Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν παροῦσα ἀποστολική περικοπή, πού προέρχεται ἀπό τήν Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή του, μᾶς βοηθεῖ νά ἐννοήσουμε ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά τῆς ἀληθινῆς εὐσεβείας. «Καί πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται». Ὄχι μόνον ἐγώ, λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι θέλουν νά ζοῦν μέ εὐσέβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά ἀντιμετωπίσουν διωγμούς. Ἐδῶ ὁ Παῦλος συνδέει τήν εὐσέβεια μέ τήν
ἐν Χριστῷ ζωή, δηλαδή τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, τήν σχέση, τήν κοινωνία μαζί Του, τήν προσήλωση στήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τούς διωγμούς…Σέ ἄλλη ἐπιστολή του ἐπισημαίνει ὅτι «μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3,16). Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ἡ εὐσέβεια ὀνομάζεται «μέγα μυστήριον» καί συνδέεται μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἡ ἀληθινή ζωή μας καί μᾶς δείχνει τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ πρός τόν Πατέρα.
Συνεπῶς, ἡ πίστη στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ μᾶς καθιστᾶ εὐσεβεῖς.
Οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν ὡς ἀληθινή εὐσέβεια τήν ὀρθή προσκύνηση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δηλαδή τήν ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ Θεοῦ, πού συνεπάγεται τήν ἔκφραση σεβασμοῦ, ἀγάπης καί λατρείας πρός Αὐτόν. Καί ἔπειτα χαρακτηρίζουν ὡς ἀληθινή εὐσέβεια τήν προσπάθεια, τήν σπουδή τοῦ ἀνθρώπου νά ζήσει σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πνευματικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου
Ἐφόσον ἡ γνώση καί ἡ τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦν τόν πιστό στήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ, τότε, ὅταν αὐτό θεωρεῖται τό ὕψιστο κριτήριο τῆς συνειδήσεώς μας, βιώνουμε καί τίς εὐαγγελικές ἀρετές τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τῆς εὐσεβείας, τῆς θεοσεβείας, τῆς θεογνωσίας, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν. Καθότι ἡ ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐσέβεια δέν προέρχονται μόνο ἀπό τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια, ἀλλά ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Βεβαίως, ὁ πνευματικός ἀγώνας τοῦ πιστοῦ βρίσκεται πιό πάνω ἀπό τίς δυνάμεις του καί ἡ ἔκβασή του δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση.
Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει νά παραδώσουμε τήν ἀδυναμία μας στήν δύναμη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ἐπιφέρει ἀλλοιώσεις στήν σωστή λειτουργία τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι σπάνια, τόν πείθει ὅτι ἡ παράδοση αὐτή τοῦ ἑαυτοῦ του στόν Θεό σημαίνει τήν ὑποτίμηση καί τήν ἐξαφάνιση τῆς ὑπάρξεώς του. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο.
Οἱ θλίψεις καί οἱ διωγμοί
Ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιθυμεῖ νά ζήσει μέ ἀληθινή εὐσέβεια δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποφύγει τίς θλίψεις, τόν πόνο, τούς διωγμούς. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διώχθηκε, ὀνειδίσθηκε, σταυρώθηκε. Καί οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν τήν συνείδηση ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22). Μέ αὐτή τήν ἔννοια ἡ «ἐν Χριστῷ» εὐσέβεια προϋποθέτει ἐσωτερικό καί ἐξωτερικό ἀγώνα. Ὁ ἐσωτερικός ἀγώνας ἀφορᾶ στήν ἀντιμετώπιση τῶν διαφόρων παθῶν πού φωλιάζουν μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ρίζα τῶν παθῶν εἶναι ἡ ἐγωκεντρικότητα καί ἐπάνω της φυτρώνουν ὅλα τά πάθη, ὅπως φιλαυτία, φιλαργυρία, φιληδονία, θυμός, φθόνος, ὀλιγοπιστία, κακία.
Ὁ ἐξωτερικός ἀγώνας ἀφορᾶ στήν σωστή ἀντιμετώπιση τῶν διώξεων, τῶν θλίψεων, τῶν ἀπογοητεύσεων πού προέρχονται ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτά ὁ πιστός χριστιανός τά ἀντιπαρέρχεται μέ ὑπομονή, διάκριση, προσευχή, ἐλπίδα πρός τόν Θεό, ταπεινοφροσύνη καί ἀγάπη. Ἀπό μία ἄποψη εἶναι φυσικό ὁ κόσμος νά ἀντιδρᾶ μέ διωγμούς ἐναντίον τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου.
Ὅταν ὁ ἐγωιστής, ὁ ἄδικος, ὁ ἄπιστος, ὁ αἰσχροκερδής ἐλέγχεται ἀπό τήν ἀνιδιοτέλεια, τήν ταπείνωση, τήν πίστη, τήν καλοσύνη τοῦ εὐσεβοῦς συνανθρώπου του, τότε θά πρέπει νά σταματήσει αὐτόν τόν σιωπηρό ἔλεγχο συκοφαντώντας, καταισχύνοντας καί ἐξοντώνοντάς τον μέ κάθε τρόπο. Ὅμως, ὁ πιστός χριστιανός τροφοδοτεῖται ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι κατορθώνει ὅσα ὁ Θεός θέλει καί σηκώνει, ὅσα ὁ Θεός παραχωρεῖ.
Γιατί οἱ διωγμοί καί οἱ θλίψεις βοηθοῦν τόν πιστό νά ζήσει ὄχι μόνο μέ εὐσέβεια, ἀρετή καί ἀλήθεια, ἀλλά καί νά βιώσει τό βαθύτερο νόημα τῆς ἐν Χριστῷ ταπεινώσεως. Δηλαδή τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί παράθεση τῆς ζωῆς του στόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα Κύριο Ἰησοῦ.
Εὐχῆς ἔργο εἶναι νά μή λησμονοῦμε ὅτι «οὐδέ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Δηλαδή ἡ εὐσέβεια δέν βρίσκεται στά λόγια, ἀλλά στά πράγματα· στήν ἀλήθεια καί τά ἔργα τῆς πίστεως, στόν τρόπο πού τήν ἀφομοιώνουμε καί τήν ἀκτινοβολοῦμε πρός τούς ἄλλους γιά τήν οἰκοδομή τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφεσ. 4,12).
Ἀρχιμ. Ν. Κ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου