Σάββατο 7 Μαΐου 2022

Ὁ πολύαθλος Ἰώβ

Ἰὼβ ἀποτελεῖ πρότυπο ἠθικῆς ἀνδρείας καὶ ἀκατάβλητης ὑποµονῆς γιὰ ὅλους τοὺς δοκιµαζοµένους µέσα στὴν «κοιλάδα τοῦ κλαυθµῶνος», ὅπως ὀνόµασαν τὴν ἐπίγεια ζωὴ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
 Ὁ Ἰὼβ ἦταν ἀπὸ τὴν Αὐσίτιδα, κοντὰ στὴν Δαµασκό. 
Γιὸς τοῦ Ζαρὲθ καὶ τῆς Βοσώρας καὶ προφήτης γιὰ 40 χρόνια, 1925 χρόνια π.Χ. 

Ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε σὰν ἄνθρωπο καὶ σὰν οἰκογενειάρχη. Ἀπέκτησε µεγάλο πλοῦτο καὶ εἶχε ἑπτὰ γιοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρες. 
Ἐπίσης, ἐξίσου µεγάλη ἦταν καὶ ἡ ἀρετή του καὶ ὁ σεβασµός του πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τὰ ἀγαθά του βοηθοῦσε κάθε συνάνθρωπό του ποὺ εἶχε ἀνάγκη. Ὅµως, γιὰ νὰ λάµψει περισσότερο ἡ ἀρετή του, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ δοκιµαστεῖ σκληρὰ ὁ Ἰώβ. 
Σὲ µικρὸ χρονικὸ διάστηµα ἔχασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, µαζὶ µὲ τὰ 10 παιδιά του. 
Τὸν ἴδιο µάλιστα, µὲ λέπρα στὸ σῶµα, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔδειχνε µεγάλη ὑποµονὴ καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Ἡ σύζυγός του, ὅµως, ἔχασε τὴν ψυχραιµία της καὶ κάποια µέρα τοῦ λέει νὰ βλασφηµήσει τὸ Θεὸ καὶ ἂς πεθάνει. Ὁ Ἰὼβ µέ πραότητα τῆς ἀπάντησε: «Ὥσπερ µία τῶν ἀφρόνων γυναικῶν ἐλάλησας. Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάµεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσοµεν;». Δηλαδή, µίλησες σὰν νὰ εἶσαι µία ἀπερίσκεπτη καὶ ἀνόητη γυναῖκα. Ἂν τὰ ἀγαθὰ τὰ δεχθήκαµε εὐχάριστα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Κυρίου, τὶς θλίψεις καὶ τὶς συµφορὲς δὲν θὰ τὶς ὑποµείνουµε; Ἔτσι, ἔλαµψε ἡ ἀρετὴ τοῦ Ἰὼβ καὶ ὁ Θεὸς ὄχι µόνο σταµάτησε τὶς δοκιµασίες του, ἀλλὰ τοῦ χάρισε πολὺ περισσότερα ἀγαθὰ ἀπὸ πρῶτα. Ὁ Ἰὼβ ἔζησε συνολικὰ 248 χρόνια.

Α. Οἱ δο­κι­μα­σί­ες του.

Πο­λύ γνω­στό τό ὄ­νο­μά του. Ἀλ­λά καί ἡ ἀ­ρε­τή του, καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ ὑ­πο­μο­νή του. 
Φαι­νό­με­νο γιά τήν ἐ­πο­χή του. Πα­ροι­μι­ώ­δης ἔ­μει­νε. Ἰ­ώ­βεια ὀ­νο­μά­ζου­με τή με­γά­λη ὑ­πο­μο­νή
Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ὁ Ἰ­ώβ ἔ­δει­ξε θαυ­μα­στή καρ­τε­ρί­α καί ὑ­πο­μο­νή στίς πολ­λές καί ἰ­σχυ­ρές δο­κι­μα­σί­ες του. Μέ ὁ­δη­γό τό ὁ­μώ­νυ­μο βι­βλί­ο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἄς με­λε­τή­σου­με τή σπου­δαί­α αὐ­τή προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α δι­δά­σκει καί ἐμ­πνέ­ει.

Ἀ­πό πού κα­τα­γό­ταν καί ποῦ κα­τοι­κοῦ­σε ὁ Ἰ­ώβ; 
Στήν Αὐ­σί­τι­δα χώ­ρα, ση­μει­ώ­νε­ται στόν πρό­λο­γο τοῦ βι­βλί­ου του. Ποῦ βρι­σκό­ταν ἡ Αὐ­σί­τις;
Στά ὅ­ρια τῆς Ἰ­δου­μαί­ας καί τῆς Ἀραβί­ας τήν το­πο­θε­τεῖ πά­λι τό θε­ό­πνευ­στο βι­βλί­ο. 
Πό­τε ἔ­ζη­σε; 
Στά χρό­νια τῶν Πα­τρια­ρχῶν. Πέμ­πτος ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Πα­τρι­αρ­χι­κές πράγ­μα­τι εἶ­ναι ὅ­λες οἱ συν­θῆ­κες τῆς ζω­ῆς του. Καί τό πνεῦ­μα τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος καί τῆς ἀ­ρε­τῆς τῶν Πα­τρια­ρχῶν ἐ­πι­κρα­τεῖ στίς συ­νή­θει­ες τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς του ζω­ῆς.

Ποι­ός ἦ­ταν ὁ Ἰώβ; 
Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή μᾶς τόν πα­ρου­σιά­ζει ὡς ὑ­πό­δειγ­μα ἀν­θρώ­που εὐ­σε­βοῦς πού εἶχε φόβο Θεοῦ. 
Ἀ­κό­μη καί ὡς ἄν­θρω­πο δί­και­ο καί εὐ­ερ­γε­τι­κό, τέ­λει­ο γιά τήν ἐπο­χή πού ζοῦ­σε. 
Ἦ­ταν, λέ­ει, ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος ἀ­λη­θι­νός, ἄ­μεμ­πτος, δί­και­ος, θε­ο­σε­βής, ἀ­πεῖ­χε ἀ­πό κά­θε πο­νη­ρό πράγ­μα. 
Πέν­τε γνω­ρί­σμα­τα τῆς ἀ­ρε­τῆς του — πέν­τε πραγ­μα­τι­κά δι­α­μάν­τια. 
Γνω­ρί­σμα­τα, τά ὁ­ποῖ­α συν­θέ­τουν τήν ἐ­ξαί­ρε­τη προ­σω­πι­κό­τη­τά του. 
Ἡ φι­λα­λή­θειά του, ἡ ἄ­μεμ­πτη ζω­ή του, ἡ δι­και­ο­σύ­νη του ἀ­πέ­ναν­τι στούς ἄλ­λους ἀνθρώ­πους, ἡ πη­γαί­α του εὐ­σέ­βεια, ἡ ἀ­πο­χή ἀ­πό κά­θε πρά­ξη ἡ ὁ­ποί­α θά τόν ἐ­φερ­νε σέ ἀν­τί­θε­ση πρός τόν Θε­ό, συ­νι­στών­τας μί­α τε­λεί­α καί ἀ­λη­θι­νή μορ­φή, τήν ὁ­ποί­α εἶ­ναι δυνα­τόν νά δι­ά­πλα­σει ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ.

Ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πί­ση­μος καί εὐ­γε­νής καί μέ φή­μη πο­λύ με­γά­λη. 
Βα­σι­λεῖς καί ἐ­πί­ση­μοι ἄν­θρω­ποι τοῦ και­ροῦ του ἦ­ταν γνω­στοί του καί φί­λοι του. Ἀλ­λά καί οἰ­κο­γε­νειά­ρχης ἐξαι­ρε­τι­κός. 
Πα­τρι­αρ­χι­κή ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του. Δέ­κα παι­διά. Ἑ­πτά γιοί καί τρεῖς κό­ρες.
 Καί ἡ πε­ρι­ου­σί­α του πο­λύ με­γά­λη.

«Ἦν τά κτή­νη αὐ­τοῦ, ση­μει­ώ­νει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, πρό­βα­τα ἐ­πτα­κι­σχί­λια, κά­μη­λοι τρι­σχί­λιαι, ζεύ­γη βο­ῶν πεν­τα­κό­σια, θή­λειαι ὄ­νοι νο­μά­δες πεν­τα­κό­σιαι, καί ὑ­πη­ρε­σί­α πολ­λή σφόδρα καί ἔρ­γα με­γά­λα ἦν αὐ­τῷ ἐ­πί τῆς γῆς».
 Πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­μως, ὅ­τι ἦ­ταν κά­το­χος μιᾶς τό­σο τε­ρά­στιας πε­ρι­ου­σί­ας καί μέ τό­σο με­γά­λες ἐ­πι­χει­ρή­σεις, ἔ­μει­νε τα­πει­νός, πιστός στόν Θε­ό καί γε­μά­τος ἀ­πό τό δι­κό του φό­βο. 
Γνή­σιος δοῦ­λος τοῦ Θε­οῦ, δέν πα­ρέ­λει­πε κα­θη­με­ρι­νά νά προ­σφέ­ρει στόν Θε­ό θυ­σί­ες γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί γιά τά παι­διά του καί νά τόν πα­ρα­κα­λεῖ νά συγ­χω­ρή­σει ὅ­σες τυ­χόν ἁ­μαρ­τί­ες ἔκαναν.

Ἔ­τσι περ­νοῦ­σε ἡ ζω­ή τοῦ Πα­τριά­ρχη. Ἤ­ρε­μη καί εἰ­ρη­νι­κή. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νος μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Μέ προ­σευ­χές καί θυ­σί­ες, μέ συμ­πα­ρα­στά­τη τόν Θε­ό.
 Ἀλ­λά τίς ἡ­μέ­ρες τῆς εὐ­τυ­χί­ας του ἦλ­θαν νά δι­α­δε­χθοῦν ἄλ­λες ἡ­μέ­ρες.
 Ἡ­μέ­ρες πό­νου καί δο­κι­μα­σί­ας. 
Θλί­ψε­ως βα­θύ­τα­της καί συμ­φο­ρῶν καί ἀ­τυ­χη­μά­των χω­ρίς τέ­λος.
 Ὁ ἐ­χθρός τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ δι­ά­βο­λος, ἀ­φοῦ πῆ­ρε τήν ἄ­δεια ἀ­πό τόν Θε­ό, τοῦ ἔ­βα­λε ἕ­να τρο­με­ρό πει­ρα­σμό μέ τρό­πο φο­βε­ρό. 
Δι­α­δο­χι­κά ἔρ­χον­ται τά θλι­βε­ρά μη­νύ­μα­τα νά γε­μί­σουν τήν καρ­διά τοῦ Πατριάρχη ἀ­πό πό­νο καί πέν­θος ἀ­πα­ρη­γό­ρη­το.
 Ἄς ἀ­κού­σου­με ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή τά φο­βε­ρά μη­νύ­μα­τα.
Ὁ Ἰ­ώβ βρί­σκε­ται στό σπί­τι του. Τά παι­διά του ὅ­λα μα­ζί συγκεντρωμένα στό σπί­τι τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου ἀ­δελ­φοῦ δι­α­σκε­δά­ζουν. Τρέ­χον­τας φθά­νει ὁ ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος. 
Ἀ­πευ­θύ­νε­ται στόν Ἰώβ καί τοῦ λέ­ει: Ἐ­νῶ τά βό­δια σου ἀ­ρο­τρι­οῦ­σαν καί οἱ ὄ­νοι ἔ­βο­σκαν ἐ­κεῖ κον­τά, ἦλ­θαν ἐ­χθροί πού ἔ­χουν ἔρ­γο νά ἁρ­πά­ζουν καί νά αἰχ­μα­λω­τί­ζουν, καί τά πῆ­ραν ὅ­λα, ἀ­φοῦ σκό­τω­σαν τούς ὑ­πη­ρέ­τες. Μό­νος ἐ­γώ σώ­θη­κα καί ἦλ­θα νά σοῦ με­τα­δώ­σω τήν θλι­βε­ρή εἴ­δη­ση.
 Δέν πρό­φθα­σε νά τε­λει­ώ­σει τό λό­γο του καί κα­τα­φθά­νει ἄλ­λος ἀγ­γε­λι­ο­φό­ρος καί λέ­ει στόν Ἰ­ώβ: Ἔ­πε­σε φω­τιά ἀ­π’ τόν οὐ­ρα­νό καί κατέκαψε τά πρό­βα­τά σου καί τούς ποι­μέ­νες. Μό­νος ἐ­γώ σώ­θη­κα καί ἦλ­θα νά σοῦ ἀ­ναγ­γεί­λω τή συμ­φο­ρά.
 Ἀλ­λά καί τρί­τος ἔρ­χε­ται νά φέ­ρνει κι ἐ­κεῖ­νος μέ τή σει­ρά του θλι­βε­ρή πλη­ρο­φο­ρί­α. Ἔ­φιπ­ποι ἀ­πό δι­α­φό­ρες κα­τευ­θύν­σεις κα­τέ­φθα­σαν καί πε­ρι­κύ­κλω­σαν τίς κα­μῆ­λες καί τίς αἰχ­μα­λώ­τευ­σαν καί σκό­τω­σαν τούς ὑ­πη­ρέ­τες, πού τίς φύ­λα­γαν. Κι ἐ­γώ μό­νος σώ­θη­κα καί ἦλ­θα νά σοῦ με­τα­φέ­ρω τήν εἴ­δη­ση.

Κτυ­πή­μα­τα με­γά­λα. 
Ἀ­πό τή μί­α στιγ­μή, πού ἦ­ταν πάμ­πλου­τος, φθά­νει στήν ἄλ­λη, πού τόν βρί­σκει πτω­χό καί χω­ρίς πε­ρι­ου­σί­α. Ἀλ­λά δέν ἐ­πρό­κει­το οἱ δο­κι­μα­σί­ες νά σταματήσουν ἕ­ως ἐ­δῶ. 
Οἱ φο­βε­ρό­τε­ρες εἶ­ναι ἀ­κό­μη πί­σω. Αὐ­τές θά τοῦ κομ­μα­τιά­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν καρ­δί­α. 
Νά τό νέ­ο φο­βε­ρό μή­νυ­μα. 
Τό με­τα­φέ­ρει ἄλ­λος ὑ­πη­ρέ­της, ὁ ὁποῖ­ος κα­τα­φθά­νει βι­α­στι­κά. «Τῶν υἱ­ῶν σου καί τῶν θυ­γα­τέ­ρων σου ἐ­σθι­όν­των καί πι­νόν­των πα­ρά τῷ ἀ­δελ­φῷ αὐ­τῶν τῷ πρε­σβυ­τέ­ρῳ, ἐ­ξαίφ­νης πνεῦ­μα μέ­γα (πο­λύ ἰ­σχυ­ρός τυ­φώνας) ἐ­πῆλ­θεν ἐκ τῆς ἐ­ρή­μου καί ἥ­ψα­το τῶν τεσ­σά­ρων γω­νι­ῶν τῆς οἰ­κί­ας (συγ­κλό­νι­σε τό σπί­τι), καί ἔ­πε­σεν ἡ οἰ­κί­α ἐ­πί τά παι­δί­α σου καί ἐ­τε­λεύ­τη­σαν».
 Σώ­θη­κα ἐ­γώ μό­νος καί ἦλ­θα νά σοῦ τό ἀ­ναγ­γεί­λω. Τί τρο­με­ρή εἴ­δη­ση! Δέ­κα παι­διά νε­κρά! 
Ὁ πο­λύ­τε­κνος ἄ­τε­κνος. 
Ὁ εὐ­τυ­χισμενος ἀνάμεσα στά παιδιά του, τώ­ρα μό­νος καί ἔ­ρη­μος ἀ­πό παι­διά. Ἕνας ἄν­θρω­πος πε­θαί­νει σ’ ἕ­να σπί­τι καί γί­νε­ται θρῆ­νος καί κο­πε­τός. Δέ­κα παι­διά στή σει­ρά νε­κρά! Τί με­γά­λη δο­κι­μα­σί­α! Τί πό­νος θε­ρι­στι­κός!

Καί σ’ ὅ­λες αὐ­τές τίς δο­κι­μα­σί­ες πῶς φέ­ρε­ται ὁ δί­και­ος καί ὑ­πο­μο­νετι­κός Πα­τριά­ρχης;
 Μέ­σα σέ λί­γες φρά­σεις μᾶς ἐκ­θέ­τει τό θε­ό­πνευ­στο βι­βλί­ο τή δι­α­γω­γή τοῦ ὑ­πο­μο­νε­τι­κοῦ καί εὐ­σε­βοῦς Ἰ­ώβ. «Οὕ­τως ἀ­να­στάς Ἰ­ώβ ἔρ­ρη­ξε τά ἱ­μά­τια αὐ­τοῦ καί ἐ­κεί­ρα­το τήν κό­μην τῆς κε­φα­λῆς καί πε­σῶν χα­μαί προ­σε­κύ­νη­σε τῷ Κυ­ρί­ῳ καί εἶ­πε: αὐ­τός γυ­μνός ἐ­ξῆλ­θον ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου, γυ­μνός καί ἀ­πε­λεύ­σο­μαι ἐ­κεῖ· ὁ Κύ­ριος ἔ­δω­κεν, ὁ Κύ­ριος ἀ­φεί­λα­το· ὡς τῷ Κυ­ρί­ῳ ἐ­δο­ξεν, οὕ­τω καί ἐ­γέ­νε­το· εἴ­η τό ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον εἰς τούς αἰώ­νας»
Κά­θε λέ­ξη καί φρά­ση, ἕ­νας θη­σαυ­ρός. Λό­για βα­θειά πνευ­μα­τι­κά. Λό­για γε­μά­τα πί­στη. Λό­για τα­πει­νο­φρο­σύ­νης καί ὑ­πο­μο­νῆς. Ἐκ­δή­λω­σε βε­βαί­ως τή βα­θεί­α του θλί­ψη καί τόν πό­νο τῆς ψυ­χῆς του.
 Ση­κώ­θη­κε· ἔ­σχι­σε τά ροῦ­χα του· ἔ­κο­ψε τά μαλ­λιά του, ὅ­πως συ­νή­θι­ζαν οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ἐ­πο­χῆς του νά ἐκ­δη­λώ­νουν τό πέν­θος τους, κι ἀ­φοῦ ἔπεσε στή γῆ προ­σκύ­νη­σε τόν Κύ­ριο καί εἶ­πε: Γυ­μνό μέ γέν­νη­σε ἡ μη­τέ­ρα μου. Γυ­μνός πά­λι θά φύ­γω ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή. Ὅ,τι στό με­τα­ξύ μοῦ ἔ­δω­σε ὁ Κύ­ριος, ἦ­ταν δῶ­ρα δι­κά του. Ἐ­κεῖ­νος τά ἔ­δω­σε, Ἐ­κεῖ­νος πά­λι τά πῆ­ρε. Ἔ­τσι φά­νη­κε κα­λό στόν Κύ­ριό μου. Ἄς εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο καί δο­ξα­σμέ­νο τό ὄ­νο­μά του αἰ­ω­νί­ως.

Δέν θαυ­μά­ζεις τήν ὑ­πο­μο­νή αὐ­τή τοῦ με­γά­λου προ­φή­τη καί Πα­τριά­ρχη; 
Δέν σοῦ κά­νει ἐν­τύ­πω­ση ἡ θαυ­μα­στή του ψυ­χι­κή ἀν­το­χή καί τό ὅ­τι τό­σο πρό­θυ­μα καί χω­ρίς νά πεῖ οὔ­τε μί­α λέ­ξη, οὔτε ἕνα παράπονο, ὑ­πο­τά­χθη­κε ἀ­δι­α­μαρ­τύ­ρη­τα στό ἅ­γιο θέ­λη­μά του; Ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα δο­κι­μά­ζεις καί σύ θλί­ψεις καί δο­κι­μα­σί­ες. 
Πο­τέ δέν φθά­νουν βέ­βαι­α οἱ δο­κι­μα­σί­ες σου τίς δοκιμασίες τοῦ Ἰ­ώβ. 
Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νεις ἄ­ρα­γε ἔ­πει­τα ἀ­πό κά­θε δο­κι­μα­σί­α σου τά λό­για του· «Ὡς τῷ Κυ­ρί­ῳ ἔδο­ξεν, οὕ­τω καί ἐ­γέ­νε­το· εἴ­η τό ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον εἰς τούς αἰ­ώ­νας»;


Εορτάζει στις 6 Μαΐου εκάστου έτους

Β.Ὁ βα­θύ­τε­ρος πό­νος.


Οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ ἐ­νώ­πιον τοῦ θρό­νου τοῦ Κυ­ρί­ου τους. «Πνεύ­μα­τα λει­τουρ­γι­κά εἰς δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να διά τούς μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν» ἀ­να­φέ­ρουν στόν Κύ­ριο τίς ἐ­νέρ­γειές τους γιά χά­ρη τῶν ἀν­θρώ­πων καί πε­ρι­μέ­νουν ἐν­το­λές. Ἀλ­λά τί θέ­λει ὁ δι­ά­βο­λος ἀ­νά­με­σά τους;
 Πο­νη­ρός αὐ­τός, τί ζη­τᾶ μέ τούς ἀ­γα­θούς ἀγ­γέ­λους; 
Πο­νη­ρό εἶ­ναι τό σχέ­διό του. Ἀ­φοῦ εἶ­δε, ὅ­τι δέν μπό­ρε­σε νά κά­νει τόν Ἰώβ νά ἁ­μαρ­τή­σει μέ τίς δο­κι­μα­σί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες τοῦ ἐ­πέ­φε­ρε, ἔρ­χε­ται τώ­ρα γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά νά ζή­τη­σει ἄ­δει­α νά πει­ρά­ξει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν ἐ­κλε­κτό δοῦ­λο τοῦ Θε­οῦ. 
Ἀλλά ἄς ἀ­κού­σου­με τή στι­χο­μυ­θί­α του μέ τόν Κύ­ριο:

— Ἀ­πό ποῦ ἔρ­χε­σαι ἐ­σύ; τόν ρω­τᾶ ὁ Κύ­ριος.

— Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σα γρή­γο­ρα ὅ­λη τή γῆ καί τήν οἰ­κου­μέ­νη, εἶ­μαι πα­ρών, ἀ­παν­τᾶ ὁ δι­ά­βο­λος.

—Κα­τά­λα­βες, ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας ἄλ­λος ἄν­θρω­πος, πού νά μπο­ρεῖ νά φθά­σει σέ ἀ­ρε­τή τόν πι­στό δοῦ­λο μου Ἰ­ώβ; ρω­τᾶ καί πά­λι ὁ Θε­ός. Εἶ­ναι ἄν­θρω­πος ἄ­κα­κος, ἀληθινός, ἄ­μεμ­πτος, θε­ο­σε­βής, ἀ­πέ­χει ἀ­πό κά­θε κα­κό. Ἐ­σύ νό­μι­σες ὅ­τι, ὅ­ταν τοῦ ἀ­φαι­ρέ­σεις τά ὑ­πάρ­χον­τά του, θά τόν κά­νεις νά ἁ­μαρ­τή­σει. Ἔ­δει­ξε ὅ­μως με­γά­λη ἀ­κα­κί­α.

—Ναι, ἁ­παν­τᾶ ὁ δι­ά­βο­λος. Τί ἀ­ξί­α ἔ­χουν τά ὑ­λι­κά πράγ­μα­τα;
 Ἐ­κεῖ­νο πού ἔ­χει ἀ­ξί­α εἶ­ναι ἡ ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τή εἶ­ναι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό ὅ­λα. Ὅ­λα μπο­ρεῖ νά τά δώ­σει ὁ ἄνθρω­πος γιά νά τήν ἐ­ξα­γο­ρά­σει. 
Στεῖ­λε του μιά ἀ­σθέ­νεια. Κτύ­πη­σε τόν μ’ αὐ­τήν μέ­χρι τό κόκ­κα­λο, καί τό­τε θά δοῦ­με, ἄν δέν θά ἀ­νοί­ξει τό στό­μα του γιά νά σέ βλα­σφη­μή­σει. Δός μου τήν ἄ­δεια, λοι­πόν, νά τόν βα­σα­νί­σω μέ ἀ­σθέ­νεια φο­βε­ρή. Εἶ­μαι βέ­βαι­ος, τό­τε, ὅ­τι θά ἁ­μαρ­τή­σει.

—Την ἔ­χεις τήν ἄ­δεια, ἀ­παν­τᾶ ὁ Κύ­ριος. «Πα­ρα­δί­δω­μί σοι αὐ­τόν». Τόν πα­ρα­δί­δω σέ σε­να. Μό­νο τή ζω­ή του νά δι­α­φύ­λα­ξεις.

Γε­μά­τος σα­τα­νι­κή χα­ρά καί ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ὁ πο­νη­ρός σπεύ­δει νά θέ­σει σέ ἐ­νέρ­γεια τό πρό­γραμ­μά του. 
Ὁ Ἰ­ώβ θά πει­ρα­σθεῖ ἀ­κό­μη σκλη­ρό­τε­ρα. Ὁ βα­θύς πό­νος θά ὀρ­γώ­σει τήν καρ­διά του. Θά πε­ρά­σει ἀ­πό κα­μί­νι βα­θύ­τε­ρης θλί­ψε­ως. Γιά νά ἀ­πο­δει­χθεῖ ὅ­μως κα­θα­ρό­τε­ρος κι ἀ­π’­ τό χρυ­σά­φι.
 Καί νά, ὁ σα­τα­νᾶς τόν χτυ­πᾶ μέ τρο­με­ρή ἀ­σθέ­νεια, μέ ἕλ­κος φο­βε­ρό ἀ­πό τό κε­φά­λι μέ­χρι τά πό­δια. Δη­λα­δή τό σῶ­μα του γέ­μι­σε ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­πό πλη­γές. Ἀ­πό τό κε­φά­λι μέ­χρι τά πό­δια. Κα­νέ­να μέ­ρος ὑ­γι­ές. Ἀ­σθέ­νεια φο­βε­ρή. Πυ­ορ­ρο­οῦν οἱ πλη­γές. Πο­νᾶ φο­βε­ρά ὁ δί­και­ος. Κά­θε­ται ἔ­ξω πά­νω στήν κο­πριά. 
Ἀ­νά­παυ­ση δέν βρί­σκει. Οὔ­τε ἡ­μέ­ρα, οὔ­τε νύ­κτα. 
Κρα­τᾶ στό χέ­ρι του ἕνα ὄ­στρα­κο καί μ’ αὐ­τό ξύ­νει τίς πλη­γές μέ τό πύ­ον.
 Κό­λα­ση ἡ ζω­ή του.
 Ἀ­νυ­πό­φο­ρη ἡ κα­τά­στα­σή του. Ποῦ ἦ­ταν καί ποῦ κα­τάν­τη­σε! Ἀ­πό τήν εὐ­τυ­χί­α στή δυ­στυ­χί­α. Ἀ­πό ἡ­γε­μόνας, πάμ­φτω­χος καί γυ­μνός καί ἄρρωστος, χω­ρίς παι­διά, χω­ρίς φί­λους, χω­ρίς πα­ρη­γο­ριά καμ­μί­α.

Μέ σύν­τρο­φο τήν κα­θη­με­ρι­νή του ὀ­δύ­νη, ἀλ­λά μέ λό­για εὐ­λο­γί­ας πρός τόν Θε­ό στά χεί­λη του περ­νᾶ μέ κό­πο τίς μέ­ρες του.
 Ἀλλά νά, καί νέ­α δο­κι­μα­σί­α ἔρ­χε­ται νά ἐ­πι­τεί­νει τόν πό­νο του.
 Ἀ­πό ποῦ προ­έρ­χε­ται αὐ­τή; 
Προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή γυ­ναί­κα του. 
Καί εἶ­ναι σκλη­ρή, πο­λύ σκλη­ρή ἡ δο­κι­μα­σί­α του αὐ­τή. Σκλη­ρή, δι­ό­τι προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό πρό­σω­πο ἐ­κεῖ­νο, πού ἔ­πρε­πε νά μα­λα­κώ­νει τόν πό­νο του. 
Ἀλ­λά καί δι­ό­τι τοῦ ζη­τᾶ νά δι­α­κό­ψει τόν σύν­δε­σμό του μέ Ἐ­κεῖ­νον, πού εἶ­χε ὡς μο­να­δι­κό του πλέ­ον κα­τα­φύ­γιο, δη­λα­δή μέ τόν Θε­ό. 
Τί λοι­πόν τοῦ ζη­τᾶ ἡ γυ­ναί­κα του; Ἀλ­λά καί τί δέν τοῦ ζη­τᾶ;
 Τά λό­για της εἶ­ναι ἕ­να ξέ­σπα­σμα ἀ­γα­να­κτή­σε­ως καί πα­ρα­πό­νου καί ὀρ­γῆς ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ.
 Εἶ­ναι ἕ­νας χεί­μαρ­ρος ὁρμη­τι­κός, πού ζη­τᾶ νά πα­ρα­σύ­ρει τόν Ἰ­ώβ νά ἁ­μαρ­τή­σει. 
Μέ­χρι πό­τε καρ­τε­ρι­κά θά πε­ρι­μέ­νεις νά θε­ρα­πευ­θεῖς καί θά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νεις: θά πε­ρι­μέ­νω ἀ­κό­μη λί­γο, δι­ό­τι ἔ­χω ἐλπί­δα, ὅ­τι θά θε­ρα­πευ­θῶ καί θά σω­θῶ ἀ­πό τή δυ­στυ­χί­α, στήν ὁ­ποί­α βρί­σκο­μαι; 
Δέν βλέ­πεις; Ἔ­χει πλέ­ον ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ τό ὀ­νο­μά σου ἀ­πό τή γῆ. 
Κα­νείς πλέ­ον δέν σέ θυ­μᾶ­ται. Χά­θη­καν τά παι­διά μας.
 Ποῦ εἶ­ναι οἱ γιοί μου; Ποῦ εἶ­ναι οἱ κό­ρες μου; Τά γέν­νη­σα μέ ὠ­δί­νες καί πό­νους καί τώ­ρα χά­θη­καν. Ποῦ εἶ­ναι οἱ κό­ποι μου; Χω­ρίς λό­γο κο­πί­α­σα.
 Καί σύ κά­θε­σαι στό ὕ­παι­θρο καί δι­α­νυ­κτε­ρεύ­εις μέ σύν­τρο­φο τό σα­πι­σμέ­νο σῶ­μα σου, πού εἶ­ναι γε­μά­το σκου­λή­κια. 
Καί ἐ­γώ ἡ δυ­στυ­χι­σμέ­νη γυ­ρί­ζω ἀ­πό δῶ κι ἀ­πό κεῖ χω­ρίς μό­νι­μη κα­τοι­κί­α, ὑ­πη­ρέ­τρια καί δού­λη ἀ­πό τό ἕ­να σπί­τι στό ἄλ­λο καί πε­ρι­μέ­νω πό­τε θά δύ­σει ὁ ἥ­λιος γιά νά ἀ­να­παυ­θῶ ἀ­πό τούς κό­πους τῆς ἡ­μέ­ρας καί ἀ­πό τούς πό­νους, πού μέ ταλαι­πω­ροῦν καί εἶ­ναι μό­νι­μος σύν­τρο­φος τῆς ζω­ῆς μου.
 Ἀλ­λά πές ἕ­να λό­γο βλά­σφη­μο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ καί πέ­θα­νε. Τί ἀ­ξί­ζει πλέ­ον ἡ ζω­ή σου;

Μέ βα­θύ ψυ­χι­κό πό­νο ἄ­κου­σε ὁ Πα­τριά­ρχης τά λό­για τῆς γυ­ναί­κας του.
 Τί τοῦ εἶ­πε; Νά βλα­σφη­μή­σει τόν Θε­ό; Ὤ! πῶς βγῆ­κε ὁ λό­γος αὐ­τός ἀ­πό τά χεί­λη της; 
Ἀλ­λά ἄς ἀκούσου­με τήν ἀ­πάν­τη­σή του. Εἶ­ναι τό­σο δι­δα­κτι­κή.
 «Ὁ δέ ἐμ­βλέ­ψας εἶ­πεν αὐ­τῇ· ἵ­να τί ὥ­σπερ μί­α τῶν ἀ­φρό­νων γυ­ναι­κῶν ἐ­λά­λη­σας οὕ­τως; εἰ τά ἀ­γα­θά ἐ­δε­ξά­με­θα ἐκ χει­ρός Κυ­ρί­ου, τά κα­κά οὐχ ὑ­ποί­σο­μεν»; 
Ἀ­φοῦ τῆς ἔ­ρι­ξε μί­α μα­τιά γε­μά­τη ἀ­πο­ρί­α καί ἔ­λεγ­χο, τῆς εἶ­πε: Για­τί μί­λη­σες ἔ­τσι; Τά λό­για σου εἶ­ναι λό­για γυ­ναί­κας ὄ­χι συ­νε­τῆς, ἀλ­λά γε­μά­της ἀ­πό ἀ­νο­η­σί­α. Τά εἶ­πες χω­ρίς νά τά σκε­φθεῖς. Ἐ­άν τά ἀ­γα­θά τά δε­χθή­κα­με μέ εὐ­χά­ρι­στη­ση ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ ἀ­γα­θοῦ Θε­οῦ, τά κα­κά, πού μᾶς βρῆ­καν, δέν θά τά ὑ­πο­φέ­ρου­με;
Καί συμ­πλη­ρώ­νει τό θε­ό­πνευ­στο βι­βλί­ο μέ μί­α φρά­ση τήν ψυ­χι­κή ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τοῦ Ἰ­ώβ. Ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα μέ­σα σέ μί­α κό­λα­ση πό­νου καί ὀ­δυ­νη­ρῆς θλί­ψε­ως. Ἐ­νῶ πολ­λά καί βα­ριά βά­σα­να καί θλί­ψεις με­γά­λες βρῆ­καν τόν Ἰ­ώβ, αὐ­τός σέ τί­πο­τε, οὔ­τε στό πα­ρα­μι­κρό δέν ἁ­μάρ­τη­σε ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. Κα­νέ­νας λό­γος πα­ρα­πό­νου καί γογ­γυ­σμοῦ δέν βγῆ­κε ἀ­πό τά χεί­λη του. 
Πό­σο με­γά­λος πράγ­μα­τι εἶ­ναι! Πό­σο με­γά­λη εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή του!

Ἀλ­λά ἐ­μεῖς πῶς φε­ρό­μα­στε; Μή­πως λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ ἀ­γα­θοῦ Θε­οῦ προ­έρ­χον­ται καί τά κα­λά πού ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με, ἀλ­λά καί οἱ δο­κι­μα­σί­ες πού μᾶς βρί­σκουν; 
Παι­διά τοῦ οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός μας εἴ­μα­στε. 
Καί Ἐ­κεῖ­νος μέ­σα στήν ἄ­πει­ρή του ἀ­γά­πη θέ­λει νά μᾶς κα­ταρ­τί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο νά μᾶς κά­νει κα­θα­ρούς σάν τό χρυ­σά­φι, νά μᾶς ἀναδεί­ξει τε­λεί­ως δι­κούς του.
 Καί γνω­ρί­ζει ὅ­τι μέ τή δο­κι­μα­σί­α, μέ τή θλί­ψη, μέ τήν ἀ­σθέ­νεια, μέ τήν κα­κο­πά­θεια, ἀ­πό ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν προ­έρ­χον­ται, τόν πλη­σι­ά­ζου­με περισσότε­ρο, τόν γνω­ρί­ζου­με κα­λύ­τε­ρα, τόν αἰ­σθα­νό­μα­στε βα­θύ­τε­ρα. 
Ὅ­ταν, λοι­πόν, ἡ θλί­ψη μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτε­ται καί ὁ πό­νος κά­νει τήν ἐμ­φά­νι­σή του, ἄς πι­στεύ­ου­με ὅ­τι πο­τέ δέν ἔρ­χον­ται ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τοῦ Θε­οῦ καί δέν γί­νον­ται, ἄν δέν ἐ­πι­τρέ­ψει ὁ Θε­ός, καί ἄς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με: «Εἰ τά ἀ­γα­θά ἐ­δε­ξά­με­θα ἐκ χει­ρός Κυ­ρί­ου, τά κα­κά οὐχ ὑ­ποί­σο­μεν»; Ὑ­πάρ­χει τό­τε ἀμ­φι­βο­λί­α, ὅ­τι θά εἶ­ναι με­γά­λο τό κέρ­δος ἀ­πό τή θλί­ψη;

Γ. Τό δρά­μα καί ἡ λύ­ση του.

«Δυ­να­τοί δυ­να­τῶς ἐ­τα­σθή­σον­ται», ση­μει­ώ­νει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή. Καί ὁ Ἰ­ώβ ἦ­ταν δυ­να­τός. 
Γι’ αὐ­τό καί νέ­ες θλί­ψεις προ­στί­θεν­ται τώ­ρα σέ ὅ­σες εἶ­χε δο­κι­μά­σει.
 Ἄλ­λου εἴ­δους εἶ­ναι αὐτές. Εἶ­ναι θλί­ψεις ἐ­σω­τε­ρι­κές, ψυ­χι­κές. 
Καί προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τρεῖς φί­λους του. 
Πῆ­γαν νά τόν ἐ­πι­σκε­φθοῦν, νά τόν πα­ρη­γο­ρή­σουν, νά ση­κώ­σουν μι­κρό βά­ρος ἀ­πό τήν ὀ­δύ­νη του. 
Ἀλ­λά ἀν­τί νά τόν πα­ρη­γο­ρή­σουν, τοῦ βυ­θί­ζουν τό μα­χαί­ρι τοῦ πό­νου ἀ­κό­μη βα­θύ­τε­ρα στήν καρ­διά του. Πλού­σιοι βα­σι­λεῖς καί με­γι­στά­νες εἶ­ναι οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες του.
 Ἀλ­λά ἄνθρω­ποι, πού ζη­τοῦν νά πεί­σουν τόν πο­νε­μέ­νο ὅ­τι τό κα­τάν­τη­μά του προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες του. 
Ἄς πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τίς συ­ζη­τή­σεις τους, ἀλ­λά καί τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α θά δώ­σει τήν ὀρ­θή ἀ­πάν­τη­ση.

Ἀρ­χι­κά οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες τοῦ Ἰ­ώβ μέ­νουν κα­τά­πλη­κτοι ἀ­πό τό μέ­γε­θος τῆς συμ­φο­ρᾶς, ἡ ὁ­ποί­α χτύ­πη­σε τόν Ἰ­ώβ. Ὅ­ταν τόν εἶ­δαν, λέ­ει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­πό μα­κριά, δέν τόν γνώρισαν. 
Πῶς νά τόν γνω­ρί­σουν, ἀ­φοῦ ἡ ἀ­παι­σί­α ἀ­σθέ­νεια τό­σο τόν εἶ­χε πα­ρα­μορ­φώ­σει; 
Ἀλ­λά ἄ­φη­σαν φω­νές ἰ­σχυ­ρές ἀ­πό τά χεί­λη τους καί ἔ­κλα­ψαν πο­λύ δυ­να­τά καί ἔσχισαν τά ροῦ­χα τους σέ ἔν­δει­ξη με­γά­λου πέν­θους. 
Καί κά­θι­σαν κά­που κον­τά του, καί ἔ­ρι­ξαν χῶ­μα ἐ­πά­νω τους καί ἐ­πί ἑ­πτά με­ρό­νυ­κτα ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί καί βου­βοί χω­ρίς νά ποῦν οὔ­τε μί­α λέ­ξη οὔ­τε πρός τόν Ἰ­ώβ οὔ­τε με­τα­ξύ τους. 
Δι­ό­τι ἔ­βλε­παν ὅ­τι ἡ δο­κι­μα­σί­α του ἦ­ταν φο­βε­ρή καί πά­ρα πο­λύ με­γά­λη.

Με­τά ἀ­πό τίς ἑ­πτά ἡ­μέ­ρες ἀ­νοί­γει πρῶ­τος ὁ Ἰ­ώβ τό στό­μα του καί μι­λᾶ. 
Λό­για πα­ραπονεμένα λέ­ει. Λό­για πο­νε­μέ­να καί γε­μά­τα ἀ­πό ψυ­χι­κή ἀ­θυ­μί­α. Λό­για πού φα­νε­ρώ­νουν, ὅ­τι γιά μιά στιγ­μή κάμ­φθη­κε ὁ δί­και­ος. 
Ἀλ­λά τώ­ρα πε­ρι­μέ­νει νά ἀ­κού­σει ἀ­πό τούς φί­λους του λό­για ἐ­νι­σχυ­τι­κά. Ὄ­χι ὅ­μως.
 Λό­για πι­κρά θά ἀ­κού­σει καί ἀ­πό τό δι­κό τους στό­μα. Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με λε­πτο­με­ρῶς τό κα­τη­γο­ρη­τή­ριο, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­στη­σαν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ δι­καί­ου. 
Τά ὅ­σα εἶ­παν καί τά ὅ­σα ἀ­πάν­τη­σε ὁ Ἰ­ώβ κα­τα­λαμ­βά­νουν 32 ὁλόκλη­ρα κε­φά­λαι­α τοῦ ὁ­μώ­νυ­μου βι­βλί­ου.
Ποι­ό εἶ­ναι τό νό­η­μα τῶν λό­γων τῶν τρι­ῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν; 
Ἔ­χεις ἁ­μαρ­τή­σει, τοῦ λέ­νε. Καί γι’ αὐ­τό σέ τι­μω­ρεῖ ὁ Θε­ός. Θυ­μή­σου, ποι­ός ἄν­θρω­πος, ἐ­νῶ εἶ­ναι κα­θα­ρός, χά­θη­κε, ἤ πό­τε ἄν­θρω­ποι τῆς ἀ­λη­θεί­ας ξε­ρι­ζώ­θη­καν καί κα­τα­στρά­φη­καν;
 Ἐ­άν στά λό­για σου ὑ­πῆρ­χε ἀ­λή­θεια, τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­σα σέ βρῆ­καν δέν θά σ’ ἔ­βρι­σκε. 
Μή­πως ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἄ­δι­κος στίς κρί­σεις του καί τίς ἐ­νέρ­γει­ές του; 
Ἤ μή­πως ὁ πάν­σο­φος Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος δη­μι­ούρ­γη­σε τά πάν­τα, δέν θά σε­βα­σθεῖ καί δέν θά δώ­σει τό δί­και­ο σ’ ὅ­ποι­ον τοῦ ἀ­νή­κει; 
Τά παι­διά σου ἁ­μάρ­τη­σαν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ καί γι’ αὐ­τό τά τι­μώ­ρη­σε. 
Ἔ­τσι γί­νε­ται μέ τόν κα­θέ­να πού λη­σμο­νεῖ τόν Θε­ό. Τά στερ­νά του εἶ­ναι μαῦ­ρα καί ἄ­θλια. 
Πε­θαί­νεις χω­ρίς καμ­μί­α ἐλ­πί­δα. Μή λές καί ἐ­πα­να­λαμ­βά­νεις, ὅ­τι εἶ­μαι κα­θα­ρός στά ἔρ­γα καί ἄ­μεμ­πτος ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. 
Ἔ­χεις με­γά­λη ἰ­δέ­α γιά τόν ἑ­αυ­τό σου. Λί­γο τι­μω­ρή­θη­κες σχε­τι­κά μέ τίς πολλές ἁμαρτίες πού ἔκανες. Λές λό­για ὑ­πε­ρή­φα­να καί γε­μά­τα με­γα­λαυ­χί­α.

Καί ὁ ἔ­λεγ­χος στή συ­νέ­χεια γί­νε­ται δρι­μύ­τε­ρος. Καί πιό κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κοί οἱ κα­τή­γο­ροί του. 
Ἡ κα­κί­α σου εἶ­ναι πολ­λή, καί ἀ­να­ρίθ­μη­τες οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου. Ἀ­δί­κη­σες καί ἐκμεταλλεύθη­κες τούς ἀ­δελ­φούς σου, ἐ­πει­δή ἤ­σουν πλού­σιος.
 Ἔ­γδυ­σες τούς πτω­χούς καί τούς ἀ­φαί­ρε­σες τά λί­γα ροῦ­χα πού φο­ροῦ­σαν. Δέν ἔ­δω­σες ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρό σ’ ὅ­σους δι­ψοῦ­σαν. Σστέ­ρη­σες τό ψω­μί ἀ­π’ αὐ­τούς πού πει­νοῦ­σαν. Φέρ­θη­κες μέ δου­λο­πρέ­πεια ἀ­πέ­ναν­τι στούς με­γά­λους καί ἰ­σχυ­ρούς. Δέν ἔ­δω­σες καμ­μί­α βο­ή­θεια στίς χῆ­ρες, κακοποί­η­σες ὀρ­φα­νούς. 
Γι’ αὐ­τό σέ κύ­κλω­σαν οἱ πα­γί­δες καί βρί­σκε­σαι σέ φο­βε­ρό πό­λε­μο. Γι’ αὐ­τό τό φῶς σου με­τε­βλή­θη σέ σκοτάδι. Γι’ αὐ­τό τό­σο φο­βε­ρά τα­λαι­πω­ρεῖ­σαι… 
Ἀλ­λά με­τα­νό­η­σε. Ἐ­άν με­τα­νο­ή­σεις καί ἐ­πι­στρέ­ψεις στόν Κύ­ριο καί τα­πει­νω­θεῖς ἀ­πέ­ναν­τί του, θά σέ κά­νει καί πά­λι σάν τό κα­θα­ρό χρυ­σά­φι. 
Θά ἔ­χεις παρ­ρη­σί­α ἀ­πέ­ναν­τί του. Θά βλέ­πεις μέ μά­τι ἱ­λα­ρό τόν οὐ­ρα­νό. Θά πα­ρα­κα­λεῖς τόν Θε­ό κι Ἐ­κεῖ­νος θά σ’ ἀ­κού­ει. Θά σέ ἀ­πο­κα­τα­στή­σει στήν προ­η­γού­με­νή σου κα­τά­στα­ση.
 Τέ­τοι­α καί ἀλ­λά πολ­λά καί μέ πολλά λό­για εἶ­παν οἱ τρεῖς ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἰ­ώβ.

Σ’ αὐ­τά ὁ δί­και­ος τί ἀ­πάν­τη­σε; 
Γε­μά­τη εἰ­λι­κρί­νεια καί πί­στη καί τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­πάν­τη­σή του. «Πει­ρα­τή­ριον ἐ­στιν ὁ βί­ος τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­πί τῆς γῆς».
 Δο­κι­μά­ζει ὁ Θε­ός τόν ἄν­θρω­πο. Καί δι­α­μέ­σου τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν τόν κα­ταρ­τί­ζει. Ποι­ός λέ­ει ὅ­τι δέν ἔ­χω κι ἐ­γώ τίς ἁ­μαρ­τί­ες μου; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν ἄν­θρω­πος θνη­τός νά εἶ­ναι δί­και­ος ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ; 
Ὅ­μως δέν ἔ­χω συ­νεί­δη­ση, ὅ­τι ἔ­κα­να κά­ποι­α ἁ­μαρ­τί­α τό­σο με­γά­λη, γιά τήν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριος μέ τι­μω­ρεῖ. Πό­σες φο­ρές ἄλ­λω­στε συμ­βαί­νει κά­ποι­ος δί­και­ος ἄν­δρας καί ἄ­μεμ­πτος νά γί­νει χλεύ­α­σμα; 
Δι­έ­σω­σα πτω­χό ἀ­πό τό χέ­ρι ἐ­κεί­νου πού τόν κα­τε­δυ­νά­στευ­ε. Βο­ή­θη­σα τό ὀρ­φα­νό πού ἦ­ταν ἀ­βο­ή­θη­το. Ἔ­δει­ξα δι­και­ο­σύ­νη πρός ὅ­λες τίς κα­τευ­θύν­σεις. Ἔγινα ὀ­φθαλ­μός τῶν τυ­φλῶν· πό­δι τῶν χω­λῶν, πα­τέ­ρας τῶν ἀ­δυ­νά­των. Ἅρ­πα­ξα ἀ­πό τά χέ­ρια τῶν ἄ­δι­κων τά θύ­μα­τά τους. 
Ἀλ­λά ἐ­σεῖς εἶ­στε κρι­τές ἄ­δι­κοι. Εἶ­στε ὅ­λοι παρακλήτο­ρες κα­κῶν. 
Ἀν­τι­λη­φθεῖ­τε, ὅ­τι «ὁ Κύ­ριος ἐ­ποί­η­σε μοί οὕ­τως». Μοῦ ἐ­πι­τί­θε­σθε χω­ρίς ἐ­πι­εί­κεια καί ντρο­πή. Ζεῖ ὅ­μως ὁ Θε­ός ὁ Παν­το­κρά­τωρ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­βγα­λε γιά μέ­να αὐ­τή τήν κρί­ση καί μοῦ πί­κρα­νε τή ζω­ή. Καί θά ἔλ­θει και­ρός, πού ὁ Θε­ός θά ἀ­πο­κά­λυ­ψει τό δί­κη­ό μου, καί θά μέ δι­καί­ω­σει.

Καί πράγ­μα­τι ἡ ὥ­ρα τοῦ Θε­οῦ ἦλ­θε. 
Μι­λᾶ ὁ Θε­ός. Σι­ω­ποῦν ὅ­λοι καί μι­λᾶ Ἐ­κεῖ­νος.
 Καί τί λέ­ει ὁ πάν­σο­φος Θε­ός; 
Ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρῶ­τα στόν Ἰ­ώβ καί μέ λό­για ἄ­φθα­στης ὀμορφιᾶς καί με­γα­λεί­ου καί ἐ­πι­βλη­τι­κό­τη­τος, μέ λό­για πού δη­μι­ουρ­γοῦν τρό­μο, τόν βε­βαι­ώ­νει, ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι γνω­στά σ’ Ἐ­κεῖ­νον, ὅ­τι εἶ­ναι ὁ ἄ­πει­ρος καί θαυ­μα­στός καί παν­το­δύ­να­μος καί πάν­σο­φος Θε­ός, τοῦ ὁ­ποί­ου τά ἔρ­γα εἶ­ναι ἀ­κα­τά­λη­πτα καί κα­νείς ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά τά ἐ­ξι­χνί­α­σει. 
Αὐ­τός θά κρί­νει ὄ­χι σάν τούς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά μέ τά δι­κά Του μέ­τρα. Σ’ Ἐ­κεῖ­νον κα­λεῖ τόν Ἰ­ώβ νά ἔ­χει πλή­ρη καί τέ­λεια ἐμ­πι­στο­σύ­νη.
 Μι­λᾶ ὅ­μως καί στούς τρεῖς ἐ­πι­κρι­τές τοῦ Ἰ­ώβ. 
Καί τί τούς λέ­ει; 
Ἁ­μαρ­τή­σα­τε ἁ­μαρ­τί­α με­γά­λη. Δέν εἴ­πα­τε λό­για ἀλή­θειας ἐ­νώ­πιόν μου. Ἀ­δι­κή­σα­τε τόν Ἰ­ώβ. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νός καί γνή­σιος δοῦ­λος μου. 
Λοι­πόν τί πε­ρι­μέ­νε­τε; Ἔ­χε­τε ἀ­νάγ­κη συγ­χω­ρή­σε­ως. Πάρ­τε ἑ­πτά μο­σχά­ρια καί ἑ­πτά κριά­ρια καί πη­γαί­νε­τε στόν Ἰ­ώβ νά προ­σφέ­ρει θυ­σί­α γιά σᾶς, γιά νά συγ­χω­ρη­θεῖ­τε. 
Εἶ­στε ἄ­ξιοι με­γά­λης τι­μω­ρί­ας. Ἀλ­λά δέν θά σᾶς τι­μω­ρή­σω γιά χά­ρη τοῦ Ἰ­ώβ. Δέν εἴ­πα­τε λόγια ἀ­λη­θι­νά γιά τόν ὑ­πη­ρέ­τη μου Ἰ­ώβ.

Οἱ θυ­σί­ες προ­σφέ­ρον­ται καί ἡ ἁ­μαρ­τί­α συγ­χω­ρεῖ­ται. 
Τό δρά­μα προ­χω­ρεῖ πρός τή λύ­ση του. 
Ὁ δί­και­ος Ἰ­ώβ ἀ­πο­κα­θί­στα­ται. 
Τόν θε­ρα­πεύ­ει ὁ Θε­ός ἀ­π’ τήν πλη­γή.
 Τοῦ δί­νει διπλά­σια ἀ­π’ ὅ­σα εἶ­χε προ­τύ­τε­ρα. 
Τοῦ χα­ρί­ζει καί δέ­κα παι­διά, ἑ­πτά γιούς καί τρεῖς κό­ρες, τά ὁ­ποί­α γε­μί­ζουν τήν κορ­διά του ἀ­πό ἀ­νε­κλά­λη­τη χα­ρά.
 Ἡ μα­κρο­χρό­νια ζω­ή του μετά τή δο­κι­μα­σί­α εἶ­ναι ζω­ή εὐ­τυ­χι­σμέ­νη· «ἔ­ζη­σε δέ Ἰ­ώβ με­τά τήν πλη­γή ἔ­τη ἑ­κα­τόν ἑ­βδο­μή­κον­τα». Καί σέ ἡ­λι­κί­α δι­α­κο­σί­ων σα­ράν­τα ἐ­τῶν φεύ­γει ἀ­π’ τή ζω­ή αὐ­τή γιά νά προστε­θεῖ στούς πα­τέ­ρες του. 
Ἔ­φυ­γε, ἀ­φοῦ ἄ­φη­σε πα­ρά­δειγ­μα θαυ­μα­στῆς ὑ­πο­μο­νῆς καί με­γά­λης ἀ­ρε­τῆς. 
Πα­ρά­δειγ­μα πού ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες. Καί μᾶς κα­λεῖ νά τό μι­μη­θοῦ­με. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι πράγ­μα­τι ὅ­σοι τόν μι­μοῦν­ται.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

Πηγή: https://www.osotir.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου