Οι κατα σαρκα προγονοι του Χριστου
Λίγα ἁπλᾶ λόγια θὰ σᾶς πῶ, ἀγαπητοί μου, καὶ παρακαλῶ νὰ τὰ προσέξετε. Ἀκούσατε ὅλοι τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο.
Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πιὸ ὡραῖο βιβλίο τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀνώτερο. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει ὅλοι καθημερινῶς νὰ τὸ διαβάζουμε. Ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς φαΐ, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ νὰ περνάῃ χωρὶς νὰ διαβάσουμε ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πιὸ ὡραῖο βιβλίο τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀνώτερο. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει ὅλοι καθημερινῶς νὰ τὸ διαβάζουμε. Ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς φαΐ, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ νὰ περνάῃ χωρὶς νὰ διαβάσουμε ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
Καὶ ὅμως δὲν τὸ διαβάζουμε δυστυχῶς. Μόνο μιὰ φορὰ
τὴ βδομάδα τὸ
ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία. Εἶνε σὰν μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα νὰ τρῶμε ψωμί! Ποιός φταίει γι᾽ αὐτό; Φταῖνε οἱ μανάδες κ᾽ οἱ πατεράδες, ποὺ δὲν ἔμαθαν τὰ παιδιά τους νὰ τὸ μελετοῦν, ὅπως γινόταν τὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια. Κι ὅσοι δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία, δὲν τ᾿ ἀκοῦνε ποτέ στὴ ζωή τους. Ἄλλοι πάλι τὸ Εὐαγγέλιο τὸ βλέπουν μόνο στὸ δικαστήριο ὅταν ὁ πρόεδρος τοὺς λέει «Βάλε τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ὁρκιστῇς» κι αὐτοὶ τὸ βάζουν καὶ καίγονται.
Γιατὶ προτιμότερο νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ παρὰ νὰ ὁρκιστῇς στὸ Εὐαγγέλιο.
Τὸ Εὐαγγέλιο λέει νὰ μὴν κάνουμε ὅρκο καθόλου (βλ. Ματθ. 5,34). Ὁ ὅρκος, ἀκόμα κι ὁ ἀληθινός, εἶνε ἁμαρτία, μεγάλη ἁμαρτία.
Στὴ Φλώρινα βρέθηκα ὅταν μαζεύτηκαν πεντακόσοι νέοι δήμαρχοι καὶ πρόεδροι κοινοτήτων ὅλου τοῦ νομοῦ.
Κάθησα καὶ τοὺς μίλησα μὲ ἀγάπη· ἀλλὰ στὴν ὁρκωμοσία τους δὲν ἔμεινα.
Ἔφυγα, διότι ὁ ὅρκος ἀπαγορεύεται.
Εἶπα μάλιστα στοὺς βουλευτὰς τοῦ νομοῦ, νὰ συμβάλουν νὰ ψηφιστῇ ἀπὸ τὴ Βουλὴ νόμος ποὺ θὰ καταργῇ τὸν ὅρκο· κανείς νὰ μὴν ὁρκίζεται.
Δυστυχῶς τόσοι ἀντίθεοι νόμοι ψηφίστηκαν, καὶ ἕνας τέτοιος εὐλογημένος νόμος, 100% σύμφωνος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ψηφίστηκε ἀκόμη.
Ἂς δοῦμε ὅμως τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ λέγεται Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Διότι τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ θὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἴσως τελευταία.
―Γιατί λὲς «ἴσως τελευταία φορά»; ἐδῶ ὅλοι λέμε «χρόνια πολλά»… Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ Μεγαλοδύναμο ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο.
ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία. Εἶνε σὰν μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα νὰ τρῶμε ψωμί! Ποιός φταίει γι᾽ αὐτό; Φταῖνε οἱ μανάδες κ᾽ οἱ πατεράδες, ποὺ δὲν ἔμαθαν τὰ παιδιά τους νὰ τὸ μελετοῦν, ὅπως γινόταν τὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια. Κι ὅσοι δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία, δὲν τ᾿ ἀκοῦνε ποτέ στὴ ζωή τους. Ἄλλοι πάλι τὸ Εὐαγγέλιο τὸ βλέπουν μόνο στὸ δικαστήριο ὅταν ὁ πρόεδρος τοὺς λέει «Βάλε τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ὁρκιστῇς» κι αὐτοὶ τὸ βάζουν καὶ καίγονται.
Γιατὶ προτιμότερο νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ παρὰ νὰ ὁρκιστῇς στὸ Εὐαγγέλιο.
Τὸ Εὐαγγέλιο λέει νὰ μὴν κάνουμε ὅρκο καθόλου (βλ. Ματθ. 5,34). Ὁ ὅρκος, ἀκόμα κι ὁ ἀληθινός, εἶνε ἁμαρτία, μεγάλη ἁμαρτία.
Στὴ Φλώρινα βρέθηκα ὅταν μαζεύτηκαν πεντακόσοι νέοι δήμαρχοι καὶ πρόεδροι κοινοτήτων ὅλου τοῦ νομοῦ.
Κάθησα καὶ τοὺς μίλησα μὲ ἀγάπη· ἀλλὰ στὴν ὁρκωμοσία τους δὲν ἔμεινα.
Ἔφυγα, διότι ὁ ὅρκος ἀπαγορεύεται.
Εἶπα μάλιστα στοὺς βουλευτὰς τοῦ νομοῦ, νὰ συμβάλουν νὰ ψηφιστῇ ἀπὸ τὴ Βουλὴ νόμος ποὺ θὰ καταργῇ τὸν ὅρκο· κανείς νὰ μὴν ὁρκίζεται.
Δυστυχῶς τόσοι ἀντίθεοι νόμοι ψηφίστηκαν, καὶ ἕνας τέτοιος εὐλογημένος νόμος, 100% σύμφωνος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ψηφίστηκε ἀκόμη.
Ἂς δοῦμε ὅμως τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ λέγεται Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Διότι τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ θὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἴσως τελευταία.
―Γιατί λὲς «ἴσως τελευταία φορά»; ἐδῶ ὅλοι λέμε «χρόνια πολλά»… Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ Μεγαλοδύναμο ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο.
Πέρυσι τέτοιες μέρες πόσοι ἦταν
μαζί μας!
Σήμερα ζοῦν; Δὲ ζοῦν. Πέθαναν μέσα στὸ ἔτος αὐτό. Ἴσως αὐτὲς νά ᾽νε καὶ γιὰ μᾶς οἱ τελευταῖες γιορτές. Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.
Σήμερα ζοῦν; Δὲ ζοῦν. Πέθαναν μέσα στὸ ἔτος αὐτό. Ἴσως αὐτὲς νά ᾽νε καὶ γιὰ μᾶς οἱ τελευταῖες γιορτές. Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.
* * *
Κυριακή, λοιπόν, πρὸ τῆς Χριστοῦ
Γεννήσεως.
Παράξενο τὸ εὐαγγέλιο· εἶνε ὅλο ὀνόματα, πενήντα περίπου. Εἶνε ὀνόματα ἑβραϊκά, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ ἔζησαν στὰ πρὸ Χριστοῦ χρόνια. Κ᾽ ἔχουν σημασία τὰ ὀνόματα; Μεγάλη. Στὸ Εὐαγγέλιο καὶ μιὰ τελεία κ᾽ ἕνα κόμμα ἔχει σημασία. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα αὐτά. Ποιά σημασία ἔχουν; Διδάσκουν μερικὲς σπουδαῖες ἀλήθειες.
⃝ Τ᾽ ἀκοῦμε τώρα καὶ δὲ μᾶς κάνουν ἐντύπωσι. Στὴν ἐποχή τους ὅμως ἔκαναν μεγάλο θόρυβο, ὅπως σήμερα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων. Παντοῦ ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ πρωθυπουργοῦ ἢ τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός θὰ θυμᾶται ποιός ἦταν πρόεδρος δημοκρατίας καὶ ποιός πρωθυπουργὸς καὶ ποιός δεσπότης; Περνοῦν, φεύγουν, σβήνουν. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα ὅλων αὐτῶν. Ἄλλος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔζησε πεντακόσα, ἄλλος χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Μερικοὶ ἦταν πλούσιοι, πολὺ πλούσιοι καὶ ἔνδοξοι.
Ὡρισμένων τὸ ὄνομα ἔγινε γνωστὸ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο.
Τέτοιος π.χ. ἦταν ὁ Σολομῶν. Εἶχε δόξα καὶ πλούτη, στέρνα γεμάτη χρυσᾶ νομίσματα. Ἀπήλαυσε ὅ,τι θαυμάζει ὁ κόσμος, καὶ ἔζησε χρόνια πολλά.
Ὅλα τὰ δοκίμασε· καὶ γυναῖκες, καὶ λεπτά, καὶ φήμη, καὶ δόξα. Ἂν κάποιος τὸν ρωτοῦσε ὅταν πλέον γέρασε, «Τί κατάλαβες στὴ ζωή σου ἀπ᾽ ὅλα ὅσα γεύθηκες;», θὰ ἔλεγε· Ἔμαθα ἕνα πρᾶγμα, τὸ πιὸ δύσκολο μάθημα· ὅτι «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2· 12,8).
Εἶνε αὐτὸ ποὺ τραγουδᾷ ποιητὴς τοῦ λαοῦ μας· «Δακρύζω μὲ παράπονο, μὲ πόνο συλλογοῦμαι, πὼς εἶνε ὅλα μάταια στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ ζοῦμε».
Ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ δόξες, ματαιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης οἱ γυναῖκες, ματαιότης τὰ πάντα. Ἕνα μόνο ἀξίζει καὶ μένει αἰώνιο· νά ᾽χῃς φόβο Θεοῦ καὶ νὰ τηρῇς τὶς ἐντολές του (ἔ.ἀ.. 12,13). Αὐτὰ συλλογιζόμαστε κ᾽ ἐμεῖς στὶς κηδεῖες ὅταν ψάλλουμε· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον…».
Πῆγα στὰ μνήματα καὶ τί εἶδα; Κόκκαλα γυμνά. Καὶ ρώτησα· Τί νά ᾽ταν ἆραγε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, βασιλιᾶς ἢ στρατιώτης, πλούσιος ἢ φτωχός, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;… (νεκρ. ἰδιόμ. γ΄ καὶ πλ. α΄ ἤχ.).
⃝ Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ματαιότητα διδάσκουν καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀκούσαμε κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ κ᾽ εἶνε ἄνθρωποι μὲ ἀδυναμίες, κλαδιὰ καὶ καρποὶ ἑνὸς δέντρου ποὺ ἡ ῥίζα του εἶνε σάπια. ῾Ρίζα τοῦ δέντρου τῆς ἀνθρωπότητος εἶνε ὁ Ἀδὰμ ποὺ ἁμάρτησε, κι ὅσοι κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ φέρουν ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅπως τοῦ Χριστοῦ ἔτσι καὶ οἱ δικοί μας πρόγονοι, ἄλλος περισσότερο ἄλλος λιγώτερο, ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Δὲ γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· μιὰ μάνα μᾶς γέννησε, καὶ τὴ μάνα τὴ γέννησε ὁ παπποῦς μας, καὶ τὸν παπποῦ κάποιος ἄλλος, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. Ἂν μπορούσαμε νὰ μάθουμε ποιοί ἦταν οἱ πρόγονοί μας πρὶν ἑκατὸ χρόνια!… Ἄλλοι θά ᾿ταν κλέφτες, ἄλλοι φονιᾶδες, ἄλλοι πόρνοι ἢ μοιχοὶ καὶ λοιποὶ ἐγκληματίες. Τρομακτικὸ γιὰ ὅλους τὸ παρελθόν. Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, σὲ παρακαλῶ, ἄλλοτε, ὅταν γράφῃς τὴν ἱστορία τοῦ τόπου στὸ περιοδικό σου, μὴ γράφεις τὸ ὄνομά μας. –Γιατί; τοῦ λέω. –Μὴ γράφεις τὸν πατέρα μου, γιατὶ στὰ χρόνια ἐκεῖνα σκότωσε, καὶ ντρέπομαι!…
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ δὲ μοιάζει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἀποφάσισε νὰ ἔρθῃ νὰ γεννηθῇ ὡς ἄνθρωπος, ἔχει καὶ αὐτὸς μητέρα, τὴν Παναγία Παρθένο. Δὲν ἔχει ὅμως πατέρα. Ὅλοι ἔχουν πατέρα· ἔτσι ὥρισε ὁ Θεός, νὰ σμίγῃ τὸ ἀντρόγυνο καὶ νὰ γεννάῃ παιδιά. Ὁ Χριστὸς ὅμως γεννήθηκε χωρὶς πατέρα, χωρὶς σπέρμα ἀνδρός. Γεννήθηκε ὄχι κατὰ φυσικὸ τρόπο, ποὺ γεννώμεθα ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τρόπο ὑπερφυσικό. «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν» (Ἠσ. 7,14). Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος εἶχε προγόνους κατὰ σάρκα –εἶνε τὰ ὀνόματα ποὺ ἀκούσαμε–, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲ ντρέπεται νὰ δηλώνῃ τοὺς προγόνους του, ποὺ πολλοὶ μάλιστα ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν πολὺ ἁμαρτωλοί. Γιατί; Διότι ἦρθε νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς.
⃝ Τὰ ὀνόματα λοιπὸν αὐτὰ μᾶς διδάσκουν τὴ ματαιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲ ντράπηκε νὰ ἔχῃ τέτοιους προγόνους. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως εἶνε ὅτι περιέχουν προφητεία. Γιατὶ ὅλοι αὐτοί, τόσους αἰῶνες, ὅλοι ζοῦσαν μὲ μιὰ λαχτάρα. Ἄχ, ἔλεγαν, πότε νὰ τελειώσῃ ἡ νύχτα, πότε νὰ ξημερώσῃ νὰ βγῇ τ᾽ ἀστέρι! ὤ νὰ προλάβουμε νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ δοῦμε τὸ Χριστό! Ὅλοι τους, ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν τελευταῖο, αὐτὸ περίμεναν. Καὶ δὲν τὸ εἶδαν. Μόνο ὁ γέρων Συμεὼν πρόλαβε, κι ὅταν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστὸ εἶπε· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, …ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…» (Λουκ. 2,29-30)· σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μ᾿ ἀξίωσες νὰ δῶ τ᾿ ἀστέρι, νὰ δῶ τὸ Χριστὸ ποὺ γεννήθηκε. Σήμερα λοιπὸν ἡ προφητεία ἐκπληρώνεται. Αὐτὸ ποὺ προσδοκοῦσε ὁ Ἀδάμ, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Δαυΐδ, ὅλοι οἱ προπάτορες, πραγματοποιεῖται. Κι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸν εἶδαν ἐδῶ, τὸν εἶδαν κάτω στὸν ᾅδη. Γιατὶ ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὸ κορμὶ σαπίζει καὶ τὸ τρῶνε τὰ σκουλήκια, ἡ ψυχὴ ὅμως ζῇ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἐκεῖ λοιπὸν στὸν κόσμο τοῦ ᾅδου εἶδαν κι αὐτοὶ τὸ ἀστέρι.
Ὁ Χριστὸς εἶπε· Ὁ «Ἀβραὰμ …ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰω. 8,56). Κι ἀκόμα πιὸ λαμπρὸ εἶδαν τὸ ἀστέρι – πότε; Κατὰ τὴν Ἀνάστασι, ὅταν μετὰ τὴν Σταύρωσι καὶ τὴν Ταφὴ ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν ᾅδη.
Παράξενο τὸ εὐαγγέλιο· εἶνε ὅλο ὀνόματα, πενήντα περίπου. Εἶνε ὀνόματα ἑβραϊκά, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ ἔζησαν στὰ πρὸ Χριστοῦ χρόνια. Κ᾽ ἔχουν σημασία τὰ ὀνόματα; Μεγάλη. Στὸ Εὐαγγέλιο καὶ μιὰ τελεία κ᾽ ἕνα κόμμα ἔχει σημασία. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα αὐτά. Ποιά σημασία ἔχουν; Διδάσκουν μερικὲς σπουδαῖες ἀλήθειες.
⃝ Τ᾽ ἀκοῦμε τώρα καὶ δὲ μᾶς κάνουν ἐντύπωσι. Στὴν ἐποχή τους ὅμως ἔκαναν μεγάλο θόρυβο, ὅπως σήμερα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων. Παντοῦ ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ πρωθυπουργοῦ ἢ τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός θὰ θυμᾶται ποιός ἦταν πρόεδρος δημοκρατίας καὶ ποιός πρωθυπουργὸς καὶ ποιός δεσπότης; Περνοῦν, φεύγουν, σβήνουν. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα ὅλων αὐτῶν. Ἄλλος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔζησε πεντακόσα, ἄλλος χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Μερικοὶ ἦταν πλούσιοι, πολὺ πλούσιοι καὶ ἔνδοξοι.
Ὡρισμένων τὸ ὄνομα ἔγινε γνωστὸ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο.
Τέτοιος π.χ. ἦταν ὁ Σολομῶν. Εἶχε δόξα καὶ πλούτη, στέρνα γεμάτη χρυσᾶ νομίσματα. Ἀπήλαυσε ὅ,τι θαυμάζει ὁ κόσμος, καὶ ἔζησε χρόνια πολλά.
Ὅλα τὰ δοκίμασε· καὶ γυναῖκες, καὶ λεπτά, καὶ φήμη, καὶ δόξα. Ἂν κάποιος τὸν ρωτοῦσε ὅταν πλέον γέρασε, «Τί κατάλαβες στὴ ζωή σου ἀπ᾽ ὅλα ὅσα γεύθηκες;», θὰ ἔλεγε· Ἔμαθα ἕνα πρᾶγμα, τὸ πιὸ δύσκολο μάθημα· ὅτι «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2· 12,8).
Εἶνε αὐτὸ ποὺ τραγουδᾷ ποιητὴς τοῦ λαοῦ μας· «Δακρύζω μὲ παράπονο, μὲ πόνο συλλογοῦμαι, πὼς εἶνε ὅλα μάταια στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ ζοῦμε».
Ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ δόξες, ματαιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης οἱ γυναῖκες, ματαιότης τὰ πάντα. Ἕνα μόνο ἀξίζει καὶ μένει αἰώνιο· νά ᾽χῃς φόβο Θεοῦ καὶ νὰ τηρῇς τὶς ἐντολές του (ἔ.ἀ.. 12,13). Αὐτὰ συλλογιζόμαστε κ᾽ ἐμεῖς στὶς κηδεῖες ὅταν ψάλλουμε· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον…».
Πῆγα στὰ μνήματα καὶ τί εἶδα; Κόκκαλα γυμνά. Καὶ ρώτησα· Τί νά ᾽ταν ἆραγε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, βασιλιᾶς ἢ στρατιώτης, πλούσιος ἢ φτωχός, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;… (νεκρ. ἰδιόμ. γ΄ καὶ πλ. α΄ ἤχ.).
⃝ Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ματαιότητα διδάσκουν καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀκούσαμε κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ κ᾽ εἶνε ἄνθρωποι μὲ ἀδυναμίες, κλαδιὰ καὶ καρποὶ ἑνὸς δέντρου ποὺ ἡ ῥίζα του εἶνε σάπια. ῾Ρίζα τοῦ δέντρου τῆς ἀνθρωπότητος εἶνε ὁ Ἀδὰμ ποὺ ἁμάρτησε, κι ὅσοι κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ φέρουν ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅπως τοῦ Χριστοῦ ἔτσι καὶ οἱ δικοί μας πρόγονοι, ἄλλος περισσότερο ἄλλος λιγώτερο, ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Δὲ γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· μιὰ μάνα μᾶς γέννησε, καὶ τὴ μάνα τὴ γέννησε ὁ παπποῦς μας, καὶ τὸν παπποῦ κάποιος ἄλλος, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. Ἂν μπορούσαμε νὰ μάθουμε ποιοί ἦταν οἱ πρόγονοί μας πρὶν ἑκατὸ χρόνια!… Ἄλλοι θά ᾿ταν κλέφτες, ἄλλοι φονιᾶδες, ἄλλοι πόρνοι ἢ μοιχοὶ καὶ λοιποὶ ἐγκληματίες. Τρομακτικὸ γιὰ ὅλους τὸ παρελθόν. Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, σὲ παρακαλῶ, ἄλλοτε, ὅταν γράφῃς τὴν ἱστορία τοῦ τόπου στὸ περιοδικό σου, μὴ γράφεις τὸ ὄνομά μας. –Γιατί; τοῦ λέω. –Μὴ γράφεις τὸν πατέρα μου, γιατὶ στὰ χρόνια ἐκεῖνα σκότωσε, καὶ ντρέπομαι!…
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ δὲ μοιάζει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἀποφάσισε νὰ ἔρθῃ νὰ γεννηθῇ ὡς ἄνθρωπος, ἔχει καὶ αὐτὸς μητέρα, τὴν Παναγία Παρθένο. Δὲν ἔχει ὅμως πατέρα. Ὅλοι ἔχουν πατέρα· ἔτσι ὥρισε ὁ Θεός, νὰ σμίγῃ τὸ ἀντρόγυνο καὶ νὰ γεννάῃ παιδιά. Ὁ Χριστὸς ὅμως γεννήθηκε χωρὶς πατέρα, χωρὶς σπέρμα ἀνδρός. Γεννήθηκε ὄχι κατὰ φυσικὸ τρόπο, ποὺ γεννώμεθα ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τρόπο ὑπερφυσικό. «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν» (Ἠσ. 7,14). Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος εἶχε προγόνους κατὰ σάρκα –εἶνε τὰ ὀνόματα ποὺ ἀκούσαμε–, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲ ντρέπεται νὰ δηλώνῃ τοὺς προγόνους του, ποὺ πολλοὶ μάλιστα ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν πολὺ ἁμαρτωλοί. Γιατί; Διότι ἦρθε νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς.
⃝ Τὰ ὀνόματα λοιπὸν αὐτὰ μᾶς διδάσκουν τὴ ματαιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲ ντράπηκε νὰ ἔχῃ τέτοιους προγόνους. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως εἶνε ὅτι περιέχουν προφητεία. Γιατὶ ὅλοι αὐτοί, τόσους αἰῶνες, ὅλοι ζοῦσαν μὲ μιὰ λαχτάρα. Ἄχ, ἔλεγαν, πότε νὰ τελειώσῃ ἡ νύχτα, πότε νὰ ξημερώσῃ νὰ βγῇ τ᾽ ἀστέρι! ὤ νὰ προλάβουμε νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ δοῦμε τὸ Χριστό! Ὅλοι τους, ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν τελευταῖο, αὐτὸ περίμεναν. Καὶ δὲν τὸ εἶδαν. Μόνο ὁ γέρων Συμεὼν πρόλαβε, κι ὅταν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ Χριστὸ εἶπε· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, …ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…» (Λουκ. 2,29-30)· σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μ᾿ ἀξίωσες νὰ δῶ τ᾿ ἀστέρι, νὰ δῶ τὸ Χριστὸ ποὺ γεννήθηκε. Σήμερα λοιπὸν ἡ προφητεία ἐκπληρώνεται. Αὐτὸ ποὺ προσδοκοῦσε ὁ Ἀδάμ, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Δαυΐδ, ὅλοι οἱ προπάτορες, πραγματοποιεῖται. Κι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸν εἶδαν ἐδῶ, τὸν εἶδαν κάτω στὸν ᾅδη. Γιατὶ ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὸ κορμὶ σαπίζει καὶ τὸ τρῶνε τὰ σκουλήκια, ἡ ψυχὴ ὅμως ζῇ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἐκεῖ λοιπὸν στὸν κόσμο τοῦ ᾅδου εἶδαν κι αὐτοὶ τὸ ἀστέρι.
Ὁ Χριστὸς εἶπε· Ὁ «Ἀβραὰμ …ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰω. 8,56). Κι ἀκόμα πιὸ λαμπρὸ εἶδαν τὸ ἀστέρι – πότε; Κατὰ τὴν Ἀνάστασι, ὅταν μετὰ τὴν Σταύρωσι καὶ τὴν Ταφὴ ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν ᾅδη.
* * *
Μὲ τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ
εἶνε τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονός, ἡ ἱστορία, ἀγαπητοί μου, χωρίζεται στὰ
δύο, στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ στὴ μετὰ Χριστόν. Ἐμεῖς ζοῦμε μετὰ Χριστόν.
Καὶ πρέπει μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μας νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γι᾽ αὐτό. Ἂν
ζούσαμε πρὸ Χριστοῦ, δὲν θὰ λατρεύαμε –ἀλλοίμονο– τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ
τὰ εἴδωλα, ψεύτικους θεοὺς καὶ ζῷα. Ἀλλὰ ἦρθε τὸ ἀστέρι καὶ μᾶς δίδαξε,
ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός·
ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ γεννηθήκαμε μετὰ Χριστόν, ἀπὸ
γονεῖς Χριστιανοὺς καὶ σὲ ὀρθόδοξη πατρίδα. Ἀλλὰ καὶ νὰ προσέξουμε νὰ
ζοῦμε χριστιανικά. Πολλοὶ εἶνε Χριστιανοί, ἀλλὰ ζοῦν σὰν εἰδωλολάτρες.
Πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα. Ἂς προετοιμαστοῦμε. Νὰ ἔρθουμε ὅλοι τὴν ἅγια νύχτα, νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ προσκυνήσουμε τὸν Σωτῆρα, νὰ δοῦμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀγγέλους. Κι ἂς θυμηθοῦμε τὶς περασμένες γενεὲς ποὺ αἰῶνες περίμεναν τὸ Χριστό, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξολογοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες· ἀμήν.
Πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα. Ἂς προετοιμαστοῦμε. Νὰ ἔρθουμε ὅλοι τὴν ἅγια νύχτα, νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ προσκυνήσουμε τὸν Σωτῆρα, νὰ δοῦμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀγγέλους. Κι ἂς θυμηθοῦμε τὶς περασμένες γενεὲς ποὺ αἰῶνες περίμεναν τὸ Χριστό, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξολογοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Παπαγιάννη – Φλωρίνης τὴν 21-12-1986.Αποστολικό Ανάγνωσμα
Δος μας, Κυριε, την πiστι!
(Ἑβρ. 11,9, 33, 40)
Εἴμαστε,
ἀγαπητοί μου, μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί· αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλήθεια, εἴτε θέλουμε
νὰ τὸ παραδεχθοῦμε εἴτε ὄχι. Ἡ φιλαυτία, βλέπετε, ἐξιδανικεύει τὶς
ἀτέλειές μας καὶ ἐξωραΐζει τὶς ἀσχημίες μας.
Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ αἰτία πού, ἐνῷ εἴμαστε μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί, δὲν τὸ συναισθανόμαστε ὅσο θὰ ἔπρεπε.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ συναισθανθοῦμε πόσο μικροὶ εἴμαστε, φτάνει νὰ συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ μεγάλα ἀναστήματα καὶ ἁγίους ἀνθρώπους, μὲ τοὺς μάρτυρες, μὲ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινῆς διαθήκης.
Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ αἰτία πού, ἐνῷ εἴμαστε μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί, δὲν τὸ συναισθανόμαστε ὅσο θὰ ἔπρεπε.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ συναισθανθοῦμε πόσο μικροὶ εἴμαστε, φτάνει νὰ συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ μεγάλα ἀναστήματα καὶ ἁγίους ἀνθρώπους, μὲ τοὺς μάρτυρες, μὲ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινῆς διαθήκης.
Ὅπως ὅταν
βρεθοῦμε στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ ὑψηλοῦ καὶ ἀτενίζουμε τὴν κορυφή
του αἰσθανόμαστε ὅτι τὸ ἀνάστημά μας εἶνε σπιθαμιαῖο, μηδαμινὸ
ἐμπρὸς στὸ ὕψος, στὸ «ἀνάστημα» τοῦ βουνοῦ, ἔτσι καὶ ὅταν γιὰ μιὰ
στιγμὴ σταθοῦμε καὶ συγκρίνουμε τὴ ζωὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ μὲ τὸν ἅγιο βίο
τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, τότε βλέπουμε ὅτι δὲν εἴμαστε τίποτα, ὅτι
εἴμαστε μικροὶ μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τους καὶ ἁμαρτωλοὶ μπροστὰ στὴν
ἁγιωσύνη τους.
Εἴμαστε νᾶνοι μπροστὰ σὲ γίγαντες· νᾶνοι ἐμεῖς, γίγαντες ἐκεῖνοι.
Ἔκπληκτοι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῶν ἁγίων ἀποροῦμε καὶ σκεπτόμαστε· πῶς ἐκεῖνοι κατώρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ τόσο μεγάλα ὕψη ἀρετῆς; πῶς μπόρεσαν νὰ πετάξουν τόσο ψηλά, ἐκεῖ ποὺ ἐμεῖς οὔτε ν᾽ ἀτενίσουμε δὲν μποροῦμε; Τί τοὺς ὕψωσε ὣς ἐκεῖ, ποιά ἦταν ἡ δύναμι ἐκείνη ποὺ τοὺς ἁγίασε;
Στὴν ἀπορία μας ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ εἶνε παρμένο ἀπὸ τὴ θεόπνευστη πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἡ δύναμις λοιπὸν αὐτὴ ἡ μεγάλη ἦταν –μία λέξις– ἡ πίστις.
Εἴμαστε νᾶνοι μπροστὰ σὲ γίγαντες· νᾶνοι ἐμεῖς, γίγαντες ἐκεῖνοι.
Ἔκπληκτοι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῶν ἁγίων ἀποροῦμε καὶ σκεπτόμαστε· πῶς ἐκεῖνοι κατώρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ τόσο μεγάλα ὕψη ἀρετῆς; πῶς μπόρεσαν νὰ πετάξουν τόσο ψηλά, ἐκεῖ ποὺ ἐμεῖς οὔτε ν᾽ ἀτενίσουμε δὲν μποροῦμε; Τί τοὺς ὕψωσε ὣς ἐκεῖ, ποιά ἦταν ἡ δύναμι ἐκείνη ποὺ τοὺς ἁγίασε;
Στὴν ἀπορία μας ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ εἶνε παρμένο ἀπὸ τὴ θεόπνευστη πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἡ δύναμις λοιπὸν αὐτὴ ἡ μεγάλη ἦταν –μία λέξις– ἡ πίστις.
Ἡ
λέξι «πίστις» ἀκούγεται κατ᾽ ἐπανάληψιν στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα
(Ἑβρ. 11,9,33,40). Μὲ τὴν πίστι οἱ ἅγιοι νίκησαν τοὺς πάντες καὶ τὰ
πάντα. Καὶ συγκεκριμένα νίκησαν· 1ον στοιχεῖα τῆς φύσεως. 2ον θηρία.
3ον βασιλεῖς καὶ τυράννους. Καὶ 4ον νίκησαν κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ τρομερὰ
μαρτύρια. Ἂς τὰ πάρουμε αὐτὰ ἕνα – ἕνα.
* * *
1ον. Οἱ ἅγιοι νίκησαν στοιχεῖα τῆς φύσεως.
Ὑπάρχει φοβερώτερο ἀπὸ τὴ φωτιά; Νά ὅμως ποὺ κάποιοι νίκησαν τὴ
φωτιά. Ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἔρριξε μέσα σ᾽ ἕνα
πυρακτωμένο καμίνι δεμένους τοὺς Τρεῖς Παῖδας, τὸν Ἀνανία, τὸν Ἀζαρία
καὶ τὸν Μισαήλ (στὰ βαβυλωνιακὰ Σεδράχ, Μισάχ, καὶ Ἀβδεναγώ), καὶ δὲν
ἔπαθαν τίποτα! «Οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ», δὲν τοὺς ἄγγιξε
καθόλου ἡ φωτιά.
Γιατί;
Γιατὶ εἶχαν πίστι ὅτι ὁ Κύριος, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, δὲν θὰ τοὺς ἀφήσῃ ἀβοήθητους. Καὶ πράγματι ὁ Μέγας Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελό του καὶ τοὺς ἔσωσε. Ὁ Κύριος μετέβαλε τὸ καμίνι σὲ δροσιά.
Καὶ ἐνῷ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσῃ ἐκεῖ κανείς, ἀφοῦ οἱ φλόγες ἔφταναν σὲ πολλὰ μέτρα ὕψος, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου «ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον». Ἀντὶ νὰ καοῦν καὶ νὰ γίνουν στάχτη, αὐτοὶ στὴ μέση τῆς καμίνου ἔνιωθαν νὰ τοὺς δροσίζει ἕνα ἐξαίσιο ἀεράκι.
Τότε καὶ οἱ τρεῖς μ᾽ ἕνα στόμα «ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ…» (Δαν. 3,25-27). Ποιός ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτό; Ἡ πίστις.
Γιατί;
Γιατὶ εἶχαν πίστι ὅτι ὁ Κύριος, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, δὲν θὰ τοὺς ἀφήσῃ ἀβοήθητους. Καὶ πράγματι ὁ Μέγας Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελό του καὶ τοὺς ἔσωσε. Ὁ Κύριος μετέβαλε τὸ καμίνι σὲ δροσιά.
Καὶ ἐνῷ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσῃ ἐκεῖ κανείς, ἀφοῦ οἱ φλόγες ἔφταναν σὲ πολλὰ μέτρα ὕψος, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου «ἐξετίναξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον». Ἀντὶ νὰ καοῦν καὶ νὰ γίνουν στάχτη, αὐτοὶ στὴ μέση τῆς καμίνου ἔνιωθαν νὰ τοὺς δροσίζει ἕνα ἐξαίσιο ἀεράκι.
Τότε καὶ οἱ τρεῖς μ᾽ ἕνα στόμα «ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ…» (Δαν. 3,25-27). Ποιός ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτό; Ἡ πίστις.
2ον. Οἱ ἅγιοι νίκησαν θηρία. Ὑπάρχει θηρίο πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὸ λιοντάρι; Ἡ πίστις ὅμως νίκησε καὶ ἄγρια θηρία· δὲν ἔσβησε μόνο τὴν «δύναμιν πυρός», ἀλλὰ ἔφραξε καὶ «στόματα λεόντων» (Ἑβρ. 11,34). Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Σαμψών, ποὺ ὅταν κάποτε τοῦ ἐπιτέθηκε ἕνας «σκύμνος λέοντος ὠρυόμενος» τσάκισε τὸ λιοντάρι λὲς καὶ ἦταν κανένα κατσικάκι (βλ. Κριτ. 14,5-6). Νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν Δαυΐδ, ποὺ σὰν νεαρὸς βοσκὸς χτυποῦσε καὶ θανάτωνε λιοντάρια καὶ ἀρκοῦδες ὅταν πήγαιναν νὰ κατασπαράξουν τὰ πρόβατά του (βλ. Α΄ Βασ. 17,34-35). Ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸν προφήτη Δανιήλ, ποὺ δὲν φοβήθηκε ὅταν τὸν ἔρριξαν στὸ λάκκο τῶν λεόντων· ὁ Θεὸς προστάτευσε τὸν ἐκλεκτὸ δοῦλο του καὶ τὰ λιοντάρια δὲν τὸν πείραξαν (βλ. Δαν. 6,1-18). Ἡ πίστι τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνδρῶν νίκησε· αὐτὴ ἔφραζε τὰ στόματα τῶν λεόντων.
3ον. Οἱ ἅγιοι λοιπὸν νίκησαν τὴ φωτιά, νίκησαν τὰ ἄγρια θηρία· νίκησαν ἐπίσης βασιλεῖς καὶ τυράννους. Ὁ Μωυσῆς νικᾷ τὸ φαραὼ βασιλιᾶ τῶν Αἰγυπτίων, «μὴ φοβηθεὶς τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως» (Ἑβρ. 11,27). Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ νικᾷ τοὺς 29 βασιλεῖς τῶν Χαναναίων (βλ. Ἰησ. Ναυ. 10ο-12ο· περ. «Σταυρός» 1972, σσ. 88-9, 124-5). Ὁ Σαμψὼν τοὺς τυράννους του (βλ. Κριτ. 13ο-16ο). Ὁ Δαυῒδ νικᾷ τὸν σιδηρόφρακτο γίγαντα Γολιάθ (βλ. Α΄ Βασ. 17ο). Ὅλοι αὐτοὶ δὲν εἶχαν πολλὰ στρατεύματα, δὲν εἶχαν ἅρματα, ἱππικό, κανόνια καὶ ὅπλα· εἶχαν ὅμως μέσα τους πίστι στὸν Κύριο, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ πίστι εἶνε τὸ μεγαλύτερο καὶ ἰσχυρότερο ὅπλο, καὶ μ᾽ αὐτὸ ἔτρεψαν σὲ φυγὴ πολυάριθμα στρατεύματα. Οἱ λίγοι νίκησαν τοὺς πολλούς, οἱ ἄοπλοι τοὺς ὡπλισμένους, οἱ ἀδύνατοι τοὺς ἰσχυρούς, οἱ μικροὶ τοὺς μεγάλους. Πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα; Μόνο μὲ τὴν πίστι, τὴ θερμὴ καὶ μεγάλη.
4ον. Οἱ ἅγιοι τέλος μὲ τὴν πίστι νίκησαν καὶ αὐτὰ τὰ φοβερὰ μαρτύρια. Ὤ καὶ τί δοκιμασίες ὑπέφεραν οἱ ἅγιοι! Ἄλλους, ὅπως εἴδαμε, τοὺς ἔρριξαν στὴ φωτιά (=τοὺς Τρεῖς Παῖδας), ἄλλον στὰ λιοντάρια (=τὸν προφήτη Δανιήλ), ἄλλον σὲ βόρβορο – ἀποχωρητήρια (=τὸν προφήτη Ἰερεμία), ἄλλον τὸν πριόνισαν, ἄλλους τοὺς λιθοβόλησαν, ἄλλον τὸν ἐφόνευσαν μὲ ἄλλο τρόπο (π.χ. τὸν προφήτη Ἰεζεκιήλ).
Γι᾽ αὐτὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος, ὅτι «ἄλλοι ἐτυμπανίσθησαν (=τοὺς ἔδεσαν στὸ ὄργανο βασανισμοῦ ποὺ λέγεται τύμπανο)…, ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον (=τοὺς περιέπαιξαν καὶ τοὺς μαστίγωσαν), ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς (=τοὺς ἔδεσαν καὶ τοὺς φυλάκισαν)· ἐλιθάσθησαν (= τοὺς λιθοβόλησαν, π.χ. τὸν προφήτη Ἰερεμία καὶ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο), ἐπρίσθησαν (= τοὺς πριόνισαν, π.χ. τὸν προφήτη Ἠσαΐα ποὺ τὸν πριόνισαν ζωντανὸ οἱ Ἰουδαῖοι), ἐπειράσθησαν (=πέρασαν δυνατοὺς πειρασμούς), ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (=τοὺς ἔσφαξαν μὲ μαχαίρι), περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν (=περιφέρονταν σκεπασμένοι μὲ δέρματα ἀπὸ πρόβατα καὶ κατσίκια), ὑστερούμενοι θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11,35-38).
Ἄλλοι, δηλαδή, ἔζησαν μέσα σὲ σπηλιές, γιὰ ν᾽
ἀποφύγουν τοὺς διῶκτες καὶ μὴ ἔχοντας τί νὰ ῥίξουν πάνω τους φοροῦσαν
προβειές, ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας.
Ὅλα τὰ ὑπέμειναν γιὰ τὸν Κύριο.
Ὅλα τὰ ὑπέμειναν γιὰ τὸν Κύριο.
Τίποτα δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ
τοὺς κλονίσῃ· οὔτε φωτιές, οὔτε λιοντάρια, οὔτε τύραννοι, οὔτε
φυλακές, οὔτε σπαθιά, οὔτε μαχαίρια καὶ πριόνια, οὔτε τίποτε ἄλλο
φοβερό.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος σήμερα βάδισαν
μὲ ἀπόφασι, μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία πρὸς τὸ μαρτύριο, πρὸς τὸ θάνατο.
Καὶ τὰ νίκησαν ὅλα αὐτά, γιατὶ εἶχαν πίστι μέσα τους.
Πίστευαν
θερμὰ στὸν Κύριο.
Πίστευαν στὴ μέλλουσα ζωή, στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Πίστευαν σὲ μέλλουσα κρίσι καὶ ἀνταπόδοσι.
Πίστευαν ἀκράδαντα,
ἀκλόνητα, ὅτι ἐκεῖ πάνω ὑπάρχει ἡ πραγματικὴ ζωή.
Προσδοκοῦσαν νὰ
κατοικήσουν στὴν πόλι ἐκείνη, ποὺ τὴν ἔχουν χτίσει ὄχι χέρια ἀνθρώπων
ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Θεός (βλ. ἔ.ἀ. 11,10).
* * *
Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τί κάνουμε;
Ἔχουμε ἆραγε τὴν πίστι ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι ἄνδρες; Ἄχ, εἶνε
λυπηρό, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσουμε μὲ συντριβή· δὲν ἔχουμε πίστι.
Γι᾽ αὐτό, ἀντὶ νὰ τὰ νικοῦμε ὅλα, ἀντιθέτως μᾶς νικοῦν ὅλα. Μᾶς
νικοῦν τὰ δαιμόνια· δὲν ἔχουμε τὴ δύναμι νὰ ἐκδιώξουμε ἕνα δαίμονα. Μᾶς
νικοῦν οἱ ἄπιστοι· ἀντὶ νὰ τοὺς τραβήξουμε ἐμεῖς στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ,
μᾶς παρασύρουν αὐτοὶ στὸ δρόμο τοῦ διαβόλου. Μᾶς νικοῦν οἱ πειρασμοί·
μᾶς δελεάζει ἡ σάρκα, μᾶς ἑλκύει ὁ κόσμος, μᾶς παγιδεύει ὁ διάβολος.
Γιατί; Γιατὶ δὲν καίει μέσα μας ἡ πίστις.
Ὤ καὶ ἂν εἴχαμε μέσα μας μιὰ σπίθα ἀπὸ τὴν πίστι ποὺ εἶχαν οἱ
ἅγιοι τοῦ Θεοῦ! πόσο διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ ζωή μας! Θὰ νικούσαμε τὸν
κόσμο, τὴ σάρκα, τὸν διάβολο, καὶ νικηταὶ θὰ πηγαίναμε ν᾽ ἀνταμώσουμε
ὅλους τοὺς ἁγίους, ποὺ μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες μᾶς περιμένουν, γιὰ νὰ
ζήσουμε ὅλοι μακάριοι κ᾽ εὐτυχισμένοι κοντὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μας.
Ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς μᾶς περιμένει. Κοντά του μᾶς περιμένει καὶ ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι. Ἀξίζει νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς μὲ πίστι.
Καὶ ἂν δὲν τὴν ἔχουμε, ἂς τὴν ζητήσουμε λέγοντας πάντα καὶ θερμὰ στὶς προσευχές μας· Κύριε, εἴμαστε ὀλιγόπιστοι· σὲ παρακαλοῦμε, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5), δίνε μας πίστι, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας σου τῆς ἐπουρανίου.
Ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς μᾶς περιμένει. Κοντά του μᾶς περιμένει καὶ ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι. Ἀξίζει νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς μὲ πίστι.
Καὶ ἂν δὲν τὴν ἔχουμε, ἂς τὴν ζητήσουμε λέγοντας πάντα καὶ θερμὰ στὶς προσευχές μας· Κύριε, εἴμαστε ὀλιγόπιστοι· σὲ παρακαλοῦμε, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5), δίνε μας πίστι, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας σου τῆς ἐπουρανίου.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε
σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ
πιθανῶς τὴν 22-12-1940.augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου