Ὁμιλία τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ δύσκολη
ἐποχή, σὲ ἄπιστα χρόνια. Ἡ ἀπιστία κυριαρχεῖ.
Ἄλλοτε, δὲν τολμοῦσε
ἄνθρωπος δημοσίως νὰ βλαστημήσῃ τὰ θεῖα, κανείς. Ἂν καμμιὰ φορὰ κάποιος
τὸ τολμοῦσε, χίλια χέρια σηκώνονταν νὰ τὸν χτυπήσουν, δὲν μποροῦσε νὰ
σταθῇ.
Κι ἂν καμμιὰ φορὰ παρουσιαζόταν κανένας καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν
ὑπάρχει Θεός, Χριστός, Παναγιά, δὲν ὑπάρχει κόλασις καὶ παράδεισος, τοῦ
ἔκλειναν τὴν πόρτα· καὶ ἡ γυναίκα του ἀκόμα τὸν ἔδιωχνε. Ὅπως σήμερα ἀποφεύγουν ἕναν ἄρρωστο μὲ ἀρρώστια μεταδοτική, ἔτσι ἀπέφευγαν τότε τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ τὴ χειρότερη ἀσθένεια, τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα βλάστημος καὶ ἄθεος δὲν ἦταν ἀνεκτός.
ἔκλειναν τὴν πόρτα· καὶ ἡ γυναίκα του ἀκόμα τὸν ἔδιωχνε. Ὅπως σήμερα ἀποφεύγουν ἕναν ἄρρωστο μὲ ἀρρώστια μεταδοτική, ἔτσι ἀπέφευγαν τότε τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ τὴ χειρότερη ἀσθένεια, τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα βλάστημος καὶ ἄθεος δὲν ἦταν ἀνεκτός.
Τώρα ὅμως τελευταῖα τὸ κακὸ προχώρησε. Ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ πᾶνε
στὰ σχολειὰ καὶ στὰ πανεπιστήμια καὶ μαθαίνουν μερικὰ γράμματα καὶ
κάνουν τὸ σοφὸ καὶ γυρίζουν στὸ χωριὸ καὶ κάθονται στὸ καφενεῖο
διπλοπόδι μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ τρῶνε τὸν ἱδρῶτα τοῦ γεωργοῦ
ἄκοπα, ὄχι μόνο αὐτοὶ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, ἀλλ᾽ ἀκόμα καὶ στὰ
βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, ἁπλοϊκοὶ χωριάτες καὶ βοσκοὶ καὶ μικρὰ παιδιὰ
καὶ γριὲς γυναῖκες ἀκοῦς νὰ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός.
Εἶνε χρόνια
ἄπιστα καὶ ἄθεα.
Καὶ ὄχι μόνο ἀρνοῦνται τὴν πίστι, ἀλλὰ καὶ ὡρισμένοι στὶς
ἡμέρες μας μισοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Μοιάζουν μὲ λυσσασμένο
σκυλί. Ὅπως τὸ σκυλὶ ὅταν λυσσάξῃ δὲν γνωρίζει κανένα ἀλλὰ δαγκώνει
ἀκόμα καὶ τὸ ἀφεντικό του, ἔτσι κι αὐτοί, λυσσασμένα σκυλιὰ τοῦ αἰῶνος
μας, μισοῦν θανασίμως τὴν Ἐκκλησία. Ἂν ἦταν δυνατὸν θὰ γκρέμιζαν τοὺς
ναοὺς καὶ θὰ ἔσφαζαν τοὺς κληρικοὺς καὶ ῥασοφόρους.
Μήπως δὲν τὰ
εἴδαμε αὐτὰ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, εἴτε στὴν Κωσταντινούπολι εἴτε στὴ
Βόρειο Ἤπειρο ἀπὸ τὸν Ἐμβὲρ Χότζα εἴτε στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν Ἀττίλα εἴτε
στὴ Σερβία καὶ τὸ Κόσσοβο; Καὶ ὅλα αὐτὰ ὑπὸ τὰ ὄμματα τῆς
διεθνοῦς ὑποκριτικῆς κοινωνίας, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ κόπτεται γιὰ
δημοκρατικὰ δικαιώματα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ξέρει νὰ νίπτῃ τὰς χεῖρας καὶ νὰ
ἀμνηστεύῃ τὰ ἐγκλήματα.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο οἱ ἄθεοι τῶν ξένων κρατῶν, ἐκεῖνοι ποὺ
γκρέμισαν ἐκκλησιὲς καὶ ἀπαγόρευαν νὰ βαπτίζουν τὰ παιδιὰ καὶ
ὑποχρέωναν τοὺς Χριστιανοὺς ἀκόμα καὶ νὰ ἀλλάξουν τὰ ὀνόματά τους. Εἶνε
καὶ μερικοὶ δικοί μας ἐδῶ, ποὺ μισοῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ θέλουν νὰ
ἐφαρμόσουν καὶ στὴν πατρίδα μας τέτοια ἄθεα καθεστῶτα.
Κι ἅμα τοὺς ρωτήσῃς, Γιατί μισεῖτε τὴν Ἐκκλησία, τί κακὸ σᾶς
ἔκανε; ἀπαντοῦν, ὅτι τάχα ἡ Ἐκκλησία συμμάχησε μὲ τὸ κατεστημένο, ὅτι οἱ
παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες ὑποστηρίζουν τοὺς πλουσίους, τὸ κεφάλαιο…
Αὐτὸ εἶνε ψέμα. Δὲν ξέρω τί γίνεται σὲ ἄλλα δόγματα καὶ ἄλλες
θρησκεῖες, ἀλλ᾽ ἐὰν ἐξετάσουμε τὴ δική μας πίστι θὰ δοῦμε, ὅτι αὐτὸς
ποὺ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔζησε πτωχὸς
στὸν κόσμο καὶ στηλίτευσε τὴ φιλαργυρία.
Κανένας ἄλλος δὲν ἤλεγξε τὸν
πλουτισμό, τὴν πλεονεξία, τὴν ἀδικία, ὅπως ὁ Χριστός.
Ἐκεῖνος εἶνε ποὺ
εἶπε, ὅτι δυὸ πράγματα δὲν συμβιβάζονται· ἡ ἀγάπη τοῦ χρήματος καὶ ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ ν᾽ ἀγαπᾷς τὰ λεπτὰ καὶ ν᾽ ἀγαπᾷς τὸ Θεό (βλ. Ματθ.
6,24).
Αὐτὰ τὰ πράγματα εἶνε ἀσυμβίβαστα.
Ὅπως δυὸ πόδια δὲ χωρᾶνε σ᾽
ἕνα παπούτσι, ἔτσι μέσα στὴν ἴδια καρδιὰ δὲ μπορεῖς νὰ βάλῃς τὴν ἀγάπη
τοῦ χρήματος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ
μαμωνᾷ»· «κανείς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ δύο κυρίους· διότι ἢ τὸν ἕνα θὰ
μισήσῃ καὶ θ᾽ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσηλωθῇ στὸν ἕνα καὶ θὰ
περιφρονήσῃ τὸν ἄλλο» (Ματθ. 6,24). Τὰ εἶπε καθαρὰ ὁ Χριστός.
Θὰ πῇς ἴσως τὸ ἑξῆς. ―Ὁ Χριστὸς βέβαια εἶνε καλός. Πιστεύω ἐγὼ
στὸ Χριστό. Ἀλλὰ οἱ παπᾶδες ἐκμεταλλεύονται τὴ θρησκεία καὶ θησαυρίζουν…
Δὲν ξέρω, ἐπαναλαμβάνω, τί γίνεται ἀλλοῦ στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἐδῶ
στὴν πατρίδα μας οἱ παπᾶδες εἶνε ὅλοι φτωχοί, φτωχαδάκια. Πόσους παπᾶδες
ἔχει ἡ Ἑλλάς; Ὀκτὼ χιλιάδες περίπου; Πηγαίνετε παντοῦ καὶ ἐρευνῆστε·
στὴν Ἤπειρο, στὴ Μακεδονία, στὸ Μοριὰ καὶ στὰ νησιά· ὅπου νὰ πᾶτε, θὰ
δῆτε ὅτι οἱ παπᾶδες δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατία. Γεννήθηκαν σὲ
σπίτια φτωχά, μέσα σὲ ταπεινὲς οἰκογένειες. Κανένα πλούσιο σπίτι,
κανένας ὑψηλὸς ἀξιωματοῦχος, κανένας βαθύπλουτος ἐφοπλιστὴς δὲν κάνει τὸ
παιδί του παπᾶ. Ψάξτε νὰ δῆτε. Ἂν βρῆτε κάπου κληρικὸ νὰ εἶνε παιδὶ
δικαστικοῦ, εἰσαγγελέως, ἀνωτέρου ἀξιωματικοῦ ἢ ἄλλου μεγάλου, θὰ εἶνε
ἐξαίρεσις, ποὺ δὲν καταργεῖ ἀλλ᾽ ἐπιβεβαιώνει τὸν κανόνα. Ὁ κλῆρος μας
εἶνε «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς» τοῦ λαοῦ.
―Καλὰ τὰ παπαδάκια, θὰ πῆτε, ἀλλὰ οἱ δεσποτάδες;
Δὲν ξέρω τί κάνουν οἱ ἄλλοι δεσποτάδες, ἀλλὰ ἐπιτρέψατέ μου νὰ
τολμήσω νὰ πῶ κάτι γιὰ τὴ μητρόπολί μου, ποὺ μὲ γνωρίζει τόσα χρόνια.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ πῇ ὅτι ὁ ἐπίσκοπός της ἀγαπᾷ τὰ λεπτά; Ἂν ψάξετε τὶς
τσέπες μου, χρήματα δὲ θὰ βρῆτε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐγκαταστάθηκα ἔχω
κάνει ἀμέτρητες λειτουργίες σὲ ὅλες τὶς ἐνορίες· ἀπὸ πουθενὰ δὲν πῆρα
χρήματα, οὔτε ἕνα καφὲ δὲν ζήτησα. Δωρεὰν λειτουργῶ καὶ διδάσκω.
Ἔκανα
ἑκατοντάδες χειροτονίες· δραχμή δὲν πῆρα. Καὶ τὸ μισθό μου τὸν δίνω
ὅλο. Ὅταν πεθάνω, δὲ θὰ βροῦν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ῥάσο καὶ μερικὰ
βιβλία. Καὶ δὲν εἶμαι ὁ μόνος ἀσφαλῶς.
Δὲν στέκονται λοιπὸν οἱ κατηγορίες ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄλλος εἶνε ὁ λόγος ποὺ τὴ μισοῦν.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ὅ,τι τὸ χαλινάρι, ποὺ
δὲν ἀφήνει τὸ ἄλογο νὰ πέσῃ στὸ γκρεμό, ὅ,τι τὸ φρένο, ποὺ ἀποτρέπει τὸ
αὐτοκίνητο ἀπὸ τὸ δυστύχημα. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ λυσσασμένο ἄλογο δαγκώνει τὸ
χαλινάρι του, ἔτσι καὶ οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θέλουν νὰ ζοῦν
χωρὶς χαλινάρι, κατὰ τὰ κέφια τους, ἐπιτίθενται μὲ μῖσος κατὰ τῆς
Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ τὴν μισοῦν ἡ Ἐκκλησία μας
προσεύχεται. Ἐμεῖς δὲν τοὺς μισοῦμε· τοὺς ἀγαποῦμε κι αὐτοὺς καὶ
προσευχόμεθα καὶ γι᾽ αὐτοὺς καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεό. Κανένα δὲν μισεῖ ἡ
Ἐκκλησία· ὅπως ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρό, ποὺ ἐνῷ τὸν καρφώνανε
προσηύχετο γιὰ τοὺς σταυρωτάς του.
* * *
Ἀλλὰ προσοχή. Ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία
κανένα δὲ μισεῖ, πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν Ἐκκλησία
καὶ τοὺς κληρικούς, αὐτοὶ ποὺ ὑβρίζουν Θεὸ καὶ Παναγία, οἱ ἐχθροὶ τοῦ
Χριστοῦ καὶ διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θά ᾽χουν καλὸ τέλος· τὸ λέει τὸ
εὐαγγέλιο.
Την Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα, μνημονεύουμε ἕναν βασιλιᾶ
κακοῦργο, τον Ἡρῴδης, – τί ἔκανε; Πῆρε μαχαίρι καὶ ἔσφαξε πόσους; 14.000
βρέφη! Ὅπως ὁ χασάπης σφάζει τ᾽ ἀρνάκια, ἔτσι αὐτὸς ἔσφαξε 14.000
παιδάκια. Γιατί; Ἤλπιζε, ὅτι μεταξὺ τῶν παιδιῶν θὰ ἦταν καὶ ὁ Κύριος
ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ αὐτὰ μὲν σὰν ἀγγελούδια πῆγαν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ
καὶ ψάλλουν τὸ Ἀλληλούια. Ὁ Ἡρῴδης ὅμως τί ἔγινε; Ἐμένα ρωτᾶτε;
Διαβάστε νὰ δῆτε τί λέει ἡ ἱστορία. Ἀρρώστησε, ἔπεσε κατάκοιτος στὸ
κρεβάτι, γέμισε πληγὲς ποὺ ἔτρεχαν πύον, σάπισε, βρώμισε, σκουλήκιασε·
ἔτσι πέθανε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του. Καὶ μόνο αὐτός;
Ὑπάρχει καὶ ἄλλο παράδειγμα· ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης. Αὐτὸς
ἔζησε μετὰ τριακόσια χρόνια. Κατεδίωξε τὴν Ἐκκλησία, ἤθελε νὰ
ἐπαναφέρῃ τὴν εἰδωλολατρία, νὰ σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν
ἀκούγεται. Τὸ τέλος του ποιό ἦταν; Ἔκανε πόλεμο, καὶ πάνω στὴ μάχη ἕνα
βέλος, μία σαΐτα, τὸν χτύπησε στὸ στῆθος. Γέμισε τότε τὴ φούχτα του
αἷμα καί, τὴν ὥρα ποὺ ξεψυχοῦσε πλέον, τὸ σκόρπισε στὸν ἀέρα καὶ εἶπε·
«Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε»· Χριστέ, μὲ νίκησες.
Κανείς δὲ μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὸ Χριστό, ὄχι. Ὅποιος ἀντιτίθεται
―σημειῶστε το―, ὅ,τι κι ἂν εἶνε, μικρὸς ἢ μεγάλος, ἄνθρωπος ἢ σύστημα,
ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Χριστό, θὰ γίνῃ στάχτη. Ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει
Χριστός!
* * *
Βουλῶστε τ᾽ αὐτιά σας, ἀδελφοί
μου. Μὴν ἀκοῦτε τί λέει ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος. Κρατῆστε τὴν πίστι στὸ
Χριστό, τὴν πίστι τῶν πατέρων μας, βαθειὰ στὴν ψυχή σας. Καμμιά δύναμις
νὰ μὴ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ αὐτὰ νὰ πιστεύετε. Ν᾽ ἀκοῦτε τὴν
Ἐκκλησία μας. Κι ὅταν πλησιάσῃ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, νὰ μὴν εἶνε ὅπως
τὸ τέλος τοῦ Ἡρῴδου, ποὺ ἀποδοκιμάστηκε ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Θεό, ἀλλὰ τὸ
τέλος μας νὰ εἶνε ὅπως τοῦ λῃστοῦ, ποὺ ἐπάνω στὸ σταυρὸ εἶπε «Μνήσθητί
μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτου στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Ὑδρούσης – Φλωρίνης τὴν 29-12-1976
augoustinos-kantiotis.gr
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου