Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Ἀθανάσιος Διάκος – Ἡ ζωή του

Ἀνάμεσα στά παλληκάρια τοῦ καταγόμενου ἀπό τήν Ἁγία Εὐθυμία τρομεροῦ Κλέφτη Κωνσταντάρα, πού ἔδρασε στή Ρούμελη στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰῶνα, ἦταν καί ὁ Θανάσης Γραμματικός. 

 Ὁ Γραμματικός γεννημένος στή Μουσουνίτσα εἶχε βγεῖ στό βουνό μαζί μέ τόν ἀδελφό του. Ὅταν πέθανε ὁ Κωνσταντάρας τό 1755, ὁ Γραμματικός ὀργάνωσε δικό του σῶμα καί ἀγωνίστηκε κυρίως στήν

περιοχή τοῦ Παρνασσοῦ. 

 Σέ μία ὅμως συμπλοκή μέ τούς Τούρκους σκοτώθηκε ὁ ἀδελφός του, τό κλέφτικο σῶμα διαλύθηκε καί ὁ ἴδιος ὁ Θανάσης γύρισε στό χωριό του, ὅπου ἔζησε εἰρηνικά τά ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του. Πεθαίνοντας ὁ Θανάσης Γραμματικός ἄφησε τρεῖς γιούς καί μία θυγατέρα: τόν Μῆτρο, τόν Κωστούλα, τόν Νίκο καί τή Στάμω.

Ὁ Κωστούλας καί ὁ Μῆτρος ἀκολούθησαν τούς ἀρματολούς Βλαχοθανάση, Ἀνδρίτσο (πατέρα τοῦ Ὀδυσσέα) καί Λουκᾶ Καλιακούδα καί σκοτώθηκαν σέ μάχες μέ τούς Τουρκαλβανούς τό 1796 καί τό 1802 ἀντιστοίχως. Ὁ ἀδελφός τους Νίκος δέν ἀκολούθησε τήν κλέφτικη ζωή ἀλλά προτίμησε νά ζήσει στή Μουσουνίτσα φιλήσυχος τσοπάνης. Παντρεύτηκε τήν Χρυσούλα Καφούρα στήν Ἀρτοτίνα καί ἔκανε πέντε παιδιά: τή Σοφία, τήν Καλομοίρα, τόν Ἀπόστολο, τόν Κωνσταντῖνο καί τό Θανάση.

Γιά τόν τόπο γέννησης, τήν ἡμερομηνία γέννησης καί τό ἐπίθετο τοῦ Θανάση ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές. Ἡ μία εἶναι ὅτι λεγόταν Μασαβέτας καί εἶχε γεννηθεῖ στήν Ἄνω Μουσουνίτσα τό 1788 καί ἡ ἄλλη ὅτι λεγόταν Γραμματικός καί εἶχε γεννηθεῖ στήν Ἀρτοτίνα τό 1792. Στήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, δέν ὑπῆρχαν καταγεγραμμένα μητρῶα μέ τά στοιχεῖα τῶν κατοίκων, ἡ ἐκπαίδευση ἦταν παρατημένη στήν τύχη της ἤ στίς διαθέσεις τοῦ κάθε πασᾶ καί τό μόνο πού λειτουργοῦσε ἄψογα ἦταν ἡ συλλογή τῶν φόρων. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο διΐστανται οἱ ἀπόψεις πού ἀφοροῦν τά βιογραφικά στοιχεῖα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 21.

Ὅταν ὁ μικρός Θανάσης ἔγινε δώδεκα χρονῶν, ἡ μητέρα του τόν ἔκλεισε τρόφιμο στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, κοντά στήν Ἀρτοτίνα ὅπου ἔμαθε τά λεγόμενα κολυβογράμματα ἔχοντας σάν ἀναγνωστικά τό Ψαλτήρι καί τήν Ὀκτώηχο.

«Λίαν δ’ εὐειδής ὤν, ἀλλά κόσμιος καί αἰδήμων, καί ὑπηρετῶν ποτέ Δερβέναγαν, εὐθυμοῦντα ἐν τῇ Μονῇ, ἔκυψε νά θέση, παρά τήν χθαμαλήν τότε οὖσαν τράπεζαν, λάγηνον πλήρη οἴνου, καί ὁ μέν Δερβέναγας ἐκπλαγεῖς ὑπό τοῦ κάλλους, ἐθώπευσε διά τῆς χειρός τήν παρειάν τοῦ Διάκου καί διέταξε νά παραμείνη ἐν τῇ τραπέζῃ, ἴνα ὑπηρετῆ, ὁ δέ Διάκος ἀπέφυγε τοῦτο, ἀντικαταστήσας δέ ἄλλον καί προφασιζόμενος ἑτέραν ἀσχολίαν, ἐξῆλθεν.

Ἐπιμένοντος δέ τοῦ Δερβέναγα νά ἐπανέλθη ὁ Διάκος ἴνα φέρη δῆθεν ἕτερον οἶνον, ὁ Ἀθανάσιος προσευξάμενος ἐν κατανύξει καί κρύψας ἔξωθεν μέν τῆς Μονῆς πανοπλίαν, ὑπό δέ τό ἔνδυμα αὐτοῦ πιστόλιον καί πληρώσας οἴνου τήν λάγηνον, καθ’ ἤν στιγμήν ἔκυπτεν, ἴνα ἀποθέση τό ἀγγεῖον παρά τήν τράπεζαν, ἠσθάνθη τά μυσαρά χείλη τοῦ Δερβέναγα νά ἐγγίζωσι τήν ροδόχρουν παρειάν του.

Οὐδέ στιγμήν δέ τότε ἀπολέσας, ἐξεκένωσε τό ὅπλον, ἐφόνευσε τόν ἀσελγῆ οἰνόφλυγα (μεθυσμένο), ἐξῆλθε δρομαίως τῆς Μονῆς, ἔλαβεν τήν πανοπλίαν καί προσῆλθεν εἰς τόν Γούλαν Σκαλτσᾶν, ἀρματολόν τότε διατελοῦντα.»

 Ἀναστάσιος Γούδας

Μετά τό φονικό τοῦ δερβέναγα πού ἀσέλγησε πάνω του, ὁ Διάκος πέταξε τά ράσα, φόρεσε τή φουστανέλα καί μπῆκε στόν ταϊφά (σῶμα) τοῦ Σκαλτσᾶ. Δέν ἄργησε νά διακριθεῖ ἀνάμεσα στά ἄλλα παλληκάρια, ἀφοῦ ἦταν ἄριστος τόσο στήν σκοποβολή ὅσο καί στό γιαταγάνι. Ὅταν σέ μία μάχη κατάφερε νά σκοτώσει τρεῖς Ἀλβανούς, ὁ Σκαλτσᾶς τόν ἔκανε πρωτοπαλλήκαρό του.

Ὑπάρχει ἀκόμα μία ἄλλη ἐκδοχή γιά τόν τρόπο πού βγῆκε στό κλαρί ὁ Διάκος. Κατά τή διάρκεια ἑνός γάμου στήν Ἀρτοτίνα πυροβόλησε στόν ἀέρα μαζί μέ ἄλλους χωρικούς πού διασκέδαζαν. Ἀπό τούς πυροβολισμούς ἐκείνους σκοτώθηκε ὁ γιός τῆς Κουτσογιάννενας, ἀπό ἰσχυρή οἰκογένεια τῆς Κωσταρίτσας, χωριοῦ τῆς Δωρίδος. Γιά τό φόνο ἐκεῖνο θεωρήθηκε ἔνοχος ὁ Διάκος καί καταδιώχτηκε. Ἔτσι ἀναγκάστηκε νά κρυφτεῖ στά περίχωρα γιατί τόν ἀναζητοῦσαν τά τουρκικά ἀποσπάσματα.

Τόν Δεκαπενταύγουστο, στό πανηγύρι τῆς Παναγίας, οἱ Τοῦρκοι παραμόνευσαν καί ἔπιασαν τόν Διάκο μαζί μέ τόν σύντροφό του Καφέτζο. Τούς πῆγαν δεμένους στόν ἀγά τοῦ Λιδωρικίου καί αὐτός τούς ἔριξε σέ μία μικρή φυλακή. Ὁ Διάκος παρατήρησε πώς τά σανιδένια κάγκελα τῆς φυλακῆς ἦταν σάπια. Ἔτσι τή νύκτα, ἔσπασε δύο σανίδες καί πήδηξε ἔξω. Ὁ Καφέτζος ὅμως ἦταν εὔσωμος καί δέν μποροῦσε νά γλιστρήσει ἀπό τό μικρό ἄνοιγμα καί χρειάστηκε ὁ Διάκος πολύ προσπάθεια γιά νά τόν τραβήξει ἔξω. Καί οἱ δύο μαζί ἀνέβηκαν στά βουνά καί ἔφτασαν στό λημέρι τοῦ ξακουστοῦ κλέφτη τῆς Δωρίδος Τσάμ Καλόγερου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα σῶμα ἑβδομῆντα ἀνδρῶν, πού ἀνάμεσά τους ἦταν δύο πρωτοπαλήκαρα, ὁ Γούλας καί ὁ Σκαλτσοδῆμος.

«Κατ’ ἐκείνην τήν ἐποχήν ἦλθεν εἰς τόν Διάκον ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου τοῦ πατρός του καί ἑνός ἀδελφοῦ του, τοῦ Ἀποστόλη. Ὁ πατήρ μετά τοῦ Ἀποστόλη εἶχον ἀσπασθῆ τόν ποιμενικόν βίον καί ἔτυχε νά εἶνε τότε μετά τῶν ποιμνίων των εἰς τά χειμαδιά. Πρωΐα τινά εἶχον ἐπισκεφθῆ αὐτούς δέκα ἐκ τῶν πέριξ κλεφτῶν εἰς τούς ὁποίους προσέφερον τήν καρδάραν πλήρη γάλακτος νά πίουν. Ἀλλά κατ’ ἐκείνην τήν ὥραν ἔτυχε νά διέρχηται τόν δρόμον ἀπόσπασμα τουρκικόν κατά τοῦ ὁποίου ὤρμησαν οἱ σκύλοι ὑλακτοῦντες. Οἱ κλέφται ἐννοήσαντες ἐκ τῶν ὑλακῶν ἐτράπησαν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου εἰς φυγήν.

Τότε οἱ Τοῦρκοι ἐπλησίασαν εἰς τήν καλύβην καί παρατηρήσαντες τήν καρδάραν καί τά κοχλιάρια καί τάς σειράς τοῦ γάλακτος τό ὁποῖον ἀπέσταζεν ἐκ τῶν κοχλιαρίων καθ’ ἤν ὥραν ἔπινον δίκην ἀκτίνων ἐπί τῶν χόρτων πέριξ, ὑπωπτεύθηκαν εὐθύς καί συλλαβόντες τόν γέροντα καί τόν Ἀποστόλην ἔφεραν αὐτούς δεσμίους εἰς Πατρατζίκι. Οἱ δύο οὗτοι τήν ἰδίαν νύκτα ἀπέθανον ἐν τῇ φυλακῇ φονευθέντες παρά τῶν Τούρκων.

Ὁ Διάκος μαθῶν τόν θάνατον αὐτῶν ἤρχισε νά ζητῆ ἐκδίκησιν, ἐπιπίπτων κατά πολλῶν ἀποσπασμάτων, τά ὁποῖα διεσκόρπιζον καί συνέτριβον οἱ κλέφται.»

Περί Ἀθανασίου Διάκου – Ἀνδρέας Καρκαβίτσας

Διάκος συνέχισε τήν κλέφτικη ζωή καί ἔγινε πλέον ἰσάξιος τοῦ περίφημου Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου στήν παλληκαριά καί τήν εὐστροφία ἐνῶ ἦταν περισσότερο ἁγνός καί ἀνιδιοτελής. Μία ἡμέρα οἱ ἄνδρες τοῦ Σκαλτσοδήμου ἅρπαξαν τήν ὄμορφη Κρυστάλλω, τήν ὀμορφότερη κόρη τοῦ Ἀναγνώστη Μπαμπαλῆ, κοτζαμπάση τῆς Δωρίδος καί τήν πῆγαν στήν Καρυά, στό λημέρι τους. Γιά νά ἐλευθερώσουν τήν Κρυστάλλω, ζήτησαν ἀπό τόν Μπαμπαλή νά πάει στόν Ἀλή πασά καί νά τόν πείσει νά δώσει τό ἀρματολίκι τοῦ Λιδωρικίου στόν Σκαλτσοδῆμο. Οἱ Κλέφτες σεβάστηκαν τήν Κρυστάλλω καί τήν περιποιήθηκαν. Ὕστερα ἀπό δύο ἑβδομάδες, ὅταν ὁ Ἀλή πασάς ἀναγνώρισε τόν Σκαλτσοδῆμο σάν ἀρματολό τῆς περιοχῆς τοῦ Λιδωρικίου, οἱ Κλέφτες ἐπέστρεψαν τήν ὄμορφη θυγατέρα στόν πατέρα της.

«Μές τήν καρυά στόν ἔλατο

κάθετ’ ὁ Σκαλτσοδῆμος,

μέ τήν Κρυστάλλω στό πλευρό

τήν κοτσαμπασοπούλα.

Διάκος ἀπ’ τή μιά μερά

κι’ ὁ Γουλᾶς ἀπ’ τήν ἄλλη.

– “Κέρνα Κρυστάλλω,

κέρνα μας μ’ ἐν’ ἀσημένιο τάσι.”

 *************

– “Ἐγώ κερνάω Διάκο μου

κ’ ἐγώ σας τραγουδάω.

Διάκο σου κάνω ΄νά ριτσιᾶ,

Διάκο σέ προσκυνάω.

Νά φκιάσεις σύ ἕνα χαρτί

πικρό, φαρμακωμένο,

νά στείλεις τοῦ πατέρα μου

γιά νά μέ ξαγοράσει.”

 ****************

“Χίλια φλουριά τήν ξαγορά

κι’ ὀκτώ χιλιάδες γρόσια.

καί σύρε μές στούς μπέϊδες

καί στοῦ ντιβᾶν ἐφέντι,

νά πάει στοῦ Βελή πασσά,

νά πάει στοῦ Βεζύρη,

γιά νά μᾶς στείλει μπουγιουρντί,

νά γείνω καπετάνιος,

νά περπατήσ’ ἀρματωλός,

νά περπατῶ καί κλέφτης.”»

Δημοτικό τραγούδι – Ἡ ἁρπαγή τῆς Κρυστάλλως

Γιά κάποιο διάστημα οἱ ἀρματολοί τῆς Δωρίδος ζοῦσαν ἥσυχοι στήν περιοχή τους. Ὁ Σκαλτσοδῆμος καί οἱ ἀγάδες τοῦ Λιδωρικίου συνεννοήθηκαν ὥστε Τοῦρκοι καί Ρωμιοί νά μήν συναντῶνται ποτέ καί νά ἀπέχουν δύο βολές τουφεκιοῦ μεταξύ τους.

«Μέ τό Σκαλτσοδῆμο ὁ Ἀθανάσιος Διάκος ἔμεινε κοντά ὀχτώ χρόνια. Ραδιουργίες ὅμως διαφόρων στάθηκαν ἀφορμή νά χωριστοῦν. Ὁ καπετάνιος ἔδωσε πίστη στά λόγια τῶν σπιούνων, ὅτι ὁ πρωτοκλέφτης του τάχα θά τόν σκότωνε γιά νά πάρει τό καπετανλίκι. Ὁ Σκαλτσοδῆμος ἄρχισε νά φυλάγεται καί νά τόν ἀποφεύγει. Σέ κάποιο πανηγύρι τῆς Ἀρτοτίνας συναντήθηκαν. Ὁ Δῆμος Σκαλτσᾶς ἀπόφυγε νά χαιρετήσει τόν πρωτοκλέφτη καί τοῦ φέρθηκε κρύα. Ὁ ἄδολος Διάκος ζήτησε ἐξηγήσεις ἀπό τόν καπετάνιο του γιά τόν τρόπο αὐτό. Ὁ Σκαλτσᾶς τοῦ εἶπε:

– “Τί τό θές. Δύο ἄτια σ’ ἕνα ταβλά δέν κάνουν. Ἤ ἐγώ νά φύγω ἤ ἐσύ.”

Ὁ Διάκος προτίμησε νά φύγει. Πῆγε στά Σάλωνα κοντά στόν Κοσμᾶ Σουλιώτη. Ὁ Κοσμᾶς ἦταν διωρισμένος ἀπό τόν Ἀλή πασά, ἀρματολός τῆς ἐπαρχίας Σαλώνων. Τέτοιο ἄξιο πρωτοκλέφτη τόν δέχτηκε μέ χαρά. Ἀλλά δέν τό ἄκουσε μ’ εὐχαρίστηση ὁ Ἀλή πασάς. Δέν εἶχε ξεχάσει τόν ταραξία τῆς Δωρίδος καί τήν δράση του. Ἔστειλε μπουγιουρντί στόν ἀρματολό τῶν Σαλώνων νά ξεκάνει τό Διάκο καί τό κεφάλι του νά τό στείλει στά Γιάννενα.

Ὁ Σουλιώτης τότε συμβούλεψε τό Διάκο νά φύγει καί νά πάει κοντά στόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο πού ἦταν ἀρματολός τῆς Λειβαδιᾶς. Μάλιστα συνέστησε στόν Ὀδυσσέα νά προσέξει τό Διάκο ἀπό τόν Ἀλή γιατί “εἶναι ἁμαρτία νά χαθεῖ τέτοιο παλληκάρι.”»

Τάκης Λάπας, Ρουμελιῶτες στήν Ἐπανάσταση, 1960

Τό 1818, ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος ὁρκίστηκε στό Εὐαγγέλιο τόν ὅρκο τῶν Φιλικῶν καί τήν ἴδια ἐποχή ὁ Κωνσταντῖνος Σακελλίωνος Κοκοσιώτης κατήχησε τόν Διάκο καί ἔδωσε κι ἐκεῖνος τόν “Ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος ὅρκο τῶν Φιλικῶν”. Ὅταν ἐπιτέθηκαν τά σουλτανικά στρατεύματα στόν Ἀλή τῶν Ἰωαννίνων, ὁ Ἀνδροῦτσος ψυχράνθηκε μέ τόν Διάκο καί ἀποσύρθηκε χάνοντας τό ἀρματολίκι τῆς Λιβαδειᾶς. Τά ἑπτά πρωτοπαλλήκαρα τοῦ Ἀνδρούτσου, ἔδωσαν τήν ἀρχηγία στόν Διάκο καί συμφώνησαν μέ αὐτό καί οἱ Τοῦρκοι. Ἔτσι ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τό 1820 ὁ Ἀθανάσιος Διάκος διορίστηκε καπετάνιος τοῦ καζά Λιβαδειᾶς γιατί σύμφωνα μέ τόν ἐξάδελφο τοῦ Διάκου Ἀντώνη Κοντοσόπουλο (Γεράντωνο), τόν Διάκο Τοῦρκοι καί Ρωμαῖοι ἐκάθησαν ἀμέσως καπετάνιο, γιατί ὅλοι τόν ὑπεραγαπούσανε καί τόν εἴχανε μεγάλη ἐμπιστοσύνη“.

«Ἔκτοτε ἀμφοτέροις τοῖς ἤρωσι τούτοις ἠνεώχθη εὐρύ καί ἔνδοξον στάδιον ἐνεργείας ἐν τῷ μετ’ οὐ πολύ ἐκραγέντι ἑλληνικῷ ἀγώνι. Ὁ Διάκος, κάτοχος γενόμενος τῶν μυστηρίων, ἤρξατο νά προπαρασκευάζηται σπουδαίως, ἴνα πρωταγωνιστήσῃ καί ἐκτελέσῃ ὅπως ἐπεθύμει καί πρό πολλοῦ ἐκαλλιέργει τό πρός τήν πατρίδα καθῆκον. Εὐτυχῶς δέ εἶχεν ἐν μέν τοῖς πέριξ ἀρίστους, ὡς εἴδομεν συναθλητάς, τόν Δυοβουνιώτην, τόν Πανουργιάν, τόν Τράκαν καί τούς ἐν Παρνασσίδι καί Λεβαδείᾳ ἐνθουσιώτας μέν, ἀλλά καί συνετούς προύχοντας Ἰωάννη Φίλωνα, Ἰωάννην Λογοθέτην, Νικόλαον Νάκον, Λάμπρον Νάκον, Γιαννούλην Νάκον καί ἄλλους.

Ὁ Διάκος παρέλαβε τότε ὡς πρωτοπαλίκαρά του καί τούς ἀνδρείους Βασίλειον Μποῦσγον, Παπανδρέαν καί Ἰωάννην Γκούραν. Μετά τούτων ἁπάντων καί ἰδίως μετά τῶν ἀρματολῶν καί προυχόντων, συνεννοούμενος καταλλήλως, προπαρασκεύαζε μέν ὅσα ἐδύνατο πρός ἐπανάστασιν, ἀλλ’ ἦτο καί ἀνυπόμονος νά ἴδη τήν ἔκρηξιν αὐτῆς.»

Ἀναστάσιος Γούδας

«Δωριεύς τήν γενέθλιαν γῆν ἐκ τοῦ χωρίου Μοσενίτσης, ἔκλινε δεκαεπταετής ὧν, γόνυ μετανοίας ἐν τῷ μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, κειμένω κατά τό Ἐρίνεον (Ἀρτοτήναν). Ἀγαπήσας δ’ οὕτω τόν βίον τῶν μοναστῶν, διετέλει πρῶτον παῖς μοναστοῦ (καλογαιροπαίδι) καί μετέπειτα ἐχειροτονήθη Διάκονος. Ἀλλά καί πρότερον καί ἤδη ἐνοχλούμενος, ὡς ὡραῖος, ὑπό τῆς βδελυρίας ἑνός τῶν ἀγάδων τῆς Δωρίδος Φερχάτ ἐφένδου, ἐγκατέλειψε προτροπή τοῦ ἡγουμένου τήν Μονήν καί πρός τόν ὁπλαρχηγόν Σκαλτσᾶν κατέφυγε, γενόμενος ἀπό ρασοφόρου μοναχοῦ, στρατιώτης ἀρματωλός.

Ἰδού ὁ ὡς στρατιώτης Διάκος καί ὁ μεγάλος ὡς ὁπλαρχηγός ὑπισχνούμενος (ὑποσχόμενος) τῇ πατρίδι ὑπηρεσίας Διάκος. Ἐάν ἤλλαξεν εἶδος βίου, ὡς προωρισμένος δι’ ἔργα γενικά, διετήρησεν ὅμως τόν τίτλον τῆς προτέρας αὐτοῦ ἐπαγγελίας, ἵνα δείξη ὅτι ὁ καλός στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ ἐστι καί καλός στρατιώτης τῆς πατρίδος. Ἤν δέ ἐλευθερόφρων λίαν, ἀγαθός τῇ καρδίᾳ, ἀφιλοχρήματος καί ἀγαπών τό ἀείποτε λαμπρῶς ἐνδύεσθαι.

Τοῦ Διάκου ἡ σφραγίς, ὠοδεῖς τῷ σχήματι, σύμβολον ἔφερε τόν δικέφαλον ἀετόν τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, ἐπί κεφαλῆς δέ τόν Σταυρόν μετά τῶν κεφαλαιωδῶν στοιχείων Ο Θ Ν Κ (Ὁ Θεός Νικᾶ).»

Δοκίμιον Ἱστορικόν Ἰωάννου Φιλήμονος

 «Διά τοῦ παρόντος φανεροῦμεν οἱ κάτωθεν γεγραμμένοι ἀγάδες καί κοτζαμπάσηδες τοῦ καζά Λεβαδείας ὅτι διά τήν φύλαξιν τοῦ καζά μας, κατά τό μπουγιουρδί τοῦ ὑψηλοτάτου ντερπεντάτ ναζίρ Μαχμούτ πασιᾶ ἐφέντου μας καί κατά τόν μουρασελέ τῆς ἱερᾶς κρίσεως ἀπό κλέπτας καί κακοποιούς ἀνθρώπους ἐδιωρίσαμεν παντούρην καί καπετάνιον τοῦ καζά μας τόν καπετάν Ἀθανάσι Διάκον ἀπό τήν σήμερον ἄχρις ἐρχομένου Ἁγίου Γεωργίου μέ νάδτζα σαράντα ὑποσχόμενοι νά ἀποκριθῶμεν τόν ὁλουφέν (μισθό), ὡς ἡ συνήθεια τοῦ καζά (ἐπαρχία) μας, τόν μέν καπετάνιον πρός εἴκοσι γρόσια τόν μήνα, τῶν δέ νεφεριῶν πρός πέντε γρόσια τόν μήνα καθ’ ἕν.

1820 Ὀκτωβρίου 26 Λεβάδεια»

Διορισμός τοῦ Διάκου στό ἀρματολίκι τῆς Λιβαδειᾶς

«Αἰδεσιμώτατε Ἅγιε Πρωτόπαπα καί Παπαδημήτρη εὐλαβῶς προσκυνῶ καί ἀγαπητέ μου Γιωργάκη Σιδηρά καί Γιάννη Ἀλεξανδρῆ. Σεῖς καιρό λαμβάνοντες τό παρόν μου ἀμέσως νά σηκωθῆτε νά μαζόξητε ὅλους τούς ραγιάδες μέ τ’ ἄρματά σας ὅλοι νά μοῦ ξημερώσετε τό πουρνό (πρωΐ) στό Λυκούριον ὅπου νά ἔλθητε ὅλοι διακόσιοι ὀνομάτοι καί τῆς ὥρας, μαζύ μέ τ’ ἄρματά σας καί δέκα φορτώματα ψωμί καί κρασί καί ἐλιές καί ὅλον τόν τζεμπιχανέν ὅπ’ ἔχετε μπαρούτι καί κουρσούμια (μολύβια ἤ βόλια) καί νά μοῦ φέρετε ἕξη ἄλογα καλά μεντζιλιάρικα (ταχυδρομικά) καί ἔτζι νά μ’ ἀκολουθήσετε ἐξ ἀποφάσεως. Ὑγιαίνετε.

1821, 28 Μαρτίου, Κάπερνα,

Ἀγαπητός σας Θανάσης διάκος»

Ἡ μόνη αὐτόγραφη ἐπιστολή τοῦ Διάκου πού σώθηκε (Ἱερά Μονή Βαρνάκοβας)

Αποσπάσματα από το τετράτομο έργο του Φωτίου Σταυρίδη

 

infognomonpolitics.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου