Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Κυρ. πρὸ Χρ. Γεννήσεως - 22 Δεκεμβρίου 2019-Ευαγγέλιο και Αποστολικό ανάγνωσμα

Οι κατα σαρκα προγονοι του Χριστου


Λίγα ἁπλᾶ λόγια θὰ σᾶς πῶ, ἀγαπητοί μου, καὶ παρακαλῶ νὰ τὰ προσέξετε. Ἀκούσατε ὅλοι τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο.
Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πιὸ ὡραῖο βιβλίο τοῦ κόσμου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀνώτερο. Γι᾽ αὐ­­τὸ πρέπει ὅλοι καθημερι­νῶς νὰ τὸ διαβάζουμε. Ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς φαΐ, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ νὰ περνάῃ χωρὶς νὰ διαβάσου­­με ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. 
Καὶ ὅμως δὲν τὸ διαβάζουμε δυσ­τυχῶς. Μόνο μιὰ φο­ρὰ τὴ βδομάδα τὸ
ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία. Εἶνε σὰν μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα νὰ τρῶμε ψωμί! Ποιός φταίει γι᾽ αὐτό; Φταῖνε οἱ μανάδες κ᾽ οἱ πατεράδες, ποὺ δὲν ἔμαθαν τὰ παιδιά τους νὰ τὸ μελετοῦν, ὅπως γινόταν τὰ παλιὰ τὰ εὐλογημέ­να χρόνια. Κι ὅσοι δὲν πατοῦν στὴν ἐκ­­κλησία, δὲν τ᾿ ἀκοῦνε ποτέ στὴ ζωή τους. Ἄλ­λοι πάλι τὸ Εὐαγγέλιο τὸ βλέπουν μόνο στὸ δικαστήριο ὅταν ὁ πρόεδρος τοὺς λέει «Βάλε τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ὁρκιστῇς» κι αὐτοὶ τὸ βάζουν καὶ καίγονται. 
 Γιατὶ προτιμό­τερο νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ παρὰ νὰ ὁρκιστῇς στὸ Εὐαγγέλιο. 
Τὸ Εὐαγγέλιο λέει νὰ μὴν κάνουμε ὅρκο καθόλου (βλ. Ματθ. 5,34). Ὁ ὅρ­κος, ἀ­κόμα κι ὁ ἀληθινός, εἶνε ἁμαρτία, μεγά­λη ἁμαρ­­τία. 
 Στὴ Φλώρινα βρέθηκα ὅταν μαζεύτηκαν πεν­τακό­σοι νέοι δήμαρχοι καὶ πρόεδροι κοινοτήτων ὅλου τοῦ νομοῦ. 
Κάθησα καὶ τοὺς μί­λησα μὲ ἀ­γάπη· ἀλλὰ στὴν ὁρκωμοσία τους δὲν ἔμεινα. 
Ἔ­φυ­γα, δι­ότι ὁ ὅρκος ἀπαγορεύεται.
 Εἶπα μάλι­στα στοὺς βουλευτὰς τοῦ νομοῦ, νὰ συμβά­λουν νὰ ψηφιστῇ ἀπὸ τὴ Βουλὴ νόμος ποὺ θὰ καταργῇ τὸν ὅρκο· κανείς νὰ μὴν ὁρκίζεται. 
Δυσ­­τυχῶς τόσοι ἀντίθεοι νόμοι ψη­φίστηκαν, καὶ ἕ­νας τέτοιος εὐλογημένος νόμος, 100% σύμφω­νος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ψηφίστηκε ἀκόμη.

Ἂς δοῦμε ὅμως τί λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. 
Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ λέγεται Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. Διότι τὴν ἑβδομάδα αὐ­τὴ θὰ ἑορτάσουμε τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἴσως τελευταία.
―Γιατί λὲς «ἴσως τελευταία φορά»; ἐδῶ ὅ­λοι λέ­με «χρόνια πολλά»… Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸ Μεγαλοδύναμο ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο.

Πέρυσι τέτοιες μέ­ρες πόσοι ἦταν μαζί μας!
 Σήμερα ζοῦν; Δὲ ζοῦν. Πέθαναν μέσα στὸ ἔτος αὐτό. Ἴσως αὐτὲς νά ᾽νε καὶ γιὰ μᾶς οἱ τελευ­ταῖες γιορτές. Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.

* * *


Κυριακή, λοιπόν, πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσε­ως. 
 Παράξενο τὸ εὐαγγέλιο· εἶνε ὅ­λο ὀνόματα, πε­νήντα περίπου. Εἶνε ὀνόματα ἑβραϊκά, ἀν­δρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ ἔζησαν στὰ πρὸ Χριστοῦ χρόνια. Κ᾽ ἔ­χουν σημασία τὰ ὀνόματα; Μεγάλη. Στὸ Εὐαγγέλιο καὶ μιὰ τελεία κ᾽ ἕνα κόμμα ἔχει σημασία. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα αὐτά. Ποιά σημασία ἔχουν; Διδάσκουν μερικὲς σπου­δαῖες ἀλήθειες.  
 ⃝ Τ᾽ ἀκοῦμε τώρα καὶ δὲ μᾶς κάνουν ἐντύ­πωσι. Στὴν ἐποχή τους ὅμως ἔκαναν μεγάλο θόρυβο, ὅπως σήμερα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόν­των. Παν­τοῦ ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ πρωθυπουρ­γοῦ ἢ τοῦ προέδρου τῆς δημοκρα­τίας. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός θὰ θυ­μᾶται ποιός ἦταν πρόεδρος δημοκρατίας καὶ ποιός πρωθυ­πουργὸς καὶ ποιός δεσπότης; Περνοῦν, φεύ­γουν, σβή­νουν. Ἔτσι καὶ τὰ ὀνόματα ὅλων αὐ­τῶν. Ἄλλος ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔζησε πεντακόσα, ἄλ­λος χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Μερικοὶ ἦταν πλούσιοι, πολὺ πλούσιοι καὶ ἔν­δοξοι.
 Ὡρισμένων τὸ ὄνομα ἔγινε γνωστὸ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. 
Τέτοιος π.χ. ἦταν ὁ Σολομῶν. Εἶχε δόξα καὶ πλούτη, στέρ­να γεμά­τη χρυσᾶ νομίσματα. Ἀπήλαυσε ὅ,τι θαυμάζει ὁ κόσμος, καὶ ἔζησε χρόνια πολλά. 
Ὅ­λα τὰ δοκίμασε· καὶ γυναῖκες, καὶ λεπτά, καὶ φήμη, καὶ δόξα. Ἂν κάποιος τὸν ρωτοῦσε ὅ­ταν πλέον γέρασε, «Τί κατάλαβες στὴ ζωή σου ἀπ᾽ ὅλα ὅσα γεύθη­­κες;», θὰ ἔλεγε· Ἔμαθα ἕ­να πρᾶγμα, τὸ πιὸ δύσκολο μάθημα· ὅτι «μαται­ό­­της ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2· 12,8). 
Εἶνε αὐτὸ ποὺ τραγουδᾷ ποιητὴς τοῦ λαοῦ μας· «Δακρύζω μὲ παράπονο, μὲ πόνο συλλογοῦμαι, πὼς εἶνε ὅλα μάταια στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ ζοῦμε».  
Ματαιότης τὰ πλούτη, ματαιότης οἱ δόξες, μα­ταιότης οἱ ἡδονές, ματαιότης οἱ γυναῖκες, ματαιότης τὰ πάντα. Ἕνα μόνο ἀξίζει καὶ μένει αἰ­ώνιο· νά ᾽χῃς φόβο Θεοῦ καὶ νὰ τηρῇς τὶς ἐν­το­λές του (ἔ.ἀ.. 12,13). Αὐτὰ συλλογιζόμαστε κ᾽ ἐμεῖς στὶς κηδεῖες ὅταν ψάλλουμε· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον…». 
Πῆγα στὰ μνήματα καὶ τί εἶδα; Κόκκαλα γυμνά. Καὶ ρώτησα· Τί νά ᾽ταν ἆραγε ὁ ἄν­θρωπος αὐ­τός, βασιλιᾶς ἢ στρατιώτης, πλού­σιος ἢ φτωχός, δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός;… (νεκρ. ἰδιόμ. γ΄ καὶ πλ. α΄ ἤχ.).

⃝ Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ματαιότητα δι­δάσκουν καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀκούσαμε κατάγονται ἀ­π᾽ τὸν Ἀδὰμ κ᾽ εἶνε ἄν­θρωποι μὲ ἀδυναμί­ες, κλαδιὰ καὶ καρποὶ ἑνὸς δέντρου ποὺ ἡ ῥίζα του εἶνε σάπια. ῾Ρίζα τοῦ δέν­τρου τῆς ἀν­θρωπότητος εἶνε ὁ Ἀδὰμ ποὺ ἁμάρ­τησε, κι ὅσοι κατάγονται ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ φέρουν ἐντός τους τὸ σπέρμα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅπως τοῦ Χριστοῦ ἔτσι καὶ οἱ δικοί μας πρόγονοι, ἄλλος περισσότερο ἄλλος λιγώτερο, ἦταν ἄνθρωποι ἁ­μαρτωλοί. Δὲ γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· μιὰ μάνα μᾶς γέν­νησε, καὶ τὴ μάνα τὴ γέννη­σε ὁ παπποῦς μας, καὶ τὸν παπποῦ κάποιος ἄλλος, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. Ἂν μπορούσαμε νὰ μάθουμε ποιοί ἦταν οἱ πρό­γο­νοί μας πρὶν ἑκατὸ χρόνια!… Ἄλλοι θά ᾿ταν κλέ­φτες, ἄλ­λοι φονιᾶδες, ἄλλοι πόρνοι ἢ μοιχοὶ καὶ λοιποὶ ἐγκληματίες. Τρομακτικὸ γιὰ ὅ­λους τὸ παρελθόν. Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος καὶ μοῦ λέει· –Πάτερ, σὲ παρακαλῶ, ἄλλοτε, ὅταν γράφῃς τὴν ἱστορία τοῦ τόπου στὸ πε­ριοδικό σου, μὴ γράφεις τὸ ὄ­νομά μας. –Για­τί; τοῦ λέω. –Μὴ γράφεις τὸν πατέρα μου, γιατὶ στὰ χρόνια ἐκεῖνα σκότωσε, καὶ ντρέπομαι!…  

 ⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ δὲ μοιάζει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἀποφάσισε νὰ ἔρθῃ νὰ γεννηθῇ ὡς ἄν­θρωπος, ἔ­χει καὶ αὐτὸς μητέρα, τὴν Παναγία Παρθένο. Δὲν ἔχει ὅμως πατέρα. Ὅ­λοι ἔχουν πατέρα· ἔτσι ὥρισε ὁ Θεός, νὰ σμί­γῃ τὸ ἀντρόγυνο καὶ νὰ γεννάῃ παιδιά. Ὁ Χριστὸς ὅμως γεννή­θηκε χωρὶς πατέρα, χω­ρὶς σπέρ­μα ἀνδρός. Γεννήθηκε ὄχι κατὰ φυσι­κὸ τρόπο, ποὺ γεννώ­μεθα ὅλοι ἐμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τρόπο ὑ­περφυσικό. «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν» (Ἠσ. 7,14). Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρω­πος εἶχε προγόνους κατὰ σάρκα –εἶ­νε τὰ ὀνό­ματα ποὺ ἀκούσαμε–, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲ ντρέ­πεται νὰ δηλώνῃ τοὺς προγόνους του, ποὺ πολλοὶ μάλιστα ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν πολὺ ἁμαρτωλοί. Γιατί; Διότι ἦρθε νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς.  

 ⃝ Τὰ ὀνόματα λοιπὸν αὐτὰ μᾶς διδάσκουν τὴ ματαιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲ ντράπηκε νὰ ἔ­χῃ τέτοιους προγόνους. Τὸ σπουδαιότερο ὅ­μως εἶ­νε ὅτι περιέχουν προφητεία. Γιατὶ ὅλοι αὐτοί, τόσους αἰῶνες, ὅλοι ζοῦσαν μὲ μιὰ λαχτάρα. Ἄχ, ἔλεγαν, πότε νὰ τελειώ­σῃ ἡ νύχτα, πότε νὰ ξημερώσῃ νὰ βγῇ τ᾽ ἀστέ­ρι! ὤ νὰ προλάβου­με νὰ δοῦμε τ᾽ ἀστέρι, νὰ δοῦ­με τὸ Χριστό! Ὅ­λοι τους, ἀπ᾽ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν τελευταῖο, αὐτὸ περίμεναν. Καὶ δὲν τὸ εἶ­δαν. Μόνο ὁ γέρων Συμεὼν πρόλαβε, κι ὅταν πῆρε στὴν ἀγ­καλιά του τὸ Χριστὸ εἶπε· «Νῦν ἀ­πολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, …ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…» (Λουκ. 2,29-30)· σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μ᾿ ἀξίωσες νὰ δῶ τ᾿ ἀστέρι, νὰ δῶ τὸ Χριστὸ ποὺ γεννήθηκε. Σή­μερα λοιπὸν ἡ προφητεία ἐκπληρώνεται. Αὐτὸ ποὺ προσδοκοῦσε ὁ Ἀδάμ, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Δαυ­ΐδ, ὅλοι οἱ προπάτορες, πραγματοποιεῖται. Κι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὸν εἶδαν ἐδῶ, τὸν εἶδαν κάτω στὸν ᾅδη. Γιατὶ ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὸ κορμὶ σαπίζει καὶ τὸ τρῶνε τὰ σκουλήκια, ἡ ψυχὴ ὅμως ζῇ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο. Ἐκεῖ λοιπὸν στὸν κόσμο τοῦ ᾅδου εἶδαν κι αὐτοὶ τὸ ἀστέρι. 
Ὁ Χριστὸς εἶπε· Ὁ «Ἀβραὰμ …ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴ­δῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰω. 8,56). Κι ἀκόμα πιὸ λαμπρὸ εἶδαν τὸ ἀστέρι – πότε; Κατὰ τὴν Ἀνάστασι, ὅταν μετὰ τὴν Σταύρωσι καὶ τὴν Ταφὴ ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν ᾅδη.

* * *


Μὲ τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονός, ἡ ἱστορία, ἀγαπητοί μου, χωρίζεται στὰ δύο, στὴν πρὸ Χριστοῦ καὶ στὴ μετὰ Χριστόν. Ἐμεῖς ζοῦμε μετὰ Χριστόν. Καὶ πρέπει μ᾿ ὅ­λη τὴν καρδιά μας νὰ εὐχαριστοῦ­με τὸ Θεὸ γι᾽ αὐτό. Ἂν ζούσαμε πρὸ Χριστοῦ, δὲν θὰ λατρεύαμε –ἀλλοίμο­νο– τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ τὰ εἴδωλα, ψεύτικους θεοὺς καὶ ζῷα. Ἀλλὰ ἦρθε τὸ ἀστέρι καὶ μᾶς δίδαξε, ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ γεννηθήκα­με μετὰ Χριστόν, ἀπὸ γονεῖς Χριστιανοὺς καὶ σὲ ὀρθόδοξη πατρίδα. Ἀλλὰ καὶ νὰ προσέξου­με νὰ ζοῦμε χριστιανικά. Πολλοὶ εἶνε Χρι­στιανοί, ἀλλὰ ζοῦν σὰν εἰδωλολάτρες. 
Πλησι­άζουν τὰ Χριστούγεννα. Ἂς προετοιμαστοῦ­με. Νὰ ἔρ­θουμε ὅλοι τὴν ἅγια νύχτα, νὰ δοῦ­με τ᾽ ἀστέρι, νὰ προσκυνήσουμε τὸν Σωτῆρα, νὰ δοῦμε τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀγγέλους. Κι ἂς θυμηθοῦμε τὶς περασμένες γενεὲς ποὺ αἰ­ῶνες περίμεναν τὸ Χριστό, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξολογοῦ­με σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες· ἀμήν.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Παπαγιάννη – Φλωρίνης τὴν 21-12-1986.


Αποστολικό Ανάγνωσμα

Δος μας, Κυριε, την πiστι!


(Ἑβρ. 11,9, 33, 40)


Εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί· αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλήθεια, εἴτε θέλουμε νὰ τὸ παραδεχθοῦμε εἴ­τε ὄχι. Ἡ φιλαυτία, βλέπετε, ἐξιδανικεύει τὶς ἀτέλειές μας καὶ ἐξωρα­ΐζει τὶς ἀσχημίες μας. 
Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ αἰτία πού, ἐνῷ εἴμαστε μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί, δὲν τὸ συναισθανόμαστε ὅσο θὰ ἔπρεπε.
  Γιὰ νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ συναισθανθοῦ­με πόσο μικροὶ εἴμαστε, φτάνει νὰ συγκρίνου­με τὸν ἑαυτό μας μὲ μεγάλα ἀναστήματα καὶ ἁγίους ἀνθρώπους, μὲ τοὺς μάρτυρες, μὲ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινῆς διαθήκης.
 Ὅπως ὅταν βρεθοῦμε στοὺς πρόποδες ἑνὸς βου­νοῦ ὑ­ψηλοῦ καὶ ἀτενίζουμε τὴν κορυφή του αἰ­σθανόμαστε ὅτι τὸ ἀ­­νάστημά μας εἶνε σπιθαμιαῖο, μηδαμινὸ ἐμ­πρὸς στὸ ὕψος, στὸ «ἀ­νάστημα» τοῦ βουνοῦ, ἔτσι καὶ ὅταν γιὰ μιὰ στιγμὴ σταθοῦμε καὶ συγ­κρίνουμε τὴ ζωὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ μὲ τὸν ἅ­γιο βίο τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, τότε βλέπου­με ὅ­τι δὲν εἴ­μαστε τίπο­τα, ὅτι εἴμαστε μικροὶ μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τους καὶ ἁ­μαρτω­λοὶ μπροστὰ στὴν ἁγιωσύνη τους.
 Εἴμαστε νᾶ­νοι μπροστὰ σὲ γίγαν­τες· νᾶνοι ἐμεῖς, γίγαν­τες ἐκεῖνοι.
Ἔκπληκτοι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῶν ἁγί­ων ἀ­ποροῦμε καὶ σκεπτόμαστε· πῶς ἐκεῖνοι κατώρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ τόσο μεγάλα ὕψη ἀ­ρετῆς; πῶς μπόρεσαν νὰ πετάξουν τόσο ψη­λά, ἐκεῖ ποὺ ἐ­μεῖς οὔτε ν᾽ ἀτενίσουμε δὲν μποροῦ­με; Τί τοὺς ὕψωσε ὣς ἐκεῖ, ποιά ἦταν ἡ δύναμι ἐκείνη ποὺ τοὺς ἁ­γίασε;
  Στὴν ἀπορία μας ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ εἶνε παρμένο ἀπὸ τὴ θεόπνευστη πρὸς Ἑβραί­ους ἐπιστολὴ τοῦ ἀ­ποστόλου Παύλου. Ἡ δύναμις λοιπὸν αὐτὴ ἡ μεγάλη ἦταν –μία λέξις– ἡ πίστις.
 Ἡ λέ­ξι «πίστις» ἀκούγεται κατ᾽ ἐπανάληψιν στὸ ἀποστο­λικὸ αὐτὸ ἀ­νάγνωσμα (Ἑβρ. 11,9,33,40). Μὲ τὴν πίστι οἱ ἅ­γιοι νίκησαν τοὺς πάντες καὶ τὰ πάν­τα. Καὶ συγκεκριμένα νίκησαν· 1ον στοιχεῖα τῆς φύσεως. 2ον θηρία. 3ον βασιλεῖς καὶ τυράν­νους. Καὶ 4ον νίκησαν κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ τρομε­ρὰ μαρτύρια. Ἂς τὰ πάρουμε αὐτὰ ἕνα – ἕνα.

* * *


1ον. Οἱ ἅγιοι νίκησαν στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ὑ­πάρχει φοβερώτερο ἀπὸ τὴ φωτιά; Νά ὅ­μως ποὺ κάποιοι νίκησαν τὴ φωτιά. Ὁ Ναβου­χο­δονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἔρ­ριξε μέσα σ᾽ ἕνα πυρακτωμένο καμίνι δεμένους τοὺς Τρεῖς Παῖδας, τὸν Ἀνανία, τὸν Ἀ­ζαρία καὶ τὸν Μισαήλ (στὰ βαβυλωνι­ακὰ Σεδράχ, Μισάχ, καὶ Ἀβδεναγώ), καὶ δὲν ἔπαθαν τίποτα! «Οὐχ ἥ­ψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ», δὲν τοὺς ἄγ­­­­γιξε καθόλου ἡ φωτιά.
 Γιατί; 
Γιατὶ εἶ­χαν πίστι ὅτι ὁ Κύριος, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, δὲν θὰ τοὺς ἀ­φή­σῃ ἀβοήθητους. Καὶ πρά­γματι ὁ Μέγας Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγ­γελό του καὶ τοὺς ἔσωσε. Ὁ Κύριος μετέβαλε τὸ καμίνι σὲ δροσιά. 
Καὶ ἐνῷ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσῃ ἐκεῖ κανείς, ἀφοῦ οἱ φλόγες ἔφταναν σὲ πολλὰ μέτρα ὕψος, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου «ἐξ­ετίνα­ξε τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου καὶ ἐ­ποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρό­σου δι­ασυρίζον». Ἀντὶ νὰ καοῦν καὶ νὰ γίνουν στά­χτη, αὐ­τοὶ στὴ μέση τῆς καμίνου ἔ­νιωθαν νὰ τοὺς δροσίζει ἕνα ἐξαίσιο ἀεράκι. 
Τότε καὶ οἱ τρεῖς μ᾽ ἕ­να στόμα «ὕμνουν καὶ ἐ­δόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ…» (Δαν. 3,25-27). Ποιός ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτό; Ἡ πίστις.  

2ον. Οἱ ἅγιοι νίκησαν θηρία. Ὑπάρχει θηρίο πιὸ φοβε­­ρὸ ἀπὸ τὸ λιοντάρι; Ἡ πίστις ὅμως νίκησε καὶ ἄγρια θηρία· δὲν ἔσβησε μόνο τὴν «δύνα­μιν πυρός», ἀλλὰ ἔ­φραξε καὶ «στόματα λεόν­των» (Ἑβρ. 11,34). Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Σαμψών, ποὺ ὅταν κάποτε τοῦ ἐπιτέθηκε ἕνας «σκύμνος λέ­οντος ὠρυόμενος» τσάκισε τὸ λιοντάρι λὲς καὶ ἦταν κανένα κατσικάκι (βλ. Κριτ. 14,5-6). Νὰ θυμηθοῦ­με καὶ τὸν Δαυΐδ, ποὺ σὰν νεαρὸς βο­­σκὸς χτυποῦσε καὶ θα­νάτωνε λιοντάρια καὶ ἀρ­κοῦδες ὅταν πήγαιναν νὰ κατασπαράξουν τὰ πρόβατά του (βλ. Α΄ Βασ. 17,34-35). Ἂς θυμηθοῦ­με καὶ τὸν προφήτη Δανιήλ, ποὺ δὲν φοβήθηκε ὅ­­ταν τὸν ἔρριξαν στὸ λάκκο τῶν λεόν­των· ὁ Θε­ὸς προστάτευσε τὸν ἐκλεκτὸ δοῦ­­λο του καὶ τὰ λιοντάρια δὲν τὸν πείρα­ξαν (βλ. Δαν. 6,1-18). Ἡ πίστι τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀν­δρῶν νίκησε· αὐτὴ ἔφραζε τὰ στόματα τῶν λεόντων.  

3ον. Οἱ ἅγιοι λοιπὸν νίκησαν τὴ φωτιά, νίκη­σαν τὰ ἄγρια θηρία· νίκησαν ἐπίσης βασιλεῖς καὶ τυράννους. Ὁ Μωυσῆς νικᾷ τὸ φαραὼ βα­­σιλιᾶ τῶν Αἰγυπτίων, «μὴ φοβηθεὶς τὸν θυ­μὸν τοῦ βασιλέως» (Ἑβρ. 11,27). Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ νι­κᾷ τοὺς 29 βασιλεῖς τῶν Χαναναίων (βλ. Ἰησ. Ναυ. 10ο-12ο· περ. «Σταυρός» 1972, σσ. 88-9, 124-5). Ὁ Σαμψὼν τοὺς τυράν­νους του (βλ. Κριτ. 13ο-16ο). Ὁ Δαυῒδ νικᾷ τὸν σιδηρόφρακτο γίγαντα Γολιάθ (βλ. Α΄ Βασ. 17ο). Ὅλοι αὐτοὶ δὲν εἶχαν πολλὰ στρατεύματα, δὲν εἶχαν ἅρ­ματα, ἱππικό, κανόνια καὶ ὅπλα· εἶ­χ­αν ὅμως μέσα τους πίστι στὸν Κύριο, τὸν μόνο ἀληθι­νὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ πίστι εἶνε τὸ μεγαλύτερο καὶ ἰσχυρότερο ὅπλο, καὶ μ᾽ αὐτὸ ἔτρεψαν σὲ φυ­γὴ πολυάριθμα στρατεύματα. Οἱ λίγοι νίκησαν τοὺς πολλούς, οἱ ἄοπλοι τοὺς ὡ­πλισμένους, οἱ ἀδύνατοι τοὺς ἰσχυρούς, οἱ μικροὶ τοὺς μεγάλους. Πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα; Μόνο μὲ τὴν πίστι, τὴ θερμὴ καὶ μεγάλη.  

4ον. Οἱ ἅγιοι τέλος μὲ τὴν πίστι νίκησαν καὶ αὐτὰ τὰ φοβερὰ μαρτύρια. Ὤ καὶ τί δοκιμασί­ες ὑπέφεραν οἱ ἅ­γιοι! Ἄλ­λους, ὅπως εἴδαμε, τοὺς ἔρριξαν στὴ φωτιά (=τοὺς Τρεῖς Παῖδας), ἄλλον στὰ λιον­τάρια (=τὸν προφήτη Δανιήλ), ἄλλον σὲ βόρβορο – ἀποχωρητήρια (=τὸν προφήτη Ἰερεμία), ἄλλον τὸν πριόνισαν, ἄλλους τοὺς λιθοβόλησαν, ἄλλον τὸν ἐφόνευσαν μὲ ἄλλο τρόπο (π.χ. τὸν προφήτη Ἰεζεκιήλ).

 Γι᾽ αὐ­τὸ λέει σήμερα ὁ ἀ­πόστολος, ὅτι «ἄλλοι ἐτυμ­πανίσθησαν (=τοὺς ἔδεσαν στὸ ὄργανο βασανισμοῦ ποὺ λέγεται τύμπανο)…, ἕτεροι δὲ ἐμ­παιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖ­ραν ἔλαβον (=τοὺς πε­ριέπαιξαν καὶ τοὺς μαστίγωσαν), ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς (=τοὺς ἔδεσαν καὶ τοὺς φυλάκισαν)· ἐλιθάσθησαν (= τοὺς λιθοβόλησαν, π.χ. τὸν προφήτη Ἰερεμία καὶ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο), ἐπρίσθησαν (= τοὺς πριόνισαν, π.χ. τὸν προφήτη Ἠσαΐα ποὺ τὸν πριόνισαν ζωντανὸ οἱ Ἰουδαῖοι), ἐπειράσθησαν (=πέρασαν δυνατοὺς πειρασμούς), ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (=τοὺς ἔσφαξαν μὲ μαχαίρι), περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν (=περιφέρονταν σκεπασμένοι μὲ δέρ­­ματα ἀπὸ πρόβατα καὶ κατσίκια), ὑστερούμενοι θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄ­ξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄ­ρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11,35-38). 
Ἄλλοι, δηλαδή, ἔζησαν μέσα σὲ σπηλιές, γιὰ ν᾽ ἀποφύγουν τοὺς διῶ­κτες καὶ μὴ ἔχον­τας τί νὰ ῥίξουν πάνω τους φοροῦ­σαν προβειές, ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας.
  Ὅλα τὰ ὑπέμειναν γιὰ τὸν Κύριο. 
Τίποτα δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ τοὺς κλονίσῃ· οὔτε φωτιές, οὔτε λιοντάρια, οὔτε τύραννοι, οὔ­τε φυλα­κές, οὔτε σπαθιά, οὔτε μαχαίρια καὶ πριόνια, οὔτε τίποτε ἄλλο φοβερό.
 Ὅλοι οἱ ἅγιοι τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος σήμερα βάδισαν μὲ ἀπόφασι, μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία πρὸς τὸ μαρτύριο, πρὸς τὸ θάνατο. Καὶ τὰ νίκησαν ὅλα αὐτά, γιατὶ εἶχαν πίστι μέσα τους.
Πίστευαν θερμὰ στὸν Κύριο.
Πίστευαν στὴ μέλλουσα ζωή, στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. 
Πίστευαν σὲ μέλλουσα κρίσι καὶ ἀν­ταπόδοσι.
 Πίστευαν ἀκράδαντα, ἀκλόνητα, ὅτι ἐκεῖ πά­νω ὑπάρχει ἡ πραγματικὴ ζωή.
 Προσδοκοῦσαν νὰ κατοικήσουν στὴν πόλι ἐκείνη, ποὺ τὴν ἔχουν χτίσει ὄχι χέρια ἀνθρώπων ἀλ­λὰ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Θεός (βλ. ἔ.ἀ. 11,10).

* * *


Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τί κάνουμε; Ἔχουμε ἆραγε τὴν πίστι ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι ἄν­δρες; Ἄχ, εἶ­νε λυπηρό, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ ὁ­μο­λογήσουμε μὲ συντριβή· δὲν ἔχουμε πίστι. Γι᾽ αὐτό, ἀντὶ νὰ τὰ νικοῦμε ὅλα, ἀντιθέτως μᾶς νικοῦν ὅλα. Μᾶς νικοῦν τὰ δαιμόνια· δὲν ἔχουμε τὴ δύναμι νὰ ἐκδιώξουμε ἕνα δαίμονα. Μᾶς νικοῦν οἱ ἄπιστοι· ἀντὶ νὰ τοὺς τραβή­ξουμε ἐμεῖς στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, μᾶς παρασύρουν αὐτοὶ στὸ δρόμο τοῦ διαβόλου. Μᾶς νικοῦν οἱ πειρασμοί· μᾶς δελεάζει ἡ σάρκα, μᾶς ἑλκύει ὁ κόσμος, μᾶς παγιδεύει ὁ διάβολος. Γιατί; Γιατὶ δὲν καίει μέσα μας ἡ πίστις. Ὤ καὶ ἂν εἴχαμε μέσα μας μιὰ σπίθα ἀπὸ τὴν πί­στι ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ! πόσο διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ ζωή μας! Θὰ νικούσαμε τὸν κόσμο, τὴ σάρκα, τὸν διάβολο, καὶ νικη­ταὶ θὰ πηγαίναμε ν᾽ ἀνταμώσουμε ὅλους τοὺς ἁγίους, ποὺ μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες μᾶς περιμέ­νουν, γιὰ νὰ ζήσουμε ὅλοι μακά­ριοι κ᾽ εὐτυχι­σμένοι κοντὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μας.
Ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς μᾶς περιμένει. Κοντά του μᾶς περιμένει καὶ ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι. Ἀξίζει νὰ ζήσου­με κ᾽ ἐμεῖς μὲ πίστι. 
Καὶ ἂν δὲν τὴν ἔχουμε, ἂς τὴν ζητήσουμε λέγοντας πάντα καὶ θερμὰ στὶς προσ­ευχές μας· Κύριε, εἴμαστε ὀλιγόπιστοι· σὲ παρακαλοῦμε, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5), δίνε μας πίστι, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βα­σιλείας σου τῆς ἐπουρανίου.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 22-12-1940.

 augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου