Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Κυριακὴ ΙΑ΄Λουκᾶ (Λκ. 14,16-24· Μθ. 22,14) -15 Δεκεμβρίου 2019- Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Τα δυο τραπεζια του Θεου


Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε μία παραβολή, μία ἁ­πλῆ διήγησι ποὺ μέσ᾽ στὴν ἁπλότητά της κρύ­βει νο­­ήματα βαθειά· εἶνε μιὰ ζωγραφιά. Ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ. Προσπαθεῖ ν᾽ ἀνυψώσῃ τοὺς μαθητάς του· νὰ τοὺς ὁ­δηγήσῃ ἀπ᾽ τὰ εὔκολα στὰ δύσκολα, ἀπ᾽ τὰ γνωστὰ στὰ ἄγνωστα, ἀπ᾽ τὰ ὁρατὰ στὰ ἀόρα­τα, ἀπ᾽ τὰ συγκεκριμένα στὰ ἀφῃρημένα. Εἶ­νε ἄφθαστος δάσκαλος· ἔχει δίκιο ὅταν
λέει, Σεῖς «μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδά­σκαλος» καὶ «ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (Ματθ. 23,8-10). Στὶς παραβολὲς παίρνει παραδείγματα ἢ εἰ­κόνες ἀπ᾽ τὴ φύσι καὶ τὴ ζωή. Κ᾽ ἐδῶ ὡς βάσι ἔχει μιὰ σκηνὴ τῆς οἰκογενείας, τὸ τραπέζι.

* * *


Ἕνας ἄνθρωπος, λέει, ἑώρταζε κάποιο εὐχά­ριστο γεγονὸς –δὲν τ᾽ ἀ­ποδοκιμάζει αὐτὰ ὁ Χριστός– κ᾽ ἔκανε τραπέζι. Σὰν ἁπλοχέρης, φρόντισε τὸ γεῦ­μα νά ᾽νε πλούσιο. Μάγειροι ἑτοίμασαν τὰ καλύτερα φαγητά, στρώθηκαν σερβί­τσια ἀξίας, κέρασαν κρασιὰ σπάνια, ἔγινε διακόσμησι μὲ λου­λούδια, ἔπαιζε μουσικὴ εὐ­χάριστη· κάθε τέρψι τῶν αἰσθήσεων. Ποιός δὲν θά ᾽θελε νὰ παρακαθήσῃ στὸ τραπέζι αὐτό; Καὶ ὅμως δὲν πῆγε κανείς! Ὥστε λοιπὸν ἀ­δί­κως ἔγινε ὅλος ὁ κόπος καὶ τὰ ἔξοδα; Γιατί αὐ­τὴ ἀποχή, ἀφοῦ τοὺς κάλεσε μὲ ἐπίσημη πρόσ­κλησι; Ἀκοῦστε λοιπὸν τὶς ἀπαντήσεις. Ὅταν πῆ­γε ὁ ἀπεσταλμένος δοῦ­λος καὶ τοὺς εἶ­πε «Ἐ­λᾶτε, εἶνε ὅλα ἕτοιμα κι ὁ κύριός μου σᾶς πε­ρι­μένει», ὁ ἕνας εἶπε· Ἀγόρασα ἕνα χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ. Ὁ ἄλλος εἶ­πε· Ἔχω ἀ­γοράσει 5 ζευγάρια βόδια καὶ πάω νὰ τὰ δοκιμά­σω. Κι ὁ ἄλλος, τύπος αὐ­θάδης καὶ σαρκολάτρης, ἀπο­κρίθηκε ἀ­διάντροπα· Εἶμαι νιόπαν­τρος, στὸ «μῆνα τοῦ μέλιτος», γι᾽ αὐ­τὸ δὲν μπορῶ νὰ ᾽ρθῶ. Ἀρνήθηκαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. 
Ὅ­λοι εἶπαν, Σὲ παρακα­λῶ, «ἔχε με παρῃτημέ­νον» (βλ. Λουκ. 14,18-20). Ὅταν ἄκουσε ὁ ἀφέντης τὴν ἄρνησί τους ὠρ­γίστηκε, λέει τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 14,21). Τί θὰ γί­νῃ τώρα; Δὲν ἔστρωσε ματαίως τὸ τραπέζι. Προστάζει λοιπὸν τὸ δοῦ­­λο του·
 –Βγὲς γρήγο­ρα στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλε­ως καὶ ὅποιους βρῇς, φτωχούς, ἀνάπηρους, κουτσούς, τυφλούς, φέρ᾽ τους ἐδῶ μέσα. Δίχως ἀναβολὴ ὁ δοῦλος ἐκτελεῖ τὴ διαταγὴ καὶ ἀναφέρει· –Ἀφέντη, ἔγινε ὅπως δι­έταξες, καὶ ὑ­πάρχουν ἀκόμη κε­νὲς θέσεις. (Τό­σο εὐρύχωρη ἦταν ἡ αἴθουσα). Ὁ ἀφέν­της τὸν ξαναστέλνει·
 –Βγὲς πάλι στοὺς δρόμους καὶ τοὺς φράχτες, καὶ ὅποιους βρῇς φέρ᾽ τους καὶ ἀ­ναγκαστικά, ὥστε νὰ γεμίσῃ στὸ σπίτι μου. Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ παραβολή.
 Καὶ γεννῶνται ἐρωτήματα. 
Πρῶ­τον· ποιός εἶνε ὁ ἀ­φέντης ποὺ κάνει τὸ μέγα δεῖπνο; 
Δεύτερον· ποιοί εἶνε οἱ προσκεκλημέ­νοι; 
Τρίτον· ποιά εἶ­νε ἡ τράπεζα καὶ τὰ ἐκλεκτὰ ἐδέσματα; 
Ὁ χρό­νος δὲν ἐπιτρέπει ν᾽ ἀ­παντήσουμε διεξοδικά. 
Θὰ πῶ μόνο λίγες λέξεις ἐπάνω τὸ κεντρικὸ νόημα τῆς παραβολῆς, ποὺ εἶνε τὸ τραπέζι.

* * *


Αὐτὸς ποὺ παραθέτει τὸ δεῖπνο, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Κύρι­­ος, ὁ ἐν Τρι­άδι Θεός.
Παραθέ­τει δύο τραπέζια· 
ἕνα ὑ­λικό, ἕνα πνευματικό. ⃝ Τὸ ὑλικὸ τραπέζι μᾶς τὸ στρώνει κάθε μέρα. Ὅταν κάθεστε νὰ φᾶτε, ῥῖξτε μιὰ ματιὰ καὶ θὰ δῆτε πὼς ὅ,τι εἶνε μπροστά σας τὰ στέλνει ἐ­κεῖνος. Ἡ γενεὰ αὐτή, τυφλὴ καὶ ὑλόφρων, δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας προ­νοίας. Πατέρα ποὺ φέρνεις τ᾽ ἀγαθά, μητέρα ποὺ μαγειρεύεις, κ᾽ ἐσεῖς παιδιὰ ποὺ εἶ­­στε ἕτοι­μα νὰ φᾶτε, ῥῖξτε μιὰ ματιὰ στὸ τραπέζι, καὶ σκεφθῆ­τε λίγο. Τί ἔχετε; Ἂς πάρουμε τὸ πιὸ φτωχό, μιὰ ἐλιὰ καὶ λίγο ψωμί· ἢ τὸ γάλα καὶ τὸ τυρί, ἢ τὸ ψάρι καὶ τὸ κρέας, ἢ τὰ φροῦτα καὶ γενι­κὰ τοὺς καρπούς, τὸ νερὸ καὶ τὸ κρασί, ὅ,τι ἄλλο. Πέστε μου, ὑπάρχει κάτι ποὺ τὸ κατασκεύασε ὁ ἄνθρωπος; Ἀφῆστε συνθετικὲς τροφὲς ἢ χάπια, ποὺ πάλι προέρχον­ται ἀπὸ φυσικὰ προϊόν­τα. Λοιπὸν τὸ τραπέζι τὸ στρώνει ὁ Θεός. Ἂν δὲν βρέξῃ, δὲν βγῇ ἥλιος, δὲν φυσήξῃ ἄ­νεμος, ἢ ἂν γίνῃ ἀποκλεισμός, θὰ πέσῃ πεῖνα. Βρέθηκα τὰ χρόνια τῆς κατοχῆς στὴν Κοζάνη τὸ ᾽43, ὅταν οἱ Γερμανοὶ ἔκαιγαν τὰ χωριὰ στὰ Σέρβια καὶ τὰ Χάσια κ᾽ οἱ ἄνθρωποι ἔρ­χον­ταν κοπάδια στὴν πόλι πειναλέοι μέσ᾽ στὸ κρύο. 
Τότε ἕνα μικρὸ κοριτσάκι μὲ μελανιασμένα τὰ πόδια στὴν πόρ­τα ἑνὸς πλου­σίου σπι­τ­ιοῦ, τὴν ὥρα ποὺ ἡ νοικοκυρὰ τίναζε τὸ ἄ­σπρο τραπε­ζομάντηλο κ᾽ ἔ­πεφταν τὰ ψίχουλα πάνω στὸ χιόνι, –τὸ εἶδα κ᾽ ἔκλαψε ἡ ψυχή μου–, σάλιω­νε τὸ δάχτυλο, μάζευε ᾽κεῖνα τὰ ψίχουλα κ᾽ ἔ­κανε τὸ σταυρό της. Ἦταν σὰν τὸ σπουργιτά­κι ποὺ χτυπάει μὲ τὴ μυτίτσα του τὸ τζάμι μας. Ἔτσι εἶχαν καταντήσει τότε οἱ ἄνθρωποι.
 Καὶ τώρα ἐμεῖς, ἀχάριστοι καὶ ἄπιστοι, τὴ μπου­­κιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστη­μᾶ­με! Μὰ θ᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς κατα­πιῇ. 
Ὅ­ταν τὰ σκέπτωμαι αὐτά, λέω· Ἑλλάδα πατρίδα μας, κάποια συμφορὰ σὲ περιμένει! Γιατὶ δὲν ἐπιτρέπεται, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς σὲ τρέφει, ἐσὺ σὰν τὸ λυσσασμένο σκυλὶ νὰ δαγκώ­νῃς τὸ χέρι τοῦ Δημιουργοῦ σου. Μᾶς στρώνει τραπέζι· «Ἀ­νοίξαντός σου τὴν χεῖρα τὰ σύμπαντα πλησθή­σονται χρηστότητος» (Ψαλμ. 103,28). Κάθε φορὰ λοι­πὸν ποὺ ἀπολαμβάνεις τ᾽ ἀγαθά του, πὲς κ᾽ ἐ­σύ· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ!

⃝ Ἀλλὰ μᾶς στρώνει καὶ ἄλλο τραπέζι ἀνώτερο ὁ Κύριος, τραπέζι πνευ­ματικό. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας ῥῖξτε μιὰ ματιά, ἀγαπητοί μου, μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα πάνω στὴν ἁγία τράπεζα· ἐκεῖ εἶνε ὁ μυστικὸς Δεῖπνος, σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο. Τὰ λέμε αὐτὰ ὑπὸ τὸν ὅρον ὅτι ὑ­πάρχει πίστις· ἂν δὲν ὑπάρχῃ, ἀλλάζει τὸ ζήτημα. Φρο­νῶ ὅτι τὰ πράγματα πρέ­πει νὰ ξεκα­θαρίσουν. Ἕνας λιπο­τάκτης δὲν εἶνε πιὰ στρα­τιώτης, καὶ ἕνας σκασιάρχης μαθητὴς ἀποβάλ­λεται ἀπὸ τὸ σχολεῖο· λοιπὸν κ᾽ ἐσὺ δὲν μπορεῖ νὰ λέγε­σαι Χριστιανός, ὅταν τὶς περισσό­τερες Κυρια­κὲς ἀπουσιάζῃς καὶ ἐμφανίζεσαι μόνο τρεῖς – τέσσερις φορὲς τὸ ἔτος· αὐτὸ εἶ­νε κωμῳδία. Πρέπει νὰ γίνῃ κάθαρσις. 
Προτιμότερο νὰ εἶ­νε μέσα στὴν ἐκκλησία πέν­τε ποὺ νὰ πιστεύουν πα­ρὰ ἕ­να πλῆθος τυπικῶν χριστιανῶν. 
Μοῦ ᾽λε­γε ἕ­νας γενναῖος ἀξιωματικός· Δῶστε μου πενήν­τα στρατιῶτες γενναίους, καὶ προχω­ρῶ· ἂν μοῦ δώσετε καὶ ἕνα σύνταγμα ὁλόκληρο δειλῶν, δὲν προχωρῶ. Εἶνε ζήτημα λοι­πὸν ν᾽ ἀ­ποκτήσῃ ἡ Ἐκκλησία μας μέλη ποὺ νὰ πιστεύουν στὰ δόγματα ποὺ ἀπεκάλυψε καὶ στὰ μυστήρια ποὺ παρέδωσε ὁ Κύριος. Ξέρετε πόσο μακριὰ εἴμαστε; Πρῶτα, ὅταν στὴν ἐκκλησιὰ περνοῦσαν τὰ ἅγια, τὰ μάτια βούρκωναν καὶ τὰ χείλη ἔλεγαν «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ» (Λουκ. 23,42). Δὲν ἔχουμε πλέον ἐμεῖς, κλῆρος καὶ λαός, τέτοια πίστι. Ἕνας ὀρθολογισμὸς ἐπικρατεῖ. Μᾶς κα­λεῖ ὁ Κύριος «Λάβετε φάγετε… πίετε ἐξ αὐτοῦ πάν­τες»· ποιός προσέρχεται καὶ κοινωνεῖ κα­θὼς θέλει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός;

* * *


Τί φταίει, ἀγαπητοί μου; Φταίει ἀφ᾽ ἑνὸς ἡ ἀπιστία ποὺ ἐπικρατεῖ, καὶ ἀφ᾽ ἑ­τέρου ὁ ὑλισμὸς τῆς ζωῆς. Προφασίζονται δικαιολογίες σὰν τοὺς καλεσμένους τοῦ μεγάλου δείπνου. Λὲς στὸν ἕνα· Νήστεψε. –Δὲν μπορῶ, εἶ­μαι ἄρρωστος. Ποιός τὸ λέει; αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σπάσῃ χαλίκι στὸ δημόσιο δρόμο. Λὲς στὸν ἄλλο· Κάνε προσευχή. –Δὲν εὐ­καιρῶ. Καὶ ὅμως τὸν βλέπω στὸ καφφενεῖο νὰ παίζῃ τάβλι, ἢ καὶ ἀλλοῦ νὰ διασκεδά­ζῃ. Λὲς στὸν ἄλλο· Διάβασε Εὐαγγέλιο. –Δὲν τὸ καταλαβαίνω. Χθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕ­νας νέος 25 ἐτῶν, ποὺ παντρεύτηκε πρὶν 5 μῆ­νες καὶ τώρα ζητοῦσε διαζύγιο. Ποιός ὁ λόγος; Κάθησα μαζί του καὶ συζήτησα. Σιγά – σι­γὰ ξετύλιξε τὸ κουβάρι τῆς ζωῆς του. Ἔφευγε ἀπ᾽ τὸ χωράφι στὶς 7 κ᾽ ἔφτανε στὸ σπίτι μεσά­νυχτα. Πήγαινε ἐκεῖ ποὺ εἶχαν τηλεόρασι, νὰ βλέπῃ τὰ ἀκατονόμαστα, καὶ ξεχνοῦσε τὴ γυναῖκα του. Ταλαίπωρε, τί πᾷς ἐκεῖ; Γύρνα σπίτι κι ἄνοιξε τὴν ἄλλη τηλεόρασι, τὴν ἁγία Γραφή. Λὲς στὸν ἄλλο· Ἔλα στὴν ἐκκλησιά. –Δὲν εὐκαιρῶ. Ἀπὸ τὶς 168 ὧρες τῆς ἑβδομάδος οὔτε μιὰ ὥρα δὲν δίνουμε στὸ Θεό. Λὲς στὸν ἄλλο· Ἔλα νὰ ἐξομολογη­θῇς. –Τί νὰ ἐξομολογηθῶ; ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄν­θρωπος, δὲν ἔχω ἀνάγ­κη ἀπὸ ἐξομολόγησι… Ποιός τὸ λέει αὐτό; Ὁ ἀκάθαρτος, ποὺ οὔτε ὁ Νιαγάρας δὲν φτάνει νὰ τὸν ξεπλύνῃ. Καὶ ἔτσι μένει στὸ τέλος ἐκτὸς τοῦ Μυστικοῦ δείπνου.

* * *


Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ, καὶ πα­ρακαλῶ ὅλους, νὰ προσέρχεσθε στὸ τραπέζι τοῦ Κυρίου. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶστε τακτικοὶ στὴν ἐξ­ομολόγησι, στὸν ἐκκλησιασμό, στὴ με­λέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, στὴν προσευχή, στὴ νηστεία. Τὴν ὥρα τῆς θείας λατρείας μὴν ἀ­πουσιάζετε, νὰ εἶστε πάν­τα παρόν­τες. Οἱ ἄν­τρες γνωρίζετε, ὅτι ὅταν σημαίνῃ προσ­κλητήριο ὁ στρατιώτης δίνει τὸ παρών. Καὶ ἐδῶ λοι­πὸν προσ­κλητήριο γίνεται. Μᾶς καλεῖ ὅλους ὁ Χριστός· ὅλοι στὴν θεία κοινωνία, μὲ μετάνοια καὶ κατάλληλη προετοιμασία. Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νά ᾽νε πάντα μαζί μας εὐλογῶν καὶ ἁγιάζων κάθε πτυχὴν τῆς οἰκογενειακῆς καὶ ἐθνικῆς μας ζωῆς.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν 15-12-1968

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου