Πιστευετε – μετανοειτε
«Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10)
Ὅλα, ἀγαπητοί μου, ὅσα βλέπουμε
γύρω μας κηρύττουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ
τὰ ἔργα σου…» (Μ. Ἁγ. Θεοφ.). Τὰ συνηθίσαμε ὅμως καὶ μόνο ὅταν τὰ
στερούμεθα τὰ ἐκτιμοῦμε.
Παράδειγμα ὁ ἥλιος. Στὴν Ἀφρικὴ οἱ ἄγριοι τὸν
προσκυνοῦν ὡς θεό· σ᾽ ἐμᾶς δὲν κάνει τόση ἐντύπωσι. Θά ᾽πρεπε κάθε
πρωὶ μὲ τὴν
ἀνατολὴ νὰ λέμε στὸ Θεό· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».
Γιατὶ χωρὶς ἥλιο δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ κόσμος. Ἀπείρως ὅμως περισσότερο
πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ κάτι ἄλλο, πολὺ μεγαλύτερο.
Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Πῶς νὰ σᾶς τὸ παρουσιάσω; Θὰ κάνω μιὰ ὑπόθεσι.
Ὑποθέστε ὅτι ἕνα ἐξωγήϊνο λογικὸ ὂν ἔρχεται στὴ γῆ ἀπὸ ἄλλους
πλανῆτες.
Φθάνει καὶ προσγειώνεται νύχτα.
Δὲ βλέπει φῶς, καὶ
ἀπελπίζεται.
―Πώ πω σκοτάδι! λέει. Κάποιος πλησιάζει καὶ τοῦ λέει·
―Περίμενε· ὕστερα ἀπὸ λίγες ὧρες θὰ παρουσιαστῇ στὸν οὐρανὸ ἕνα φωτεινὸ
σῶμα ποὺ λέγεται ἥλιος· αὐτὸ θὰ φωτίσῃ τὴ γῆ.
Καὶ πράγματι περνάει ἡ
νύχτα καὶ νά, προβάλλει ὁ ἥλιος καὶ φωτίζει.
Τί θέλω νὰ πῶ μ᾽ αὐτό; Πρὶν 2.000, 3.000, 4.000, 5.000 χρόνια,
ὑπῆρχε ὁ φυσικὸς ἥλιος, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε φῶς πνευματικό· ἐπικρατοῦσε
πνευματικὸ σκοτάδι.
Δηλαδή;
Δηλαδή;
Τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τόσο
σκοτισμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνῃ τὸν ἀληθινὸ
Θεό.
Οἱ ἄνθρωποι λάτρευαν ὄχι τὸν Κτίστη ἀλλὰ τὰ κτίσματα· τὴ θάλασσα, τοὺς ποταμούς, τὰ βουνά, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα. Μέσα στὸ φοβερὸ αὐτὸ σκοτάδι, οἱ ἄντρες σκότωναν τὶς γυναῖκες τους χωρὶς νὰ δίνουν λογαριασμό, οἱ γυναῖκες ἔπνιγαν τὰ παιδιά τους, οἱ νέοι πετοῦσαν τοὺς γέρους τὴ νύχτα στὰ βουνὰ νὰ τοὺς φᾶνε οἱ λύκοι.
Φοβερὰ ἀγριότης, σκοτάδι πνευματικὸ ἐπὶ χιλιάδες χρόνια.
Μέσα στὴν ἀπελπισία αὐτή, παρουσιάστηκαν μερικοὶ ἔξοχοι ἄνθρωποι, οἱ προφῆται, καὶ εἶπαν· Μὴ στενοχωρεῖσθε· θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα ποὺ θ᾽ ἀνατείλῃ ἥλιος, ὁ Μεσσίας.
Δύο μάλιστα προφητῶν τὰ λόγια ἀναφέρονται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· εἶνε ὁ Μαλαχίας (3,1· Μᾶρκ. 1,2) καὶ ὁ Ἠσαΐας (40,3· Μᾶρκ. 1,3).
Αὐτοὶ εἶπαν· Ἀπὸ κάποιο σημάδι θὰ καταλάβετε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι.
Ποιό ἦταν τὸ σημάδι; Ὅπως τὸ πρωὶ πρὶν βγῇ ὁ ἥλιος προηγεῖται ἕνα ὡραῖο ἀστέρι, ὁ Αὐγερινός, σὰ νὰ φωνάζῃ «Ἔρχεται ὁ ἥλιος!», ἔτσι πρὶν ἔρθῃ ὁ Χριστός, ὁ πνευματικὸς ἥλιος τῆς ἀνθρωπότητος, παρουσιάστηκε σὰν Αὐγερινὸς – ποιός;
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Οἱ ἄνθρωποι λάτρευαν ὄχι τὸν Κτίστη ἀλλὰ τὰ κτίσματα· τὴ θάλασσα, τοὺς ποταμούς, τὰ βουνά, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα. Μέσα στὸ φοβερὸ αὐτὸ σκοτάδι, οἱ ἄντρες σκότωναν τὶς γυναῖκες τους χωρὶς νὰ δίνουν λογαριασμό, οἱ γυναῖκες ἔπνιγαν τὰ παιδιά τους, οἱ νέοι πετοῦσαν τοὺς γέρους τὴ νύχτα στὰ βουνὰ νὰ τοὺς φᾶνε οἱ λύκοι.
Φοβερὰ ἀγριότης, σκοτάδι πνευματικὸ ἐπὶ χιλιάδες χρόνια.
Μέσα στὴν ἀπελπισία αὐτή, παρουσιάστηκαν μερικοὶ ἔξοχοι ἄνθρωποι, οἱ προφῆται, καὶ εἶπαν· Μὴ στενοχωρεῖσθε· θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα ποὺ θ᾽ ἀνατείλῃ ἥλιος, ὁ Μεσσίας.
Δύο μάλιστα προφητῶν τὰ λόγια ἀναφέρονται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· εἶνε ὁ Μαλαχίας (3,1· Μᾶρκ. 1,2) καὶ ὁ Ἠσαΐας (40,3· Μᾶρκ. 1,3).
Αὐτοὶ εἶπαν· Ἀπὸ κάποιο σημάδι θὰ καταλάβετε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο νὰ διαλύσῃ τὸ σκοτάδι.
Ποιό ἦταν τὸ σημάδι; Ὅπως τὸ πρωὶ πρὶν βγῇ ὁ ἥλιος προηγεῖται ἕνα ὡραῖο ἀστέρι, ὁ Αὐγερινός, σὰ νὰ φωνάζῃ «Ἔρχεται ὁ ἥλιος!», ἔτσι πρὶν ἔρθῃ ὁ Χριστός, ὁ πνευματικὸς ἥλιος τῆς ἀνθρωπότητος, παρουσιάστηκε σὰν Αὐγερινὸς – ποιός;
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
* * *
Τί ἦταν ὁ Ἰωάννης; Ὅλοι οἱ
παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες νὰ μαζευτοῦμε, δὲν κάνουμε οὔτε τὸ νυχάκι
του. Ἦταν ἀσκητής· ἄνθρωπος οὐράνιος, μὲ σάρκα μὲν καὶ ὀστᾶ ὅπως ἐμεῖς,
ἀλλὰ σὰν ἄγγελος ἐπίγειος. Ἀπὸ παιδὶ ἀφιερώθηκε στὸ Θεό. Μικρὸς πέρασε
τὸν Ἰορδάνη καὶ πῆγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε χρόνια.
Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία. Ποτό του ἦταν τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ, ποὺ ἔπαιρνε μὲ τὶς φοῦχτες. Τροφή του εἶχε ἀκρίδες, τὰ ἄκρα τῶν χορταριῶν, καὶ μέλι ἄγριο. Τὸ ροῦχο του ἦταν σκληρό, φτειαγμένο ἀπὸ τρίχες καμήλου, μὲ μιὰ ζώνη ἀπὸ δέρμα στὴ μέση. Γιὰ κρεβάτι δὲν εἶχε μαλακὸ σουμιέ, ἀλλὰ τὴν ἄμμο. Στέγη – ὀροφή του εἶχε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐμεῖς μιὰ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ δὲ μποροῦμε νὰ νηστέψουμε, κι αὐτὸς νήστευε ὅλη του τὴ ζωή· κρέας δὲν ἔτρωγε, κρασὶ δὲν ἔπινε.
Συντροφιὰ εἶχε τὰ θηρία, ἐκεῖ στὸ μεγάλο πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (ἀναβ. πλ. α΄). Ἔτσι ζοῦσε, ὅταν ἦρθε ἡ ὤρα καὶ πῆρε τὴν ἐντολή, ν᾽ ἀφήσῃ τὴν ἔρημο καὶ νά ᾽ρθῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Ἀπὸ τότε ἄρχισε ν᾽ ἀναγγέλλῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται, ἦρθε, εἶνε ἤδη ἀνάμεσά μας.
Δύο πράγματα συνιστοῦσε. Τὸ πρῶτο. Πιστεύετε στὸ Χριστό. Δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς γῆς. Εἶνε πολὺ παραπάνω. Εἶνε τόσο δυνατός, ποὺ τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ ἔκαψε τὴ γῆ. Εἶνε τόσο μεγάλος, ποὺ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του.
Πῆρα ἐντολὴ νὰ τὸν δείξω καὶ σᾶς τὸν δείχνω. Νάτον! Τὸν βλέπετε; δὲν φορεῖ στέμμα, δὲν ἔχει σπαθιὰ καὶ κορῶνες, δὲν ἔχει χρήματα.
Εἶνε πτωχὸς – πάμπτωχος. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὸ ταπεινὸ αὐτὸ σχῆμα τοῦ ἐργάτου τῆς Ναζαρὲτ εἶνε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29).
Εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Πιστεύετε σ᾽ αὐτὸν καὶ μόνο. Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· Ἑτοιμαστῆτε νὰ ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό. «Μετανοεῖτε»! (Μᾶρκ. 1,15), ἀκουγόταν ἡ φωνή του σὰν βροντή.
Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία. Ποτό του ἦταν τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ, ποὺ ἔπαιρνε μὲ τὶς φοῦχτες. Τροφή του εἶχε ἀκρίδες, τὰ ἄκρα τῶν χορταριῶν, καὶ μέλι ἄγριο. Τὸ ροῦχο του ἦταν σκληρό, φτειαγμένο ἀπὸ τρίχες καμήλου, μὲ μιὰ ζώνη ἀπὸ δέρμα στὴ μέση. Γιὰ κρεβάτι δὲν εἶχε μαλακὸ σουμιέ, ἀλλὰ τὴν ἄμμο. Στέγη – ὀροφή του εἶχε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐμεῖς μιὰ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ δὲ μποροῦμε νὰ νηστέψουμε, κι αὐτὸς νήστευε ὅλη του τὴ ζωή· κρέας δὲν ἔτρωγε, κρασὶ δὲν ἔπινε.
Συντροφιὰ εἶχε τὰ θηρία, ἐκεῖ στὸ μεγάλο πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (ἀναβ. πλ. α΄). Ἔτσι ζοῦσε, ὅταν ἦρθε ἡ ὤρα καὶ πῆρε τὴν ἐντολή, ν᾽ ἀφήσῃ τὴν ἔρημο καὶ νά ᾽ρθῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Ἀπὸ τότε ἄρχισε ν᾽ ἀναγγέλλῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται, ἦρθε, εἶνε ἤδη ἀνάμεσά μας.
Δύο πράγματα συνιστοῦσε. Τὸ πρῶτο. Πιστεύετε στὸ Χριστό. Δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς γῆς. Εἶνε πολὺ παραπάνω. Εἶνε τόσο δυνατός, ποὺ τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ ἔκαψε τὴ γῆ. Εἶνε τόσο μεγάλος, ποὺ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του.
Πῆρα ἐντολὴ νὰ τὸν δείξω καὶ σᾶς τὸν δείχνω. Νάτον! Τὸν βλέπετε; δὲν φορεῖ στέμμα, δὲν ἔχει σπαθιὰ καὶ κορῶνες, δὲν ἔχει χρήματα.
Εἶνε πτωχὸς – πάμπτωχος. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὸ ταπεινὸ αὐτὸ σχῆμα τοῦ ἐργάτου τῆς Ναζαρὲτ εἶνε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29).
Εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Πιστεύετε σ᾽ αὐτὸν καὶ μόνο. Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· Ἑτοιμαστῆτε νὰ ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό. «Μετανοεῖτε»! (Μᾶρκ. 1,15), ἀκουγόταν ἡ φωνή του σὰν βροντή.
Τί θὰ πῇ «μετανοεῖτε»; Ἀλλάξτε δρόμο.
Ὅταν ἤμουν
ἱεροκήρυκας καὶ περιώδευα στὴν ὕπαιθρο (χίλια χωριὰ ἐπισκέφθηκα), πολλὲς
φορὲς ἔχανα τὸ δρόμο καὶ στενοχωριόμουν.
―Δὲν εἶνε αὐτὸς ὁ δρόμος· γιὰ
νὰ φτάσῃς ἐκεῖ ποὺ θέλεις θὰ πᾷς ἀπὸ ᾽κεῖ, μοῦ ἔδειχναν…
Ἔτσι ἄλλαζα
δρόμο.
Καὶ ὁ Ἰωάννης ἔλεγε στὸν κόσμο, ποὺ εἶχε χάσει τὸ δρόμο του μέσα
στὸ λαβύρινθο τῆς ἁμαρτίας· Ἀλλάξτε δρόμο· ὁ δρόμος ποὺ βαδίζετε ὁδηγεῖ
στὴν κόλασι, ἐκεῖ θὰ καταλήξετε…. Ὑπάρχει δρόμος ποὺ φαίνεται
στολισμένος μὲ ἄνθη, ἀλλὰ τὸ τέλος του εἶνε γκρεμὸς καὶ ἄβυσσος· εἶνε ὁ
δρόμος τῆς ἁμαρτίας, τῶν διασκεδάσεων, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς
κλεψιᾶς καὶ ἀτιμίας, τῆς ἐκμεταλλεύσεως, τῶν διαφόρων ἰδεῶν τοῦ κόσμου.
Ἕνας δρόμος εἶνε ὁ σωστός, τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ
ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14,6).
Μετανοεῖτε λοιπόν, ἀλλάξτε δρόμο,
ἀκολουθῆστε τὸ δρόμο ποὺ δείχνει τὸ ἀστέρι τῆς Βηθλεέμ.
Αὐτὸ φωνάζει ὁ τίμιος Πρόδρομος.
Καὶ προειδοποιεῖ· Ἂν δὲν μετανοήσετε ἀλλὰ μείνετε ἀναίσθητοι, νὰ ξέρετε· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10).
Ὅποιος
φυτεύει δέντρο, περιμένει καρπό. Κ᾽ ἐμεῖς δέντρο εἴμαστε, ποὺ φύτεψε ὁ
Θεός.
Τί καρπὸ ἀποδίδουμε;
Ἂν δὲν ἔχουμε καρπό, λέει ὁ Ἰωάννης, μᾶς
περιμένει τσεκούρι καὶ φωτιά. Ἀφῆστε λοιπὸν τὴν ἁμαρτία.
Καὶ πίστευαν πολλοὶ στὸ κήρυγμά του. Πήγαιναν στὸν Ἰορδάνη,
ἔμπαιναν μέσα, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ ἐξωμολογοῦντο. Ἔλεγαν ὅλα τὰ ἁμαρτήματά
τους, καὶ δάκρυα κυλοῦσαν στὸ νερό.
Οἱ ἄλλοι ὅμως ἔμεναν ἀμετανόητοι· οὔτε στὸν Ἰωάννη οὔτε στὸ
Χριστὸ πίστεψαν.
Καὶ τιμωρήθηκαν.
Διαβάστε τὴν ἱστορία.
Δὲν πέρασαν
σαράντα χρόνια κ᾽ ἔπεσε φωτιά· κάηκαν τὰ Ἰεροσόλυμα, τὰ σπίτια καὶ ὁ
περίλαμπρος ναὸς τοῦ Σολομῶντος (μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι ―ποὺ ἔχουν
χρήματα― δὲν μποροῦν νὰ τὸν ξαναχτίσουν).
Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Δὲ θὰ
μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον» (Μᾶρκ. 13,2).
Τὸ εἶπε καὶ ὁ Ἰωάννης· «Πᾶν δένδρον
μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται».
* * *
Καὶ τώρα, ἀδελφοί μου, μολονότι
ἁμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, προειδοποιῶ κ᾽ ἐγὼ σὰν τὸν
Ἰωάννη καὶ φωνάζω· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ
εἰς πῦρ βάλλεται». Ἀλλοίμονό μας.
Ἕνα εἶνε τὸ φάρμακό μας. Δὲν εἶνε τὰ κόμματα, οἱ ἰδεολογίες,
τὰ συστήματα. Τὸ φάρμακο ποὺ θὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀνθρωπότητα εἶνε τὸ
«Μετανοεῖτε».
Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, Ἀμερικὴ καὶ
῾Ρωσία, Εὐρώπη καὶ Βαλκάνια.
Γιατὶ ὅλοι ἔχουμε τ᾽ ἁμαρτήματά μας·
κανείς δὲν εἶνε ἀναμάρτητος.
Ἕνας μόνο εἶνε ὁ ἀναμάρτητος· ἐκεῖνος ποὺ
μόλις μπῆκε στὸ νερό, ἀμέσως βγῆκε, «εὐθέως» ἐξῆλθε (βλ. Μᾶρκ. 1,10).
Εἶνε ὁ Χριστός. Δὲν εἶχε κανένα ἁμάρτημα· βαπτίσθηκε γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ
μᾶς ἀνοίξῃ τὴ θύρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
«Μετανοεῖτε» λοιπὸν ὅλοι, μεγάλοι καὶ μικροί, γυναῖκες καὶ
ἄντρες, ἀγράμματοι καὶ σοφοί, κλῆρος καὶ λαός. Ὅλοι ν᾽ ἀλλάξουμε
δρόμο· ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἕνας εἶνε ὁ δρόμος
ποὺ σῴζει, μόνο αὐτός, δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Διαφορετικά, τί μᾶς
περιμένει; Μόνο ἁμαρτίες κάνουμε· βλαστήμιες, ψευδορκίες, μοιχεῖες,
πορνεῖες, κλεψιές, ἀτιμίες, καταχρήσεις, διαρρήξεις, ἐγκλήματα… Εἴμαστε
δέντρα ἄκαρπα. Τί περιμένουμε; Τσεκούρι καὶ φωτιά. Δηλαδή; Πόλεμος,
πυρηνικὸς ὄλεθρος, μία βόμβα σὲ κάθε πρωτεύουσα, ποὺ θὰ πέφτῃ ἀπὸ τ᾽
ἀεροπλάνα, τὰ «μαυροπούλια» τοῦ θανάτου, καὶ σβήσαμε.
Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως τότε ἄκουσαν τὸν Ἰωάννη καὶ ἐξωμολογοῦντο
στὸν Ἰορδάνη, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Σᾶς καλῶ στὸν Ἰορδάνη· καὶ Ἰορδάνης εἶνε ἡ
μετάνοια. Ὅλοι λοιπὸν στὴν ἐξομολόγησι, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος καὶ
σωτηρία.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Ἰτέας – Φλωρίνης 4-1-1987)augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου