ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Αδελφοί, ίδετε πηλίκοις υμίν γράμμασιν έγραψα τη εμή χειρί. Όσοι θέλουσιν ευπροσωπήσαι εν σαρκί, ούτοι αναγκάζουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, μόνον ίνα μη τω σταυρώ του Χριστού διώκωνται. Ουδέ γαρ οι περιτετμημένοι αυτοί νόμον φυλάσσουσιν, αλλά θέλουσιν υμάς περιτέμνεσθαι, ίνα εν τη
υμετέρᾳ σαρκί καυχήσωνται. Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω. Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ίσχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις. και όσοι τω κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, ειρήνη επ’ αυτούς και έλεος, και επί τον Ισραήλ του Θεού. Του λοιπού κόπους μοι μηδείς παρεχέτω· εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματί μου βαστάζω. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά του πνεύματος υμών, αδελφοί· αμήν
ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ἡ περικοπή τοῦ σημερινοῦ Ἀποστόλου, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶναι ὁ ἐπίλογος, τά τελευταῖα χρυσᾶ λόγια, πού ἔγραψε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή πρός τούς χριστιανούς τῆς Γαλατίας (σημερινή Ἄγκυρα).
Τήν Ἐκκλησία ἐκείνη τήν εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἀπόστολος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό φλογερό του κήρυγμα. Στήν ἀρχή ἔμεινε εὐχαριστημένος μαζί τους. Τόν εἶχαν ὑποδεχθεῖ στά μέρη τους σάν «ἄγγελον Θεοῦ», σάν τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό. Δέν ἤξεραν πῶς νά τοῦ ἐκφράσουν τήν εὐγνωμοσύνη τους γιά τή σωστική ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, πού τούς δίδαξε. Ἦσαν πρόθυμοι καί τά μάτια τους νά ἔδιναν σ’ἐκεῖνον, πού τούς ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς στό ἀνέσπερο Φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. (Γαλ. 4,14).
Πόσο, ὅμως, γρήγορα ἀλλάζει κάποτε ὁ ἄνθρωπος καί τά αἰσθήματά του. Δέν πέρασε πολύς καιρός καί στά μέρη ἐκεῖνα, στήν Ἐκκλησία τῆς Γαλατίας, παρουσιάσθηκαν μερικοί τάχατες διδάσκαλοι, ἐχθροί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καί οἱ ὁποῖοι, μέ ἔντεχνο σατανικό τρόπο, ἄρχισαν νά σπείρουν συκοφαντίες κατά τοῦ Ἀποστόλου, νά κλονίζουν τήν ἐμπιστοσύνη καί τήν ἀγάπη τῶν χριστιανῶν ἀπέναντί του καί, τό χειρότερο, νά διδάσκουν ἀνεπίτρεπτες καί ὀλέθριες ἀντιχριστιανικές, σχεδόν, διδασκαλίες.
Μεταξύ τῶν ἄλλων ἐδίδασκον, ὅτι οἱ χριστιανοί πού πίστεψαν καί βαπτίσθηκαν στοῦ Χριστοῦ τό Πανάγιο Ὄνομα καί καθημερινά ἀντιμετώπιζαν τήν ἐχθρότητα τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δέν θά σωθοῦν. Καί δέν θά σωθοῦν καί ὅλος ὁ κόπος τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τους θά πάει χαμένος, διότι δέν τηροῦν τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί μάλιστα τήν περιτομή.
Φάνηκαν εὔπιστοι
οἱ Γαλάτες καί λησμόνησαν τόν ἀληθινό τους Διδάσκαλο, πιστεύοντας στούς
νέους κήρυκές τους. Γι’ αὐτό ἀναγκάζεται, βαθειά λυπημένος, ὁ
ἀκαταπόνητος διδάσκαλος νά τούς ἐπιπλήξει, γράφοντάς τους: «Ὦ ἀνόητοι
Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μή πείθεσθαι,...; οὕτως ἀνόητοί
ἐστε;»(Γαλ. 3,1-3). Στή δέ περικοπή πού ἀκούσαμε σήμερα τούς τονίζει
κατηγορηματικά: «ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει, οὔτε
ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις» (Γαλ. 6,15). Μέσα στό χριστιανισμό δέν
ἰσχύουν πιά οἱ παλιές διατάξεις τοῦ Νόμου. Σημασία ἔχει πιά ὁ
καινούργιος ἄνθρωπος πού γεννιέται ἀπό τήν κολυμβήθρα καί ἀνδρώνεται
μέσα στόν ἀγῶνα τῆς πίστεως καί τῆς ἀρετῆς.
Κατ’ ἀρχάς, ἡ «καινή κτίσις» προϋποθέτει μιά προγενέστερη, τήν παλαιά. Τήν πρώτη κτίση. Τή Δημιουργία τοῦ κόσμου, πού νοεῖται ὡς ἔργο Θεοῦ. Δημιουργία καί δημιουργήματα πού βλέποντάς τα δέν ξεχνοῦμε τόν κτίσαντα Θεό, τόν «ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων». Μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί τήν ἔξοδό τους ἀπό τόν Παράδεισο, ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν ἀληθινή του σχέση μέ τόν Θεό, ἀπομακρύνθηκε ἀπ’Αὐτόν, διέστρεψε τή φύση του, ἔχασε τήν ἀρετή του, ἔγινε ἀντικείμενο φθορᾶς καί συμπαρέσυρε μαζί του στή φθορά καί ὁλόκληρη τή δημιουργία. Ἔτσι ἔρχεται, «ἡ «καινή κτίσις», ἡ καινούργια κτίσις γιά νά προσφέρει τή δυνατότητα σωτηρίας στόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο ἀπό τήν ἀέναη φθορά.
Ἡ «καινή κτίσις» εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι ἡ ἐνανθρώπησή Του καί ὅ,τι τήν ἀκολούθησε ὡς τή
σταυρική θυσία Του καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀλλά καί ὡς τήν ἐπερχόμενη
ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τόν «μέλλοντα αἰώνα», τότε ὅπου τό ἀναγεννητικό
ἔργο τῆς καινῆς κτίσεως, τῆς νέας δημιουργίας, θά ἔχει ὁλοκληρωθεῖ. Τότε
πού ἀνακαινισμένος στό θεῖο φῶς τῆς ἀλήθειας ὁ ἄνθρωπος θά κάθεται καί
αὐτός μαζί μέ τόν Χριστό «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».
Καινή κτίσις εἶναι ἡ
ὑπερφυσική Θεία Ἀποκάλυψη. Εἶναι ἡ «διά τοῦ Σταυροῦ χαρά», πού Ἐκεῖνος
ἔφερε στόν κόσμο, ἡ θεμελίωση τῆς Ἀγάπης Του διά τοῦ τιμίου Αἵματός Του,
ἡ αἰώνια ζωή πού ὑποσχέθηκε καί μᾶς προμήνυσε μέ τήν Ἀνάστασή Του.
Καινή κτίσις εἶναι ὅλη ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, πού ἀναβιβάζει τόν
ἄνθρωπο ἀπό τήν πτώση του καί τοῦ προσφέρει τήν προοπτική τῆς λύτρωσης
καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἡ καινή κτίση δέν εἶναι ὑλική δημιουργία ὅπως ἡ παλαιά, ἀλλά πνευματική, τέλεια, ἀγιαστική. Ἀνακαινίζει τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς πτώσης, τῆς φθορᾶς καί τῆς ἁμαρτίας καί τόν καθιστᾶ νέο καί ἐλεύθερο, ἀπαλλαγμένο ἀπό κάθε πάθος, ἀπό κάθε τι τό μεταπτωτικό, ἀμαρτωλό καί φθοροποιό καί τόν ἐπαναφέρει στήν ἀρχική του κατάσταση. Τόν ἐπαναφέρει πλήρως στό «κατ’εἰκόνα» καί «καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ» ἔτσι, πού, μέσα σέ αὐτό καί μέ βάση αὐτό, ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἐνεργό καί δρῶν πρόσωπο. «Ἀπεκδησάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’εἰκόνα τοῦ κτήσαντος αὐτόν» (Κολ. 3,9).
Καινή κτίση θά πεῖ νά ἀποβάλλουμε τόν
παλαιό ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο τοῦ Νόμου καί νά φορέσουμε τόν νέο, τόν
ἄνθρωπο τῆς χάριτος, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Γι’αὐτή τήν ἔνδυση ξεκινοῦμε
ἀπό τό Βάπτισμα, «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε»
(Γαλ.3,27). Τό Βάπτισμά μας συνιστᾶ τήν ἀφετηρία τοῦ ἐν Χριστῷ ἀγῶνα μας
πού πρέπει νά διεξάγεται καθημερινά ἐν ἀγάπῃ καί ἐλευθερίᾳ. Τά ἱερά
Μυστήρια καί ἰδιαίτερα τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας μᾶς ἐνισχύουν
καί μᾶς εἰσαγάγουν στήν ἐν Χριστῷ ζωή καί στήν Καινή, τή νέα κτίση.
Οἱ θεοφόροι Ἅγιοι Πατέρες θά μᾶς διαφωτίσουν σχετικῶς:
Ὁ
Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέροντας τό περιεχόμενο τῆς καυχήσεως τοῦ Παύλου
γράφει τά ἑξῆς: Ὁ Χριστός γιά χάρη μου πῆρε δούλου μορφή καί ἔπαθε ὅσα
ἔπαθε, γιά μένα τόν δοῦλο, τόν ἐχθρό, τό ἀχάριστο. Καί τόσο μέ ἀγάπησε,
ὥστε νά παραδώσει τόν Ἑαυτό Του στή κατάρα τοῦ Σταυροῦ.
Ὁ Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος ἑρμηνεύοντας τό χωρίο «ἔτσι ὁ Θεός θά βασιλεύσει πλήρως πάνω
σέ ὅλα» (Κορ.15,28) λέει: Στό καιρό τῆς ἀποκαταστάσεως θά εἶναι ὁ Θεός
πάνω σέ ὅλα...ὅταν δέν θά εἴμεθα διαμοιρασμένοι σέ πολλά, ὅπως τώρα ἀπό
τίς ἐπιθυμίες καί τά πάθη, μή ἔχοντας καθόλου μέσα μας τόν Θεό ἤ ἔχοντάς
Τον ἐλάχιστα, ἀλλά ὁλόκληροι θά εἴμαστε χωρητικοί ὅλου τοῦ Θεοῦ καί
μόνον γιατί αὐτή εἶναι ἡ τελείωσις πρός τήν ὁποία σπεύδουμε νά φθάσουμε.
Ὁ
Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος θά σημειώσει: Δέν ὑπάρχει σέ σχήματα καί σέ
ἐξωτερικούς τύπους ἡ ἀλλοίωσις τῶν χριστιανῶν...γιατί στόν νοῦ, τήν
ἀνακαίνηση καί στήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν καί στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί
στό οὐράνιο ἔρωτα ἡ καινή κτίση τῶν χριστιανῶν ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους
διαφέρει.
Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος θά τονίσει: Μετά τήν ἔξοδο
τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο ὁλόκληρη ἡ κτίση δέν ἤθελε νά τόν βλέπει καί
διακατεχόταν ἀπό ὀργή ἐναντίον του. Δέν ἤθελε νά ὑποταχθεῖ σέ αὐτόν. Ὁ
ἥλιος δέν ἤθελε νά λάμπει. Ὁ ἀέρας δέν ἤθελε νά δώσει ἀναπνοή στόν
ἄνθρωπο. Τά θηρία καί ὅλα τά ζῶα ἐταράχθησαν ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου,
γιατί ἔχασε τή δόξα πού εἶχε. Τότε ἀκριβῶς ἐπεμβαίνει ὁ Θεός μέ τήν
ἀγάπη καί τή φιλανθρωπία Του, καί, άναβλέποντας στήν ἀνάπλαση, διά τῆς
ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Του, συγκρατεῖ τήν κτίση μέ τίς δυνάμεις
Του καί ἀναστέλει τήν ὀργή τῶν κτισμάτων ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, ἕως ὅτου
γίνει ὁ ἄνθρωπος πνευματικά ἄφθαρτος καί ἀθάνατος, ὥστε καί αὐτή νά
ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν φθορά, νά συνακαινισθεῖ μαζί του, νά ἀφθαρτοποιηθεῖ
καί νά γίνει πνευματική.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος θά διδάξει: Ὁ
χριστιανισμός ἀπαιτεῖ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, διότι ἔχει τήν πρόθεση νά
τόν ἀναγεννήσει καί νά τόν ἀναπλάσει σέ νέο ἄνθρωπο, νά ἐμπνεύσει
σ’αὐτόν νέο θρησκευτικό καί ἠθικό βίο. Ὁ χριστιανισμός ἔχει ὡς ἀποστολή
του νά διδάξει τίς ὑψηλές ἀλήθειες καί νά καθοδηγήσει τόν ἄνθρωπο στό
δρόμο τῆς σωτηρίας, ἁγιάζοντας τόν βίο του πάνω στή γῆ. Ἐπαγγέλεται νά
φιλιώσει τόν ἄνθρωπο μέ τό Θεό, νά τόν ἀναδείξει εἰκόνα καί ὁμοίωμά Του,
νά τόν ἀνεβάσει στόν οὐρανό καί νά τοῦ χαρίσει τήν αἰωνιότητα καί τήν
ἀθανασία. Νά χαρίσει τήν εἰρήνη στόν κόσμο καί νά χαρίσει τήν εὐτυχία.
Ὁ
χριστιανισμός, λοιπόν, δέν εἶναι μόνο θεωρία ἀλλά περισσότερο βίωμα καί
ζητάει νά διδάξει τόν ἄνθρωπο πρῶτα στή γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί
ἔπειτα νά ἀναδείξει τήν καρδιά του «σκηνή ἁγία» γιά νά κατοικήσει ὁ
ἴδιος ὁ Θεός, διότι ὑπόσχεται ὅτι: «ἐνοικήσω καί ἐμπεριπατήσω ἐν αὐτοῖς»
(Β΄ Κορ. 6,16).
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, σέ κήρυγμά του τό 1945, θά διδάξει
τίς ἱερές Μονάστριες: Ὁ Χριστός, ὅμως, δέν ἔρχεται μέ ὑπερηφάνειαν, μέ
κενοδοξίαν, μέ θυμόν, μέ ὀργην, μέ τούς ἐπαίνους, ὅπως τό κάμνετε καί
σεῖς καί ἐπαινεῖτε ἐμένα, τό ὁποῖον οὔτε τό θέλω, οὔτε τά δέχομαι ̇ πρός
παρηγορίαν σας κάμνω πώς τά ἀκούω. Οὔτε μέ φθόνο, οὔτε μέ ζήλεια, οὔτε
μέ κρίσεις καί κατακρίσεις ἔρχεται∙ ἀλλά μέ ταπείνωση, μέ ὑπομονή, μέ
ὑπακοή, μέ ἀγάπη, μέ πραότητα, μέ ἀγαθωσύνη, μέ συμπάθεια, μέ ἐγκράτεια.
Ὁ
Ἄγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς θά διακηρύξει: Τό Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου
ἀνακαινίζει παντελῶς τόν ἄνθρωπον, διότι ἐν τῷ Αἵματι τούτῳ εὑρίσκεται ἡ
θεία δύναμις τῆς αἰωνίου ζωῆς. Τοῦτο καταλλάσσει καί ἑνώνει τόν ἄνθρωπο
μέ τόν Θεόν. Αὐτό συνέβῃ ἐπί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Γολγοθᾶ καί συνεχίζεται ἐν
τῷ θεανδρικῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ ζωοποιοῦ καί θεοποιοῦ Αἵματος
τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Ὁ Ἄγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θά
ἀνακεφαλαιώσει: Ὤ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Στήν ὁποία ἡ ζωή θά εἶναι
μόνο ζωή χωρίς θάνατο. Ἡ χαρά μόνο χαρά χωρίς λύπη. «Δέν θά ὑπάρχει γιά
σένα ἀκόμη ὁ ἥλιος γιά φῶς ἡμέρας, οὔτε ἀνατολή σελήνης θά σέ φωτίζει τή
νύκτα, ἀλλά θά ὑπάρχει γιά σένα ὁ Κύριος φῶς αἰώνιον καί ὁ Θεός ἡ δόξα
σου παντοτινά» (Ἠσ. 60,19).
Χριστιανοί μου,
ὁ Κύριός μας μέ τή
σταυρική του θυσία καί τήν Ἀνάστασή Του προσέφερε τή λύτρωση στούς
ἀνθρώπους. Δέν τήν ἐπέβαλε, ὅμως, μέσα στόν παλαιό κόσμο τῆς φθορᾶς ̇
δημιούργησε μιά νέα κτίση, τόν δικό Του κόσμο, τήν Ἐκκλησία. Γιά νά
εἰσέλθουν οἱ ἄνθρωποι σ’αὐτόν τόν νέο κόσμο, πρέπει πρῶτα νά πιστέψουν
ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του. Νά
βαπτισθοῦν καί νά ἀποθέσουν «τόν παλαιόν ἄνθρωπο, τόν φθειρόμενον κατά
τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (Ἐφεσ. 4,22), νά πετάξουν τά βρώμικα ἐνδύματα
τῆς ἁμαρτίας καί νά ντυθοῦν «τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν κατά Θεόν
κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι ἀληθείας» (Ἐφ. 4,24). Ντύνεται τό
Χριστό ὁ πιστός, ὅπως προείπαμε, τόν μιμεῖτε ὄχι ἐξωτερικά καί
ἐπιφανειακά, ἀλλά ζῶντας στή ζωή του τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί
μεταμορφώνοντας τήν ὕπαρξή του μέσα στή κοινωνία τῆς ἀγάπης Του.
Ἀδελφοί μου,
τήν
καινούργια, τή νέα κτίση, τήν ἀποτελοῦμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί.
Καινούργιο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας μας, τῶν Ἁγίων μας – διότι
βαδίζουμε πάνω στά ἴχνη τους. Καινούργια οἰκογένεια, τήν Ἐκκλησία μας.
Καινούργια νομοθεσία, τίς Ἅγιες Γραφές. Καινούργια καρδιά, πού
ἀγκαλιάζουμε φίλους καί ἐχθρούς (Ψαλμ. 50,12). Καινούργια νοοτροπία,
«νοῦν Χριστοῦ» (Α΄Κορ. 2,16). Ζοῦμε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους «οἱ τά ἄνω
θρώσκοντες» μέ ζωή θυσίας, προσφορᾶς, ἀνεξικακίας, συγχωρητικότητας.
Καινούργια τροφή, τή Θεία Κοινωνία. Μέ πόθο ἀκοίμητο νά συναντηθοῦμε
μαζί Του στήν ἀσάλευτη βασιλεία Του.
Ἡ μουσουργός λύρα τοῦ Γ. Βερίτη
θά μᾶς παιανίσει καί πάλι: «Μέ λύτρωσες. Μέσα στόν κόρφο σου μέ πῆρες
ὅπως ἡ μάνα τό παιδί. Τέτοια στοργή ἡ φτωχή καρδιά μου ποτέ δέν ἔχει
ξαναδεῖ. Καινούργια κτίση τώρα νιώθω νά πλάθης μέσα μου καί γύρω∙ κι’ ὤ,
πῶς αὐξάνει τόν πόθο τοῦ Πνεύματός Σου τ’ ἅγιο μύρο».
ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου