Ο κόσμος κατευθύνεται άραγε προς μία ένδεια οίνου;
Αυτό προβλέπει τουλάχιστον η Morgan Stanley, προειδοποιώντας ότι οι τιμές των εξαγωγών θα εκτιναχθούν εξαιτίας της μείωσης της παραγωγής και της αυξανόμενης δίψας των Κινέζων και των Αμερικανών.
Η παγκόσμια παραγωγή οίνου έφθασε στο ανώτατο σημείο το
2004, όταν καταγράφηκε περίσσευμα 600 εκατομμυρίων, εξηγεί σε έκθεσή της η Morgan Stanley. Εκτοτε, η παγκόσμια προσφορά μειώνεται συνεχώς, φθάνοντας το 2012 στο κατώτατο σημείο της εδώ και 40 χρόνια.
Οι δυνατότητες παραγωγής μειώθηκαν ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου σήμερα είναι μειωμένες κατά 10% σε σχέση με το επίπεδο του 2005, κυρίως στη Γαλλία, πρώτη οινοπαραγωγό χώρα στον κόσμο.
Ακολουθούν η Ιταλία και η Ισπανία.
Στην τάση αυτή ήρθαν την περασμένη χρονιά να προστεθούν οι δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες.
Παράλληλα, η παγκόσμια ζήτηση δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται , καθώς η νέα μπουρζουαζία της Κίνας, της Ρωσίας και άλλων αναδυόμενων οικονομιών γεύτηκαν και εκτίμησαν τα μπορντό, τα ριόχα και άλλους ερυθρούς οίνους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η ζήτηση ξεπέρασε τον περασμένο χρόνο την προσφορά κατά 300 εκατομμύρια κιβώτια. Και η κατάσταση θα επιδεινωθεί, την στιγμή που η ζήτηση για τις εξαγωγές αναμένεται μεσοπρόθεσμα να αυξηθεί.
"Βραχυπρόθεσμα, τα αποθέματα θα μειωθούν, διότι στην κατανάλωση θα κυριαρχήσουν τα προϊόντα εξαιρετικής εσοδείας (millesimes) των προηγουμένων ετών", αλλά όταν θα έρθει η σειρά για την κατανάλωση της παραγωγής του 2012, "περιμένουμε ότι θα εμφανισθεί έλλειψη, με εκτίναξη της ζήτησης και των τιμών των εξαγωγών", σύμφωνα με την έκθεση της Morgan Stanley.
Η κατάσταση θα είναι τεταμένη ιδιαίτερα στην Ευρώπη, μεγάλη παραγωγό αλλά και καταναλωτή οίνου.
Εάν οι Γάλλοι παραμένουν οι μεγαλύτεροι οινοπότες στον κόσμο, με αύξηση της κατανάλωσης από το 2010 έπειτα από πολλές δεκαετίες συνεχούς μείωσης όπως παντού στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες τους ακολουθούν πλέον κατά πόδας.
Η χώρα της Coca Cola είναι πλέον η δεύτερη χώρα στον κόσμο στην κατανάλωση οίνου και υπεύθυνη μαζί με την Κίνα για την αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Το εμπόριο οίνου σε παγκόσμια κλίμακα δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται τα τελευταία 30 χρόνια και ανέρχεται πλέον σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Η Γαλλία έχει το μερίδιο του ενός τρίτου, κυρίως εξαιτίας των υψηλών τιμών των ακριβότερων millesimes.
Οι παγκόσμιες εξαγωγές οίνου ανέρχονται σε 1 δισεκατομμύριο κιβώτια ετησίως. Πέραν των ενδο-ευρωπαϊκών ανταλλαγών, 600 εκατομμύρια κιβώτια εξάγονται κάθε χρόνο, το 60% των οποίων κατευθύνεται προς τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Στους παραγωγούς του "νέου κόσμου", δηλαδή της Αυστραλίας, τη Νέας Ζηλανδίας, της Χιλής και της Αργεντινής αντιστοιχεί το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών, έναντι 3% στις αρχές της δεκαετίας του '80.
Οι παραγωγοί αυτοί είναι στην ευνοϊκότερη θέση για να επωφεληθούν από τις εντάσεις ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, οι οποίες θα ενισχυθούν μέσα στα επόμενα χρόνια, διότι θα είναι σε θέση να αυξήσουν τις τιμές των προς εξαγωγήν προϊόντων.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα αυξάνουν παράλληλα τη δική τους παραγωγή και βρίσκονται πλέον στην 4η και την 5η θέση της παγκόσμιας κατάταξης αντίστοιχα. Στην Κίνα, η παραγωγή τετραπλασιάσθηκε τα δέκα τελευταία χρόνια, δεν επαρκεί όμως για να καλύψει την εκτίναξη της κατανάλωσης.
Αυτό αναμένεται να αμβλύνει την ένδεια που προβλέπει για τα επόμενα χρόνια η Morgan Stanley, αλλά θα μειώσει το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά οίνου.
απο την imerisia.gr
Αυτό προβλέπει τουλάχιστον η Morgan Stanley, προειδοποιώντας ότι οι τιμές των εξαγωγών θα εκτιναχθούν εξαιτίας της μείωσης της παραγωγής και της αυξανόμενης δίψας των Κινέζων και των Αμερικανών.
Η παγκόσμια παραγωγή οίνου έφθασε στο ανώτατο σημείο το
2004, όταν καταγράφηκε περίσσευμα 600 εκατομμυρίων, εξηγεί σε έκθεσή της η Morgan Stanley. Εκτοτε, η παγκόσμια προσφορά μειώνεται συνεχώς, φθάνοντας το 2012 στο κατώτατο σημείο της εδώ και 40 χρόνια.
Οι δυνατότητες παραγωγής μειώθηκαν ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου σήμερα είναι μειωμένες κατά 10% σε σχέση με το επίπεδο του 2005, κυρίως στη Γαλλία, πρώτη οινοπαραγωγό χώρα στον κόσμο.
Ακολουθούν η Ιταλία και η Ισπανία.
Στην τάση αυτή ήρθαν την περασμένη χρονιά να προστεθούν οι δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες.
Παράλληλα, η παγκόσμια ζήτηση δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται , καθώς η νέα μπουρζουαζία της Κίνας, της Ρωσίας και άλλων αναδυόμενων οικονομιών γεύτηκαν και εκτίμησαν τα μπορντό, τα ριόχα και άλλους ερυθρούς οίνους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η ζήτηση ξεπέρασε τον περασμένο χρόνο την προσφορά κατά 300 εκατομμύρια κιβώτια. Και η κατάσταση θα επιδεινωθεί, την στιγμή που η ζήτηση για τις εξαγωγές αναμένεται μεσοπρόθεσμα να αυξηθεί.
"Βραχυπρόθεσμα, τα αποθέματα θα μειωθούν, διότι στην κατανάλωση θα κυριαρχήσουν τα προϊόντα εξαιρετικής εσοδείας (millesimes) των προηγουμένων ετών", αλλά όταν θα έρθει η σειρά για την κατανάλωση της παραγωγής του 2012, "περιμένουμε ότι θα εμφανισθεί έλλειψη, με εκτίναξη της ζήτησης και των τιμών των εξαγωγών", σύμφωνα με την έκθεση της Morgan Stanley.
Η κατάσταση θα είναι τεταμένη ιδιαίτερα στην Ευρώπη, μεγάλη παραγωγό αλλά και καταναλωτή οίνου.
Εάν οι Γάλλοι παραμένουν οι μεγαλύτεροι οινοπότες στον κόσμο, με αύξηση της κατανάλωσης από το 2010 έπειτα από πολλές δεκαετίες συνεχούς μείωσης όπως παντού στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες τους ακολουθούν πλέον κατά πόδας.
Η χώρα της Coca Cola είναι πλέον η δεύτερη χώρα στον κόσμο στην κατανάλωση οίνου και υπεύθυνη μαζί με την Κίνα για την αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Το εμπόριο οίνου σε παγκόσμια κλίμακα δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται τα τελευταία 30 χρόνια και ανέρχεται πλέον σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Η Γαλλία έχει το μερίδιο του ενός τρίτου, κυρίως εξαιτίας των υψηλών τιμών των ακριβότερων millesimes.
Οι παγκόσμιες εξαγωγές οίνου ανέρχονται σε 1 δισεκατομμύριο κιβώτια ετησίως. Πέραν των ενδο-ευρωπαϊκών ανταλλαγών, 600 εκατομμύρια κιβώτια εξάγονται κάθε χρόνο, το 60% των οποίων κατευθύνεται προς τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Στους παραγωγούς του "νέου κόσμου", δηλαδή της Αυστραλίας, τη Νέας Ζηλανδίας, της Χιλής και της Αργεντινής αντιστοιχεί το 30% των παγκόσμιων εξαγωγών, έναντι 3% στις αρχές της δεκαετίας του '80.
Οι παραγωγοί αυτοί είναι στην ευνοϊκότερη θέση για να επωφεληθούν από τις εντάσεις ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, οι οποίες θα ενισχυθούν μέσα στα επόμενα χρόνια, διότι θα είναι σε θέση να αυξήσουν τις τιμές των προς εξαγωγήν προϊόντων.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα αυξάνουν παράλληλα τη δική τους παραγωγή και βρίσκονται πλέον στην 4η και την 5η θέση της παγκόσμιας κατάταξης αντίστοιχα. Στην Κίνα, η παραγωγή τετραπλασιάσθηκε τα δέκα τελευταία χρόνια, δεν επαρκεί όμως για να καλύψει την εκτίναξη της κατανάλωσης.
Αυτό αναμένεται να αμβλύνει την ένδεια που προβλέπει για τα επόμενα χρόνια η Morgan Stanley, αλλά θα μειώσει το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά οίνου.
απο την imerisia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου