Η Μέση Ανατολή καζάνι που βράζει και η απειλή κλιμάκωσης της έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ και Ιράν ορατή, ειδικά μετά την επιβολή αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης.
Και όμως, αυτή τη φορά το γεωπολιτικό ρίσκο δεν έχει προκαλέσει «σοκ και δέος» στις διεθνείς αγορές.
Το αντίθετο μάλιστα.
Τα διεθνή χρηματιστήρια και ειδικά η Wall Street καλπάζουν από ρεκόρ σε ρεκόρ.
Οι επενδυτές προσέτρεξαν αρχικά σε
ασφαλή καταφύγια όπως ο χρυσός και τα κρατικά ομόλογα, γρήγορα όμως επέστρεψαν στις αγορές μετοχών.
Ακόμη και το πετρέλαιο, που όλοι πίστευαν ότι οι τιμές θα πάρουν φωτιά, ανέβηκε αρχικά για να χάσει στη συνέχεια τα κέρδη του. Μάλιστα, η προηγούμενη εβδομάδα ήταν η χειρότερη από τον Ιούλιο για τον άλλοτε «μαύρο χρυσό», με το μπρεντ κάτω από τα 65 και το αμερικανικό αργό κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι.
Αυτή τη φορά οι επενδυτές δεν τρόμαξαν. Και οι αγορές, περισσότερο από ποτέ, φαίνεται να υποτιμούν τον γεωπολιτικό κίνδυνο.
Προτιμούν να επαναπαύονται στην υποστηρικτική νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και στις συνθήκες σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, γνωρίζοντας ότι οι κεντρικές τράπεζες παραμένουν άγρυπνοι φρουροί του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αλλά και στις αγορές πετρελαίου τα δεδομένα είναι διαφορετικά από ό,τι μία δεκαετία πριν. Τα σχιστολιθικά κοιτάσματα των ΗΠΑ και η Κίνα –ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο- έχουν αλλάξει τις παραμέτρους στην εξίσωση προσφοράς και ζήτησης.
Η αποτίμηση του πολιτικού ρίσκου είναι πολύ χαμηλή στις αγορές, παρατηρεί ο Βίλφριντ Φερστρέτε, πρόεδρος της Euler Hermes Group σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg. Σύμφωνα με τον κ. Φερστρέτε, υπάρχει εμφανώς άμεσος συσχετισμός μεταξύ πολύ χαμηλών επιτοκίων και αγορών, ένας συσχετισμός που πιέζει προς τα κάτω την αποτίμηση του ρίσκου. Αναφερόμενος στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος της Euler Hermes σημειώνει ότι «τέτοιου είδους παράγοντες ρίσκου έρχονται απροσδόκητα και έχουν πολύ υψηλότερο ή πολύ χαμηλότερο του αναμενομένου αντίκτυπο.
Και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να προβούμε σε ακριβείς προβλέψεις. Εν γένει όμως θα έλεγα ότι οι αγορές έχουν υποτιμήσει το πολιτικό ρίσκο».
Ειδικότερα για την αγορά πετρελαίου, ο κ. Φερστρέτε παρατηρεί ότι τα δεδομένα είναι κάπως διαφορετικά και αυτό διότι το πολιτικό ρίσκο υπάρχει εδώ και δεκαετίες στη συγκεκριμένη αγορά και γι’ αυτό ξέρει να το αποτιμήσει. «Το ζήτημα είναι ότι επικρατούν συνθήκες υπερπροσφοράς, κατά συνέπεια η εξέλιξη των τιμών εξαρτάται και από τους όρους προσφοράς και ζήτησης», εξηγεί.
Για τον Τόμι Γκιμπ, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής στη Fidelity International, πέραν της πρώτης αντίδρασης πανικού μετά τον θάνατο του Κασέμ Σουλεϊμανί, σε γενικές γραμμές οι αγορές υποτιμούν το ρίσκο, και αυτό οφείλεται στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών. «Με τα επιτόκια σε τόσο χαμηλά επίπεδα, είδαμε πέρυσι την αποσύνδεση μεταξύ της πολιτικής αβεβαιότητας και της μεταβλητότητας και αυτό οφείλεται κυρίως στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών», δηλώνει ο κ. Γκιμπς στην τηλεόραση του Bloomberg.
Νέα δεδομένα και για τις αγορές πετρελαίου
Η παραγωγή από τα σχιστολιθικά κοιτάσματα των ΗΠΑ έχει αλλάξει τα δεδομένα στην εξίσωση προσφοράς και ζήτησης. Σε αυτή την εξίσωση θα πρέπει να προστεθεί και η Κίνα, που αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα πετρελαϊκών προϊόντων στον κόσμο.
Η «συμπεριφορά» των τιμών του αργού μετά το θάνατο του Σουλεϊμανί, του πιο σημαντικού στρατηγού του Ιράν, θα ήταν αδιανόητη πριν από μία δεκαετία. Στην αρχή οι τιμές έκαναν άλμα 5% για να υποχωρήσουν στη συνέχεια.
Η αύξηση των αμερικανικών εξαγωγών αργού και η δημιουργία πετρελαϊκών αποθεμάτων στην Ασία αποτελούν τη «συνταγή» που επιτρέπει στην αγορά να αντιδρά με ψυχραιμία μπροστά σε εφιαλτικά σενάρια όπως ένα σενάριο ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή.
«Όταν οι τιμές κάνουν άλμα εξαιτίας γεωπολιτικών γεγονότων, οι παραγωγοί στρέφονται σε συμβόλαια αντιστάθμισης κινδύνου… όσο πιο υψηλή η τιμή τόσο περισσότερο αντισταθμίζουν τον κίνδυνο, μια στρατηγική που καθιστά βραχυπρόθεσμη την άνοδο», εξηγεί ο Εντ Μορς, επικεφαλής έρευνας για τις αγορές εμπορευμάτων στη Citigroup.
Από την άλλη πλευρά, η επανάσταση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων έχει αλλάξει άρδην την ψυχολογία της αγοράς.
Την ίδια ημέρα που οι πύραυλοι των ΗΠΑ σκότωναν τον πιο σημαντικό στρατιωτικό ηγέτη του Ιράν κοντά στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης, η Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ ανακοίνωνε στοιχεία για ρεκόρ εξαγωγών στα 1,73 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Πρόκειται για μια ιστορική αλλαγή για μία χώρα που πριν από μία δεκαετία συγκαταλεγόταν μεταξύ των μεγαλύτερων εισαγωγέων πετρελαίου. Η προσφορά από τις ΗΠΑ έχει αλλάξει τον τρόπο που η αγορά αντιδρά απέναντι σε μια κρίση.
Στο ερώτημα για το ποιοι παράγοντες αναμένεται να επηρεάσουν περισσότερο τις διεθνείς πετρελαϊκές αργού, η Κίνα εμφανίζεται στο προσκήνιο.
Η ένταση στη Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να βρίσκεται στο επίκεντρο, προβληματίζοντας τους παραγωγούς αργού, traders και αγοραστές, παρότι ο πραγματικός αντίκτυπος στις τιμές του πετρελαίου είναι μέχρι στιγμής περιορισμένος.
Ο ρόλος όμως της Κίνας –που αποτελεί τον μεγαλύτερο εισαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο- είναι εξίσου σημαντικός. Πέρυσι υπήρξε μεγάλη αύξηση τόσο στις κινεζικές εισαγωγές αργού όσο και στις εξαγωγές προϊόντων διύλισης.
Oι κινεζικές εισαγωγές αργού πετρελαίου εκτιμάται ότι αυξήθηκαν περίπου 10% το 2019 σε σύγκριση με τα επίπεδα της προηγούμενης χρονιάς. Με βάση τα στοιχεία της Refininitiv, οι εισαγωγές της Κίνας υπολογίζονται στα 10,1 εκατ. βαρέλια ημερησίως για το 2019, ποσότητα αυξημένη περίπου κατά 906.000 βαρέλια σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2018.
Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα είναι μακράν η πιο σημαντική κινητήριος δύναμη για την παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση, δεδομένων και των προσδοκιών της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας ότι η παγκόσμια ζήτηση αυξήθηκε κατά 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως το 2019.
Η όρεξη της Κίνας για αργό οφείλεται στα δύο νέα, μεγάλα διυλιστήρια με συνολική δυναμικότητα περίπου 800.000 βαρέλια ημερησίως, αλλά και στις προσπάθειες του Πεκίνου για τη δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων.
naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου