Αλλαγή σελίδας για Κούβα και Ιράν |
Με σταδιακά αλλά αποφασιστικά βήματα, ενίοτε παρασκηνιακά, δρομολογήθηκε τα τελευταία χρόνια και ολοκληρώθηκε φέτος η ιστορική προσέγγιση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και σε δύο χώρες που καταχωρίστηκαν επί δεκαετίες στο εχθρικό στρατόπεδο της υπερδύναμης.
Ο λόγος, βέβαια, για την Κούβα και το Ιράν που, έχοντας υποστεί επί δεκαετίες αποκλεισμό των
οικονομιών τους, απότοκο σε μεγάλο βαθμό των τεταμένων σχέσεών τους με τις ΗΠΑ, προσβλέπουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο σε οικονομική ανάκαμψη.
Κι αν η συμφιλίωση δεν μπορεί να σφραγισθεί στην Τεχεράνη με μια πανηγυρική επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου, αντίστοιχη εκείνης που προκάλεσε κύμα ευφορίας στην Αβάνα, οι ηγεσίες και των δύο χωρών ενδιαφέρονται να αναπτύξουν το δυναμικό των οικονομιών τους και οι λαοί τους προσδοκούν σε βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Φαίνεται, όμως, πως οι αλλαγές που περιμένουν αργούν πολύ περισσότερο απ’ όσο πίστευαν, με ευθύνη άλλοτε των αντιδράσεων στο εσωτερικό τους και άλλοτε εξαιτίας παγιωμένων επί χρόνια καταστάσεων που είναι δύσκολο να ανατραπούν. Παρά τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους, τόσο στην Κούβα όσο και στο Ιράν οι προσδοκώμενες αλλαγές φαίνεται να προσκρούουν ως έναν βαθμό στην αντίδραση των σκληροπυρηνικών της χώρας.
«Σοβιετικού τύπου»
Μια μερίδα της παλιάς γενιάς πολιτικών που εμμένει σε μια οικονομική δομή «σοβιετικού τύπου», όπως είθισται να αποκαλείται η κουβανική οικονομία, λειτουργεί ανασταλτικά στις προσπάθειες του Ραούλ Κάστρο να προτείνει και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις.
Αφετέρου στο Ιράν ο καθοριστικός ρόλος που διαδραματίζουν στην οικονομία της χώρας οι Φρουροί της Επανάστασης αποτελεί τροχοπέδη στις προσπάθειες του προέδρου Χασάν Ροχανί να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες που ανοίγονται για τη χώρα του από την άρση των εναντίον της οικονομικών κυρώσεων.
Ετσι στην Κούβα προχωρά με αργούς ρυθμούς, ενίοτε με οπισθοχωρήσεις, ο μετασχηματισμός της οικονομίας κατά τρόπον που να επιτρέπει την ιδιωτική πρωτοβουλία, την επιχειρηματικότητα και την ελεύθερη άσκηση διαφόρων επαγγελμάτων.
Φαίνεται πως παραμένει έως τώρα ζητούμενο μια αλλαγή πολιτικής, που να επιτρέψει την εισαγωγή προϊόντων και τον εκσυγχρονισμό της εγχώριας παραγωγής, ώστε να εκλείψουν οι μακροχρόνιες ελλείψεις βασικών αγαθών.
Από τον Δεκέμβριο του 2014, πάντως, οπότε Ουάσιγκτον και Αβάνα προχώρησαν σε κοινή διακήρυξη για τη λήξη του μεταξύ τους Ψυχρού Πολέμου, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των Αμερικανών τουριστών, με τα εστιατόρια σε ορισμένες περιοχές να αναφέρουν αύξηση της πελατείας τους κατά 50%. Διατηρείται, έτσι, ζωντανή η προσδοκία ότι με την εισροή αμερικανικών κεφαλαίων θα τονωθεί η οικονομία του νησιού.
Αντιθέτως, φαίνεται πως είναι πιο περίπλοκα τα πράγματα σε ό,τι αφορά την Τεχεράνη, καθώς έξι μήνες μετά την τυπική άρση των εναντίον της κυρώσεων δεν έχουν ακόμη ξεπαγώσει ιρανικά κεφάλαια στις τράπεζες του εξωτερικού.
Η Αβάνα ενισχύει τον ιδιωτικό τομέα
Η κυβέρνηση του Ραούλ Κάστρο έκανε προ ημερών ένα ακόμη βήμα προς τον μετασχηματισμό της κουβανικής οικονομίας, τη διαδικασία που εγκαινίασε το 2008, όταν πήρε τα ηνία της χώρας από τον ιστορικό ηγέτη της, Φιντέλ Κάστρο.
Ο ίδιος ο Ραούλ Κάστρο, όμως, όταν παρουσίασε τη μεταρρυθμιστική του ατζέντα έναν μήνα νωρίτερα στο συνέδριο του κουβανικού κομμουνιστικού κόμματος, καταφέρθηκε εναντίον μιας «παρωχημένης νοοτροπίας», που αποτρέπει τον εκσυχρονισμό της οικονομίας στη χώρα. Ηταν μια προφανής αναφορά στους σκληροπυρηνικούς του κόμματος, που, σύμφωνα με πηγές του Reuters, πέτυχαν, στο πλαίσιο του συνεδρίου, να ακυρώσουν ορισμένες από τις προεξαγγελθείσες μεταρρυθμίσεις.
Νόμιμες επιχειρήσεις
Η τελευταία κίνησή του ήταν να νομιμοποιήσει τη λειτουργία ιδιωτικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο νησί, έστω κι αν η σχετική ανακοίνωση δεν συνοδεύτηκε από διευκρινίσεις σχετικά με το ποια δικαιώματα θα τους αναγνωριστούν και προπαντός αν θα τους δοθεί η δυνατότητα να εισάγουν υλικά που χρειάζονται για τη λειτουργία τους. Η κίνηση εντάσσεται στην προσπάθεια του Ραούλ Κάστρο να δώσει ώθηση στην οικονομία του νησιού, έπειτα από 55 και πλέον χρόνια από την επιβολή του εναντίον του εμπάργκο από τις ΗΠΑ, αλλά και 25 χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και τη συνεπακόλουθη διακοπή κάθε οικονομικής βοήθειας προς την Αβάνα.
Εν τω μεταξύ, όμως, στελέχη του κόμματός του πέτυχαν να περιορίσουν τη χορήγηση αδειών για την ιδιωτική πώληση και διανομή τροφίμων, και την είδηση ανέφεραν η επίσημη εφημερίδα του κόμματος και η κρατική τηλεόραση. Σύμφωνα με τα σχετικά δημοσιεύματα, το κράτος επαναφέρει παλαιότερο καθεστώς, στο οποίο θα ελέγχει πλήρως τη διανομή και την τιμολόγηση ποσοστού από 80% έως 90% των τροφίμων και της αγροτικής παραγωγής, όταν το 2014, μετά το πρώτο κύμα μεταρρυθμίσεων, το ποσοστό αυτό είχε περιοριστεί στο 51%. Το κράτος εξακολουθεί, άλλωστε, να είναι ιδιοκτήτης περίπου του 80% της αρώσιμης γης στην Κούβα.
Ο υπερβολικός παρεμβατισμός του κράτους αποτελεί έναν από τους παράγοντες που κρατούν την αγροτική παραγωγή της Κούβας καθηλωμένη στα επίπεδα του 2008, με αναπόφευκτη συνέπεια την αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Σύμφωνα με την επίσημη εφημερίδα της νεολαίας του κομμουνιστικού κόμματος, οι τιμές των τροφίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης έχουν αυξηθεί κατά 49%, από το 2010 μέχρι και τις αρχές του περασμένου έτους. Και, εν τω μεταξύ, η Κούβα αναγκάζεται να καλύπτει με εισαγωγές περισσότερο από το 60% των αναγκών της σε τρόφιμα.
Από τις βασικές πρωτοβουλίες που πήρε μετά την αποκατάσταση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, ήταν να «ανοίξει» την κουβανική οικονομία στους ξένους επενδυτές. Εχει, άλλωστε, επιτρέψει στους Κουβανούς να απασχολούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες διατηρώντας εστιατόρια ή κομμωτήρια, αλλά και να έχουν άλλες δραστηριότητες, και έχει επιτύχει έτσι να δώσει ώθηση στην οικονομία.
Συνολικά, από το 2008 έχει αυξηθεί ο αριθμός των επιτρεπόμενων επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε πάνω από 200, ενώ έχει καταστεί ευκολότερη η απόκτηση της άδειας ασκήσεως ενός επαγγέλματος.
Η μεγάλη αλλαγή
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών, από το 20% έως το 30% του εργατικού δυναμικού της Κούβας απασχολείται ήδη στον ιδιωτικό τομέα.
Το ποσοστό αυτό σηματοδοτεί όντως έναν μετασχηματισμό της κουβανικής οικονομίας, δεδομένης της υπόσχεσης που έδωσε ο Φιντέλ Κάστρο το 1968 από το Πανεπιστήμιο της Αβάνα, ότι θα καταργήσει και θα διώξει κάθε ιδιωτική επιχείρηση.
Οι μισθοί στο νησί παραμένουν, πάντως, σε επίπεδα ένδειας, καθώς ο μέσος μισθός δεν υπερβαίνει τα 20 δολάρια τον μήνα.
Στις ξένες επενδύσεις αποσκοπεί η Τεχεράνη
Οι παρασκηνιακές διαμάχες στους κόλπους της Ισλαμικής Δημοκρατίας γύρω από τη συμφωνία με τη Δύση και τις αλλαγές που θα επιφέρει έσπευσαν να εκδηλωθούν πολύ προτού υλοποιηθούν οι προσδοκίες της Τεχεράνης από την άρση των κυρώσεων.
Ενώ οι Ιρανοί περιμένουν με αδημονία μια τόνωση της οικονομίας τους από την αναμενόμενη εισροή ξένων κεφαλαίων στην πολύπλευρη ιρανική οικονομία, η πορεία προσκρούει σε εμπόδια. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο, ο ρυθμός ανάπτυξης της ιρανικής οικονομίας ήταν σχεδόν μηδενικός ενώ ο στόχος στο πενταετές πρόγραμμα της κυβέρνησης αφορά έναν μέσο όρο ετήσιας ανάπτυξης της τάξης του 8%.
Ο πρόεδρος Χασάν Ροχανί επιχειρεί να προσελκύσει ξένους επενδυτές και να περιορίσει την επιρροή των Φρουρών της Επανάστασης στην οικονομία.
Ηδη στελέχη του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF) προεξοφλούν πως η ανάμειξη των Φρουρών στα σχέδια της κυβέρνησης Ροχανί μπορεί να υπονομεύσει την επίτευξη των οικονομικών της στόχων.
To IIF έχει ήδη υποβαθμίσει την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ιρανικής οικονομίας το τρέχον έτος στο 4% από την προηγούμενη για 5,5% ακριβώς επειδή διαπιστώνει πως οι Φρουροί προβάλλουν εμπόδια σε οποιαδήποτε ξένη επένδυση στη χώρα. Οπως σχολιάζει και πρόσφατο δημοσίευμα της Wall Street Journal, οι Φρουροί της Επανάστασης εκμεταλλεύτηκαν κατά κάποιον τρόπο τις κυρώσεις για να προωθήσουν σειρά επιχειρηματικών συμφωνιών κυρίως στον τομέα του πετρελαίου με την Κίνα αλλά και με άλλες χώρες που δεν συμμετείχαν στις κυρώσεις.
Η διείσδυσή τους στην ιρανική οικονομία είναι μεγάλη και η συμφωνία με τη Δύση απελευθερώνει ορισμένα κεφάλαια που αναμένεται να περιέλθουν στον έλεγχο των Φρουρών. Σύμφωνα, όμως, με σχετικό ρεπορτάζ του περιοδικού Newsweek, έξι μήνες μετά τη συμφωνία και το Ιράν δεν έχει ακόμη πρόσβαση σε κεφάλαιά του ύψους τουλάχιστον 100 δισ. δολαρίων που βρίσκονται παγωμένα σε τράπεζες του εξωτερικού. Ο λόγος είναι πως ορισμένοι αμερικανικοί νόμοι που δεν προβλέπονται στη συμφωνία επιβάλλουν υπερβολικούς περιορισμούς.
Ιλιγγιώδη πρόστιμα
Μεγάλες ευρωπαϊκές και ασιατικές τράπεζες φοβούνται να προχωρήσουν σε κάποιες κινήσεις που ενδέχεται να αποτελούν παραβίαση των κυρώσεων, καθώς θα μπορούσαν να τους επιβληθούν πρόστιμα, αλλά και κυρώσεις. Εχουν, άλλωστε, προηγηθεί τα τελευταία χρόνια ιλιγγιώδη πρόστιμα που επέβαλαν οι αμερικανικές αρχές σε ευρωπαϊκές τράπεζες γιατί συνεργάστηκαν με το Ιράν κατά παράβαση των κυρώσεων.
Τον Απρίλιο ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, συναντήθηκε στη Νέα Υόρκη με τον Ιρανό ομόλογό του, Μοχαμάντ Τζαβάντ Ζαρίφ, σε μια προσπάθεια να διευθετήσει αυτά τα ζητήματα. Πέτυχαν από κοινού μια διευθέτηση, στο πλαίσιο της οποίας ένας μεγάλος αριθμός ευρωπαϊκών τραπεζών θα προωθήσει τη μεταφορά 6,4 δισ. δολαρίων στην Τεχεράνη, κεφάλαια που αποτελούν πληρωμές της Ινδίας για εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα δεν περιορίστηκαν στην παρέμβαση αυτή αλλά επεκτάθηκαν σε μια συστηματική ενημέρωση των ξένων τραπεζών από Αμερικανούς αξιωματούχους.
Πολλές τράπεζες δεν έχουν πεισθεί. Κάποιες ζήτησαν μάλιστα κατευθυντήριες γραμμές από τις αμερικανικές αρχές προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν πρόστιμα όπως εκείνο των 9 δισ. δολαρίων που επιβλήθηκε το 2014 στη γαλλική τράπεζα ΒΝΡ Paribas για την παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν, του Σουδάν και της Κούβας.
απο τη kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου