Στις ελληνικές τράπεζες και στην ασφάλεια των καταθέσεων είναι καλύτερα να μην αναφέρεται κανείς – εκτός εάν έχει την ψευδαίσθηση πως θα επιστρέψουν τα χρήματα που έχουν διαφύγει στο εξωτερικό ή διατηρούνται σε μετρητά, σε μία χώρα που δεν έχει σταματήσει να
δρομολογεί μέτρα που τη φέρνουν όλο και πιο κοντά στη χρεοκοπία, μαζί με την έξοδο της από την Ευρωζώνη.
δρομολογεί μέτρα που τη φέρνουν όλο και πιο κοντά στη χρεοκοπία, μαζί με την έξοδο της από την Ευρωζώνη.
Βέβαια, καμία από τις δύο αυτές απειλές
δεν θα ήταν τόσο τρομακτική, εάν συνέβαινε το 2010 – όπου οι Πολίτες δεν
είχαν χάσει ακόμη το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων και των
περιουσιακών τους στοιχείων, η ανεργία ήταν ελεγχόμενη, οι τράπεζες
σχετικά υγιείς, ενώ δεν είχαν χρεοκοπήσει ακόμη δεκάδες χιλιάδες
επιχειρήσεις.
Σήμερα όμως δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί πως θα ήταν εφικτή μία αντιμετώπιση της κρίσης, όπως αυτή της Ισλανδίας – αφού τα περιθώρια «συρρίκνωσης» και εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας έχουν πλέον κάτι περισσότερο από εξαντληθεί.
Ανεξάρτητα τώρα από τη χρεοκοπημένη
Ελλάδα, έχει ενδιαφέρον γενικότερα η αναφορά στις καταθέσεις των
ευρωπαϊκών τραπεζών, πολλές από τις οποίες είναι υπερχρεωμένες – όπου φαίνεται πως δρομολογείται σταδιακά, χωρίς να γίνεται ευρέως αντιληπτή, η χρήση τους για τη διάσωση εκ των έσω (Bail–in).
Στα πλαίσια αυτά, όταν ερωτήθηκε η ΕΚΤ σχετικά με το εάν η εγγύηση έως
100.000 € συμπεριλαμβάνει επίσης τα αρνητικά επιτόκια, εάν επιβληθούν,
με την έννοια ότι προφανώς θα μειώνουν τις καταθέσεις, δεν δόθηκε
συγκεκριμένη απάντηση – εκτός από την υπεκφυγή, σύμφωνα με την οποία δεν
είναι αρμόδια!
Αντίθετα, στην ίδια ερώτηση ο οικονομικός επίτροπος της ΕΕ απάντησε πως δεν ισχύει η εγγύηση σε αυτήν την περίπτωση
– ενώ, εάν υποχρεωθούν οι αποταμιευτές να πληρώσουν αρνητικά επιτόκια,
τότε θα μπορούν απλά να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Φυσικά έχει δίκιο
σε κάποιο βαθμό – αφού εάν κάποιος θελήσει σήμερα να πάρει τα χρήματα
του από μία τράπεζα, τότε έχει τη δυνατότητα.
Πρέπει βέβαια να το δηλώσει τουλάχιστον
τρεις ημέρες προηγουμένως στην τράπεζα, παρά το ότι οι καταθέσεις όψεως
είναι άμεσα πληρωτέες.
Οφείλει επί πλέον να λαμβάνει υπ’ όψιν του πως θα ελεγχθεί από τις εκάστοτε Αρχές –
ενώ, από εκείνη τη στιγμή και μετά, θα τοποθετηθεί εν αγνοία του σε
έναν κατάλογο υπόπτων ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Εάν τώρα απαγορευθούν
οι αναλήψεις σε μετρητά, όπως φαίνεται ότι σχεδιάζεται μελλοντικά, τότε
θα υπάρξουν άλλα προβλήματα – τα οποία δεν θα είναι εύκολα στην επίλυση
τους.
Περαιτέρω, εάν κανείς θελήσει να
καταθέσει ξανά τα χρήματα που απέσυρε μετρητοίς σε κάποια τράπεζα,
επειδή δεν θα ξέρει τι να τα κάνει (εάν ερευνηθούν οι θυρίδες ως ύποπτες
κοκ.), τότε θα αντιμετωπίσει ακόμη περισσότερες δυσκολίες, σε σχέση με την ανάληψη τους
– αφού θα πρέπει να αποδείξει την αρχική προέλευση τους. Εάν τότε δεν
καταφέρει να τεκμηριώσει με αδιάσειστες αποδείξεις πως τα απέκτησε με
απολύτως νόμιμο τρόπο, τότε θα κινδυνεύσει να του κατασχεθούν.
Ένα επόμενο πρόβλημα θα ήταν η ενδεχόμενη υιοθέτηση του κανονισμού των ελβετικών τραπεζών, σύμφωνα με τον οποίο οι τράπεζες μπορούν απλά να αρνηθούν την ανάληψη μεγάλων ποσών σε μετρητά, μετά από τη «συμβουλή» της κεντρικής τράπεζας
– οπότε οι καταθέτες δεν θα είναι σε θέση να αποσύρουν τα χρήματα τους
για να μην επιβαρυνθούν με τα αρνητικά επιτόκια, όπως πρότεινε ο
οικονομικός επίτροπος της ΕΕ.
Συνεχίζοντας, εάν τελικά περιορισθούν σε μικρά ποσά οι αναλήψεις μετρητών, τότε δεν θα μπορούν να αποφύγουν οι καταθέτες τα αρνητικά επιτόκια.
Σε μία τέτοια περίπτωση, εάν υποθέσουμε πως το ιταλικό χρηματοπιστωτικό
σύστημα, για παράδειγμα, έχει σημαντικά προβλήματα ρευστότητας και
φερεγγυότητας, τα οποία όμως δεν είναι ακόμη απειλητικά για το σύνολο
των τραπεζών, τότε θα μπορούν να επιλυθούν εις βάρος των καταθετών με
έναν πολύ απλό τρόπο.
Ειδικότερα, η κεντρική τράπεζα, όπως η
ιαπωνική, θα αποφασίζει την υιοθέτηση ενός αρνητικού επιτοκίου –
υποθετικά της τάξης του -4%.
Οι ιταλικές τράπεζες τότε θα πρέπει να πληρώνουν 4% στις καταθέσεις τους στην κεντρική, για ποσά που θα υπερβαίνουν ένα ορισμένο ανώτατο όριο
– το οποίο θα επιλέγεται έτσι ώστε να μην επιβαρύνονται οι υφιστάμενες
καταθέσεις, οπότε να μην κοστίζει εν πρώτοις απολύτως τίποτα στις
τράπεζες (πηγή: Haring).
Κάθε επί πλέον ποσόν όμως που θα καταθέτουν, θα τους κοστίζει 4% – γεγονός που θα σημαίνει ότι, καμία ιταλική τράπεζα δεν θα θέλει να έχει επί πλέον καταθέσεις από τους πελάτες της,
επειδή θα επιβαρύνεται από την κεντρική για τη διατήρηση τους. Ως εκ
τούτου οι τράπεζες θα επιβάλλουν τουλάχιστον 4% αρνητικό επιτόκιο στις
νέες καταθέσεις, για να τις αποτρέψουν – εάν όχι κάποιο υψηλότερο. Με
τον τρόπο αυτό οι υποχρεώσεις των ιταλικών τραπεζών (οι καταθέσεις είναι υποχρεώσεις) θα μειώνονται μέσα σε 3 χρόνια κατά 12% ή και περισσότερο – οπότε θα εξυγιαίνονται αυτόματα, εις βάρος των αποταμιευτών τους.
Με απλά λόγια, οι αποταμιευτές θα χάνουν
το 12% τουλάχιστον των αποταμιεύσεων τους, χωρίς το εγγυητικό ταμείο
του χρηματοπιστωτικού συστήματος να επιβαρύνεται καθόλου – αρκεί φυσικά να έχει απαγορευθεί ή περιορισθεί ριζικά η διατήρηση των καταθέσεων σε μετρητά χρήματα,
η οποία φαίνεται πως δρομολογείται με συνοπτικές διαδικασίες, με
διάφορες δικαιολογίες (καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, του ξεπλύματος
μαύρου χρήματος κοκ.).
Προφανώς μία τέτοια διαχείριση του
προβλήματος θα ήταν πολύ πιο έξυπνη και αποδοτική για τους τοκογλύφους,
σε σχέση με το καταναγκαστικό κούρεμα των καταθέσεων – ενώ χωρίς κάτι ανάλογο είναι αδύνατον να διασωθεί το υπερχρεωμένο τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης, χωρίς να επιβαρυνθεί η ελίτ. Πόσο μάλλον όταν οι Γερμανοί σαμποτάρουν ήδη την τραπεζική ενοποίηση (πηγή),
επειδή γνωρίζουν πως πολλές τράπεζες του ευρωπαϊκού νότου (και όχι
μόνο) βρίσκονται ήδη στα πρόθυρα της χρεοκοπίας – οπότε δεν θέλουν να το
διακινδυνεύσουν.
Εν τούτοις, υπάρχει μία βόμβα στα θεμέλια του δικού τους χρηματοπιστωτικού συστήματος,
το τεράστιο μέγεθος της οποίας δεν έχουν πιθανότατα συνειδητοποιήσει.
Αναφερόμαστε στη Deutsche Bank, όπου υπενθυμίζουμε από προηγούμενο άρθρο
της σελίδας τα εξής:
H Deutsche Bank
Το ίδρυμα με το μεγαλύτερο ρίσκο παγκοσμίως, η Deutsche Bank, θεωρήθηκε ασφαλής όταν εξετάσθηκε από την ΕΚΤ – παρά το ότι, σύμφωνα με το κέντρο διαχείρισης ρίσκου της Λωζάννης (Centre for Risk Management Lausanne), η τράπεζα βρίσκεται στην πρώτη θέση, με ένα «συστημικό ρίσκο» που υπολογίζεται στα 75,4 τρις €.
Ακολουθήθηκε βέβαια από τις τρεις μεγάλες γαλλικές τράπεζες, στις οποίες δεν έκανε καμία αναφορά η ΕΚΤ – από την ολλανδική ING που επίσης θεωρήθηκε ασφαλής, από την ιταλική Unicredit που έχει μεγάλη παρουσία στη Γερμανία, από την γαλλική BPCE Group, από τη γερμανική Commerzbank, από την ισπανική Santander, από αυστριακές κοκ.
Φυσικά η «πρώτη μεταξύ των πρώτων», η
Deutsche Bank, μείωσε το ρίσκο της σε σχέση με το ξέσπασμα της κρίσης.
Παραμένει όμως τριπλάσιο συγκριτικά με τα έτη πριν το 2006 – ενώ ήδη το
2011 ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ ανέφερε πως η τράπεζα έχει το μεγαλύτερο ρίσκο στον πλανήτη (άρθρο), λόγω της μόχλευσης της, η οποία τοποθετήθηκε στο 1,44.
Μία μόχλευση αυτού του μεγέθους σημαίνει ότι, η Deutsche Bank, για κάθε ένα ευρώ ιδίων κεφαλαίων, διαθέτει 44 ευρώ ξένα κεφάλαια, δανεικά δηλαδή –
οπότε ξεπερνάει τη Lehman Brothers, κατά τη στιγμή της χρεοκοπίας της.
Τεχνικά δε η τράπεζα θα έπρεπε να χρεοκοπήσει, εάν υποχρεωνόταν να
αποσβέσει περισσότερα από το 2,27% των δανείων της – αφού το ποσόν, η
ζημία δηλαδή, θα υπερέβαινε πλέον τα δικά της κεφάλαια.
Η πιθανότητα αυτή δεν είναι σε καμία
περίπτωση φανταστική – πόσο μάλλον όταν η τράπεζα απειλείται με πλήθος
δικαστικών προστίμων, λόγω της συμμετοχής της σε διάφορες μορφές
χειραγώγησης.
Σχετικά πρόσφατα τώρα, η μόχλευση της ήταν 1:50,68 όπως φαίνεται από το γράφημα του κέντρου της Λωζάννης (πηγή)
– ενώ συνεχίζει να βρίσκεται σε πολύ χειρότερη θέση, συγκριτικά με το
2011. Τετραπλάσια δε σε σχέση με την πλέον μοχλευμένη αμερικανική
τράπεζα, η οποία ήταν η J.P. Morgan με 1:11,51 (πηγή).
Περαιτέρω, όλο και περισσότεροι αναφέρουν πως πρόκειται να συμβεί σύντομα κάτι σημαντικό στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας, το οποίο θα έχει τρομακτικές συνέπειες για ολόκληρο τον πλανήτη – μία χρεοκοπία δηλαδή, ανάλογη με αυτήν της Lehman Brothers.
Οι φόβοι αυτοί προέρχονται από το
γεγονός ότι, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις αναταραχών στη Deutsche Bank –
οι μετοχές της οποίας διαπραγματεύονται πλέον στα επίπεδα των 13,60 €
από 25 € πριν από έναν περίπου χρόνο και σχεδόν 45 € το 2014. Την ίδια στιγμή, όλοι γνωρίζουν πως η εταιρική κουλτούρα της είναι βαθιά διεφθαρμένη –α
χαρακτηριζόμενη παράλληλα από μία εξαιρετικά απερίσκεπτη διαχείριση τα
τελευταία χρόνια, ανάλογη ίσως με αυτήν της Volkswagen.
Συγκρίνοντας τώρα τις μαζικές απολύσεις
που προηγήθηκαν της κατάρρευσης της Lehman Brothers, με τις δηλώσεις της
Deutsche Bank, δεν μπορεί κανένας να αποκλείσει ανάλογες εξελίξεις –
ειδικά όταν έρχεται αντιμέτωπος με το γράφημα που ακολουθεί.
.
(κόκκινη στήλη), σε σύγκριση με το ΑΕΠ της Γερμανίας και της Ευρωζώνης (αριστερά προς τα δεξιά)
.
‘Όπως συμπεραίνεται από το γράφημα, η Deutsche Bank είναι εκτεθειμένη σε παράγωγα ίσα με 16 φορές το ΑΕΠ της Γερμανίας ή σχεδόν πέντε φορές περισσότερα από το συνολικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης – οπότε δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ακίνδυνη.
Εάν λοιπόν συνεχισθεί η αρνητική δημοσιότητα εκ μέρους κυρίως των αμερικανικών ΜΜΕ, τα οποία άλλωστε «καρατόμησαν» τη Volkswagen, η κατάσταση της θα επιδεινωθεί –αφού δεν υπάρχει κανένας μεγαλύτερος κίνδυνος για μία τράπεζα, από την απώλεια της εμπιστοσύνης καταθετών και επενδυτών.
απο το analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου