Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Ειχε αναγκη βαπτισματος ο Χριστος;-Τα νεανικα χρονια του Χριστου

Λαμπρὰ εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Τελειώνει τὸ Δωδεκαήμερο, κλείνει ὁ κύκλος τῶν ἑ­ορτῶν ποὺ ἔχει κέντρο τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ.
Εἴδαμε τὸν Κύριο βρέφος, τὸν εἴδαμε νήπιο ὀ­κτὼ ἡμερῶν νὰ περιτέμνεται, καὶ σήμερα τὸν βλέπουμε τέλειον ἄν­δρα νὰ βαπτίζεται στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀκούγεται ἡ
φωνὴ τοῦ Πατρός· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).

* * *

Αὐτὰ πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί. 
 Στὸν κόσμο ὅμως ὑπάρχει ἀπιστία. Καὶ μερικοί, ἐκμεταλλευόμενοι ἕνα κενὸ ποὺ νομίζουν πὼς βρῆ­καν στὰ Εὐαγγέλια, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ πληροφοριῶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ μέχρι τὴν ὥριμη ἡ­λικία τοῦ Χριστοῦ ὅταν βαπτίσθηκε στὸν Ἰ­ορδάνη, λένε· Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ δώδεκα μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια;
Καὶ πλά­θον­τας μύθους μὲ τὴ νοσηρὰ φαντασία τους, λένε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ πῆγε στὶς Ἰνδίες, κ᾽ ἐ­κεῖ διδάχθηκε ὅσα ἔκανε κατόπιν. Ἔτσι λένε, γιὰ νὰ μειώσουν τὸ θεανδρικό του πρόσωπο. 
Τί ἀπαντοῦμε;
Δὲν ὑπάρχει κενό. Τὰ Εὐαγγέλια λένε καθα­­ρά, ὅτι κατὰ τὸ ἐπίμαχο αὐτὸ διάστημα ὁ Χριστὸς ἔζησε ὡς παιδὶ μιᾶς φτωχῆς πολυτέκνου οἰκογενείας, τοῦ ξυλουργοῦ Ἰωσήφ, κι ὅτι ἐρ­γα­ζόταν στὸ ξυλουργεῖο γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο (βλ. Ματθ. 13,55. Μᾶρκ. 6,3). Ἐργάτης ἦταν καὶ γνήσιος φίλος τῶν ἐργαζομένων. Τὰ χέρια του, ποὺ εὐλόγη­σαν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ θεράπευσαν ἀρ­ρώστους καὶ θώπευσαν τὰ κεφάλια ἀθῴων παιδιῶν καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρό, ἦταν χέρια ἐργάτου. 
Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος τὸν ζωγράφισε στὸ ξυλουργεῖο κοντὰ στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μὲ τὸ πριόνι στὸ χέρι, καὶ δίπλα ἡ Πανα­γία νὰ γνέθῃ μὲ τὴ ῥόκα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ θὰ ἔ­πρεπε νὰ κοσμῇ ὅλα τὰ ἐργατικὰ κέντρα.
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶνε καὶ ἡ ὀνομασία «Ναζωραῖος» ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐχθροί του ὅταν τὸν σταύρωσαν (Ἰω. 18,5,7· 19,19). Ἰσχυρότερη ὅμως ἀπόδειξι εἶνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ συγχω­ριανοί του ὅταν ἐ­κεῖνος ἄρ­χισε νὰ διδά­σκῃ καὶ νὰ θαυματουργῇ· «Πῶς οὗ­τος γράμ­ματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰω. 7,15). Ἀ­ποροῦσαν πῶς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆ­γε σχολεῖο· διότι ἤξεραν τὴ ζωή του. Ὅπως γιὰ μένα, ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ θὰ σᾶς τὰ ποῦν· ἐξ αἰτίας μου ἔμαθαν καὶ τὴ Φλώρινα. Ποιός ἄλλος λοι­πὸν γνωρίζει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὅσο οἱ πατρι­ῶτες του; Ἂν εἶχε λείψει, θὰ τὸ ἤξεραν πρῶ­τοι αὐτοί. Οἱ Ναζαρηνοὶ εἶνε μάρτυρες, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπαιδεύθηκε σὲ καμμιά σχολή. Σ᾽ αὐτόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9· βλ. καὶ 1,19).

* * *

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐργαζόταν στὴ Ναζα­ρέτ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἦταν ἕνας ἄλλος ἀετὸς τοῦ πνεύματος, «ἄγγελος» ἐπίγειος ὅ­πως τὸν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. αἶν.), ὁ Ἰωάν­νης ὁ Πρόδρομος. 
 Κατὰ σάρκα ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε ἀσκητικά. Τὸ ροῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ στὴ μέση φοροῦσε ζώνη ἀπὸ δέρμα. Τροφή του ἦταν χορτάρια, «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4. Μᾶρκ. 1,6). 
Ποτό του ἦταν τὸ νερό· ἔσκυβε καὶ ἔ­πινε μὲ τὶς φοῦχτες ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Στρῶ­μα του ἡ ἀμμουδιά, στέγη του τὰ ἄστρα, καὶ συντροφιά του τὰ θηρία – ποὺ συχνὰ ἀποδει­κνύον­ται πιὸ ἥμερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι ἔζησε μέσ᾿ στὴ φύσι κ᾽ ἐκεῖ ἐκπαιδεύ­θηκε.
 Καὶ κάποια μέρα ὁ Ἰωάννης πῆρε ἐντο­λὴ νὰ κηρύξῃ. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὴν ὄχθη καὶ ἄρχισε. 
Τὸ κήρυγμά του δὲν ἦταν σὰν τὰ συνηθισμένα· ἦταν κεραυνὸς – ἀστροπελέκι.
 Στοὺς πλουσίους ἔλεγε· Ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχετε, μοιρά­στε τὰ μισά. 
 Στοὺς τελῶνες ἔλεγε· Μὴν εἰσ­πράττετε τίποτα πέρα ἀπ᾽ τὸ νόμιμο.
 Στοὺς στρατιωτικοὺς δὲν ἔλεγε, ῾Ρίξτε τὰ ὅπλα, ἀλ­λά, Μὴ χρησιμοποιεῖτε βία.
 Στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους ἔλεγε· «Γεννήματα ἐχιδνῶν» – παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, ἄσπλαχνοι καὶ ἄστοργοι, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; «Ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,7-8)· μετανοῆστε καὶ κλάψτε.
Καλοῦσε ὅλους σὲ «βάπτισμα με­τανοίας» (Μᾶρκ. 1,4), ποὺ θὰ προετοίμαζε τὶς ψυχὲς γιὰ τὸ χριστιανικὸ ἅγιο βάπτισμα.

* * *

Σὰν μαγνήτης ὁ Πρόδρομος εἵλκυε τὰ πλήθη, ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις. Μέσα στοὺς χιλιάδες ἀνεπισήμους νά καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἕ­­νας μαραγκὸς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ ἐξάδελφος τοῦ Βαπτιστοῦ. 
Δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ· αὐτὸς ἔμενε στὴν πόλι, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης στὴν ἔρημο. Τὸν εἶ­δε ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τοῦ λέει· Αὐ­τὸς εἶνε «ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Ἰω. 1,33).
–Ἦλθα, λέει, νὰ βαπτιστῶ. –Ἐσύ; ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα. 
–«Ἄφες ἄρτι» – ἄσε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις, τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· ἔτσι πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ τηρήσω κάθε θεία ἐντολή (Ματθ. 3,14-15). Ἐπέμενε, καὶ βαπτίστηκε.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βάπτισμα ὁ Χριστός;  
Ἐμεῖς βαπτιζόμαστε διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶνε ὁ μό­νος ἀναμάρτητος. Τὸ λέει αὐτὸ σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο· τὸ προσέξατε; 
Ἔχει μία λέξι μὲ μεγά­λη σημασία. 
Πῶς γινόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάν­νου· ὅσοι πήγαιναν ἀναγνώριζαν τὰ σφάλμα­τά τους, μετανο­οῦσαν, ἔμπαιναν στὸ νερό, καὶ τί ἔκαναν· ἐξωμολο­γοῦντο, καὶ ἔμεναν ἐκεῖ ὅ­σο διαρκοῦσε ἡ ἐξ­ομολόγησι, ἄλλος λίγο – ἄλ­λος πολύ.
 Μόνο ὁ Χριστός, μόλις μπῆκε ἀμέσως βγῆκε.
 Βγῆκε «εὐθὺς» –νά ἡ σπουδαία λέ­ξις– ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, βγῆκε «εὐθέ­ως» ἀπ᾽ τὸ νερό (Ματθ. 3,16. Μᾶρκ. 1,10). 
Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Διότι ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε νὰ πῇ τίπο­τα, δὲν εἶχε καμμιά ἁμαρτία νὰ ἐξομολογηθῇ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νά ᾽χου­­με συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Μόνο ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Τὸ «εὐθὺς» ἐκεῖνο εἶνε καταπέλτης.
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίστηκε;
 Γιὰ νὰ φανε­ρω­θῇ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τρι­άς, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

* * *

Ὁ Ἰορδάνης, ἀγαπητοί μου, εἶνε μικρὸς πο­ταμός. Ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὅτου στὰ νερά του βαπτίσθη­κε ὁ Χριστός, ἔγινε παγ­κόσμιος θρῦλος καὶ τρέχουν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη. Καλὴ συνήθεια, δὲν τὴν κατηγορῶ. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ἐκεῖνο δὲν εἶ­νε τόσο σπουδαῖο. 

Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο νερὸ ἀ­πεί­ρως ἀνώτερο. Εἶνε τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος. Βλέπετε τὴν κολυμβήθρα; Νερὸ ἔχει μέσα, κοινὸ νερό. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς θὰ βάλῃ πετραχήλι καὶ θὰ τὸ εὐλογήσῃ, τὸ νε­ρὸ ἐκεῖνο παίρνει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ οὐ­ρανοῦ, τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύμα­τος, καὶ καθα­ρίζει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. 
Αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται βγαίνει ἄγγελος ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, γι᾿ αὐτὸ ἐνδύεται λευκὰ κ᾽ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Μπαίνει μὲ ῥυπωμένη ἐνδυμα­σία, καὶ βγαίνει μὲ βασιλικὴ ἁλουργίδα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ βάπτισμα. Καὶ θὰ ἦταν εὐτύχη­μα νὰ κρατούσαμε ἀμόλυντη τὴ στολή του. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὴ λερώσουμε; Πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ μᾶς ἀφήνει· ὥρισε ἕνα ἄλλο βάπτισμα, ἕνα νέο λουτρό. Ποιό; Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Θὰ τὸ πῶ· εἶμαι πικραμένος. Θὰ φύγω, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ βρῶ ἕνα κελλάκι νὰ πάω νὰ κλειστῶ μέσα νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Σᾶς κήρυξα φλογερὰ καὶ σᾶς κάλεσα νὰ μετανοήσετε. Οἱ περισσότεροι ὅμως εἶστε ἀ­κόμη ἀνεξομολόγητοι. Δὲν μπορῶ νὰ ἀσκήσω βία. Ἐὰν ὅμως πᾶτε, θὰ καταλάβετε.
 Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἀσκεῖ ἔργο ἀνώτερο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. 
Τώρα μοιάζετε σὰν κάποιον ποὺ εἶχε ἔμφραγμα καὶ τὸ ρώτησα· 
 –Ἐξ­ωμολο­γήθηκες; 
–Ὅταν ἤμουν στὸ κατη­χητικό, δώδε­κα χρονῶν. 
–Ἀπὸ τότε ἔχεις νὰ ἐξομολογηθῇς; Σὰ νὰ μοῦ λές, ὅτι ἀπὸ δώδεκα χρονῶν ἔχεις ν᾿ ἀλλάξῃς ροῦχα. Ὅπως τακτικὰ κάνεις λουτρὸ καὶ ἀλλάζεις, ἔτσι κάνε καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου, ποὺ ὄζει – βρωμάει. Ἕνα δάκρυ μετανοί­ας γίνεται Ἰορδάνης καὶ πλένει τ᾿ ἁμαρτήματα.
Κάντε ἕνα βῆμα, βρῆτε καλὸ ἐξομολόγο. Αὐ­τὸ ἔκανα κ᾽ ἐγώ, βρῆκα ἕνα σεβάσμιο γέρον­τα καὶ ἐξομολογοῦμαι. Μὴ μείνετε ἔτσι καὶ πε­θάνετε ἀμετανόητοι. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀν­θρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ μετανοοῦμε.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ τιμίου Προδρόμου νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Θὰ χαρῶ ἐὰν δῶ οὐρὰ στὰ ἐξομολογητήρια (τὸ ἔζησα αὐτό· θυμᾶμαι σὲ χωριὰ ποὺ ἐκήρυξα πόσοι ἔτρεχαν ὣς τὴ νύχτα νὰ ἐξομολογηθοῦν). 
 Δι­αφορετικά, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρ­πὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Τσεκούρι καὶ φωτιὰ τὸ περιμένει. 
Ὦ Παν­αγία Δέ­­σποινα καὶ ἅγιοι Πάντες, ποιήσατε πρε­σβεί­αν τοῦ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.

 

Τα νεανικα χρονια του Χριστου

Μετὰ τὴν γέννησι τοῦ δεσπότου Χριστοῦ ἄλλη σήμερα μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ ἀνέτει­λε, ἀ­γαπητοί μου· τὰ ἅγια Θεοφάνεια!
 Τότε εἴ­δαμε τὸν Κύριο νήπιο στὴ Βηθλεέμ, σήμε­ρα τὸν βλέπουμε σὲ ὥριμη ἡλικία στὸν Ἰορδάνη νὰ δέχεται τὸ βάπτισμα. Τί μεσολαβεῖ μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν; Στὸ ζήτημα αὐτὸ εἶνε ἀνάγκη νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας.

* * *

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παναγίας (βλ. Λουκ. 1,26-38) διηγεῖται μὲ χάρι τὰ περιστατικὰ τῆς γεννήσεως τοῦ Χρι­στοῦ στὴ Βηθλεὲμ καὶ τὴν προσκύνησι τῶν ποιμένων (ἔ.ἀ. 2,1-20). Περιγράφει κατόπιν τὴν περιτομή (ἔ.ἀ. 2,21), τὴ συνήθεια δηλα­δὴ τῶν Ἰσραηλιτῶν νὰ περι­τέμνουν τὰ ἀρσενικὰ παιδιά τους τὴν ὀγδόη ἡ­μέρα ἀπὸ τὴ γέννησι καὶ νὰ τοὺς δίνουν ὄ­νομα· τότε δόθηκε στὸ Θεῖο βρέφος τὸ γλυκύ­τατο ὄνομα Ἰησοῦς, ποὺ σημαίνει «Σω­τήρ». 
Ἐν συνεχείᾳ περιγράφει τὴν ὑ­πα­παντή (ἔ.ἀ. 2,22–39), ὅτι δηλαδὴ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴ Γέν­νησι ἡ Παρθένος ὡδήγησε στὸ ναὸ τῶν Ἰ­ε­ροσο­λύμων τὸ Θεῖο βρέφος, τὸ πῆρε στὴν ἀγ­­κάλη του ὁ γέρων Συμεὼν καὶ προφήτευσε γι᾽ αὐτὸ ὁ ἴδιος καὶ ἡ γε­ρόντισσα Ἄννα. 

Στὸ σημεῖο αὐ­τὸ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς λέει ὅτι παρεμβάλλεται ἡ προσ­κύνησις τῶν μάγων, ἡ φυ­γὴ τοῦ Ἰησοῦ στὴν Αἴγυπτο, ἡ σφαγὴ τῶν νηπί­ων τῆς Βη­θλεὲμ ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη καὶ ἡ ἐπιστρο­φὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴ Ναζαρέτ (βλ. Ματθ. 2,1-23). 
Συνεχίζοντας τὴ διήγησι ὁ εὐαγγε­λιστὴς Λου­κᾶς προσθέτει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν πῆγε στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ὡς προσ­κυνητὴς καὶ ἐπέστρεψε στὴ Ναζαρέτ, ὅ­που συνέχισε νὰ ζῇ ὑποτασσόμενος στὴν Παν­­αγία Μητέρα καὶ τὸν νομιζόμενο πατέρα του Ἰωσήφ (βλ. Λουκ. 2,41-52). Ἡ τελευταία πληροφορία εἶ­νε ὅτι, καθὼς μεγάλωνε ὡς ἄνθρωπος, ἀπεκαλύπτε­το ἡ θεία φύσις του (βλ. ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Εὐαγγελικὴ ἱστορία δι᾽ ἁρμονίας τῶν ἱ. εὐαγγελιστῶν, Ἀθῆναι 1903, σ. 34).
Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐ­τὸ μέχρι τὴν ἐμφάνισι τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἰορδάνη γιὰ νὰ βαπτισθῇ τὰ ἴχνη του φαίνεται νὰ χάνωνται μέσα σὲ μία Σαχάρα σιωπῆς· ποῦ ἦταν; ἐκ πρώτης ὄψεως μένει ἡ ἐν­τύπωσι ὅτι ὑπάρχει κενό. Εἶνε ἔτσι;
Τὸ νομιζόμενο κενὸ ἐκμεταλλεύονται μερι­κοὶ ἐ­χθροὶ τῆς πίστεώς μας καὶ ἰσχυρίζον­ται μὲ τὴ φαντασία τους, ὅτι δῆθεν ὁ Ἰησοῦς μετὰ τὸ 12ο ἔτος του ἔφυγε, πῆγε στὶς Ἰνδίες, κάθησε ἐκεῖ χρόνια, μαθήτευσε κοντὰ σὲ δασκάλους τοῦ ἰν­δου­­ϊστικοῦ μυστικισμοῦ, ἔμαθε μαγικὲς μεθόδους καὶ πῆρε διδάγματα, καὶ ἔτσι ἔδρασε ὅταν ἔ­γινε 30 ἐτῶν. 
Ψέμα ὅ­λα αὐ­τά, πλαστογραφία, παραμύ­θι· ἡ φαντασία αὐτὴ δὲν στηρίζεται πουθενά. Ἀντιθέτως, τὸ Εὐαγ­γέλιο ἔχει πληροφορίες, ποὺ καλύπτουν τὸ διάστημα αὐτό. Δὲν ὑπάρχει κενό.
Θὰ μοῦ ἐπιτραπῇ ν᾽ ἀναφέρω ἕνα παράδει­γμα. Ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς νήσου Πάρου τῶν Κυκλάδων. Ἂν πᾶτε στὸ χω­ριό μου καὶ ρωτήσετε, ξέρουν ὅλοι, ὅτι ἐκεῖ ἤ­­μουν μικρὸ παιδὶ καὶ πῆγα στὸ δημοτικὸ σχολεῖο· μετὰ ἔφυγα, πῆγα στὴν Ἀθήνα, σπούδασα θεολογία, ἔγινα ἱεροκήρυκας καὶ κήρυξα σὲ διάφορες πόλεις. Αὐτὸ συμβαίνει σὲ κάθε χωριό.
Ἔτσι καὶ στὸ χωριὸ τοῦ Χριστοῦ, τὴ Ναζαρέτ, ὁ Ἰησοῦς ἦταν γνωστός. Ἂν ἔφευγε καὶ ἔ­λειπε χρόνια στὸ ἐξωτερικό, οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ τὸ ἤξεραν θὰ ἦ­ταν οἱ χωριανοί του. 
Τί λένε λοιπὸν αὐτοὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς μεγάλος, σὲ ἡ­λικία 30 ἐτῶν, διδάσκει στὴ συναγωγή τους; Μένουν κατάπληκτοι καὶ διερωτῶνται· Αὐτὸς δὲν εἶνε «ὁ τέκτων» (ὁ μαραγκός); αὐτὸς δὲν εἶνε «ὁ υἱὸς τοῦ τέκτονος» (ὁ γυιὸς τοῦ μαραγκοῦ) καὶ τῆς Μαριάμ; (Μᾶρκ. 6,2-3· Ματθ. 13,54-55); Ποῦ βρέθηκε σ᾽ αὐτὸν τέτοια σοφία καὶ δύναμι;
Καὶ μόνο οἱ χωριανοί του;
Οἱ Ἰουδαῖοι ἐν γέ­νει, φίλοι καὶ ἐχθροί, ὅλοι τὸν ἤξεραν καὶ τὸν ἔλεγαν «Ναζωραῖον» (Λουκ. 18,37. Ἰω. 18,5,7· 19,19). Καὶ στὰ Ἰ­εροσόλυμα, ὅταν τὸν ἀκοῦνε νὰ διδάσκῃ στὸ ναό, ἀπο­ροῦν· «Πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰω. 7,15), ἀπὸ ποῦ ἔμαθε αὐτὸς τὰ γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆγε σὲ σχολεῖο; – τὸ λέ­νε μὲ βεβαιότητα. Αὐτὸ τὸ χωρίο, Ἰωάννου 7,15, εἶνε καταπέλτης κατὰ τῆς θεωρίας αὐτῆς.

* * *

Στὸ ἐρώτημα, τί ἔκανε σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ Χριστός, ἀπὸ 12 μέχρι 30 ἐτῶν; 
Τὸ Εὐαγγέλιο μὲ λιτὲς καὶ λακωνικὲς ἐκφράσεις του ἀπαντᾷ, ὅπως εἴδαμε. Ὁ Ναζωραῖος ἦταν φτωχὸς ὅσο καν­ένας ἄλλος· δικό του δὲν εἶχε οὔτε ἕνα φλιντζάνι χῶ­μα, μιὰ δραχμὴ στὴν τσέ­πη του δὲν εὕρισκες. Φτωχὸ τὸ σπίτι του, φτω­χὴ ἡ ἁγία Μητέρα του, φτωχὸς ὁ νομιζόμενος πα­τέρας του. Ἐργαζόταν λοιπὸν στὸ ξυλουργεῖο τοῦ Ἰωσήφ. Κρατοῦσε στὰ χέρια του σφυ­ριά, πριόνια, πλάνες. Ἔφτειαχνε τραπέζια, κα­θίσματα, παράθυρα, πόρτες. Πήγαινε σὲ σπίτια καὶ οἰκοδομές. Ἔτσι ἔβγαζε τὸ ψωμί του καὶ τὸ ψωμὶ τῆς Παναγίας μητέρας του.
Ὤ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ὁποία ἁ­γίασε τὰ πάν­τα! Γεννήθηκε σὲ μιὰ σπηλιά, γιὰ ν᾽ ἁγιάσῃ τὴ γῆ. Κατοίκησε σὲ φτωχὸ σπιτάκι γιὰ ν᾽ ἁγιάσῃ τὶς καλύβες τῶν φτωχῶν. Γεννή­θηκε ἀπὸ φτωχὴ μητέρα, γιὰ ν᾽ ἁγιάσῃ τὴν ἔν­τιμη φτώχεια. Γεννήθηκε σὰν βρέφος, γιὰ ν᾽ ἁ­­γιάσῃ τὰ βρέφη. Γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ζῷα, γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ, ὅτι τὰ ζῷα εἶνε πολύτιμοι ὑ­πηρέτες μας ἄξιοι προστασίας. Ἔζησε κάτω ἀπὸ δύσκολες συνθῆκες, γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ τὴν σκληραγωγία. Διώχθηκε κ᾽ εἶνε ὁ πρῶτος πρόσφυγας καὶ φίλος τῶν προσφύγων. Ἐργάστηκε καὶ ἁγίασε τὴν ἐργασία. Μὲ τὸ παράδει­γ­μά του δίδαξε ἐκεῖνο ποὺ θὰ γράψῃ κατόπιν ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Εἴ τις οὐ θέλει ἐρ­γάζε­σθαι, μηδὲ ἐσθιέτω», ἂν κάποιος δὲν θέλῃ νὰ ἐργάζεται, αὐτὸς καὶ νὰ μὴν τρώῃ (Β΄ Θεσ. 3,10).
Ἔζησε ἀφανής. Ποιός τὸν ἤξερε, ποιός τὸν ὑπολόγιζε; Στὴν ἐποχή του, μέχρις ὅτου βγῇ στὸν δημόσιο βίο, μιλοῦσαν γιὰ τὸν Ἡρῴδη, ποὺ ντυνόταν μὲ βασιλικὴ πορφύρα καὶ ἐκινεῖτο μὲ πολυτελεῖς ἅμαξες. Μιλοῦσαν γιὰ τὸν Πόντιο Πιλᾶτο, ποὺ φοροῦσε σιδερένια πανοπλία καὶ σὰν ἐκπρόσωπος τῆς ῾Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας προκαλοῦσε φόβο καὶ τρόμο. Μιλοῦσαν γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. 
Κανείς δὲν μιλοῦσε γιὰ τὸν ἐρ­γά­τη τῆς Ναζαρέτ. 
Καὶ ὅ­μως ἐκεῖνοι λησμονήθηκαν, αὐτὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Γιατὶ αὐ­τὸς δὲν ἔχει ἁπλῶς τὴν ἀνθρώπινη φύσι, ἔχει καὶ τὴν θεία φύσι· στὸ πρόσωπό του κατὰ ἄρ­ρητο τρόπο ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις. Ὅπως ἡ φωτιὰ ἑνώνεται μὲ τὸν σίδηρο, καὶ ὁ σίδηρος δὲν εἶνε πλέον σίδηρος ἀλλὰ μιὰ πυρίνη μᾶζα, κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὅπως διδάσκουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἑνώθηκε μὲ τὸ πῦρ τῆς θε­ότητος, καὶ ἔτσι ὡς θεανδρικὸ πρόσωπο εἰσέβαλε στὴν σκηνὴ τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ δώσῃ τὴν λύσι στὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος. Ὤ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χρι­στοῦ! Ποιός φανταζόταν, ὅτι ὁ ἐργάτης ἐ­κεῖ­νος εἶνε ὁ Θεός; Ὤ μυστήριο ἀνέκφραστο!
Στὸ τριακοστὸ ὅμως ἔτος ἔγινε ἐμφανής. Ἦλθε στὸν Ἰορδάνη. Ἦλθε νὰ βαπτισθῇ. Γιατί νὰ βαπτισθῇ; Ὄχι γιατὶ ἦταν ἁμαρτωλός. Ἐ­κεῖνος εἶνε καθαρώτερος καὶ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου. Βαπτίσθηκε, γιὰ νὰ γίνῃ «Τριάδος ἡ φα­νέ­ρωσις» (η΄ ᾠδ. πεζ. καν.), ἡ ἀποκάλυψις τοῦ μεγάλου μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ σημερινὴ ἑορτὴ λέγεται Θεοφάνεια. Ἐμφανίσθηκε ὁ Θεὸς ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν· ὁ Πα­τὴρ βεβαιῶν ἐξ οὐρανοῦ διὰ τῆς φωνῆς, ὁ Υἱὸς βαπτιζόμενος καὶ δεχόμενος τὴν μαρτυρία τοῦ Πατρός, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατερχόμενον ἐπ᾽ αὐτὸν «ἐν εἴδει (=μὲ τὴ μορφή) περιστερᾶς» (ἀπολυτίκ.). Δὲν εἶνε περι­στέρι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, εἶνε ἄυλο· τὸ περιστέρι εἶνε σύμβολο ἁπλῶς τῆς καθαρότητος καὶ ἁγνότη­τος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ἑορτάζουμε.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν βαπτίσθηκε γιὰ νὰ γίνῃ ἡ φανέρωσις τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς Θεότητος. Βαπτίσθηκε, γιὰ νὰ δοθῇ σ᾽ αὐτὸν ἡ ἄ­νωθεν πιστοποίησις τῆς ἀποστολῆς του στὸν κό­σμο. Βαπτίσθηκε, γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ ἐμπράκτως ὅτι χωρὶς τὸ βάπτισμα δὲν σῴζεται ὁ ἄν­θρωπος. Βαπτίσθηκε ἀκόμα, ὅπως λέει ὁ ἱε­ρὸς Χρυσόστομος, καὶ γιὰ νὰ ἁγιάσῃ τὰ ὕ­δατα, ποὺ μολύνονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μὲ ἐγ­κλήματα.
 Κακοῦργοι στὴν Πρέσπα, ὅπως βεβαιώνουν μάρτυρες, ἔπνιξαν Ἕλληνες, ἄλλα θύματα ὁ Ἀλῆ πασᾶς στὴ λίμνη τῶν Ἰωαννίνων, ἄλλους Ἕλληνες Χριστιανοὺς σουλτᾶ­νοι στὸ Βόσπορο καὶ τὰ Δαρνανέλλια!
 Γι᾽ αὐ­τὸ τελεῖται ὁ μέγας ἁγιασμὸς σήμερα.

Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε; Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός! τὸ φωνάζουν τὰ ἄστρα καὶ οἱ γαλαξίες, οἱ λίμνες καὶ οἱ ποταμοί, οἱ μάγοι καὶ οἱ ποιμένες, οἱ οὐράνιοι ἄγγελοι καὶ ὁ ἐπίγειος ἄγ­γελος ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑ­κατομμύρια ὅλων τῶν ἁγίων.
 Ἂς τὸ ὁμολογοῦ­με κ᾽ ἐμεῖς. Γιατὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, τότε καὶ «οἱ λίθοι κεκράξονται» (πρβλ. Λουκ. 19,40), ὅτι «Εἷς ἅγι­ος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Δόξα τῷ Θεῷ, δόξα τῇ ἁγίᾳ Τριάδι, δόξα τῷ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτισθέντι Χριστῷ εἰς αἰῶνας αἰώνων! ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου