Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10)-Ο Χριστος στο σπιτι μας

«Σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι» (Λουκ. 19,5)

Δὲν τὸ φανταζόταν κανείς, ἀγαπητοί μου, – ποιό; ἐκεῖνο ποὺ εἶνε ἡ σπουδαιότερη εἴ­­δησι στὸν κόσμο καὶ ποὺ δὲν θὰ ξαναγίνῃ ποτέ· ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅμοιος μ᾽ ἐμᾶς πλὴν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο. 
Ἔτσι καὶ ὁ Ζακχαῖος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, δὲν πε­ρίμενε ποτέ, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ
τὸν ἀξίωνε τῆς τιμῆς νὰ τὸν φιλοξενήσῃ στὸ σπίτι του.
Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἕνας πολὺ ἁμαρτωλός, ἄνθρωπος ποὺ τὸν βάραιναν κλοπὲς καὶ ἁρ­πα­­γές, «σεσημασμένος λωποδύτης». Ἦταν ἕ­να δημόσιο σκάνδαλο. Ἡ ἁ­μαρ­τία του, φιλαργυ­ρία καὶ πλεονεξία, ἦταν φα­νερή, βοῶσα καὶ κράζουσα. Ἦταν αὐτὸς μιὰ βδέλλα τῆς κοινωνί­ας, ἕνα κοινωνικὸ κάθαρμα.
 Ὁ κόσμος τὸν ἀ­πο­στρεφόταν· τὸν ἔβλεπε σὰν ἕναν αἱ­μοβόρο λύκο, ποὺ πέφτει στὸ μαντρὶ καὶ ῥημάζει τὸ κοπάδι. Τί σχέσι εἶχε ὁ Ζακχαῖ­ος μὲ τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο; Καμμιά.
Καὶ ὅμως τί μυστήριο! Ὁ Χριστὸς πῆγε στὴν Ἰεριχώ, πόλι ἱερατικὴ μὲ χιλιάδες ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, μὲ ὡ­ραῖα σπίτια καὶ μέγαρα· κι ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ σπίτια δὲν διάλεξε κανένα ἄλλο παρὰ τὸ σπίτι αὐτοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε «Ζακχαῖε, σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου», ταράχτηκαν ὅ­λοι. Ὅπως ταράζεται τὸ πέλαγος ὅταν φυσήξουν ἄνεμοι, ἔτσι ἀναστατώθηκε ὅλος ἐκεῖνος ὁ λαὸς ποὺ μὲ θαυμασμὸ περικύκλωνε τὸ Ναζωραῖο. Ὥστε λοιπόν, μουρμούριζαν, δὲν ὑπάρχουν ἄλλα σπίτια, τιμί­ων καὶ εὐσεβῶν ἀνθρώπων, σπίτια ἱερέων καὶ ἀρχιερέων, γιὰ νὰ μείνῃ ὁ Διδάσκαλος, κ᾽ ἔ­πρεπε νὰ μείνῃ στὸ σπίτι αὐ­τοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ; 
 Σκάνδαλο! σκανδαλίστη­καν ὅλοι καὶ ἐπέκριναν τὸν Ἰησοῦ.
Ἄχ, ἀδελφοί μου, πόσες φορὲς ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων εἶνε ἐσφαλμένη! Σφάλλει ὁ κόσμος στὶς κρίσεις του. Ὑπάρχουν πέτρες ποὺ γυαλί­ζουν στὸν ἥλιο, ἀπὸ μακριὰ φαίνονται διαμάντια καὶ μπορεῖ μ᾽ αὐτὲς νὰ ξεγελαστῇ ἕνα παιδὶ ἢ ἕνας ἄπειρος, ἀλλὰ ὁ εἰδικὸς ποὺ τὶς παίρνει στὰ χέρια του θὰ σοῦ πῇ, ὅτι εἶνε κοι­νὰ γυαλιά, δὲν ἔχουν καμμιά ἀξία. Ὅπως ὑ­­πάρχουν καὶ κάρβουνα μέσα στὰ σπλάχνα τῆς γῆς, ποὺ δὲν τοὺς δίνει κανεὶς προσοχή, ἀλ­λὰ μέσα στὰ κάρβουνα ἐκεῖνα ὑπάρχει πολύτιμο διαμάντι. Καὶ ὅπως κάτω ἀπὸ χώματα καὶ κοπριὲς κρύβεται πολλὲς φορὲς κάτι πολύτιμο, ἔτσι κάτω ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν κοπριὰ –γιατὶ μιὰ κοινωνικὴ κοπριὰ ἦταν ὁ Ζακχαῖος– τὸ βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ποὺ διαπερνᾷ τὰ πάντα γιατὶ ὡς Θεὸς ἐρευνᾷ καὶ «ἐ­τάζει καρ­δίας καὶ νεφροὺς» (Ψαλμ. 7,10. Ἰερ. 17,10. Ἀπ. 2,23), διέκρινε, ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν βρωμιὰ αὐτὴ τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς ἁρπαγῆς κρύβεται ἕνα διαμάντι. Καὶ τώρα ἁπλώνει τὸ χέρι του ὁ Χριστὸς νὰ πάρῃ τὸ διαμάντι αὐτό, νὰ τὸ καθαρίσῃ καὶ νὰ τὸ κάνῃ ν᾽ ἀστράψῃ περισσότερο ἀπὸ τὰ ψεύτικα γυαλιὰ τῶν ἱερέων καὶ ἀρχιερέων, ποὺ πλημμύριζαν τὴν πόλι τῆς Ἰεριχοῦς.
Ἦταν διαμάντι ὁ Ζακχαῖος. Καὶ ὑπάρχουν στὴν κοινωνία αὐτή, ἀδελφοί μου, περισσότε­­ρο ἀπὸ μᾶς ποὺ κηρύττουμε καὶ περισσότερο ἀπὸ λαϊκοὺς ποὺ ἐκκλησιάζονται, ὑπάρχουν διαμάντια. Ναί, μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κουρέλι, σ᾽ αὐ­τὴ τὴν πόρνη ποὺ ἐσὺ δὲν καταδέχεσαι νὰ τὴν κοιτάξῃς, μέσα στὴν κοπριὰ αὐτή, ὑπάρχει ἕ­να διαμάντι, ποὺ περιμένει τὸν κατάλληλο ἄν­θρωπο νὰ τὸ ἀνασύρῃ καὶ νὰ τὸ πλύνῃ γιὰ ν᾽ ἀστράψῃ. Καὶ κάτω ἀπὸ ἐκεῖνον πού ᾽νε στὶς φυλακὲς γιατὶ διέπραξε ἔγκλημα, καὶ τὸν ἐγκα­τέλειψαν οἱ πάντες, καὶ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του, καὶ δὲν θέλουν ν᾽ ἀκοῦνε τὸ ὄνομά του, μέσα σ᾽ ἐκεῖνο τὸν φυλακισμένο, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, ὑπάρχουν διαμάντια, ποὺ περιμέ­νουν τὸ χέρι τὸ στοργικὸ νὰ τ᾽ ἀνασύρῃ, γιὰ νὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο. Ἔχει μυστήρια ἡ ἀν­θρώ­πινη καρδιά. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ φαν­τάζουν σὰν ἅγιοι, καὶ πίσω ἀπ᾽ τὴν «ἁγιωσύνη» τους κρύβεται ἐγκληματικότης· καὶ ὑπάρχουν ἐγκληματίες, ποὺ μέσα στὶς καρδιές τους κρύ­βεται ἕνας ἅγιος ἐκκολαπτόμενος.
Ὁ Χριστός μας λοιπὸν διέκρινε, ὅτι ὁ Ζακχαῖος ἦταν διαμάντι· διαμάντι ἡ βαθειὰ συν­αίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἡ ἀπόφασί του ν᾽ ἀλλάξῃ. Ἅμα ἔχῃς καλὴ διάθεσι!… Ἅμα δὲν ἔχῃς διάθεσι, ὅσο κι ἂν συχνάζῃς στὶς ἐκκλησί­ες… Ὦ ἀδελφοί μου, τί νιώθουμε ἐμεῖς; Μπαί­νουμε στὴν ἐκκλησιὰ καί, ἐνῷ σείεται ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ τ᾽ ἄστρα, μένουμε ἀναίσθητοι. Ἂν μπαί­­ναμε μὲ πίστι, θὰ τρέμαμε. Μπορεῖ ἐσὺ νὰ ἔρ­χεσαι χίλιες φορὲς στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ μέ­νῃς ἀσυγκίνητος, καὶ μπορεῖ νὰ μπῇ μιὰ πόρνη κλαίγοντας, νὰ συγκλονισθῇ ὁλόκληρη καὶ νὰ μετανοήσῃ. Ἔ, αὐτὴ ἡ πόρνη εἶνε ἀνώτερη ἀπ᾽ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ μένουμε ἀσυναίσθητοι, μὲ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια πὼς εἴμαστε τάχατες ἀφρόκρεμα τῆς κοινωνίας.
Ἔφτασε, λοιπόν, μιὰ ματιὰ καὶ ἕνας λόγος τοῦ Χριστοῦ νὰ συγκλονίσῃ τὸ Ζακχαῖο. Ὅ­πως ὁ μαγνήτης τραβάει τὰ ῥινίσματα τοῦ σιδήρου, ἔτσι ὁ Χριστός, ὁ ὑπέρθειος μαγνήτης, τράβηξε τὴν ψυχή του καὶ ὁ Ζακχαῖος πῆρε τὴ μεγά­λη ἀπόφασι νὰ μετανοήσῃ. 
Καὶ ἐνῷ ὅλοι τὸν θεωροῦσαν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν ἀπέφευγαν, τώ­ρα αὐτὸς ἀξιώνεται τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ φιλο­ξενήσῃ Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. «Θὰ μείνω στὸ σπίτι σου σή­μερα», τοῦ λέει. Μπορεῖτε νὰ φαν­ταστῆτε τὴ σκηνή; Νάτος ὁ Χριστός· παραβλέπει ὅλα, κτήρια, ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, γραμμα­τεῖς, φαρισαίους, ὅλη τὴν ψευδεπίπλαστη ἁ­γιότητα, καὶ πάει νὰ συλλάβῃ τὸ διαμάντι.
Ὅταν ἔφτασαν στὸ σπίτι, ὁ Ζακχαῖος στά­θηκε στὸ κατώφλι καὶ λέει· Κύριε, δὲν εἶμαι ἄ­ξιος νὰ μπῇς μέσα· τὸ σπίτι αὐτὸ εἶνε χτισμένο μὲ ἀ­δικία καὶ ἁρπαγή. Ἂν στύψῃς κάθε πέτρα του, θὰ στάξῃ αἷμα. Παίρνω λοιπὸν σήμερα ἀ­πόφασι· τὴ μισὴ περιουσία μου τὴ μοιράζω στοὺς φτωχούς, καὶ ὅσους ἀδίκησα θὰ τοὺς ἀποδώσω τετραπλάσια. Νά τὸ διαμάντι. Πολλοὶ λένε «Μετανοοῦμε». Ποιός παίρνει μιὰ τέτοια ἀ­πόφασι, ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ ἔργα;
Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε τέτοια μετάνοια, ὕψωσε τὰ χέρια του, ποὺ θὰ καρφώνον­­ταν στὸ σταυρό, εὐλόγησε ὅλο τὸ σπίτι, σὲ βορρᾶ καὶ νότο, δύσι καὶ ἀνατολή, τὸ σπίτι τὸ στοιχειωμένο ποὺ κατοικοῦσαν δαίμονες, ἔ­διωξε ὅλα τὰ δαιμόνια ἀπὸ ᾽κεῖ μέσα, καὶ λέει· «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. 19,9)· σωτηρία σ᾽ ἐσένα, στὴ γυναῖκα καὶ στὰ παιδιά σου. Εὐλογημένος νά ᾽σαι, Ζακχαῖε!

* * *

Σταματῶ ἐδῶ, ἀγαπητοί μου. Ἐπιθυμῶ, ταπεινὸς καὶ ἐλάχιστος ἐγὼ λειτουργὸς τοῦ Κυ­ρίου, νὰ διαβιβάσω καὶ σ᾽ ἐσᾶς τὴν πρόσ­κλησι ἐκείνη Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. Ἡ πρόσ­κλησις λέει· «Σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σας». Ἀπευθύ­νεται σὲ ὅλους, ἰ­διαιτέρως στοὺς οἰκογενειάρ­χες ὅπως ὁ Ζακχαῖος. Ὅπως ἐκεῖνος δέχτηκε τὸ Χριστὸ καὶ τὸ σπίτι του ἀπὸ κόλασι ἔγινε παράδεισος, ἔτσι σήμερα προσκαλεῖ κ᾽ ἐσᾶς.
Σκεφθῆτε τί τιμή! Τί θὰ κάνατε, ἀγαπητοί μου, ἂν σᾶς ἐρχόταν ἀπὸ τὸ αὐλαρχεῖο μήνυ­μα, ὅτι σήμερα θὰ ἔρθῃ στὸ σπίτι σας ὁ ἀνώτατος ἄρχων; Θὰ κάνατε ν᾽ ἀστράφτουν τὰ πάντα. Ἀλλὰ τί εἶνε κι αὐτός; Ἄνθρωπος εἶνε. Τί πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε ἡμεῖς, ὅταν ἀκοῦ­με στὴν θεία λειτουργία «…Ὡς τὸν βασι­λέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι»(θ. Λειτ., χερουβ. ὕμν.); Αὐτὴ εἶνε ἡ γενικὴ πρόσκλησίς του σὲ ὅλους.
Κάνει ὅμως καὶ ἰδιαίτερη πρόσκλησι στὸν καθένα καὶ λέει· Σήμερα θὰ ἔλθω στὸ σπίτι σας. Κ᾽ ἐγὼ ἐρωτῶ· εἶστε προετοιμασμέ­νοι νὰ τὸν δεχθῆτε; Δὲν θέλει ὁ Χριστὸς πολυτέλειες· ζητάει νὰ βρῇ μετάνοια. Καὶ ἂν ὁ Χριστὸς ἔρθῃ, ἐρωτῶ· θὰ μποροῦσε ἆραγε νὰ μείνῃ στὸ σπίτι μας; Ὦ ἀδελφοί μου, ἂς ποῦ­με ὠμὴ τὴν ἀλήθεια. 

Ἂν ἔρθῃ ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι μας, τί θὰ βρῇ; Πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δίδαξε. Τὸ πρωὶ μόλις ξυπνήσουν δὲν κάνουν προσευχή. Τὸ μεσημέρι δὲν κάνουν τὸ σταυρό τους στὸ τραπέζι. Τὸ βράδυ τὸ ἀντρόγυνο πέφτει γιὰ ὕπνο ὅπως τὰ ζῷα. Τὴν Κυριακή, ἐνῷ χτυπᾶνε καμπάνες, στὸ σπίτι κοιμοῦνται ἀναί­σθητοι ἢ σηκώνονται νωρὶς ὄχι γιὰ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ γιὰ ἐκδρομές. Τὰ παιδιὰ κρατοῦν στὰ χέρια τους ὄχι τὸ Εὐαγγέλιο ἀλλὰ ἄθλια ἔντυπα. Ὅλοι παρακολουθοῦν διαφόρους στα­θμοὺς ποὺ μολύνουν αὐτιὰ καὶ μάτια, ψυχὲς καὶ κορμιά. Τί ἄλλο θά ᾽βλεπε;… Σέβομαι, ἀ­πο­σιωπῶ, δὲν θέλω νὰ μιλήσω πιὸ τολμηρά.
Στὸ σπίτι τὸ ἑλληνικό, ποὺ ἄλλοτε μύριζε θυμάρι καὶ λιβάνι σὰν νά ᾽ταν ἐκκλησιά, ὁ Χριστὸς σήμερα βλέπει κι ἀκούει πράγματα ποὺ οἱ ἄγγελοι καλύπτουν τὰ πρόσωπα ἀπὸ ντρο­πὴ καὶ κλείνουν τ᾽ αὐτιὰ ἀπὸ φρίκη γιὰ τὸ λεξιλόγιο καὶ τὶς βλαστήμιες. Πῶς νὰ μείνῃ στὰ σπίτια αὐτά; Βάζω στοίχημα ἂν μέσα σὲ χίλιες οἰκογένειες ὑπάρχῃ μία ποὺ νὰ τὸν πιστεύῃ, νὰ τὸν ἀ­γαπᾷ καὶ νὰ τὸν λατρεύῃ. 
Γι᾽ αὐτὸ φεύγει ὁ Χριστός, ἡ χάρις καὶ ἡ δύναμί του.
Δὲν μᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστός· ἐμεῖς ἔχου­με τὴν ἀνάγκη του. Σπίτι ποὺ πάει κόντρα μὲ τὸ Χριστό, θὰ γίνῃ στάχτη· σπίτι ποὺ ἔχει τὸ Χριστὸ μαζί του, εἶνε εὐλογημένο ἀπὸ τὸ Θεό, τοῦ ὁ­ποίου ἡ δόξα καὶ ἡ εὐλογία ἂς εἶνε μαζί σας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἐλευθερίου Γκύζη – Ἀθηνῶν τὴν 29-1-1967 τὸ πρωί.

 augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου