Ἀκούσατε τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Ἐὰν
τὰ λόγια του φυτεύονταν μέσ᾽ στὴν καρδιά μας, θὰ ἤμασταν εὐτυχεῖς. Γι᾽
αὐτὸ χρειάζεται ἑρμηνεία.
Ἡ παραβολὴ εἶνε γνωστή.
* * *
Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα εἶνε μία
παραβολὴ ἀπὸ τὶς ὡραῖες παραβολὲς ποὺ εἶπε τὸ χαριτόβρυτο στόμα τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί θὰ πῇ παραβολή;
Ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ ὁ Κύριος.
Ἡ παραβολὴ μοιάζει μὲ τὸ ἀβγό, ποὺ ἔχει τσώφλι, ἔχει καὶ περιεχόμενο· τὰ λόγια τῆς παραβολῆς εἶνε τὸ τσώφλι, καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ λόγια της κρύβονται μεγάλα νοήματα, ἡ οὐσία τῆς πίστεώς μας.
Ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ ὁ Κύριος.
Ἡ παραβολὴ μοιάζει μὲ τὸ ἀβγό, ποὺ ἔχει τσώφλι, ἔχει καὶ περιεχόμενο· τὰ λόγια τῆς παραβολῆς εἶνε τὸ τσώφλι, καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ λόγια της κρύβονται μεγάλα νοήματα, ἡ οὐσία τῆς πίστεώς μας.
Ἡ παραβολὴ εἶνε γνωστή.
Ἕνας βασιλιᾶς τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, λέει,
εἶχε πολλοὺς δούλους, ποὺ τοὺς εἶχε ἀναθέσει διάφορες ἐργασίες, γιὰ
τὶς
ὁποῖες εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ παίρνουν ἀπὸ τὸ ταμεῖο του διάφορα ποσά. Νόμισαν ὅμως, ὅτι ποτέ δὲν θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὴ διαχείρισί τους.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ὁ βασιλιᾶς ἀποφάσισε νὰ λογαριαστῇ μαζί τους. Καὶ γιὰ τὸν πρῶτο δοῦλο, ποὺ παρουσιάστηκε μπροστά του, ὁ λογαριασμὸς ἔδειξε, ὅτι χρωστάει στὸ βασιλιᾶ «μύρια τάλαντα» (Ματθ. 18,24).
ὁποῖες εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ παίρνουν ἀπὸ τὸ ταμεῖο του διάφορα ποσά. Νόμισαν ὅμως, ὅτι ποτέ δὲν θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὴ διαχείρισί τους.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ὁ βασιλιᾶς ἀποφάσισε νὰ λογαριαστῇ μαζί τους. Καὶ γιὰ τὸν πρῶτο δοῦλο, ποὺ παρουσιάστηκε μπροστά του, ὁ λογαριασμὸς ἔδειξε, ὅτι χρωστάει στὸ βασιλιᾶ «μύρια τάλαντα» (Ματθ. 18,24).
Τί θὰ πῇ τάλαντο;
Τὸ τάλαντο στὴν ἀρχαία ἐποχὴ ἰσοδυναμοῦσε μὲ
ἕξι χιλιάδες (6.000) χρυσᾶ νομίσματα, ἦταν δηλαδὴ ἴσο μὲ ἑξήντα
ἑκατομμύρια (60.000.000).
Καὶ τὰ «μύρια» (=10.000) τάλαντα, ἐὰν
πολλαπλασιάσουμε τὰ ἑξήντα ἑκατομμύρια ἐπὶ χίλια, θὰ δοῦμε ὅτι ἰσοῦνται
μὲ ἕνα ἰλιγγιῶδες ποσό, ἑξήντα τρισεκατομμύρια! ἀριθμὸς ἀσύλληπτος,
ὅσο εἶνε ὁ προϋπολογισμὸς ἑνὸς μεγάλου κράτους.
Τόσα πολλὰ χρωστοῦσε
αὐτὸς ὁ δοῦλος.
Ὁ βασιλιᾶς τὸν κάλεσε νὰ τὰ ἐπιστρέψῃ, μὰ αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε
πεντάρα στὴν τσέπη, καὶ διέταξε νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακή, ἕως ὅτου
ἀποδώσῃ ὅ,τι ὀφείλει.
Αὐτὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ ζητώντας ἀναβολὴ
τῆς τιμωρίας καὶ προθεσμία νὰ ἐξοφλήσῃ. Καὶ τότε ὁ βασιλιᾶς,
καλοκάγαθος ὅπως ἦταν, τὸν λυπήθηκε καὶ δὲν τοῦ ἔδωσε ἀναβολή, ὅπως
ζητοῦσε, ἀλλὰ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος!
Βγαίνοντας ὅμως ὁ δοῦλος αὐτὸς ἀπὸ τὸ παλάτι συναντᾷ ἕνα
συνάδελφό του, ὁ ὁποῖος χρωστοῦσε σ᾽ αὐτὸν ἕνα μικρὸ ποσό, ἑκατὸ
δηνάρια (δηλαδὴ χίλιες δραχμές), μικρὸ χρέος.
Γι᾽ αὐτὸ τὸ μικρὸ ποσὸ τὸν
ἅρπαξε ἀπ᾽ τὸ λαιμὸ καὶ τὸν ἔπνιγε λέγοντας·
–Δός μου ἀμέσως ὅ,τι
μοῦ χρωστᾷς.
–Μὰ δὲν ἔχω, ἄφησέ μου ἕνα περιθώριο.
–Δὲν ξέρω ἂν ἔχῃς,
ἐγὼ τὰ θέλω τώρα. Καὶ τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή.
Οἱ σύνδουλοί τους λυπήθηκαν καὶ εἶπαν τὰ συμβάντα στὸ βασιλιᾶ.
Τότε ἐκεῖνος τὸν κάλεσε καὶ τοῦ λέει·
–Ἄσπλαχνε! ὅταν μὲ παρακάλεσες
ἐγὼ σοῦ χάρισα τὸ μεγάλο χρέος· ἐσὺ δὲν εἶχες τὴν καλωσύνη νὰ χαρίσῃς
ἕνα ἀσήμαντο ποσὸ στὸν ἀδελφό σου;
Εἶσαι ἀπάνθρωπος, ἀνακαλῶ τὴ δωρεά.
Καὶ διέταξε νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακὴ μέχρι νὰ ἐπιστρέψῃ ὅλο τὸ χρέος,
δηλαδὴ γιὰ πάντα (βλ. Ματθ. 18, 23-35).
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή, τὸ τσώφλι, καὶ κάτω ἀπ᾽ αὐτὸ ὑπάρχουν
νοήματα ὑψηλά, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν ὅλους.
Θέτουμε τέσσερα ἐρωτήματα.
Πρῶτον, ποιός εἶνε ὁ βασιλιᾶς;
Δεύτερον, ποιός εἶνε ὁ δοῦλος ποὺ
χρωστοῦσε τὰ μύρια τάλαντα;
Τρίτον, ποιό εἶνε τὸ χρέος αὐτό;
Καὶ
τέταρτον, ποιός εἶνε ὁ τελευταῖος δοῦλος ποὺ χρωστοῦσε τὰ ἑκατὸ
δηνάρια;
Βασιλιᾶς στὴν παραβολή, ἀφέντης πραγματικὸς ποὺ κυβερνᾷ καὶ
ἐξουσιάζει τὸ σύμπαν, εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶνε «βασιλεὺς τῶν
βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), καὶ δοῦλοι του
ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του.
Ὁ πρῶτος δοῦλος, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ποιός εἶνε;
Εἶπαν μερικοί, ὅτι εἶνε ὁ διάβολος, γιατὶ αὐτὸς ἁμαρτάνει περισσότερο
ἀπ᾽ ὅλους ἀνεξαιρέτως.
Ναί, ἁμαρτάνει, ἀλλὰ δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ ὀρθὴ
ἑρμηνεία.
Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὸς ποὺ ὤφειλε τὰ μύρια
τάλαντα, τὸ μεγάλο ποσό, εἶνε ὁ κάθε ἁμαρτωλός· εἴμαστε ὅλοι μας.
Χρέος ποιό εἶνε; Τὰ
ἁμαρτήματά μας.
Εἴδατε, ὅταν ἔχουμε κάποιο χρέος, χρωστᾶμε κάπου, τί
ἀγωνία ἔχουμε μέχρι νὰ τὸ ἐξοφλήσουμε, καὶ πόση χαρὰ νιώθουμε ὅταν τὸ
ἐξοφλοῦμε; Ἀλλὰ γιὰ ἕνα ἄλλο χρέος δὲν ἐνδιαφερόμαστε, καὶ τὸ χρέος
αὐτὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας.
–Μά, θὰ πῇ κανείς, τόσο πολλὲς ἁμαρτίες ἔχει ὁ ἄνθρωπος;
Μάλιστα. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του, ἕως
ὅτου κλείσῃ τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει.
Ἔτσι λέει ὁ
Ἰώβ· Κανένας δὲν εἶνε καθαρὸς ἀπὸ τὸ ῥύπο τῆς ἁμαρτίας, ἔστω καὶ ἂν ἡ
ζωή του διαρκέσῃ μιὰ μέρα πάνω στὴ γῆ (βλ. Ἰὼβ 14,4-5).
Ἁμαρτάνουμε τὸ
πρωί, τὸ μεσημέρι, τὸ βράδυ, τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα· ἁμαρτάνουμε στὸ
δρόμο, στὶς πλατεῖες, στὰ χωράφια, παντοῦ· ἁμαρτάνουμε τὶς καθημερινές,
ἁμαρτάνουμε καὶ τὴν Κυριακή.
Πῶς ἁμαρτάνουμε; Ἀκόμα καὶ στὴν ἐκκλησία, ὅταν τὰ κορμιά μας
εἶνε μέσα μὰ τὸ πνεῦμα μας εἶνε ἔξω.
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια περνοῦσαν τὰ
ἅγια καὶ κλαίγανε. Ποῦ τώρα! Εἴδατε σεῖς κανένα δάκρυ; Ἔτσι, ἀδιάφοροι.
Ἁμαρτάνουμε λοιπὸν κι αὐτὲς ἀκόμα τὶς ἅγιες στιγμὲς τῆς λατρείας.
Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια, μὲ τὰ μάτια, μὲ τὰ αὐτιά, μὲ τὸ
κορμὶ ὁλόκληρο. Κάνουμε ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Ποιός μπορεῖ νὰ τὶς μετρήσῃ;
πιὸ εὔκολο εἶνε νὰ μετρήσῃς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης ἢ τὰ φύλλα τῶν
δέντρων στὰ δάση.
Αὐτὸς ποὺ λέει «Δὲν ἔχω ἁμαρτίες» εἶνε ψεύτης!
ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του.
Εἶνε σὰν ἕναν, ποὺ ἐνῷ ἔχει καρκίνο λέει, Εἶμαι
καλά. Μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕναν θὰ βρῇς σήμερα νὰ συναισθάνεται ὅτι εἶνε
ἁμαρτωλός, οἱ ἄλλοι ἐκδίδουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους …πιστοποιητικὰ
ἁγιότητος.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, τί θά ᾽πρεπε συμβῇ γιὰ τὶς
ἁμαρτίες μας; Θά ᾽πρεπε ἡ γῆ νὰ σείεται διαρκῶς, τὰ ποτάμια νὰ
φουσκώσουν νὰ μᾶς πνίξουν ὅλους σὰν ποντίκια, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ
νὰ γίνουν ἀστροπελέκια στὰ κεφάλια μας…
Θά ᾽πρεπε νὰ τιμωρηθοῦμε· καὶ
ὅμως ὁ Θεὸς δὲν μᾶς τιμωρεῖ.
Τί κάνει; Μακροθυμεῖ. «Δόξα τῇ
μακροθυμίᾳ σου, Κύριε»!
Εἶνε τόσο μακρόθυμος, ὥστε μᾶς χαρίζει τὸ χρέος
αὐτό, παίρνει σφουγγάρι καὶ μᾶς σβήνει ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα.
Ὅταν πᾶμε
στὸν πνευματικὸ κ᾽ ἐξομολογηθοῦμε, μᾶς δίνει ἄφεσι ἁμαρτιῶν.
* * *
Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε, ἀγαπητοί
μου; Ὅ,τι ἔκανε ὁ σκληρὸς δοῦλος.
Εἴμαστε μνησίκακοι. Κρατᾶμε τὸ κακὸ
ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ ἄλλος· δὲν μοιάζουμε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, μοιάζουμε
μὲ τὴν ἐκδικητικὴ καμήλα. Δὲν συγχωροῦμε. Πολλοὶ ἔρχονται στὴν
ἐκκλησία, ἀνάβουν κεριά, προσκυνᾶνε εἰκόνες, πηγαίνουν νὰ
ἐξομολογηθοῦν, μὰ συγχώρησι δὲν δίνουν.
Μιὰ γριὰ πέθαινε σ᾽ ἕνα χωριὸ
καὶ πῆγε ἐκεῖ ὁ ἐξομολόγος.
Ἀφοῦ εἶπε τ᾽ ἁμαρτήματά της, τὴ ρωτᾷ ὁ
πνευματικός·
–Ἔχεις κανένα ἐχθρό;
–Ἔχω.
–Νὰ τὸν συχωρέσῃς (κι ὁ ἐχθρὸς
ἦταν ἀπ᾽ ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόρτα καὶ τῆς ζητοῦσε συγγνώμη).
–Ὄχι, δὲν τὸν
συγχωρῶ! πές μου ὅ,τι ἄλλο θέ᾽ς, πάτερ, βάλε μου νηστεία, βάλε μου τὰ
πάντα, ἀλλὰ δὲν τὸν συγχωρῶ…
Καὶ δυστυχῶς πέθανε χωρὶς νὰ συγχωρήσῃ!
Μὰ ὅλοι οἱ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες νὰ διαβάσουν συγχωρητικὴ εὐχή, ἂν ἐσὺ
ὁ ἴδιος δὲν συγχωρήσῃς τὸν ἐχθρό σου, ὁ Θεὸς δὲν σὲ συγχωρεῖ.
Καὶ πόσο λογικὸ εἶνε αὐτό!
Ὑποθέστε, ὅτι χρωστᾶτε σὲ κάποιον
ἕνα ἑκατομμύριο, κι αὐτὸς σᾶς λέει «Σοῦ χαρίζω τὸ ἑκατομμύριο, ἂν
χαρίσῃς μία δραχμὴ στὸ γείτονα»· ποιός δὲν θὰ τὸ δεχόταν;
Κι ὅμως ἐμεῖς
δὲν τὸ δεχόμαστε, ἀφοῦ δὲν ἐννοοῦμε νὰ συγχωρήσουμε.
Εἴμαστε ὅμως καὶ ψεῦτες.
Γιατί; Διότι στὸ «Πάτερ ἡμῶν» λέμε·
Κύριε, «συγχώρεσε τὰ ἁμαρτήματά μας, ὅπως κ᾽ ἐμεῖς συγχωροῦμε τὰ
ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων σ᾽ ἐμᾶς» (Ματθ. 6,12).
Αὐτὸ λέμε. Τὸ ἐφαρμόζουμε;
Δὲν τὸ ἐφαρμόζουμε. Λοιπὸν ψευδόμεθα, ἀφοῦ ἔχουμε μνησικακία.
Ἡ ὡραιότερη λέξι στὸν κόσμο εἶνε ἡ συγχώρησις. Ἀλλὰ οἱ
ἄνθρωποι σήμερα εἶνε ἀχάριστοι καὶ μνησίκακοι. Δύο ῥήματα δὲν ξέρουν νὰ
ποῦν· «εὐχαριστῶ» καὶ «συγχωρῶ». Ὅλα τὰ καλὰ νὰ τοὺς κάνῃς, εὐχαριστῶ
δὲν λένε.
Καὶ κανένας δὲν ζητάει συγγνώμη.
Ἀλλοίμονό μας, ἀδέρφια μου,
θὰ πᾶμε στὴν κόλασι· εἴμαστε ψεύτικοι Χριστιανοί.
Πρέπει ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ
καρδιά μας σὰν τὸ τριαντάφυλλο, νὰ πλατυνθῇ· τότε θὰ εἴμαστε παιδιὰ τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ συγχώρησε τοὺς
σταυρωτάς του λέγοντας «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»
(Λουκ. 23,34).
Ἂς συγχωρήσουμε λοιπὸν ὅλοι – ἐδῶ εἶνε ὁ τελευταῖος δοῦλος·
γονεῖς τὰ παιδιὰ καὶ παιδιὰ τοὺς γονεῖς, νύφες τὶς πεθερὲς καὶ πεθερὲς
τὶς νύφες, λαϊκοὶ τοὺς κληρικοὺς καὶ κληρικοὶ τοὺς λαϊκούς. Ὅλοι,
μικροὶ – μεγάλοι, νὰ συγχωροῦμε.
Διότι συγχωροῦμε; θὰ συγχωρηθοῦμε·
δὲν συγχωροῦμε; δὲν θὰ συγχωρηθοῦμε.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν ὅλων τῶν ἁγίων νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ν᾽ ἀποκτήσουμε πλατειὰ καρδιά, ποὺ νὰ χωράῃ τὸν κόσμο ὅλο· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου πόλεως Φλωρίνης τὴν 26-8-1984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου