰσθάνεται πνευματικῶς εἶναι νεκρός.
Γιατί δέν ζεῖ μέσα του ὁ Χριστός, ἀλλά καί ὁ ἴδιος οὔτε κινεῖται ἀπό τόν Χριστό οὔτε δέχεται τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ…
Οἱ αἰσθήσεις, ὅταν εἶναι ὑγιεῖς, ἔχουν τήν ἴδια ἐνέργεια μέ τίς ψυ-χικές δυνάμεις.
Τότε οἱ αἰσθήσεις ἐποπτεύουν μέ εὐκρίνεια τά αἰσθητά καί οἱ ψυχικές δυνά-μεις τά νοητά.
Γίνονται ἑνιαῖες, αἰσθήσεις καί δυνάμεις, μέ τήν Χάρι τοῦ Πνεύματος· τότε γνωρίζουν τά θεῖα καί τά ἀνθρώπινα, πῶς εἶναι στήν φύση τους κατά τρόπο ἄμεσο καί οὐ-σιαστικό, καί θεωροῦν τούς λόγους αὐτῶν μέ σαφήνεια κι ἐποπτεύουν καθαρά, ὅσο αὐτό εἶ-ναι δυνατό, τήν μία Αἰτία τῶν ὅλων, τήν Ἁγία Τριάδα. (Φιλοκαλία τόμ. Δ΄. «Περιβόλι τῆς Παναγί-ας», σελ. 194, Ἀθῆναι 1997, κεφ. 97 και 98).
[3] Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς λέγει, πρίν ἀπό τήν πτώση ὑπῆρχε στόν ἄνθρωπο μία φυσική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ αἴσθηση, ἡ ὁποία μετά τήν παρακοή, διαιρέθηκε σέ δύο ἐπί μέρους ἐνέργειες.
[3] Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς λέγει, πρίν ἀπό τήν πτώση ὑπῆρχε στόν ἄνθρωπο μία φυσική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ αἴσθηση, ἡ ὁποία μετά τήν παρακοή, διαιρέθηκε σέ δύο ἐπί μέρους ἐνέργειες.
Στίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος, οἱ ὁποῖες μᾶς προτρέπουν πρός αὐτά πού φαίνονται καλά, δηλαδή πρός τίς κοσμικές ἀπολαύσεις· ἔτσι τό χοϊκό σῶμα τό συγγενές πρός αὐτό πού εἶναι τά ἐπίγεια ἀγαθά.
Καί στήν πνευματική αἴσθηση τοῦ νοῦ, πού χειραγωγεῖ πρός τά οὐ-ράνια, ποθώντας τό συγγενές αὐτῆς, δηλαδή στά πνευματικά ἀγαθά. Ἔτσι σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Διάδοχο,μετά τήν πτώση ὑπάρχει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τόσο «ἡ αἴσθησις» τοῦ ἁγί-ου, ὅσο καί «ἡ αἴσθησις» τοῦ βεβήλου καί εἶναι θέμα προσωπικῆς ἐπιλογῆς καί ἄσκησης ἡ ἐπιδίωξη καί καλλιέργεια τοῦ ἀγαθοῦ.
Ἡ πνευματική αἴσθηση τοῦ νοῦ ἤ τῆς ψυχῆς, ἤ τῆς καρδίας, εἶναι ἡ ἀκριβής αἴσθηση τῆς πλούσιας θείας παρηγορίας χωρίς ποτέ νά «κλέπτε-ται».
Εἶναι ἀντίθετη στήν αἴσθηση τοῦ σώματος καί ἀποτελεῖ τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθ-ρωπος βιώνει τίς πνευματικές ἀλήθειες. Ὅταν ἡ ψυχή ἐνεργοποιεῖται ἀπό τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βρίσκεται μακριά ἀπό τήν δαιμονική ὁμίχλη, ἀλλά ὅταν ἐμπνέεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης σκεπάζεται ὁλόκληρη ἀπό τά σύννεφα τῆς ἁμαρτίας.
(Ἑλένη Κυριαζῆ, Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, τό ἔργο του, ἡ θεολογία του καί τό ἱστορικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του (5ος μ. Χ. αἰώνα, Διπλωματική ἐργασία στό Α.Π.Θ. Θεσ/κη 2013, σελ.135-136).
Ἡ ἡσυχία ἀποτελεῖται ἀπό τήν ἐξωτερική ἡσυχία πού εἶναι ἡ φυλακή τῶν αἰσθήσεων καί ἡ ἐσωτερική πού εἶναι ἡ φύλαξη κυρίως τοῦ νοῦ καί τῶν λογισμῶν.
[4] Ὁ νοῦς ἤ νοερά ἐνέργεια, εἶναι τό βασικό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ένεργοποιεῖται τό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς.Εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, τό καθαρότατο μέρος της.
(Ἑλένη Κυριαζῆ, Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, τό ἔργο του, ἡ θεολογία του καί τό ἱστορικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του (5ος μ. Χ. αἰώνα, Διπλωματική ἐργασία στό Α.Π.Θ. Θεσ/κη 2013, σελ.135-136).
Ἡ ἡσυχία ἀποτελεῖται ἀπό τήν ἐξωτερική ἡσυχία πού εἶναι ἡ φυλακή τῶν αἰσθήσεων καί ἡ ἐσωτερική πού εἶναι ἡ φύλαξη κυρίως τοῦ νοῦ καί τῶν λογισμῶν.
[4] Ὁ νοῦς ἤ νοερά ἐνέργεια, εἶναι τό βασικό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ένεργοποιεῖται τό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς.Εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, τό καθαρότατο μέρος της.
Εἶναι ὁ φρουρός καί ὁ τροφοδότης τῆς καρδιᾶς,πού εἶναι ἡ οὐσία.
Ἡ φυσική κατάσταση τοῦ νοῦ εἶναι ἡ προ- σευχητική – δοξολογική παραμονή του στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ (ἀδιάλειπτη νοερά προσευ-χή), ἡ ἀποβολή τῶν λογισμῶν.
Καί πρέπει νά καθαρισθεῖ διά τῶν θείων ἐντολῶν καί νά ἐπι-στρέψει στήν καρδιά, στόν θρόνο του, ἀπό τόν μετεωρισμό (τήν βασική ἀσθένειά του), γιατί λόγῳ τῆς ἁμαρτίας διασκορπίζεται στό περιβάλλον καί ὑποδουλώνεται στά κτίσματα. (Μι-κρός Εὐεργεντινός γλωσσάρι, ἐκδ. Παρακλήτου, σελ.554.)
[5] Ἡ διάνοια εἶναι ἡ λογική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς μέ ἕδρα τόν ἐγκέφαλο· ἀσχολεῖται μέ τήν ἔκφραση τῶν ἐμπειριῶν τοῦ νοῦ (ἤ τῆς νοερᾶς ἐνέργειας), καί μέ τά καθημερινά προβλήμα-τα.
[6] Ἡ δόξα εἶναι ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη πού ἔχουμε γιά κάθε ζήτημα, γιά κάθε ἀντικείμενο (ἀπό τό ρῆμα δοκῶ).
[5] Ἡ διάνοια εἶναι ἡ λογική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς μέ ἕδρα τόν ἐγκέφαλο· ἀσχολεῖται μέ τήν ἔκφραση τῶν ἐμπειριῶν τοῦ νοῦ (ἤ τῆς νοερᾶς ἐνέργειας), καί μέ τά καθημερινά προβλήμα-τα.
[6] Ἡ δόξα εἶναι ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη πού ἔχουμε γιά κάθε ζήτημα, γιά κάθε ἀντικείμενο (ἀπό τό ρῆμα δοκῶ).
Εἶναι ἡ πρώτη ἰδέα πού διαμορφώνεται στήν ψυχή ἀπ’ αὐτό πού ἀντιλαμβα-νόμαστε μέ τίς αἰσθήσεις. Ἡ δόξα μπορεῖ νά εἶναι εἴτε λογική εἴτε ἄλογη δύναμη τῆς ψυχῆς· διότι εἶναι φτιαγμένη καί γιά τά δύο· «πρὸς γὰρ ἀμφότερα πέφυκεν».
Ὅταν προέρχεται ἀπό τήν διάνοια, εἶναι λογική.
Ὅταν ὅμως προέρχεται ἀπὸ τὴν φαντασία, εἶναι «ψῆφος ἄλογος»
Στήν συνέχεια, ἡ διάνοια, ἀφοῦ ἐξετάσει τήν ἰδέα, ἄν εἶναι ἀληθής ἤ ψευδής, καταλήγει στήν ἀλήθεια. (π. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου,προηγ. Μ. Μετεώρου, οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. https://www.tameteora. gr/ apopseis-sxolia/apopseis…)
[7] Ἡ φαντασία ἔχει τὴν ἀρχὴ της στήν αἴσθηση, ἔχει ὅμως τήν δυνατότητα νά ἐνεργεῖ ἀκό- μη καὶ ὅταν ἀπουσιάζουν τὰ αἰσθητά ἀντικείμενα.
[7] Ἡ φαντασία ἔχει τὴν ἀρχὴ της στήν αἴσθηση, ἔχει ὅμως τήν δυνατότητα νά ἐνεργεῖ ἀκό- μη καὶ ὅταν ἀπουσιάζουν τὰ αἰσθητά ἀντικείμενα.
Ἡ φαντασία εἶναι καί αὐτή ἄλογη δύνα- μη τῆς ψυχῆς καί, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι «νοῦ καὶ αἰσθήσεως μεθόριος».
Εἶναι, δηλαδή, ἡ ψυχικὴ λειτουργία ποὺ βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν νοῦ καὶ στὴν αἴσθηση. (π. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου «οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς… ὅ. π.π ).
[1] Ἡ κατάνυξη εἶναι ἡ πνευματική κατάσταση πού τό Ἅγιο Πνεῦμα κατατρυπᾶ τήν καρδιά καί δημιουργεῖ παράδοξη καί ὑπέρλογη ἀλλοίωση, τήν ἄβυσσο ταπεινώσεως, τήν αὐτομεμ-ψία, καί ὅταν τοποθετηθεῖ στό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς καί πολυκαιρίσει, συντρίβει καί πιέζει καί βγάζει τό σωτηριῶδες κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
[1] Ἡ κατάνυξη εἶναι ἡ πνευματική κατάσταση πού τό Ἅγιο Πνεῦμα κατατρυπᾶ τήν καρδιά καί δημιουργεῖ παράδοξη καί ὑπέρλογη ἀλλοίωση, τήν ἄβυσσο ταπεινώσεως, τήν αὐτομεμ-ψία, καί ὅταν τοποθετηθεῖ στό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς καί πολυκαιρίσει, συντρίβει καί πιέζει καί βγάζει τό σωτηριῶδες κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Τέτοιο εἶ-ναι τό κρασί τῆς φωτεινῆς κατανύξεως.
Αὐτοί γεύονται τήν γλυκύτητα τῶν δακρύων.
Ἡ πη-γή τῆς κατανύξεως δημιουργεῖται σέ τέσσερις διακλαδώσεις, στήν ταπεινοφροσύνη, στήν ἁγνότητα, στήν ἀπάθεια καί στήν ὑψηλή ἀπερίσπαστη προσευχή, καί ποτίζει τό πρόσωπο
6. [Αἰωνιότητα]. Πῶς θά ὁδηγηθῶ στήν αἰώνιο ζωήν;
Διά τῆς νεκρώσεως τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός, δηλαδή μέ τήν νέκρω-ση τῶν προσβολῶν τῶν δαιμονικῶν θελημάτων[1]. (Α, Κυριακ., δ 2).
7 [Ἁμαρτία[2]]. Πῶς ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος;
Μέ ὅλες τίς ἁμαρτωλές πράξεις ἐμόλυνα: τό μέν σῶμα μέ τά πάθη καί παραδόθηκα σέ αἰσχρότητες· τήν ψυχήν δέ μέ ἐνέργειες πονηρότατες μέ τίς ὁποῖες ἔζησα· τό πνεῦμα δέ μέ ὑπερήφανα ἤθη καί ἀδικίες. (Πλ. Δ΄. Κυρ. προσόμ. 4).
Τόν νοῦν ἐμόλυνα μέ ἄσχημες σκέψεις καί μέ τίς αἰσθήσεις, ὅταν ἔρ-χονται σέ ἐπαφή μέ ἡδονές. (Α΄. Κυρ. στ. 1).
Ποιά εἶναι τά αἴτια τῆς πτώσεώς μου στόν βόθρο τῆς ἁμαρτίας;
Ἀπό τήν ἀμέλεια ἔπεσα στήν λησμονιά, ἀπό τήν λησμονιά στήν ἀφοβία
(ἔλλειψη θείου φόβου[3]) καί ἀπό τήν ἀφοβία πέφτω στό βόθρο τῆς ἁμαρ-
τίας. (Α΄,Πέμπ.θ. 4).
6. [Αἰωνιότητα]. Πῶς θά ὁδηγηθῶ στήν αἰώνιο ζωήν;
Διά τῆς νεκρώσεως τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός, δηλαδή μέ τήν νέκρω-ση τῶν προσβολῶν τῶν δαιμονικῶν θελημάτων[1]. (Α, Κυριακ., δ 2).
7 [Ἁμαρτία[2]]. Πῶς ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος;
Μέ ὅλες τίς ἁμαρτωλές πράξεις ἐμόλυνα: τό μέν σῶμα μέ τά πάθη καί παραδόθηκα σέ αἰσχρότητες· τήν ψυχήν δέ μέ ἐνέργειες πονηρότατες μέ τίς ὁποῖες ἔζησα· τό πνεῦμα δέ μέ ὑπερήφανα ἤθη καί ἀδικίες. (Πλ. Δ΄. Κυρ. προσόμ. 4).
Τόν νοῦν ἐμόλυνα μέ ἄσχημες σκέψεις καί μέ τίς αἰσθήσεις, ὅταν ἔρ-χονται σέ ἐπαφή μέ ἡδονές. (Α΄. Κυρ. στ. 1).
Ποιά εἶναι τά αἴτια τῆς πτώσεώς μου στόν βόθρο τῆς ἁμαρτίας;
Ἀπό τήν ἀμέλεια ἔπεσα στήν λησμονιά, ἀπό τήν λησμονιά στήν ἀφοβία
(ἔλλειψη θείου φόβου[3]) καί ἀπό τήν ἀφοβία πέφτω στό βόθρο τῆς ἁμαρ-
τίας. (Α΄,Πέμπ.θ. 4).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου