Αμαρτωλος, ο χειροτερος αιχμαλωτος
«Ταύτην
δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη,
οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;» (Λουκ.
13,16)
18
χρόνια, ἀγαπητοί μου, 18 χρόνια ἡ δυστυχισμένη γυναίκα τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου ἦταν αἰχμάλωτη τοῦ διαβόλου. Γιατὶ ἡ ἀσθένειά της, ὅπως
ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος, δὲν ἦταν μιὰ ἀσθένεια ποὺ ὠφείλετο σὲ μία
ὀργανικὴ φθορὰ ἢ σὲ μία ἐπιπλοκὴ τῆς λειτουργίας τοῦ ὀργανισμοῦ της·
ἦταν
ἀποτέλεσμα ἐπεμβάσεως τοῦ πονηροῦ.
Ἔπασχε ἡ γυναίκα αὐτή, ἀλλὰ τὸ
πάθημά της δὲν ἦταν κάτι φυσικό· τὸ εἶχε προκαλέσει ὁ πονηρός, κατὰ
θείαν παραχώρησιν.
Ὁ σατανᾶς, αὐτὸς ποὺ ἄλλοτε εἶχε γεμίσει πληγὲς τὸ σῶμα τοῦ Ἰώβ, αὐτὸς ποὺ ἔβαζε τοὺς δαιμονιζομένους νὰ χτυπιῶνται στὶς πέτρες καὶ νὰ πέφτουν στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό, αὐτὸς καὶ τώρα στὴν περίπτωσι αὐτὴ εἶχε δημιουργήσει μιὰ φοβερὴ πάθησι. Ἡ δυστυχισμένη αὐτὴ γυναίκα εἶχε ἄλλοτε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τὸ σῶμα της ὄρθιο σὰν κυπαρίσσι· ἀλλὰ ἡ δαιμονικὴ ἀσθένεια λύγισε τὴ σπονδυλικὴ στήλη της· τὸ σῶμα καμπούριασε τόσο πολύ, ὥστε τὸ κεφάλι νὰ φτάνῃ πολὺ χαμηλά· σχεδὸν ἄγγιζε τὴ γῆ!
Ἡ ταλαίπωρη αὐτὴ γυναίκα δὲν μποροῦσε ν᾽ ἀνορθωθῇ, νὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι καὶ νὰ δῇ ψηλὰ καὶ γύρω, νὰ χαρῇ ὅσα ὡραῖα ἔχει δημιουργήσει ὁ Πλάστης, ὅσα χαίρονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴτε ψηλὰ στὸν οὐράνιο θόλο εἴτε στὸν ὁρίζοντα τῆς γῆς. Καὶ ὅμως, ἐνῷ ζοῦσε τόσο δύσκολα, ποτέ δὲν παρέλειπε τὰ πνευματικά της καθήκοντα· ἐνῷ βρισκόταν σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀξιολύπητη κατάστασι, τὸ Σάββατο, ἡμέρα ἀργίας καὶ λατρείας τῶν πιστῶν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ μένῃ στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἔδινε πάντοτε τὸ παρών. Ὅταν μάλιστα ἄκουσε ὅτι ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος καὶ κηρύττει στὴ συναγωγή, ἔτρεξε ἐκεῖ μὲ ὅλη τὴν προθυμία.
Ὁ σατανᾶς, αὐτὸς ποὺ ἄλλοτε εἶχε γεμίσει πληγὲς τὸ σῶμα τοῦ Ἰώβ, αὐτὸς ποὺ ἔβαζε τοὺς δαιμονιζομένους νὰ χτυπιῶνται στὶς πέτρες καὶ νὰ πέφτουν στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό, αὐτὸς καὶ τώρα στὴν περίπτωσι αὐτὴ εἶχε δημιουργήσει μιὰ φοβερὴ πάθησι. Ἡ δυστυχισμένη αὐτὴ γυναίκα εἶχε ἄλλοτε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τὸ σῶμα της ὄρθιο σὰν κυπαρίσσι· ἀλλὰ ἡ δαιμονικὴ ἀσθένεια λύγισε τὴ σπονδυλικὴ στήλη της· τὸ σῶμα καμπούριασε τόσο πολύ, ὥστε τὸ κεφάλι νὰ φτάνῃ πολὺ χαμηλά· σχεδὸν ἄγγιζε τὴ γῆ!
Ἡ ταλαίπωρη αὐτὴ γυναίκα δὲν μποροῦσε ν᾽ ἀνορθωθῇ, νὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι καὶ νὰ δῇ ψηλὰ καὶ γύρω, νὰ χαρῇ ὅσα ὡραῖα ἔχει δημιουργήσει ὁ Πλάστης, ὅσα χαίρονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴτε ψηλὰ στὸν οὐράνιο θόλο εἴτε στὸν ὁρίζοντα τῆς γῆς. Καὶ ὅμως, ἐνῷ ζοῦσε τόσο δύσκολα, ποτέ δὲν παρέλειπε τὰ πνευματικά της καθήκοντα· ἐνῷ βρισκόταν σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀξιολύπητη κατάστασι, τὸ Σάββατο, ἡμέρα ἀργίας καὶ λατρείας τῶν πιστῶν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ μένῃ στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἔδινε πάντοτε τὸ παρών. Ὅταν μάλιστα ἄκουσε ὅτι ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος καὶ κηρύττει στὴ συναγωγή, ἔτρεξε ἐκεῖ μὲ ὅλη τὴν προθυμία.
Γιά σκεφτῆτε. Μιὰ σακατεμένη γυναίκα σηκώθηκε καὶ πῆγε
σέρνοντας στὸ μέρος ὅπου δίδασκε ὁ Χριστός. Πόσοι καὶ πόσοι Χριστιανοὶ
σήμερα, ποὺ εἶνε γεροὶ κ᾽ ἔχουν πόδια, τὴν Κυριακὴ μένουν στὸ σπίτι ἢ
τρέχουν ἀλλοῦ, ἀλλὰ δὲν ἀποφασίζουν νὰ σύρουν τὰ βήματά τους μέχρι τὴν
ἐκκλησία ἢ ἐκεῖ ποὺ γίνεται ἕνα ἐκκλησιαστικὸ κήρυγμα. Κουράζονται, σοῦ
λέει ἡ κυρία τῆς ἀριστοκρατίας. Ἂν ἦταν βέβαια κανένας χορὸς καὶ
διασκέδασι, ἐκεῖ μποροῦσε νὰ μείνῃ ὄρθια ὧρες ὁλόκληρες, ἀλλὰ στὴν
ἐκκλησία κουράζεται νὰ σταθῇ μία ὥρα, νὰ προσευχηθῇ καὶ νὰ ζητήσῃ τὸ
ἔλεος τοῦ Θεοῦ· προφασίζεται κούρασι.
Δὲν εἶνε ἡ κούρασι, ἀγαπητοί μου, αἰτία τῆς ἀπουσίας· εἶνε ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικά, ἡ ἀμέλεια γιὰ τὴν σπουδαιότερη ὑπόθεσι τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ὑπολόγισε τὴν κούρασι, οὔτε δικαιολογήθηκε γιὰ τὴν κατάστασι τῆς ὑγείας της, οὔτε σκέφτηκε ὅτι μὲ τὴν ταπεινωτικὴ ἐμφάνισί της ἔξω στὸν κόσμο καὶ τὴν ἐλαττωματικὴ κίνησί της ἐκτίθεται στὰ μάτια τῆς κοινωνίας. Πῆγε στὴ συναγωγή, συμμετεῖχε στὴν προσευχή, ἄκουσε τὴν ἀνάγνωσι τοῦ νόμου, καὶ παρακολούθησε μὲ προσοχὴ τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ψυχή της φωτίστηκε, ἐνισχύθηκε, παρηγορήθηκε· καί, μαζὶ μὲ τὸ φῶς ποὺ δέχθηκε στὴν καρδιά, εἶδε καὶ τὴ θεραπεία τοῦ σώματος. Ὁ Χριστὸς τὴν θεράπευσε. Μιὰ τέτοια ψυχὴ δὲν ἄξιζε νὰ τὴν εὐεργετήσῃ ὁ Θεός;
Δὲν εἶνε ἡ κούρασι, ἀγαπητοί μου, αἰτία τῆς ἀπουσίας· εἶνε ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικά, ἡ ἀμέλεια γιὰ τὴν σπουδαιότερη ὑπόθεσι τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ὑπολόγισε τὴν κούρασι, οὔτε δικαιολογήθηκε γιὰ τὴν κατάστασι τῆς ὑγείας της, οὔτε σκέφτηκε ὅτι μὲ τὴν ταπεινωτικὴ ἐμφάνισί της ἔξω στὸν κόσμο καὶ τὴν ἐλαττωματικὴ κίνησί της ἐκτίθεται στὰ μάτια τῆς κοινωνίας. Πῆγε στὴ συναγωγή, συμμετεῖχε στὴν προσευχή, ἄκουσε τὴν ἀνάγνωσι τοῦ νόμου, καὶ παρακολούθησε μὲ προσοχὴ τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ψυχή της φωτίστηκε, ἐνισχύθηκε, παρηγορήθηκε· καί, μαζὶ μὲ τὸ φῶς ποὺ δέχθηκε στὴν καρδιά, εἶδε καὶ τὴ θεραπεία τοῦ σώματος. Ὁ Χριστὸς τὴν θεράπευσε. Μιὰ τέτοια ψυχὴ δὲν ἄξιζε νὰ τὴν εὐεργετήσῃ ὁ Θεός;
* * *
Τὴν προθυμία αὐτῆς τῆς γυναίκας,
ἀγαπητοί μου, νὰ ζηλέψουμε. Εἶνε ἀξιοθαύμαστη. Ἀξίζει ν᾽ ἀποκτήσουμε
κ᾽ ἐμεῖς τὸ ζῆλο της, ἂν θέλουμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε.
–Νὰ ἐλευθερωθοῦμε; θὰ πῇ κάποιος. Πῶς τὸ λές αὐτό; Δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι; αἰχμάλωτοι εἴμαστε καὶ πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦμε;
Μάλιστα. Εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς αἰχμάλωτοι. Μᾶς ἔχει δέσει κ᾽ ἐμᾶς ὁ σατανᾶς χειρότερα ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχε δέσει τὴ γυναῖκα τοῦ εὐαγγελίου. Γιατὶ σ᾽ αὐτὴν εἶχε δέσει τὸ σῶμα, ἐνῷ σ᾽ ἐμᾶς ἔχει δέσει τὴν ψυχή. Κάθε ἁμαρτωλὸς εἶνε αἰχμάλωτος. Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ χειρότερη αἰχμαλωσία ποὺ γνώρισε ὁ κόσμος.
Ὅσοι συνέβη στὴ ζωή τους νὰ βρεθοῦν κάποτε σὲ δυσμενεῖς συνθῆκες, εἴτε τῆς πατρίδος εἴτε τῆς προσωπικῆς τους ἱστορίας, καὶ συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι καὶ βρέθηκαν δέσμιοι σὲ ξένα χέρια, αὐτοὶ γνωρίζουν τί πικρὸ πρᾶγμα εἶνε ἡ αἰχμαλωσία. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας καθημερινῶς δὲν παύει μεταξὺ ἄλλων νὰ δέεται ὑπὲρ αὐτῶν, «ὑπὲρ …αἰχμαλώτων καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν» (εἰρηνικά).
Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, ὁ ἁμαρτωλὸς εἶνε ὁ χειρότερος αἰχμάλωτος, ὁ πιὸ ταλαίπωρος αἰχμάλωτος. Ὅπως ὁ αἰχμάλωτος πολέμου εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα του, τὰ ἀδέρφια, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, ἔτσι καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς μένει μακριὰ ἀπὸ τὸν οὐράνιο πατέρα, τὸ Θεό, καὶ τὰ πνευματικὰ ἀδέρφια του, τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Ἐκεῖ ὅπου πορεύεται ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν ἔχει κοντά του κανέναν ἄγγελο νὰ τὸν παρηγορήσῃ· ὑπάρχει μόνο ὁ σατανᾶς ποὺ τὸν τυραννεῖ καὶ τὸν βασανίζει μέρα καὶ νύχτα.
–Νὰ ἐλευθερωθοῦμε; θὰ πῇ κάποιος. Πῶς τὸ λές αὐτό; Δὲν εἴμαστε ἐλεύθεροι; αἰχμάλωτοι εἴμαστε καὶ πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦμε;
Μάλιστα. Εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς αἰχμάλωτοι. Μᾶς ἔχει δέσει κ᾽ ἐμᾶς ὁ σατανᾶς χειρότερα ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχε δέσει τὴ γυναῖκα τοῦ εὐαγγελίου. Γιατὶ σ᾽ αὐτὴν εἶχε δέσει τὸ σῶμα, ἐνῷ σ᾽ ἐμᾶς ἔχει δέσει τὴν ψυχή. Κάθε ἁμαρτωλὸς εἶνε αἰχμάλωτος. Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ χειρότερη αἰχμαλωσία ποὺ γνώρισε ὁ κόσμος.
Ὅσοι συνέβη στὴ ζωή τους νὰ βρεθοῦν κάποτε σὲ δυσμενεῖς συνθῆκες, εἴτε τῆς πατρίδος εἴτε τῆς προσωπικῆς τους ἱστορίας, καὶ συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι καὶ βρέθηκαν δέσμιοι σὲ ξένα χέρια, αὐτοὶ γνωρίζουν τί πικρὸ πρᾶγμα εἶνε ἡ αἰχμαλωσία. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας καθημερινῶς δὲν παύει μεταξὺ ἄλλων νὰ δέεται ὑπὲρ αὐτῶν, «ὑπὲρ …αἰχμαλώτων καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν» (εἰρηνικά).
Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, ὁ ἁμαρτωλὸς εἶνε ὁ χειρότερος αἰχμάλωτος, ὁ πιὸ ταλαίπωρος αἰχμάλωτος. Ὅπως ὁ αἰχμάλωτος πολέμου εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα του, τὰ ἀδέρφια, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, ἔτσι καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς μένει μακριὰ ἀπὸ τὸν οὐράνιο πατέρα, τὸ Θεό, καὶ τὰ πνευματικὰ ἀδέρφια του, τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Ἐκεῖ ὅπου πορεύεται ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν ἔχει κοντά του κανέναν ἄγγελο νὰ τὸν παρηγορήσῃ· ὑπάρχει μόνο ὁ σατανᾶς ποὺ τὸν τυραννεῖ καὶ τὸν βασανίζει μέρα καὶ νύχτα.
Θέλετε παράδειγμα; Νά ἕνας ἁμαρτωλός, ποὺ εἶνε αἰχμάλωτος. Εἶνε
πατέρας· ἔχει γυναῖκα καὶ παιδιά, ὑποχρεώσεις πολλὲς καὶ μεγάλες.
Πιάστηκε ὅμως στὸ δίχτυ τῆς ἁμαρτίας. Τὸν αἰχμαλώτισε ὄχι ἐχθρὸς τῆς
πατρίδος, Ἀλῆ πασᾶς ἢ Κεμάλ· τὸν αἰχμαλώτισε – ποιός; Ὄχι ἄντρας. Ἂν
ἦταν ἄντρας, θὰ ἦταν πιὸ ὑποφερτό. Τὸν αἰχμαλώτισε γυναίκα. Καὶ ἂν τὸν
αἰχμαλώτιζε ἁπλῶς μία τίμια γυναίκα, μιὰ ἠθικὴ Χριστιανή, πάλι καλά,
γιατὶ θὰ τὸν ἔσῳζε. Τὸν αἰχμαλώτισε μιὰ γυναίκα διεφθαρμένη· καὶ τώρα
εἶνε αἰχμάλωτος μιᾶς μοιχαλίδος. Τί αἶσχος, τί ντροπή! Ἔγινε περίγελως
τῆς κοινωνίας. Ὅπου περάσῃ, γελᾶνε ἀκόμα καὶ τὰ παιδιά. Γενικὸ
σκάνδαλο. Φωνάζει ἡ γυναίκα του, διαμαρτύρονται συγγενεῖς, πεινοῦν τὰ
παιδιά, δυστυχεῖ ἡ οἰκογένειά του, ἐρημώθηκε τὸ σπίτι του. Τὰ βλέπει
ὅλ᾽ αὐτὰ καὶ θέλει νὰ ξεφύγῃ, μὰ δὲν μπορεῖ. Εἶναι αἰχμάλωτος.
Πόσα
χρόνια; 5, 10, 20, μέχρι θανάτου!
Αὐτὴ εἶνε ἡ αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Τὸν ἕνα τὸν αἰχμαλωτίζει μὲ τὴ σάρκα, τὸν ἄλλο μὲ τὸ χρῆμα, τὸν τρίτο μὲ τὸ ποτό, τὸν τέταρτο μὲ τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ τυχερὰ παιχνίδια, τὸν πέμπτο μὲ δόξες καὶ τιμές, τὸν ἕκτο μὲ ἔχθρα καὶ ἐκδίκησι… Ὅλοι λοιπόν, ἄλλος λιγώτερο καὶ ἄλλος περισσότερο, εἴμαστε αἰχμάλωτοι.
Τώρα ποιός θὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ; Μήπως τὰ γράμματα καὶ οἱ σπουδές; Ἀλλὰ βλέπω σπουδασμένους ποὺ τοὺς ἔχει δέσει χειροπόδαρα ὁ σατανᾶς περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἀγράμματους χωρικούς. Μήπως τὰ πλούτη;
Αὐτὴ εἶνε ἡ αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Τὸν ἕνα τὸν αἰχμαλωτίζει μὲ τὴ σάρκα, τὸν ἄλλο μὲ τὸ χρῆμα, τὸν τρίτο μὲ τὸ ποτό, τὸν τέταρτο μὲ τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ τυχερὰ παιχνίδια, τὸν πέμπτο μὲ δόξες καὶ τιμές, τὸν ἕκτο μὲ ἔχθρα καὶ ἐκδίκησι… Ὅλοι λοιπόν, ἄλλος λιγώτερο καὶ ἄλλος περισσότερο, εἴμαστε αἰχμάλωτοι.
Τώρα ποιός θὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ; Μήπως τὰ γράμματα καὶ οἱ σπουδές; Ἀλλὰ βλέπω σπουδασμένους ποὺ τοὺς ἔχει δέσει χειροπόδαρα ὁ σατανᾶς περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἀγράμματους χωρικούς. Μήπως τὰ πλούτη;
Ἀλλὰ βλέπω
ὅτι μὲ τὰ χρήματα ὄχι μόνο δὲν ἐλευθερώνεται κανεὶς ἀλλὰ καὶ δένεται
περισσότερο· τὸ πιὸ χοντρὸ σχοινὶ ποὺ δένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἶνε ἡ
φιλαργυρία, ἡ ἀγάπη τῶν τριάκοντα ἀργυρίων. Ποιός θὰ ἐλευθερώσῃ; Ὁ
ἄντρας; ἀλλ᾽ ἀφοῦ κι αὐτὸς εἶνε αἰχμάλωτος· καὶ ἕνας αἰχμάλωτος δὲν
μπορεῖ νὰ ἐλευθερώσῃ ἄλλον αἰχμάλωτο.
Ποιός θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ; «τίς με
ῥύσεται;» (῾Ρωμ. 7,24). Μήπως κάποιος ἄγγελος; Ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγγέλων ἡ
δύναμις εἶνε περιωρισμένη.
Ἕνας εἶνε ὁ μέγας ἐλευθερωτής, ἕνας εἶνε ὁ μόνος λυτρωτής· ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Β΄ Βασ. 22,10. Ψαλμ. 17,10). Ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας, ἦλθε «κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν» (Ἠσ. 61,1 = Λουκ. 4,18-19). Ὤ! κοντὰ στὸ Χριστὸ σπᾶνε ὅλες οἱ ἁλυσίδες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ σατανᾶς μᾶς ἔχει δέσει. Κοντά του καὶ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα συγχωροῦνται. Κοντά του καὶ ὁ σατανᾶς δένεται, ὅπως τὸν ἔδεσε ὁ μέγας Ἀντώνιος στὴν ἔρημο.
Ἕνας εἶνε ὁ μέγας ἐλευθερωτής, ἕνας εἶνε ὁ μόνος λυτρωτής· ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Β΄ Βασ. 22,10. Ψαλμ. 17,10). Ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας, ἦλθε «κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν» (Ἠσ. 61,1 = Λουκ. 4,18-19). Ὤ! κοντὰ στὸ Χριστὸ σπᾶνε ὅλες οἱ ἁλυσίδες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ σατανᾶς μᾶς ἔχει δέσει. Κοντά του καὶ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα συγχωροῦνται. Κοντά του καὶ ὁ σατανᾶς δένεται, ὅπως τὸν ἔδεσε ὁ μέγας Ἀντώνιος στὴν ἔρημο.
* * *
Ναί, ἀδελφοί μου! ὁ Χριστός, ποὺ
ἔλυσε τὴ συγκύπτουσα τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς μπορεῖ νὰ λύσῃ κ᾽ ἐμᾶς. Δὲν
εἶνε βέβαια τώρα ὅπως τότε στὴ γῆ, γιὰ νὰ πᾶμε νὰ τοῦ ποῦμε, Λῦσε μας
ἀπὸ τὰ φρικτὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. Εἶνε ὅμως ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία, τὸ μυστικὸ
σῶμα του, καὶ ἐκεῖ βρίσκεται πάλι ὁ ἴδιος, ἀληθινά. Οἱ κληρικοί, ὅσοι
ἔχουν ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα τὴν ἄδεια νὰ ἐξομολογοῦν, συνεχίζουν τὸ ἔργο
του, μᾶς δίνουν τὴν ἄφεσι.
Σ᾽ αὐτοὺς λοιπὸν θὰ πᾶμε, καὶ δι᾽ αὐτῶν, μὲ
τὸ πετραχήλι, ὁ Χριστός, στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, θὰ μᾶς λύσῃ
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας.
Ἔτσι θὰ γίνουμε ἐλεύθεροι· καὶ θὰ δοκιμάσουμε τόση χαρὰ ὅση δὲν αἰσθάνεται ὁ αἰχμάλωτος πολέμου ποὺ ἔφτασε ἡ μέρα ν᾽ ἀφήσῃ τὸ ξένο μέρος καὶ νὰ γυρίσῃ στὴν πατρίδα του. Εἶνε ἀπερίγραπτη ἡ χαρὰ ποὺ νιώθει ὅποιος ἐξομολογεῖται εἰλικρινὰ τὰ ἁμαρτήματά του.
Ἔρχονται Χριστούγεννα.
Ἔτσι θὰ γίνουμε ἐλεύθεροι· καὶ θὰ δοκιμάσουμε τόση χαρὰ ὅση δὲν αἰσθάνεται ὁ αἰχμάλωτος πολέμου ποὺ ἔφτασε ἡ μέρα ν᾽ ἀφήσῃ τὸ ξένο μέρος καὶ νὰ γυρίσῃ στὴν πατρίδα του. Εἶνε ἀπερίγραπτη ἡ χαρὰ ποὺ νιώθει ὅποιος ἐξομολογεῖται εἰλικρινὰ τὰ ἁμαρτήματά του.
Ἔρχονται Χριστούγεννα.
Ὁ ἄγγελος θὰ πῇ «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν
χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον
Σωτήρ» (Λουκ. 2,10).
Εἴθε ὅλοι νὰ αἰσθανθοῦμε τὴ χαρὰ αὐτὴ ποὺ χαρίζει ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐλευθερωτὴς τῶν ἁμαρτωλῶν, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα
καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνοs
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 8-12-1940.augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου