Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Η εκστρατεια των αθεων κατα της Εκκλησιας

Ὁμιλία τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ δύσκολη ἐ­ποχή, σὲ ἄπιστα χρόνια. Ἡ ἀπιστία κυριαρχεῖ.
 Ἄλλοτε, δὲν τολμοῦσε ἄνθρωπος δημοσίως νὰ βλαστημήσῃ τὰ θεῖα, κανείς. Ἂν καμμιὰ φορὰ κάποιος τὸ τολμοῦσε, χίλια χέρια σηκώνονταν νὰ τὸν χτυπήσουν, δὲν μποροῦσε νὰ σταθῇ. 
Κι ἂν καμμιὰ φορὰ παρουσιαζόταν κανένας καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ὑ­πάρχει Θεός, Χριστός, Παναγιά, δὲν ὑπάρχει κόλασις καὶ παράδεισος, τοῦ
ἔκλειναν τὴν πόρτα· καὶ ἡ γυναίκα του ἀκόμα τὸν ἔδιωχνε. Ὅπως σήμερα ἀποφεύγουν ἕναν ἄρρωστο μὲ ἀρρώστια μεταδοτική, ἔτσι ἀπέφευ­γαν τότε τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ τὴ χειρότερη ἀσθένεια, τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα βλάστημος καὶ ἄθεος δὲν ἦταν ἀνεκτός.  
Τώρα ὅμως τελευταῖα τὸ κακὸ προχώρησε. Ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ πᾶνε στὰ σχολειὰ καὶ στὰ πανεπιστήμια καὶ μαθαίνουν μερικὰ γράμματα καὶ κάνουν τὸ σοφὸ καὶ γυρίζουν στὸ χωριὸ καὶ κάθονται στὸ καφενεῖο διπλοπόδι μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ τρῶνε τὸν ἱδρῶτα τοῦ γεωργοῦ ἄκοπα, ὄχι μόνο αὐτοὶ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, ἀλλ᾽ ἀκόμα καὶ στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, ἁπλοϊκοὶ χωριάτες καὶ βοσκοὶ καὶ μικρὰ παιδιὰ καὶ γριὲς γυναῖκες ἀ­κοῦς νὰ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός.
 Εἶνε χρόνια ἄπιστα καὶ ἄθεα. Καὶ ὄχι μόνο ἀρνοῦνται τὴν πίστι, ἀλλὰ καὶ ὡρισμένοι στὶς ἡμέρες μας μισοῦν τὴν Ἐκ­κλη­σία τοῦ Χριστοῦ. 
Μοιάζουν μὲ λυσσασμένο σκυλί. Ὅπως τὸ σκυλὶ ὅταν λυσσάξῃ δὲν γνωρίζει κανένα ἀλ­λὰ δαγκώνει ἀκόμα καὶ τὸ ἀφεντικό του, ἔτσι κι αὐτοί, λυσ­σασμένα σκυλιὰ τοῦ αἰῶνος μας, μισοῦν θανασίμως τὴν Ἐκ­κλησία. Ἂν ἦταν δυ­νατὸν θὰ γκρέμιζαν τοὺς ναοὺς καὶ θὰ ἔσφαζαν τοὺς κληρικοὺς καὶ ῥα­σοφόρους.
 Μήπως δὲν τὰ εἴ­δαμε αὐτὰ ἐπὶ τῶν ἡμε­ρῶν μας, εἴτε στὴν Κωσταντινούπολι εἴτε στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἀπὸ τὸν Ἐμβὲρ Χότζα εἴτε στὴν Κύπρο ἀπὸ τὸν Ἀττίλα εἴτε στὴ Σερβία καὶ τὸ Κόσσοβο; Καὶ ὅλα αὐτὰ ὑπὸ τὰ ὄμματα τῆς δι­εθνοῦς ὑποκριτικῆς κοινωνίας, ποὺ ἀ­πὸ τὴ μιὰ κόπτεται γιὰ δημοκρατικὰ δικαιώματα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ξέρει νὰ νίπτῃ τὰς χεῖ­ρας καὶ νὰ ἀμνηστεύῃ τὰ ἐγκλήματα. Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο οἱ ἄθεοι τῶν ξένων κρα­τῶν, ἐκεῖνοι ποὺ γκρέμισαν ἐκκλησιὲς καὶ ἀ­παγόρευαν νὰ βαπτίζουν τὰ παιδιὰ καὶ ὑποχρέωναν τοὺς Χριστιανοὺς ἀκόμα καὶ νὰ ἀλ­λάξουν τὰ ὀνόματά τους. Εἶνε καὶ μερικοὶ δικοί μας ἐδῶ, ποὺ μισοῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ θέ­λουν νὰ ἐφαρμόσουν καὶ στὴν πατρίδα μας τέτοια ἄθεα καθεστῶτα. Κι ἅμα τοὺς ρωτήσῃς, Γιατί μισεῖτε τὴν Ἐκ­κλησία, τί κακὸ σᾶς ἔκανε; ἀπαντοῦν, ὅτι τάχα ἡ Ἐκκλησία συμμάχησε μὲ τὸ κατεστημένο, ὅτι οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες ὑ­πο­στηρίζουν τοὺς πλουσίους, τὸ κεφάλαιο… Αὐτὸ εἶνε ψέμα. Δὲν ξέρω τί γίνεται σὲ ἄλ­λα δόγματα καὶ ἄλλες θρησκεῖες, ἀλλ᾽ ἐὰν ἐξ­ετάσουμε τὴ δική μας πίστι θὰ δοῦμε, ὅτι αὐ­τὸς ποὺ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία μας, ὁ Κύρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔζησε πτωχὸς στὸν κό­σμο καὶ στηλίτευσε τὴ φιλαργυρία.
 Κανένας ἄλλος δὲν ἤλεγξε τὸν πλουτισμό, τὴν πλε­ονεξία, τὴν ἀδικία, ὅπως ὁ Χριστός.
Ἐκεῖνος εἶνε ποὺ εἶ­πε, ὅτι δυὸ πράγματα δὲν συμβιβάζον­ται· ἡ ἀγάπη τοῦ χρήματος καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ ν᾽ ἀ­γαπᾷς τὰ λεπτὰ καὶ ν᾽ ἀγαπᾷς τὸ Θεό (βλ. Ματθ. 6,24). 
Αὐτὰ τὰ πράγματα εἶνε ἀσυμ­βίβαστα.
 Ὅπως δυὸ πόδια δὲ χωρᾶνε σ᾽ ἕνα παπούτσι, ἔτσι μέσα στὴν ἴδια καρδιὰ δὲ μπορεῖς νὰ βάλῃς τὴν ἀγάπη τοῦ χρήματος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Οὐ δύνασθε Θε­ῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ»· «κανείς δὲν μπορεῖ νὰ ἔ­χῃ δύο κυρίους· διότι ἢ τὸν ἕνα θὰ μισή­σῃ καὶ θ᾽ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσηλωθῇ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσῃ τὸν ἄλλο» (Ματθ. 6,24). Τὰ εἶπε καθαρὰ ὁ Χριστός.  
Θὰ πῇς ἴσως τὸ ἑξῆς. ―Ὁ Χριστὸς βέβαια εἶνε καλός. Πιστεύω ἐγὼ στὸ Χριστό. Ἀλλὰ οἱ παπᾶδες ἐκμεταλλεύονται τὴ θρησκεία καὶ θησαυρίζουν… Δὲν ξέρω, ἐπαναλαμβάνω, τί γί­νεται ἀλλοῦ στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας οἱ παπᾶδες εἶνε ὅλοι φτωχοί, φτωχαδάκια. Πόσους παπᾶδες ἔχει ἡ Ἑλλάς; Ὀ­κτὼ χιλιάδες περίπου; Πηγαίνετε παντοῦ καὶ ἐρευνῆστε· στὴν Ἤπειρο, στὴ Μακεδονία, στὸ Μοριὰ καὶ στὰ νησιά· ὅπου νὰ πᾶτε, θὰ δῆτε ὅτι οἱ παπᾶ­δες δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατία. Γεννήθηκαν σὲ σπίτια φτωχά, μέσα σὲ ταπει­νὲς οἰκογένειες. Κανένα πλούσιο σπίτι, κανένας ὑψηλὸς ἀξιωματοῦχος, κανένας βαθύπλουτος ἐφοπλιστὴς δὲν κάνει τὸ παιδί του παπᾶ. Ψάξτε νὰ δῆτε. Ἂν βρῆτε κάπου κληρι­κὸ νὰ εἶνε παιδὶ δικαστικοῦ, εἰσαγγελέως, ἀ­νωτέρου ἀξιωματικοῦ ἢ ἄλλου μεγάλου, θὰ εἶ­νε ἐξαίρεσις, ποὺ δὲν καταργεῖ ἀλλ᾽ ἐπιβεβαιώνει τὸν κανόνα. Ὁ κλῆρος μας εἶνε «ὀ­στοῦν ἐκ τῶν ὀστέων καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς» τοῦ λαοῦ. ―Καλὰ τὰ παπαδάκια, θὰ πῆτε, ἀλλὰ οἱ δεσποτάδες; Δὲν ξέρω τί κάνουν οἱ ἄλλοι δεσποτάδες, ἀλλὰ ἐπιτρέψατέ μου νὰ τολμήσω νὰ πῶ κάτι γιὰ τὴ μητρόπολί μου, ποὺ μὲ γνωρίζει τόσα χρόνια. Μπορεῖ κανεὶς νὰ πῇ ὅ­τι ὁ ἐπίσκοπός της ἀγαπᾷ τὰ λεπτά; Ἂν ψάξετε τὶς τσέπες μου, χρήματα δὲ θὰ βρῆτε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐγ­κα­ταστάθηκα ἔχω κάνει ἀμέτρητες λειτουργίες σὲ ὅλες τὶς ἐνορίες· ἀπὸ που­θενὰ δὲν πῆ­ρα χρήματα, οὔτε ἕνα καφὲ δὲν ζήτησα. Δωρε­ὰν λειτουργῶ καὶ διδάσκω. 
Ἔκανα ἑ­κατοντάδες χειροτονίες· δραχμή δὲν πῆρα. Καὶ τὸ μισθό μου τὸν δίνω ὅλο. Ὅ­ταν πεθάνω, δὲ θὰ βροῦν τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα ῥάσο καὶ μερικὰ βιβλία. Καὶ δὲν εἶμαι ὁ μόνος ἀσφαλῶς. Δὲν στέκονται λοιπὸν οἱ κατηγορίες ἐναν­τίον τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἄλλος εἶνε ὁ λόγος ποὺ τὴ μισοῦν.
 Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ὅ,τι τὸ χαλινάρι, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ ἄλογο νὰ πέ­σῃ στὸ γκρεμό, ὅ,τι τὸ φρένο, ποὺ ἀποτρέπει τὸ αὐτοκίνητο ἀπὸ τὸ δυστύχημα. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ λυσ­σασμένο ἄλογο δαγκώνει τὸ χαλινάρι του, ἔ­τσι καὶ οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θέλουν νὰ ζοῦν χωρὶς χαλινάρι, κατὰ τὰ κέφια τους, ἐπιτίθεν­ται μὲ μῖσος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας.  
Ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ τὴν μισοῦν ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται. Ἐμεῖς δὲν τοὺς μισοῦμε· τοὺς ἀγαποῦμε κι αὐτοὺς καὶ προσ­ευχόμεθα καὶ γι᾽ αὐτοὺς καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεό. Κανένα δὲν μισεῖ ἡ Ἐκκλησία· ὅπως ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ σταυρό, ποὺ ἐνῷ τὸν καρφώνανε προσηύχετο γιὰ τοὺς σταυρωτάς του.

* * *


Ἀλλὰ προσοχή. Ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία κανένα δὲ μισεῖ, πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς κληρικούς, αὐ­τοὶ ποὺ ὑβρίζουν Θεὸ καὶ Παναγία, οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θά ᾽χουν καλὸ τέλος· τὸ λέει τὸ εὐ­αγγέλιο. Την Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα, μνημονεύουμε ἕναν βασιλιᾶ κακοῦργο, τον Ἡρῴδης, – τί ἔκανε; Πῆρε μαχαίρι καὶ ἔσφαξε πόσους; 14.000 βρέφη! Ὅ­πως ὁ χασάπης σφάζει τ᾽ ἀρνάκια, ἔτσι αὐτὸς ἔσφαξε 14.000 παιδάκια. Γιατί; Ἤλπιζε, ὅτι μεταξὺ τῶν παιδιῶν θὰ ἦταν καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ αὐτὰ μὲν σὰν ἀγγελούδια πῆγαν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ψάλλουν τὸ Ἀλληλού­ια. Ὁ Ἡ­ρῴδης ὅμως τί ἔγινε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Διαβάστε νὰ δῆτε τί λέει ἡ ἱστορία. Ἀρρώστη­σε, ἔπεσε κατάκοιτος στὸ κρεβάτι, γέμισε πλη­γὲς ποὺ ἔτρεχαν πύον, σάπισε, βρώμισε, σκου­λήκιασε· ἔτσι πέθανε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του. Καὶ μόνο αὐτός; Ὑπάρχει καὶ ἄλλο παράδειγμα· ὁ Ἰουλια­νὸς ὁ Παραβάτης. Αὐτὸς ἔζησε με­τὰ τριακόσια χρόνια. Κατεδίωξε τὴν Ἐκκλησία, ἤθελε νὰ ἐπανα­φέρῃ τὴν εἰδωλολατρία, νὰ σβήσῃ τὸ ὄ­νομα τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν ἀκούγεται. Τὸ τέλος του ποιό ἦταν; Ἔκανε πόλεμο, καὶ πάνω στὴ μάχη ἕνα βέλος, μία σαΐτα, τὸν χτύπησε στὸ στῆ­θος. Γέμισε τότε τὴ φούχτα του αἷμα καί, τὴν ὥρα ποὺ ξεψυχοῦσε πλέον, τὸ σκόρπισε στὸν ἀέρα καὶ εἶπε· «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε»· Χριστέ, μὲ νίκησες. Κανείς δὲ μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὸ Χριστό, ὄχι. Ὅποιος ἀντιτίθεται ―σημειῶστε το―, ὅ,τι κι ἂν εἶνε, μικρὸς ἢ μεγάλος, ἄνθρωπος ἢ σύστη­μα, ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Χριστό, θὰ γίνῃ στάχτη. Ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει Χριστός!

* * *


Βουλῶστε τ᾽ αὐτιά σας, ἀδελφοί μου. Μὴν ἀ­κοῦτε τί λέει ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος. Κρατῆστε τὴν πίστι στὸ Χριστό, τὴν πίστι τῶν πατέρων μας, βαθειὰ στὴν ψυχή σας. Καμμιά δύναμις νὰ μὴ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ. Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ αὐτὰ νὰ πιστεύετε. Ν᾽ ἀκοῦτε τὴν Ἐκκλησία μας. Κι ὅταν πλησιάσῃ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, νὰ μὴν εἶνε ὅ­πως τὸ τέλος τοῦ Ἡρῴδου, ποὺ ἀποδοκιμάστηκε ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Θεό, ἀλλὰ τὸ τέλος μας νὰ εἶνε ὅπως τοῦ λῃστοῦ, ποὺ ἐπάνω στὸ σταυρὸ εἶπε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτου στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Ὑδρούσης – Φλωρίνης τὴν 29-12-1976

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου