Ο Κυριος μας βλεπει!
«Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε» (Ἰω. 1,49)
Ὁ Ναθαναήλ, ἀγαπητοί μου, ταπεινὸς ψαρᾶς ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, δέχεται τὴν πρότασι ἑνὸς φίλου του. Ποιά πρότασι;
Ὁ Ναθαναὴλ καὶ ὁ Φίλιππος ἦταν δύο πιστοὶ Ἰσραηλῖτες, ποὺ
μελετοῦσαν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περίμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἔλευσι τοῦ
Μεσσία. Ἀπὸ καιρὸ τοὺς συνέδεε ἱερὴ φιλία, εἶχαν δεθῆ στενὰ μεταξύ τους
καὶ ἐμπιστεύονταν ὁ ἕνας τὴ γνώμη τοῦ ἄλλου. Τώρα λοιπὸν ὁ Φίλιππος
ἐνθουσιασμένος λέει· –Ναθαναήλ, σοῦ φέρνω τὴν πιὸ μεγάλη εἴδησι, ἦρθε
ἐκεῖνος ποὺ περιμέναμε· αὐτὸν ποὺ ἔλεγε ὁ
–Ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, λέει, μπορεῖ νὰ βγῇ τίποτε καλό; (ἡ Ναζαρὲτ δὲν εἶχε καλὴ φήμη). Καὶ τότε ὁ Φίλιππος, χωρὶς νὰ προσθέσῃ ἄλλα λόγια, προτείνει ἁπλῶς στὸν φίλο του·
–«Ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰω. 1,46-47).
Δέχεται τελικὰ ὁ Ναθαναὴλ τὴν
πρόσκλησι τοῦ Φιλίππου καὶ ἔρχεται νὰ συναντήσῃ τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ τὸν
γνωρίσῃ. Ἀλλὰ καθὼς τὸν πλησιάζει ἀκούει τὸν Θεῖο διδάσκαλο –ποὺ δὲν τὸν
ἔχει ξαναδεῖ–, νὰ μιλάῃ γι᾽ αὐτόν! νὰ ἐκφράζεται σὰν νὰ τὸν ξέρῃ καλὰ
καὶ νὰ λέῃ· «Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι», νά καλοκάγαθος
Ἰσραηλίτης ποὺ μέσα του δὲν ὑπάρχει πονηρία (ἔ.ἀ. 1,48).
Ἂν ἦταν ἄλλος στὴ θέσι του, θὰ δεχόταν πρόθυμα τὰ καλὰ αὐτὰ
λόγια. Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως, ταπεινὴ ψυχή, δὲν «καταπίνει» ἀμέσως ὡς ἡδύποτο
τοῦτο τὸν ἔπαινο. Ἂν οἱ ὑπερήφανες ψυχὲς δέχωνται εὔκολα καὶ μὲ χαρὰ
ἐπαίνους ἀπὸ ὁπουδήποτε, οἱ ταπεινὲς ψυχὲς ὅπως ὁ Ναθαναὴλ δὲν δέχονται
ἀνεξέταστα τοὺς ἐπαίνους· ἐξετάζουν νὰ μάθουν, σὲ ποιά δεδομένα
στηρίζεται ἡ εὐμενὴς κρίσι τῶν ἄλλων· γιατὶ αὐτοί, ἐξετάζοντας τὸν ἑαυτό
τους, τὸν βρίσκουν νὰ ὑστερῇ σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ζωῆς τους, καὶ
μάλιστα τῆς ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς.
Μὲ μεγάλη λοιπὸν ἔκπληξι ὁ Ναθαναὴλ ἀκούει τὸν ἔπαινό του ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ ἔκπληξί του γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερη γιατὶ ὅπως εἴπαμε εἶνε ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν συναντᾷ. Πῶς αὐτὸς ὁ ἄγνωστος γνωρίζει σὲ βάθος τὸν χαρακτῆρα του, ποὺ οὔτε καὶ οἱ γονεῖς ποὺ τὸν γέννησαν δὲν μποροῦν νὰ γνωρίζουν. –«Πόθεν με γινώσκεις;» ἐρωτᾷ μὲ ἀφέλεια ὁ Ναθαναὴλ τὸν Κύριο. Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾷ καὶ τὸν καταπλήσσει ἀκόμη περισσότερο· –«Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε» (ἔ.ἀ. 1,49). Δηλαδή· Ναθαναήλ, σὲ γνωρίζω πολὺ καλά. Ἔχω παρακολουθήσει ὅλη τὴ ζωή σου μέχρι τώρα. Καὶ γιὰ νὰ πεισθῇς, ὅτι ὅλες οἱ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς σου μοῦ εἶνε γνωστές, σοῦ ἀναφέρω μία μόνο. Νά, ὅταν πρὶν ἀπὸ λίγο ὁ Φίλιππος ἐρχόταν νὰ σὲ βρῇ γιὰ νὰ σὲ καλέσῃ, δὲν βρισκόσουν κάτω ἀπὸ μιὰ συκιά; Σὲ εἶδα λοιπὸν τότε ἐκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τὴ συκιά. Σὲ ἔβλεπα πάντοτε, σὲ βλέπω καὶ τώρα. Γι᾽ αὐτὸ μὴ σοῦ φαίνεται παράδοξο ὅτι γνωρίζω καὶ τὸν χαρακτῆρα σου καὶ τὶς διαθέσεις σου.
Ὁ Ναθαναὴλ πέφτει ἀπὸ ἔκπληξι σὲ ἔκπληξι. Μὰ τί εἶνε αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς! τί μυστήριο κρύβει! Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τώρα τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἐμπρὸς στὰ μάτια τοῦ Ναθαναήλ. Βλέπει τὴν ἀπέριττη μορφή του θεόρατη, νὰ μεγεθύνεται καὶ νὰ ξεπερνᾷ κάθε ἄλλον. Δὲν εἶνε ἁπλὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς προφήτης· ὑψώνεται πάνω ἀπ᾽ ὅλους. Ἔχει δίκιο ὁ Φίλιππος· αὐτὸς εἶνε ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Στὴν ἀπορία του μία μόνο λύσι βρίσκει, καὶ συλλογίζεται· Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς γνωρίζει τὰ μυστικὰ τῆς ψυχῆς μου, ἄρα δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ· εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιατὶ μόνο ὁ Θεὸς εἶνε πανταχοῦ παρὼν καὶ γνωρίζει καὶ καρδιὲς καὶ χαρακτῆρες καὶ τὰ πάντα. Καὶ τότε ὁ Ναθαναὴλ ἐκσπᾷ σὲ ὁμολογία πίστεως, ποὺ εἶνε ὁμολογία καὶ ὅλων ὅσοι μὲ εἰλικρινῆ καρδιὰ ἐξετάζουν τὸ πρόβλημα «Ἰησοῦς Χριστὸς» καὶ σκέπτονται λογικά· «῾Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (ἔ.ἀ. 1,50).
* * *
Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε Κύριος μόνο τοῦ Ναθαναήλ· εἶνε Κύριος καὶ ὅλων ἡμῶν, εἶνε ὁ Θεὸς ὅλων μας! Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅπως γνώριζε ὅλες τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ Ναθαναήλ, ἔτσι γνωρίζει καὶ ὅλα τὰ περιστατικὰ τῆς δικῆς μας ζωῆς.
Ὁ Κύριος μᾶς βλέπει! μᾶς παρακολουθεῖ παντοῦ καὶ πάντοτε! Αὐτὸ
ποτέ δὲν πρέπει νὰ τὸ λησμονοῦμε. Τί ἔκανε τότε κάτω ἀπ᾽ τὴ συκιὰ ὁ
Ναθαναήλ; Ξεκουραζόταν; Προσευχόταν; Μελετοῦσε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ;
Ἐρευνοῦσε στὴν ἡσυχία ἐκείνη τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του; Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε. Ὁ
Κύριος ὅμως γνωρίζει, γιατὶ μόνο αὐτὸς τὸν εἶδε «ὑπὸ τὴν συκῆν»! Δὲν
ἦταν ἐκεῖ σωματικῶς ὁ Χριστός. Ἀλλὰ τὸ βλέμμα τῆς θεότητός του
διαπερνοῦσε ὄχι μόνο τὸ πυκνὸ φύλλωμα τῆς συκιᾶς ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια του
τὴν ὕπαρξι καὶ ἔβλεπε τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ Ναθαναήλ. Ταιριάζει ἐδῶ
τὸ θεόπνευστο ῥητὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ λέει· «Ἰσχυρὸς ἐν δυναστείᾳ
καὶ βλέπων τὰ πάντα» ὁ Κύριος· «καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς
φοβουμένους αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐπιγνώσεται πᾶν ἔργον ἀνθρώπου» (Σ. Σειρ.
15,18-19).
Μᾶς βλέπει ὁ Κύριος! μιὰ μεγάλη ἀλήθεια, ποὺ ἔχει δύο ἀντίθετες
συνέπειες. Ἀφοῦ μᾶς βλέπει ὁ Θεός, ἂς τρέμουν λοιπὸν οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλ᾽
ἂς χαίρουν οἱ δίκαιοι!
⃟ Νὰ τρέμουν οἱ ἁμαρτωλοί. Γιατὶ οἱ ἁμαρτίες τους, οἱ πολλὲς
καὶ μεγάλες, δὲν μποροῦν νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὸν Παντεπόπτη· εἶνε γνωστὲς σ᾽
αὐτὸν μὲ κάθε λεπτομερεία.
Ὁ Κύριος εἶνε παντοῦ. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ νὰ
βλέπῃ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Οὔτε ἔρημοι τόποι, οὔτε σκοτεινοὶ
κρυψῶνες, οὔτε βαθειὲς χαράδρες, οὔτε πυκνὰ δάση, οὔτε βυθοὶ θαλασσῶν,
οὔτε βάθη λιμνῶν, οὔτε κάτι ἄλλο φυσικὸ ἢ τεχνητὸ ἐμπόδιο μπορεῖ νὰ
σκεπάσῃ τὸν ἐγκληματία ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ὄμμα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός του ἐπισκοπεῖ τὰ πάντα. Ὄχι μόνο τὰ
ἐξωτερικὰ γεγονότα, αὐτὰ ποὺ προξενεῖ καὶ γεννᾷ ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων,
ἀλλὰ καὶ ὅσα δὲν φαίνονται ἀλλὰ κυοφοροῦνται σὰν ἔμβρυα μέσα στὶς
διάνοιες καὶ τὶς καρδιές τους. Βλέπει ὄχι μόνο τὶς μαῦρες χοντρὲς
γραμμὲς ποὺ ἄφησε τὸ ὄργωμα τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ πιὸ ἀνεπαίσθητα ἴχνη
ποὺ χάραξε καὶ ἄφησε στὶς ψυχὲς τὸ φίδι τῆς ἁμαρτίας ὅταν σύρθηκε καὶ
πέρασε μέσα της. Τὰ πάντα βλέπει.
Ἁμαρτωλέ! τρέμεις νὰ πράξῃς κάποιο κακὸ ὄχι μόνο μπροστὰ στὴν
ἀστυνομία ἀλλ᾽ ἀκόμη κι ὅταν νιώθῃς ὅτι σὲ παρακολουθεῖ ἕνα παιδάκι ποὺ
μπορεῖ νὰ μαρτυρήσῃ τὸ ἔγκλημά σου. Ἂν τρέμῃς τὴν παρουσία ἑνὸς παιδιοῦ,
πόσῳ περισσότερο θά ᾽πρεπε νὰ τρέμῃς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ!
⃟ Ὁ Θεὸς μᾶς βλέπει· ἂς τρέμουν οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ οἱ δίκαιοι
ἂς χαίρουν. Καὶ πρέπει νὰ χαίρουν. Γιατὶ ὅπως ὁ Κύριος βλέπει καὶ
γνωρίζει πλήρως καὶ τὰ πιὸ μυστηριώδη ἐγκλήματα, ἔτσι βλέπει καὶ
γνωρίζει πλήρως καὶ τὶς πιὸ ἀφανεῖς ἀγαθοεργίες. Ἐλεεῖς λοιπόν;
προσεύχεσαι; νηστεύεις; συντρέχεις φτωχούς; καταβάλλεις κόπους καὶ
κάνεις θυσίες χάριν τοῦ πλησίον σου, χωρὶς νὰ μαθαίνῃ κανεὶς τίποτε ἀπ᾽
ὅσα προσφέρεις ἐκ πίστεως καὶ ἀγάπης Χριστοῦ; Χαῖρε!
Ἐὰν δὲν σὲ βραβεύουν ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς, ἐὰν δὲν σὲ
χειροκροτοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν δὲν σὲ ἐπαινοῦν τὰ πλήθη καὶ οἱ ὄχλοι, σὲ
βλέπει ὅμως ὁ Θεός. Αὐτὸς μιὰ μέρα, τὴν μεγάλη καὶ ἐπιφανῆ καὶ μοναδικὴ
ἡμέρα τοῦ Κυρίου (βλ. Ἰωὴλ 3,4 = Πράξ. 2,20), τὴν «φοβερὰν ἡμέραν», τὴν
«ἡμέραν τῆς κρίσεως» (αἶν. Κυρ. Ἀπόκρ. & Κυρ. Τυρ.), θὰ δημοσιεύσῃ
ἐμπρὸς στὶς μυριάδες ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τὶς ἀφανεῖς καὶ μυστικὲς
ἀγαθοεργίες τῶν πιστῶν του δούλων καὶ θὰ τοὺς δώσῃ τὸ μισθό τους.
Σὲ εἶδα, θὰ πῇ σὲ κάθε πιστὸ μαθητή του. Σὲ εἶδα νὰ
ἐπισκέπτεσαι τὰ σπίτια τῶν δυστυχισμένων, νὰ δροσίζῃς τοὺς διψασμένους,
νὰ τρέφῃς τοὺς πεινασμένους, νὰ ντύνῃς τοὺς γυμνούς, νὰ παρηγορῇς τοὺς
πενθοῦντας, νὰ συμπαρίστασαι στοὺς ἀσθενεῖς, νὰ ἐπισκέπτεσαι τοὺς
φυλακισμένους… Ναί! Σὲ εἶδα σὲ ὅλες αὐτὲς τὰς περιπτώσεις, καὶ σὲ τόσες
ἄλλες ἀκόμη!
* * *
–«Πόθεν μὲ γινώσκεις;» ὅμως, Κύριε; θὰ ρωτήσῃ καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ δίκαιος.
–«Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε»!
Σᾶς γνωρίζω καὶ πρὶν ἀκόμη ἡ φωνὴ τοῦ δημιουργικοῦ μου λόγου σᾶς καλέσῃ
ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴ ζωή!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
1939 (26-2-1939 Μεσολόγγι γραπτὸ κήρυγμα) Ὁ Κύριος μᾶς βλέπει (Ἰω. 1,49)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου