Η περιουσία του Ελληνοϊταλού Τζον Πολ Ντετζόρια αγγίζει σήμερα τα 3,1 δις δολάρια. Αισθητά μικρότερη απ’ ότι ήταν τα προηγούμενα χρόνια, που ξεπερνούσε τα τέσσερα δις.
Όπως και να έχει, βρίσκεται σταθερά στη λίστα Forbes με τους πλουσιότερους ανθρώπους στην
Αμερική. Παρόλα αυτά, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι υπολογίζει κάθε δολάριο, δεν περνάει ούτε μία ημέρα δίχως να εργαστεί σκληρά και σιχαίνεται την επίδειξη χλιδής.Ίσως αυτό έχει να κάνει με τη δύσκολη παιδική του ηλικία και το γεγονός ότι ξεκίνησε από το μηδέν. Μπορεί, όμως, να συνδέεται και με ότι έμεινε δύο φορές στη ζωή του άστεγος, αντιμετωπίζοντας την απόλυτη οικονομική καταστροφή. «Αν μη τί άλλο μιλάτε με έναν άνθρωπο που έχει πέσει στον πάτο και έχει σηκωθεί από αυτόν, δημιουργώντας ξανά και ξανά», είχε πεί γελώντας σε έναν δημοσιογράφο κάποια χρόνια νωρίτερα.
Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1944 στο Λος Άντζελες. Η μητέρα του Μαγδαληνή Κοντούδη ήταν Ελληνίδα, με καταγωγή από την Καβάλα. Ο πατέρας του Ιταλός. Οι γονείς του μετανάστευσαν στην Αμερική αμέσως μετά τη γέννησή του. Αργότερα ήρθε στη ζωή και ο αδελφός του. Τότε ήταν που οι γονείς του χώρισαν. Η μητέρα του αδυνατούσε να συντηρήσει τα δυο ανήλικα παιδιά της. Ζήτησε τη βοήθεια του κράτους και ο Ντον υιοθετήθηκε προσωρινά από ανάδοχη οικογένεια στο Ανατολικό Λος Άντζελες. Ήταν μόλις δύο ετών.
Ξαναείδε τη μητέρα του στα εννιά του. Μετά βίας είχαν φαγητό στο τραπέζι. Ο Ντον προσφέρθηκε να βοηθήσει την οικογένεια, μοιράζοντας εφημερίδες κάθε πρωί, αλλά και πουλώντας κάρτες και γάλα. Στην εφηβεία του έγινε μέλος μιας συμμορία στο Ανατολικό Λος Άντζελες. Ευτυχώς ένας εμπνευσμένος καθηγητής τον συμβούλευσε να ακολουθήσει τον σωστό δρόμο.
Μένοντας δύο φορές άστεγος
Τα πράγματα, όμως, δεν βελτιώθηκαν πολύ και μετά την ενηλικίωσή του. Υπηρέτησε στο Αμερικανικό Ναυτικό. Στη συνέχεια, έκανε όλες τις δουλειές του ποδαριού: έγινε θυρωρός, υπαλλήλος σε βενζινάδικο, καθαριστής, πωλητής βιβλίων από πόρτα σε πόρτα, σερβιτόρος και πολλά ακόμα. Εκείνη την περίοδο, ήταν η πρώτη φορά που έμεινε άστεγος. Το ημερολόγιο έδειχνε Φεβρουάριος του 1971. Είχε πιάσει δουλειά ως πωλητής του περιοδικού “Time”. Στεκόταν με τις ώρες μέσα στο κρύο πουλώντας το. Ωστόσο σύντομα απολύθηκε. Δεν είχε να πληρώσει το νοίκι του και έτσι δεν άργησε να στο δρόμο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Οριακά τρεφόταν με σάντουιτς από μηχανήματα και φαστφούντ. Με τον καιρό ορθοπόδησε. Βρήκε σπίτι και δουλειά.
Η ευκαιρία παρουσιάστηκε, όμως, όταν εργάστηκε ως υπάλληλος της Redken Laboratories. Εκεί απέκτησε εμπειρία στο μάρκετινγκ προϊόντων για τα μαλλιά. Δημιούργησε, λοιπόν, μία φόρμουλα που θεωρούσε ότι μπορούσε να καλύψει κενά στην αγορά. Η τύχη του χαμογέλασε, όμως, όταν ένας επενδυτής από την Ευρώπη τους πρότεινε να δώσει μισό εκατομμύριο για την παραγωγή της φόρμουλας. Ένας επενδυτής από την Ευρώπη λοιπόν, του εκδήλωσε ενδιαφέρον για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Θα του έδινε 500.000 δολάρια.
Ο Τζον, από την μεριά του, ήταν μάλιστα τόσο πεπεισμένος για την ευνοϊκή εξέλιξη του εγχειρήματός του, που άφησε στην πρώην σύζυγό του το αυτοκίνητο, το σπίτι τους και σχεδόν όλες τις οικονομίες του. Τα χρήματα, όμως, που του είχε τάξει ο Ευρωπαίος επενδυτής δεν ήρθαν ποτέ. Όταν ο επενδυτής και τα χρήματά του αποδείχθηκαν άνθρακας αντί για θησαυρός, η πρώην σύζυγος του όχι μόνο κράτησε τα πάντα, αλλά του δήλωσε ότι δεν επιθυμεί πλέον να είναι μητέρα, παραχωρώντας και τη φροντίδα του ανήλικου γιού τους. Για δεύτερη φορά στη ζωή του έμεινε άστεγος. Κοιμόταν στο αυτοκίνητο, ενώ ο γιός του έμενε από συγγενή σε συγγενή. Για να αγοράζει ένα πιάτο φαγητό πουλούσε τα πλαστικά που μάζευε από τα σκουπίδια.
Η άνοδος
Κατάφερε και πάλι να σηκώσει κεφάλι. Δημιούργησε την εταιρεία John Paul Mitchell Systems με συνέταιρο τον κομμωτή Paul Mitchell και πρώτο κεφάλαιο μόλις 700 δολάρια. Αυτό ήταν το σύνολο των αποταμιεύσεων τους, με μία ενίσχυση 350 δολαρίων από τη μητέρα του. «Δεν είχαμε να χάσουμε τίποτα. Κυριολεκτικά ζούσαμε μετά βίας την εποχή εκείνη. Ήμουν άφραγκος και, όμως, το ότι είχα ένα δυαράκι και φαγητό με έκανε να νιώθω βασιλιάς», έχει διηγηθεί. Οι δυο συνεταίροι βρήκαν το πιο οικονομικό εργοστάσιο για να αναθέσουν την παράγωγη του προϊόντος τους που ήταν σαμπουάν και κοντίσιονερ μαζί.
Η εταιρεία γνώρισε τεράστια επιτυχία. Σήμερα, παράγει και διαθέτει περισσότερα από 100 προϊόντα και είδη κομμωτικής σε πάνω από 80 χώρες σε όλο τον κόσμο. Συνίδρυσε επίσης την Patron Spirits Co, ένα πολυτελές brand στον κλάδο των οινοπνευματωδών ποτών για την παραγωγή τεκίλας. Το 2018 πούλησε το μερίδιο του στην Bacardi, σε μια συμφωνία το ύψος της οποίας έφθασε κατά το Forbes στα 5,1 δισ. δολ. Το 2019 μπήκε και στην τεχνολογία, επενδύοντας σε μια σειρά κινητών τηλεφώνων, ενώ επένδυσε 40 εκατ. δολ. για την εξαγορά πρώην εγκαταστάσεων της εταιρείας McDonald’s.
Θεωρείται και φιλάνθρωπος, στηρίζοντας μία σειρά από οργανώσεις και ιδρύματα. Λατρεύει την Ελλάδα και κυρίως την Καβάλα, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του, την οποία και επισκέπτεται κάθε χρόνο. Κάνει διαλογισμό κάθε πρωί, γυμναστική και συμβουλεύει τους νέους επιχειρηματίες, αλλά και όσους θέλουν να επιτύχουν να «ξεπερνούν την απόρριψη και να επιμένουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου