ΔΟΞΑ, ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Τό παρόν ἀποστολικό ἀνάγνωσμα προέρχεται ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τήν ὁποία συνέγραψε περί τό ἔτος 57 μ.Χ. εὑρισκόμενος στήν Κόρινθο, πρός τό τέλος τῆς τρίτης ἀποστολικῆς περιοδείας του.
Εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἐπιστολή του ἐξ ἀπόψεως θεολογικοῦ περιεχομένου καί ἡ μεγαλύτερη σέ ἔκταση ἀπό τίς ὑπόλοιπες δεκατρεῖς ἐπιστολές του. Ἡ βασική πτυχή πού τήν χαρακτηρίζει εἶναι ἡ
δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου μέ τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι μέ τά ἔργα τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.Ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ
Θέμα τῆς περικοπῆς μας, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τοῦ δευτέρου κεφαλαίου στό ὁποῖο ἀνήκει, εἶναι ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους. Γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Θεός στά ἔσχατα, στό τέλος τῆς ἱστορίας, θά ἀνταμείψει κάθε ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τά ἔργα του. Θά δώσει αἰώνιο ζωή σέ ὅσους ὑπομονετικά κάνουν τό καλό καί ἀναζητοῦν ἔτσι τήν δόξα, τήν τιμή καί τήν ἀφθαρσία κοντά στόν Θεό. Ἀντίθετα, ὁ θυμός καί ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ περιμένουν ὅσους Τόν ἀντιστρατεύονται, ἀντιστέκονται στήν ἀλήθεια καί ὑπηρετοῦν τήν ἀδικία (Ρωμ. 2,6-8). Κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, καί γενικώτερα τήν Ἁγία Γραφή, ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης· δέν χαρίζεται σέ πρόσωπα ἀνάλογα μέ τήν ἰδιότητά τους, ἄν εἶναι Ἰουδαῖοι, Ἐθνικοί κ.λπ.
Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου
Τοιουτοτρόπως, οἱ ἄνθρωποι δέν σώζονται σύμφωνα μέ τά ἐξωτερικά προνόμια, τίς ἰδιότητες καί τά σχήματα, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν ἐσωτερική διάθεση τῆς καρδιᾶς τους, τήν συνειδητή πίστη στόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα Χριστό, τήν μετοχή στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἡ πίστη αὐτή ἐκφράζεται μέ ἔργα. Χωρίς αὐτά εἶναι νεκρή (Ἰακ. 2,26).
Τέτοια πίστη ἔχουν καί τά δαιμόνια (Ἰακ. 2,19). Καί ἐνῶ τά ἔργα ἐκφράζουν τήν πίστη, ἡ πίστη βεβαιώνει τά ἔργα. Ἐπί παραδείγματι, δέν μπορεῖ κάποιος νά πιστεύει στόν Θεό καί νά μισεῖ τόν πλησίον του.
Ὅποιος μισεῖ δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀληθινή σχέση μέ τόν Θεό πού ἀγαπάει ὅλους. Τό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον φανερώνει καί τό μέτρο τῆς πίστεως. Καθότι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ὀντολογικό καί ὄχι ἠθικό μόνο γεγονός.
Χάρις καί νόμος
Ἐφόσον ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σκοπό εἶχε νά παιδαγωγήσει τούς ἀνθρώπους «εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν» (Γαλ. 3,24), στήν Ἐκκλησία, πού ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι ὁ χῶρος τῆς χάριτος καί τῆς ἐλευθερίας, ὁ νόμος χάνει τό νόημά του. Καί αὐτό συμβαίνει, γιατί ἡ χάρη ὑπερβαίνει τόν νόμο, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Βεβαίως καί στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Χριστός «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», ὑπάρχουν κανόνες καί νόμοι, πρώτιστα γιά λόγους παιδαγωγικούς, εὔρυθμης λειτουργίας καί σωστῆς διοικήσεώς της, ἀφοῦ ἐλευθερία δέν σημαίνει ἀσυδοσία. Ὅμως οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες δέν ἀποτελοῦν νόμο, ἀλλά δεῖκτες ἐλευθερίας. Ἡ ἠθική ζωή εἶναι καρπός μετοχῆς στήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί ὁ πιστός γνωρίζει ὅτι μόνο μέ τίς δικές του δυνάμεις δέν μπορεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές. Ὡς ἐκ τούτου καλεῖται νά συνεργασθεῖ μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι χωρίς τήν ἀνθρώπινη συνέργεια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν καρποφορεῖ.
«Παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν»
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πού πράττει τό ἀγαθό χαριτώνεται ἀπό τόν Θεό μέ δόξα, τιμή καί εἰρήνη. Ἡ διεργασία τοῦ ἀγαθοῦ δέν περιορίζεται στίς ἀρετές καί τίς καλές πράξεις, ἀλλά στήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά θεωρεῖ, μέ τήν ἐπενέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σέ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Δόξα καί τιμή τοῦ ἀνθρώπου σημαίνει τήν μετοχή του στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί στό χάρισμα τῆς θεϊκῆς υἱοθεσίας· νά βιώνει τί σημαίνει ὅτι ἀνήκει στόν Χριστό καί ὁ Χριστός σέ αὐτόν· καί ὅτι διά τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀληθινή ὑπόσταση, πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τόν κόσμο καί ζεῖ ἁρμονικά μέσα σέ αὐτόν ὡς πολίτης τῆς καινῆς κτίσεως. Ἔπειτα ἀπό αὐτά εἶναι δυνατόν νά μή διακατέχεται καί ἀπό τό πνεῦμα τῆς εἰρήνης; Τῆς εἰρήνης πού εἶναι ἀσύλληπτη στήν ἀνθρώπινη νόηση καί διαφυλάττει τίς καρδιές καί τίς σκέψεις κοντά στόν Ἰησοῦ Χριστό (Φιλιπ. 4,7).
Ἀρχιμ. Ν. Κ.
apostoliki-diakonia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου