Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ γεννήθηκε στὸ Κοὺρσκ τῆς Ρωσίας στὶς 19 Ἰουλίου 1759 καὶ ὀνομάσθηκε Πρόχορος. Οἱ γονεῖς του, Ἰσίδωρος καὶ Ἀγάθη Μοσνίν, ἦταν εὐκατάστατοι ἔμποροι.
Ὁ πατέρας του εἶχε ἐργοστάσια πλινθοποιίας καὶ παράλληλα ἀναλάμβανε τὴν ἀνέγερση πέτρινων οἰκοδομημάτων, ναῶν καὶ σπιτιῶν. Κάποτε ἄρχισε νὰ χτίζει στὸ Κοὺρσκ ἕνα ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ
Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀλλὰ ξαφνικὰ τὸ 1762, πεθαίνει, ἀφήνοντας στὴν σύζυγό του τὴ μέριμνα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ναοῦ. Ὁ Πρόχορος κληρονόμησε τὶς ἀρετὲς τῶν γονέων του καὶ ἰδίως τὴν εὐσέβειά τους.Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἄρχισε νὰ μαθαίνει μὲ ζῆλο τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀλλὰ ἀρρώστησε ξαφνικὰ βαριὰ χωρὶς ἐλπίδα ἀναρρώσεως. Στὴν κρισιμότερη καμπὴ τῆς ἀσθένειας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία, ἡ ὁποία ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσει. Πράγματι, ἔτυχε μία μέρα νὰ γίνεται λιτανεία καὶ νὰ περνᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ μικροῦ ἄρρωστου παιδιοῦ, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔπιασε δυνατὴ βροχή. Ἡ λιτανεία σταμάτησε καὶ ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας τοῦ Προχόρου, μέχρι νὰ περάσει ἡ μπόρα. Τότε ἡ μητέρα του Ἀγάθη, κατέβασε τὸ ἄρρωστο παιδί της καὶ τὸ πέρασε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε μέχρι ποὺ ἀποκαταστάθηκε τελείως.
Νέος ἐγκαταλείπει τὸ πατρικό του σπίτι, στὴν πόλη Κούρσκ, καὶ ἔρχεται νὰ μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ. Ἡ δοκιμασία του προκειμένου νὰ γίνει Μοναχὸς διαρκεῖ ὀκτὼ χρόνια. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1786 κείρεται Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ.
Σὲ δυὸ μῆνες χειροτονεῖται Διάκονος.
Περιφρουρούμενος μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὁ Διάκονος Σεραφείμ, ἀνέρχεται στὴν Πνευματικὴ ζωὴ «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν».
Ὡς Διάκονος παραμένει ὅλη τὴν ἡμέρα στὸ Μοναστῆρι, διακονεῖ στὶς Ἀκολουθίες, τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τοὺς μοναστηριακοὺς κανονισμοὺς καὶ ἐκτελεῖ τὰ διακονήματά του. Τὸ βράδυ ὅμως ἀπομακρύνεται στὸ δάσος, στὸ ἐρημικό του κελί, ὅπου διέρχεται τὶς νυκτερινὲς ὧρες μὲ προσευχή, καὶ πολὺ πρωὶ ἐπιστρέφει πάλι στὸ μοναστῆρι.
Στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1793 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ ἀποδύεται μὲ μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἀγάπη στὸν Πνευματικὸ ἀγῶνα. Τώρα πλέον δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ὁ βαρὺς γιὰ τοὺς ἄλλους μόχθος τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ κοινὴ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀκτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει ἡ δίψα γιὰ πιὸ ὑψηλὲς Πνευματικὲς ἀσκήσεις.
Ἐγκαταλείπει λοιπόν, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, τὴ Μονὴ καὶ ἀποσύρεται μέσα στὸ πυκνὸ δάσος τοῦ Σάρωφ. Περνᾶ ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια σὲ τέλεια ἀπομόνωση, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τοῦ Θείου Λόγου καὶ σωματικοὺς κόπους. Γιὰ χίλιες ἡμέρες καὶ χίλιες νύκτες μιμεῖται τοῦ παλιοὺς στυλῖτες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεβασμένος σὲ μία πέτρα καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, προσεύχεται : «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τελειώνοντας τὴν ἀναχωρητικὴ ζωὴ ἐπανέρχεται στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ κλείνεται σὰν σὲ μνῆμα στὴν ἀπομόνωση γιὰ ἄλλα δεκαπέντε χρόνια. Γιὰ τὰ πρῶτα πέντε βάζει τὸν ἑαυτό του στὸν κανόνα τῆς σιωπῆς.
Μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ φωτίζει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη καὶ ἀξιώνεται νὰ ζήσει Πνευματικὲς ἀναβάσεις καὶ νὰ δεῖ θεϊκὰ ὁράματα. Μετὰ τὸν ἐγκλεισμό, ὥριμος πλέον στὴν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ γέροντας στὴν ἡλικία, ἀφιερώνεται στὴ διακονία τοῦ πλησίον, τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του καὶ τὴν φωτεινὴ μορφή του εἶχε προσελκύσει γύρω του πλῆθος Χριστιανῶν, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ πίστευαν ἀκράδαντα στὴν θαυματουργικὴ δύναμη τῶν ἁγίων του προσευχῶν. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, διάσημοι καὶ ἄσημοι συνέρρεαν καθημερινὰ στὸ κελί του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση γιὰ τὴ ζωή τους. Τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὅταν ἔβλεπε τὰ πρόσωπά τους ἀναφωνοῦσε: «Χαρά μου!».
Κάποια μέρα πήγε στην «μακρυνή έρημο» μια αδελφή από το μοναστήρι του.
Πλησιάζοντας, όμως, τί αντίκρυσε; Τον ερημίτη καθιστό έξω από το κελλί του με μια πελώρια αρκούδα μπροστά στα πόδια του.
«Βοήθεια, πάτερ! φώναζε η φτωχή μοναχή. Ήρθε το τέλος μου!» Εκείνος, έδιωξε την αρκούδα και είπε γελαστά: «Όχι, μητερούλα, δεν ήρθε το τέλος σου ακόμα. Το τέλος σου είναι μακριά. Αντίθετα, πρόκειται για μεγάλη χαρά.» Αφού την καθησύχασε, την έβαλε να καθήση πλάϊ του πάνω σ’ ένα κορμό δένδρου, αλλά η αρκούδα ξανάρθε και ξάπλωσε πάλι στα πόδια του.
Έτρεμα σύγκορμη, διηγείται η καλόγρηα, ενώ ο πάτερ Σεραφείμ βάλθηκε να της δίνη κομμάτια ψωμιού πού έβγαζε από το σακκούλι του, τόσο ήρεμα, σαν να μην είχε να κάνη με μια αρκούδα αλλά μ’ ένα αρνάκι.
Τότε πήρα ξανά κουράγιο. Αυτό πού μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν το πρόσωπο του γέροντα. Ήταν καθαρό, διάφανο και χαρούμενο σαν το πρόσωπο ενός αγγέλου. Τέλος, όταν αισθάνθηκα εντελώς ασφαλής, μου έδωσε το υπόλοιπο του ψωμιού και μου είπε να δώσω εγώ ή ίδια στην αρκούδα να φάη. Εγώ όμως απάντησα: «Όχι πάτερ, θα φάη και το χέρι μου μαζί». (Συγχρόνως όμως σκεπτόμουνα: Τόσο το καλλίτερο. Δεν θα είμαι πιά αναγκασμένη να δουλεύω στη κουζίνα). Ο πάτερ Σεραφείμ χαμογέλασε: «Πίστεψε με, μητερούλα, δεν θα φάη το χέρι σου».
Τότε λοιπόν, πήρα το ψωμί, και μικρά – μικρά κομματάκια το έδινα στο ζώο. Ήταν τόση η ευχαρίστηση πού αισθανόμουνα, ώστε στενοχωρήθηκα πολύ όταν τελείωσε το ψωμί. « Θυμάσαι μητερούλα, ένα λιοντάρι υπηρετούσε τον άγιο Γεράσιμο στην έρημο. Μια αρκούδα υπηρετεί το φτωχό Σεραφείμ. Βλέπεις, τα ζώα μας υπακούουν. Και σύ, χάνεις το θάρρος σου. Γιατί; κάνε υπομονή. Θα έχετε χαρά εσείς εκεί στο μοναστήρι. Επισκέπτες διάσημοι θάρθουν, ζητώντας τα νέα του φτωχού Σεραφείμ και συ, χωρίς δισταγμό θα τους πής τότε πώς μαζί δώσαμε φαΐ σε μια αρκούδα. Αν είχα ένα ψαλίδι θα έκοβα λίγο από το τρίχωμα της, για απόδειξη. Σε ικετεύω, μητερούλα, μην αποθαρρύνεσαι ποτέ και για τίποτε!»
Τότε, με όλη την απλότητα, του είπα: «Αν οι αδελφές βλέπανε την αρκούδα σας, θα πέθαιναν από φόβο». «Δεν θα την δουν! Και αν κανείς την σκότωνε, ώ πόσο θα λυπόμουνα! Ούτε και θα την σκοτώσουν. Εκτός από σένα κανένας άλλος δεν θα την δη. » Σκεπτόμουνα ακόμη: «Πώς θα μ’ ακούσουνε οι αδελφές, όταν θα τους διηγηθώ αυτό το θαύμα».
Αλλά ο γέροντας απαντώντας στις σκέψεις μου: «Πριν περάσουν έντεκα χρόνια μετά το θάνατο μου, δεν θα πης τίποτε σε κανένα, μητερούλα. Τότε πια θα ξέρης σε ποιόν να τα πής». Ποιος ήταν αυτός ο παράξενος άνθρωπος, η ύπαρξη αυτή με τα διάφανα μάτια, που ζούσε στην καρδιά του δάσους, φίλος με τις αρκούδες και τα παιδιά; Ένας «πτωχός τω πνεύματι»; ένας δια Χριστόν σαλός; ένας στάρετς με κύρος, πλημμυρισμένος με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος;
(απόσπασμα από την εισαγωγή του βίου του στάρετς Σεραφείμ τού Σάρωφ, της Ειρήνη Γκοραϊνωφ)
Η αδελφή γύρισε στο Ντιβέγιεβο με ανανεωμένο τον ζήλο για το διακόνημά της. Ένδεκα χρόνια μετά την κοίμησι του Οσίου, παρακολουθώντας η μοναχή κάποιον ζωγράφο, που αγιογραφούσε τον Άγιο Σεραφείμ, θυμήθηκε το επεισόδιο με την αρκούδα και το διηγήθηκε για πρώτη φορά. Έτσι επαληθεύθηκε η προφητεία του Αγίου.
Η αρκούδα αυτή, εκτός από συντροφιά, προσέφερε μερικές φορές και βοήθεια στον Άγιο Σεραφείμ. –Άκου δω, Μίσα, της είπε μία ημέρα που είχε επισκέπτες και οι οποίοι, ως συνήθως, έδειχναν φοβισμένοι στην θέα του θηρίου. Αντί να τρομάζης τους ανθρώπους, δεν πηγαίνεις καλύτερα να μου φέρης κάτι, να προσφέρω στους επισκέπτες μου;
Εκείνη υπάκουσε, χώθηκε στο δάσος και σε λίγο επέστρεψε, περπατώντας όρθια στα πόδια. Στα μπροστινά κρατούσε μία κηρύθρα με μέλι!
Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου