Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

Η ρευστότητα μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω

Όπως το αίμα παίζει καθοριστικό ρόλο στον ανθρώπινο οργανισμό, έτσι και το χρήμα παίζει στην οικονομία και στις αγορές. Με την ρευστότητα να περιορίζεται, κάτι περίεργο παρατηρείται.


O καιρός έχει γυρίσματα.

Την προηγούμενη χρόνια, οι χρηματοπιστωτικές αγορές τρομοκρατήθηκαν από την επιμονή του πληθωρισμού και το τέμπο των αυξήσεων των επιτοκίων με τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες όπως η ΕΚΤ, η Fed και άλλες να μαζεύουν ρευστότητα, πουλώντας η μην ανανεώνοντας ομόλογα που

κατέχουν και λήγουν (QT). Μετοχές, ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία επλήγησαν.

Το 2023, οι μεγάλες αγορές συνέχισαν την πολιτική της ποσοτικής σύσφιξης (QT) και τα επιτόκια παρέμβασης αυξήθηκαν περαιτέρω. 

Όμως, τα περιθώρια δανεισμού (credit spreads) μειώθηκαν, τα ομόλογα σταθεροποιήθηκαν και   οι μετοχές καταγράφουν αξιόλογα κέρδη με τον δείκτη S&P 500 να κερδίζει 14% και τον Γενικό Δείκτη στο Χρηματιστήριο Αθηνών να είναι πάνω κάπου 30%.

Τι συμβαίνει; Έχουν αλλάξει τα δεδομένα τόσο πολύ που δεν επηρεάζονται οικονομίες, μετοχές, ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία από την μείωση της παγκόσμιας ρευστότητας ή μήπως οι επιπτώσεις έχουν καθυστερήσει;    

Πριν από μερικές εβδομάδες, η στήλη είχε επισημαίνει ότι η προσφορά χρήματος Μ2 στις ΗΠΑ είχε υποχωρήσει 2% φέτος και αυτό έχει συμβεί μόλις 4 φορές από το 1870 σύμφωνα με την βάση δεδομένων της Reventure Consulting. Σε όλες τις περιπτώσεις, δηλ. το 1870, το 1893, το 1921 και το 1929-1930 ακολούθησε ύφεση που συνοδεύθηκε από αποπληθωρισμό. 

Οι απαισιόδοξοι παρατηρούν επίσης ότι ο δείκτης S&P 500 είχε πιάσει κορυφή τον Οκτώβριο του 2007, λίγο πριν εκδηλωθεί η Μεγάλη Ύφεση. Το πρόβλημα εμφανίσθηκε όταν η ρευστότητα στέρεψε. 

Τον περασμένο Ιούνιο, οι στρατηγικοί αναλυτές της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas εκτίμησαν ότι η παγκόσμια ρευστότητα θα έχει μειωθεί 9% μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου και 11% έως το τέλος του 2023. Στο χειρότερο σενάριο, η μείωση θα μπορούσε να φθάσει το 16%.

Οι αναλυτές της ίδιας τράπεζες υπολογίζουν ότι η μείωση της ρευστότητας κατά 10% οδηγεί σε υποχώρηση των μετοχών κατά 4%, σε αύξηση των 10ετών αποδόσεων των κρατικών ομολόγων κατά 10 μονάδες βάσης (1 ποσοστιαία μονάδα=100 μονάδες βάσης) και ανατίμηση του δολαρίου κατά 2% τουλάχιστον.

Από την άλλη πλευρά, οι αισιόδοξοι εμφανίζονται καθησυχαστικοί. Αποδέχονται μεν ότι η προσφορά χρήματος Μ2 μειώνεται σε ετήσια βάση αλλά το στοκ του χρήματος στις ΗΠΑ παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν από την πανδημία.

Άλλοι, όπως στην GlobalData TS Lombard, τονίζουν ότι η παγκόσμια ρευστότητα έχει αυξηθεί κατακόρυφα από το 2000 και δεν υπάρχει σταθερή σχέση μεταξύ των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών και των περιουσιακών στοιχείων.  

Κι εδώ παρατηρείται το φαινόμενο σε κάποιες περιπτώσεις, όπως τον περασμένο Ιούλιο, οι μεν κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων χωρών να αφαιρούν ρευστότητα 220 δισ. δολαρίων από τις χρηματαγορές αλλά τα κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα των αναδυομένων να ρίχνουν στις αγορές περισσότερο χρήμα. Το αποτέλεσμα είναι η συνολική παγκόσμια ρευστότητα να αυξηθεί εκείνο τον μήνα. 

Και οι δυο πλευρές εμφανίζονται να έχουν ισχυρά επιχειρήματα. Όμως, η ιστορία διδάσκει να μην υποτιμάμε τις απότομες και σημαντικές μεταβολές της ρευστότητας γιατί μπορεί να φέρουν τα πάνω, κάτω. 

Ιδίως, όταν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αντλούν χρήμα από τις αγορές και τα επιτόκια βρίσκονται σε ανοδική τροχιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου