Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Γιατι νυχτα, σ᾽ ενα σταβλο, κι απο μια φτωχη κορη;

Ἀνέτειλε, ἀδελφοί μου, καὶ πάλι ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων σὰν ἥλιος ποὺ φωτίζει τὶς ψυχές μας. Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν οὐ­ράνιο Πατέρα ποὺ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἑορτάσουμε τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα καὶ νὰ ξαναποῦ­με κ᾽ ἐμεῖς τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις…» (Λουκ. 2,14).
Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνο αὐτό. Πρέπει ἡ ἑορτὴ αὐτή, ὅπως καὶ κά­θε ἄλλη, νὰ γίνῃ ἀφορμὴ γιὰ
βαθειὰ σκέψι καὶ πνευματικὴ ἔξαρσι.
«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε» ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας (καν. Χριστουγ. ᾠδ. α΄). Ὑψωθῆτε! μᾶς προτρέπει.
Ἂς ἀφήσουμε λοιπόν, ἔστω γιὰ λί­γο, κάθε τι ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὴν ὑλικὴ ζωή, καὶ ἂς ὑψωθοῦμε ὑπεράνω τῶν παθῶν μας, τοῦ ἐγωισμοῦ, γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὸ μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου.
 Τα­πεινοὶ κ᾽ ἐμεῖς προσκυνηταὶ τοῦ τεχθέν­­τος Σωτῆρος, «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί», «ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται» (κάθισμα· Ματθ. 2,4).

* * *

Δὲν μποροῦμε βέβαια νὰ μελετήσουμε ὅλο τὸ μυστήριο. 
Ἂς ἀρκεσθοῦμε σὲ τρία μόνο σημεῖα· 
πρῶτον, γιατί ὁ Χριστὸς προτίμησε νὰ γεννη­θῇ ἐν καιρῷ νυκτός· 
δεύτερον, γιατί γεν­νήθη­κε σὲ ἕνα στάβλο· 
καὶ τρίτον, γιατί προτίμησε ὡς μητέρα του μία φτωχὴ κόρη. 

Σ᾽ αὐ­τὰ τὰ ἐ­ρωτήματα θὰ δώσουμε μία ἁπλῆ καὶ σύν­­τομη ἀπάντησι, ὥστε νὰ ὠφεληθοῦμε ὅλοι.
Α΄.
Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἐν καιρῷ νυκτός. (Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς ἡ λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τελεῖται πολὺ νωρίς, προτοῦ νὰ φέξῃ). Νύ­χτα γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὄχι ἡμέρα, γιατὶ ἡ νύχτα μὲ τὸ σκοτά­δι της εἰκονίζει τὸ βαθὺ πνευματικὸ καὶ θρησκευτικὸ σκο­τά­δι, στὸ ὁποῖο ζοῦσε ὁ κόσμος τὶς παραμο­νὲς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ κόσμος εἶ­χε ἄγνοια ἐπάνω στὰ σπουδαιό­τερα ζητήμα­τα τῆς ζωῆς, ὅπως· για­τί ἤρθαμε στὸν κόσμο; ποιός εἶνε ὁ προορι­σμός μας; ἀ­πὸ ποῦ ἤρθαμε καὶ ποῦ πηγαίνουμε; ποιά εἶνε ἡ ἀρχή μας καὶ ποιό τὸ τέλος μας; ποιός εἶνε ὁ ἀληθι­νὸς Θεός;… Ὁρίστε ζητήματα θεμελιώδη, σπουδαῖα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ ἀρχαῖ­ος κόσμος εἶχε σκοτάδι, μεσάνυχτα.
Ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων ζητοῦσε φῶς, καὶ φῶς δὲν ἔ­βλεπε. Εἶνε ἀλήθεια ὅτι παρουσιάστηκαν διὰ μέσου τῶν αἰώνων φιλόσοφοι καὶ ἱδρυταὶ θρησκειῶν, ἀλλὰ δὲν κατώρθωσαν νὰ φω­τίσουν τὸ ἔρεβος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. 
Ἔρριξαν λίγο φῶς, μὰ τὸ φῶς τους ἦ­ταν ἀ­σθενικό, ἀνεπαρκές. Οἱ ὡραῖες διδασκα­λίες τους ἦταν ἁ­πλῶς φωτοβολίδες τοῦ αἰωνίου Πνεύματος· φώτιζαν γιὰ λίγο κ᾽ ἔπειτα ἔσβηναν, λησμονοῦνταν, γιὰ ν᾽ ἀφήσουν τὸν κόσμο πάλι στὸ σκοτάδι. Κι ὁ δύστυχος ὁ ἄν­θρωπος περι­επλανᾶτο καὶ παραπατοῦσε στὰ σκοτεινά.
Νά λοιπὸν γιατί ὁ Χριστὸς γεννήθηκε νύχτα. 
Τὸ σκο­τάδι ἐκείνης τῆς νύχτας ἦταν σύμβολο τοῦ ἄλ­λου ἐκείνου σκότους ποὺ βασίλευε παντοῦ. Καὶ τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο τὸ διέλυσε ὁ Χριστός. Ἀνέτειλε σὰν ἥλιος, κι ἀπὸ τότε ἐπὶ 20 αἰῶνες φω­τίζει ὅσους τοὐλάχιστον θέλουν νὰ δοῦν τὸ φῶς καὶ νὰ δεχτοῦν τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὸ σκοτάδι γιὰ νὰ διδάξῃ ὅτι ὅσο μένουμε μακριά του, θὰ ζοῦμε σὰν τυφλοπόν­τικες στὰ αἰώνια σκοτάδια. Γιατὶ αὐ­τὸς εἶνε, κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Γραφῆς, «τὸ Φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12).
Β΄.
Ὁ Χριστὸς ὅμως γεννήθηκε ὄχι μόνο ἐν και­­ρῷ νυκτός, ἀλλὰ καὶ μέσα σ᾽ ἕνα στάβλο· γιατὶ τὸ σπήλαιο ἐκεῖνο, μέσα στὸ ὁποῖο κοιμή­θηκε τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ἰησοῦς, οἱ κάτοικοι τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὡς στάβλο. 
Προτίμησε λοιπὸν τὸν στάβλο, γιατὶ ὁ στάβλος ἦ­ταν τὸ ἄριστο σύμβολο τῆς ἠθικῆς ἀ­καθαρσί­ας τοῦ κόσμου. 
Ἀπὸ τὴν ἠθικὴ σκοπιὰ ἐξεταζό­μενος ὁ ἀρχαῖος κόσμος παρουσίαζε τὸ φαινόμενο ἑνὸς βρώμικου στάβλου μὲ σταβλάρχη – ποιόν ἄλλον· τὸν σατανᾶ.
Ἡ ἁμαρτία σὰν κοπριὰ εἶχε μολύνει τὰ πάν­τα. 
Εἶχε μολύνει τὰ ἀνάκτορα τῶν βασιλέων· ἐκεῖ, μέσα σὲ μαρμάρινες αἴθουσες, γί­νον­ταν τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα ἐγκλήματα ποὺ περι­γράφει ἡ Ἱστορία. 
Ἡ ἁμαρτία εἶχε μολύνει τὰ ἀμφιθέ­ατρα· ἐκεῖ μέσα, μπροστὰ στὰ μάτια αὐτο­κρατόρων καὶ ἄλλων ἐπισήμων, θηρία κατα­σπάραζαν τὶς σάρκες δυστυχισμένων δούλων, ποὺ ἄ­φηναν ἔτσι τὴν τελευταία τους πνοή, γιὰ νὰ δι­ασκεδάζῃ τὸ ῾Ρωμαϊκὸ πλῆθος ποὺ ζη­τοῦσε «ἄρ­­τον καὶ θεάματα». 
Ἡ ἁμαρτία εἶχε μο­λύνει καὶ τοὺς ναούς· ἡ σαρκικὴ ἀ­καθαρσία ἐτελεῖ­το ἐπισήμως μέσα στὰ ἱερὰ τῶν εἰδωλο­λατρῶν, ὅπως π.χ. στὴν Κόρινθο. Ἐ­κεῖ ὁ ναὸς τῆς Ἀφροδίτης δὲν συντηροῦ­σε χῆρες, ὀρφανὰ ἢ φτωχούς, ὄχι· συντηροῦσε 1.000 ἱέρειες τῆς ἀ­κολασί­ας. 
Ἡ πορ­νεία, ἡ βαρειὰ αὐτὴ ἁ­μαρτία, ἦ­ταν ὑ­­πὸ τὴν προστασία τῆς θεᾶς.
 Ἡ ἁμαρτία δὲν ἄφησε τίποτα καθαρό· εἶχε μο­λύνει καὶ τὴν οἰκογένεια· τιμὴ γυ­ναίκας, ἐγκράτεια ἀνδρός, ἀγάπη παιδιοῦ, στοργὴ γονέων, ἦταν λέξεις ἄ­γνωστες στὴν προχριστιανικὴ ἀνθρωπότητα.
Μὲ στάβλο λοιπὸν ἔμοιαζε ὁ ἀρχαῖος κόσμο· στάβλο, ὅπου ἐπὶ αἰῶνες ὁ σατα­νᾶς συσσώρευε ἀκαθαρσίες – ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα· στά­βλο χειρότερο ἀπὸ τοὺς στάβλους τοῦ μυθικοῦ Αὐγείου. 
Καὶ ὅπως ἐκεῖνο τὸ στάβλο μόνο ὁ νοῦς καὶ ἡ τέχνη τοῦ Ἡρακλέους κατώρ­θωσαν νὰ τὸν καθαρίσουν, ἔτσι καὶ τὸν στάβλο αὐτόν, τὴν ἐξαχρειωμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτί­ες ἀν­­θρωπότητα, μόνο ἡ θεία δύναμις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατώρθωσε νὰ τὴν καθαρίσῃ ἀ­πὸ τὰ αἴσχη ποὺ τὴν ἐμόλυναν.
Νά λοιπὸν γιατί γεννήθηκε σὲ στάβλο· γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ ὅτι στάβλος θά ᾽νε καὶ ἡ καρδιά μας, στάβλος θά ᾽νε καὶ ἡ οἰκογένειά μας, στάβλος θά ᾽νε καὶ ἡ κατοικία μας, ὅσο μένου­με μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Γ΄.
Εἴδαμε ἕως ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, γιατί ὁ Κύριός μας γεννήθηκε ἐν καιρῷ νυκτός, εἴδαμε ἐπίσης γιατί ὡς χῶρο τῆς γεννήσεώς του διάλεξε ὄχι ἕ­να καθαρὸ οἴκημα, ἀλλὰ ἕνα σπήλαιο, ἕνα βρώμικο στά­βλο ζῴων. Ἂς δοῦμε τέ­­λος μὲ λίγες λέξεις καὶ γιατί προτίμησε νὰ γεν­νηθῇ ἀπὸ μία φτωχὴ κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία.
Ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ ἐκλέξῃ ὡς μητέρα του μία βασίλισσα, μία πλούσια πριγκίπισσα, μία γυναῖκα φιλόσοφο, κάποια ἀρχόντισσα. Ἀπ᾽ ὅλες αὐτὲς προτίμησε μία καὶ μόνο.
Γιατί; τί βρῆκε σ᾽ αὐτήν;
 Ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν μὲν φτωχὴ καὶ ἄσημη, εἶχε ὅμως ἕνα πολύτιμο θησαυρό, ποὺ δὲν τὸν εἶ­χαν καὶ δὲν τὸν ἔχουν οἱ πλούσιες καὶ ἀρχόντισσες τοῦ κόσμου· θησαυ­ρό, στὸν ὁποῖο δὲν ἔδιναν καμμιά σημασία τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὸν ὁποῖο ἔβλεπαν τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ θαύμαζαν τὰ μάτια τῶν ἀγγέλων. Αὐτὸ τὸν θησαυρὸ ἐζήλωσε αὐ­τή ἡ ἁγία Τριάς! 
Ὁ θησαυρὸς αὐτὸς ἦ­ταν ἡ ὅ­λη ἀρετή της· πλοῦτο της εἶχε τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, στέμμα της τὴν παρθε­νία, πέπλο τὴν ταπείνωσι, κοσμήματα τὴ νῆψι καὶ τὴν προσοχή, διαμάντια ποὺ λαμποκοποῦσαν τὶς προσευχές, ζώνη χρυσῆ τὴν ἐγκράτεια.
Γι᾽ αὐτὸ αὐτὴν ἔκανε Μητέρα Του. Ἐτσι, ἀπ᾽ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἐμφανίσεώς του στὸν κό­σμο, ὁ Χριστὸς διδάσκει ὅλους, ὅτι τὸ μεγαλεῖο δὲν τὸ θέτει οὔτε στοὺς θρόνους τῶν καισάρων, οὔτε στὰ πλούτη τοῦ Μίδα καὶ τοῦ Κροίσου, οὔτε στὶς δόξες τῶν κατα­κτητῶν· τὸ θέτει στὴν ἀρετή, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ σκεπάζεται μὲ τὰ ῥάκη καὶ ζῇ μέσα σὲ ὑγρὰ ὑπόγεια.

* * *

Δὲν θὰ πῶ περισσότερα, ἀγαπητοί μου· οὔ­τε ἡ ὥρα ἄλλως τε τὸ ἐπιτρέπει. Ἀρκετὰ αὐ­τά, γιὰ νὰ πεισθοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἥλιος τῶν ψυχῶν μας, ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνισί του ἐκπέμπει παντοῦ δέσμες φωτὸς καὶ τὸ μήνυμα τῆς εἰρήνης ποὺ ἔφερε στὴ γῆ.
Ὁ ἥλιος – Χριστὸς ἀνατέλλει καὶ πάλι στὸν κόσμο, μολονότι τὰ δελτία εἰδήσεων προκαλοῦν θλῖψι· κάθε τόσο πληροφοροῦν γιὰ ἁψιμαχίες καὶ θύματα πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, κι ὁ ὁρίζοντας εἶνε σκεπα­σμένος μὲ μαῦρα σύννεφα μίσους καὶ ἔχθρας. 
Οἱ ἄπιστοι μᾶς περιγελοῦν λέγοντας· Ἐσεῖς ψάλ­λετε «καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», μὰ ἡ φωτιὰ τοῦ πολέμου δὲν σταμάτησε νὰ καίῃ· ποῦ εἶνε λοιπὸν ἡ εἰρήνη, τὰ ὡ­ραῖα διδάγματα τοῦ Ναζωραίου σας;…
Ἀδελφοί μου, δὲν εὐθύνεται ὁ Χριστός, ἂν οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰ­ρήνη του καὶ προτιμοῦν τὴν κακία καὶ ἐχθρότητα. 
Γι᾽ αὐτὸ μὴν ἀπελπιζώμαστε. 
Τὰ τέκνα τοῦ Χριστοῦ, «τὸ μικρὸν ποίμνιον» (Λουκ. 12,32), ζοῦν τὴν εἰρήνη του. 
Ὅσο γιὰ τὸν κόσμο, ὅ­ταν μετανοήσῃ, τότε θὰ δῇ καὶ αὐτὸς τὰ σύννεφα τοῦ μίσους νὰ διαλύωνται. Γιατὶ ὅσο θὰ ὑπάρχῃ κόσμος καὶ ψυχὲς ποὺ ζητοῦν τὴν κάθαρσι καὶ τὴ λύτρωσι, ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε ὁ ἀπαραίτητος. 
Ὅ,τι εἶνε ὁ ἀέρας γιὰ τὰ πνευμόνια καὶ τὸ φῶς γιὰ τὰ μάτια, αὐτὸ εἶνε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ψυχή. 
Χωρὶς Χριστὸ ἡ ψυχὴ θὰ πάθῃ ἀσφυξία καὶ θὰ ζῇ στὸ σκοτάδι.
Μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ γίνῃ ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου, ἂς ἑνώσουμε θερμὰ τὶς προσευχές μας μὲ τὸν ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας λίαν πιθανῶς τὴν 25-12-1940.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου