Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

«Συγχωρησις», η πιο ωραια λεξι! Κυριακὴ ΙΑ΄ Ματθαίου (Ματθ. 18,23-35)

Ἀκούσατε τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Ἐὰν τὰ λόγια του φυτεύονταν μέσ᾽ στὴν καρδιά μας, θὰ ἤ­μα­σταν εὐτυχεῖς. Γι᾽ αὐτὸ χρειάζεται ἑρμηνεία.

* * *


Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα εἶνε μία παραβολὴ ἀ­πὸ τὶς ὡραῖες παραβολὲς ποὺ εἶπε τὸ χαριτό­βρυτο στόμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τί θὰ πῇ παραβολή;
 Ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ ὁ Κύριος.

Ἡ παραβολὴ μοιάζει μὲ τὸ ἀ­βγό, ποὺ ἔχει τσώφλι, ἔχει καὶ περιεχόμενο· τὰ λόγια τῆς παραβολῆς εἶνε τὸ τσώφλι, καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ λόγια της κρύβονται μεγά­λα νοήματα, ἡ οὐσία τῆς πίστεώς μας.  

Ἡ παραβολὴ εἶνε γνωστή. 
Ἕνας βασιλιᾶς τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, λέει, εἶχε πολλοὺς δούλους, ποὺ τοὺς εἶχε ἀναθέσει διάφορες ἐργα­σί­ες, γιὰ τὶς
ὁποῖες εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ παίρ­νουν ἀπὸ τὸ ταμεῖο του διάφορα ποσά. Νόμισαν ὅμως, ὅτι ποτέ δὲν θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὴ διαχείρισί τους. 
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ὁ βασιλιᾶς ἀποφάσισε νὰ λογαριαστῇ μαζί τους. Καὶ γιὰ τὸν πρῶτο δοῦλο, ποὺ παρουσιάστηκε μπροστά του, ὁ λογαριασμὸς ἔδειξε, ὅτι χρωστάει στὸ βα­σιλιᾶ «μύρια τάλαντα» (Ματθ. 18,24).  
Τί θὰ πῇ τάλαντο;
 Τὸ τάλαντο στὴν ἀρχαία ἐ­ποχὴ ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἕξι χιλιάδες (6.000) χρυσᾶ νομίσματα, ἦταν δηλαδὴ ἴσο μὲ ἑξήν­τα ἑκατομμύρια (60.000.000).
 Καὶ τὰ «μύρια» (=10.000) τάλαντα, ἐὰν πολλαπλασιάσουμε τὰ ἑξήντα ἑκατομμύρια ἐπὶ χίλια, θὰ δοῦμε ὅτι ἰ­σοῦνται μὲ ἕνα ἰλιγγιῶδες ποσό, ἑξήντα τρισ­­ε­κατομμύρια! ἀριθμὸς ἀσύλληπτος, ὅσο εἶνε ὁ προϋπολογισμὸς ἑνὸς μεγάλου κράτους.
 Τόσα πολλὰ χρωστοῦσε αὐτὸς ὁ δοῦλος. Ὁ βασιλιᾶς τὸν κάλεσε νὰ τὰ ἐπιστρέψῃ, μὰ αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε πεντάρα στὴν τσέπη, καὶ διέταξε νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακή, ἕως ὅτου ἀποδώσῃ ὅ,τι ὀφείλει. 
Αὐτὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ ζητώντας ἀναβολὴ τῆς τιμωρί­ας καὶ προθεσμία νὰ ἐξοφλήσῃ. Καὶ τότε ὁ βασιλιᾶς, καλοκάγαθος ὅπως ἦταν, τὸν λυπή­θηκε καὶ δὲν τοῦ ἔ­δωσε ἀναβολή, ὅπως ζητοῦ­σε, ἀλλὰ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος!  
Βγαίνοντας ὅμως ὁ δοῦλος αὐτὸς ἀπὸ τὸ παλάτι συναντᾷ ἕνα συνάδελφό του, ὁ ὁποῖ­ος χρωστοῦσε σ᾽ αὐτὸν ἕνα μικρὸ ποσό, ἑ­κα­τὸ δηνάρια (δηλαδὴ χίλιες δραχμές), μικρὸ χρέος. 
 Γι᾽ αὐτὸ τὸ μικρὸ ποσὸ τὸν ἅρ­παξε ἀπ᾽ τὸ λαιμὸ καὶ τὸν ἔπνιγε λέγοντας·
 –Δός μου ἀ­μέ­σως ὅ,τι μοῦ χρωστᾷς.
 –Μὰ δὲν ἔ­χω, ἄφησέ μου ἕνα περιθώριο. 
–Δὲν ξέρω ἂν ἔχῃς, ἐγὼ τὰ θέλω τώρα. Καὶ τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή.  
Οἱ σύνδουλοί τους λυπήθηκαν καὶ εἶπαν τὰ συμβάντα στὸ βασιλιᾶ. 
Τότε ἐκεῖνος τὸν κάλε­σε καὶ τοῦ λέει·
 –Ἄσπλαχνε! ὅταν μὲ παρα­κάλεσες ἐγὼ σοῦ χάρισα τὸ μεγάλο χρέος· ἐσὺ δὲν εἶχες τὴν καλωσύνη νὰ χαρίσῃς ἕ­να ἀσήμαντο ποσὸ στὸν ἀδελφό σου; 
Εἶσαι ἀ­πάνθρωπος, ἀνακαλῶ τὴ δωρεά.
 Καὶ διέταξε νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακὴ μέχρι νὰ ἐπιστρέ­ψῃ ὅ­λο τὸ χρέος, δηλαδὴ γιὰ πάντα (βλ. Ματθ. 18, 23-35).  
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή, τὸ τσώφλι, καὶ κάτω ἀπ᾽ αὐτὸ ὑπάρχουν νοήματα ὑψηλά, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν ὅλους.

 Θέτουμε τέσσερα ἐρωτή­ματα. 

 Πρῶτον, ποιός εἶνε ὁ βασιλιᾶς; 
Δεύτε­­ρον, ποιός εἶνε ὁ δοῦλος ποὺ χρωστοῦσε τὰ μύρια τάλαντα; 
Τρίτον, ποιό εἶνε τὸ χρέος αὐτό; 
Καὶ τέταρτον, ποιός εἶνε ὁ τελευταῖος δοῦ­λος ποὺ χρωστοῦσε τὰ ἑκατὸ δηνάρια;
Βασιλιᾶς στὴν παραβολή, ἀφέντης πραγμα­τι­κὸς ποὺ κυβερνᾷ καὶ ἐξουσιάζει τὸ σύμ­παν, εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶνε «βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), καὶ δοῦλοι του ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του.
Ὁ πρῶτος δοῦλος, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ποιός εἶνε; 
Εἶπαν μερικοί, ὅτι εἶνε ὁ διάβολος, γιατὶ αὐτὸς ἁμαρτάνει περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους ἀνεξαιρέτως. 
Ναί, ἁμαρτάνει, ἀλλὰ δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία. 
Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὸς ποὺ ὤφειλε τὰ μύρια τάλαντα, τὸ μεγάλο ποσό, εἶ­νε ὁ κάθε ἁμαρτωλός· εἴμαστε ὅλοι μας.
Χρέος ποιό εἶνε; Τὰ ἁμαρτήματά μας.
 Εἴδατε, ὅταν ἔχουμε κάποιο χρέος, χρωστᾶμε κάπου, τί ἀγωνία ἔχουμε μέχρι νὰ τὸ ἐξοφλήσου­­με, καὶ πόση χαρὰ νιώθουμε ὅταν τὸ ἐξοφλοῦ­με; Ἀλλὰ γιὰ ἕνα ἄλλο χρέος δὲν ἐνδιαφερόμαστε, καὶ τὸ χρέος αὐτὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. –Μά, θὰ πῇ κανείς, τόσο πολλὲς ἁμαρτίες ἔχει ὁ ἄνθρωπος; 
 Μάλιστα. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του, ἕ­ως ὅτου κλείσῃ τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει. 
Ἔτσι λέει ὁ Ἰώβ· Κανένας δὲν εἶνε καθαρὸς ἀπὸ τὸ ῥύπο τῆς ἁμαρτί­ας, ἔστω καὶ ἂν ἡ ζωή του διαρκέσῃ μιὰ μέρα πάνω στὴ γῆ (βλ. Ἰὼβ 14,4-5). 
Ἁμαρτάνουμε τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι, τὸ βράδυ, τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυ­χτα· ἁμαρτάνουμε στὸ δρόμο, στὶς πλατεῖες, στὰ χωράφια, παντοῦ· ἁμαρτάνουμε τὶς καθη­μερινές, ἁμαρτάνουμε καὶ τὴν Κυριακή.  
Πῶς ἁμαρτάνουμε; Ἀκόμα καὶ στὴν ἐκκλησία, ὅταν τὰ κορμιά μας εἶνε μέσα μὰ τὸ πνεῦ­μα μας εἶνε ἔξω. 
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια περ­νοῦ­σαν τὰ ἅγια καὶ κλαίγανε. Ποῦ τώρα! Εἴδατε σεῖς κανένα δάκρυ; Ἔτσι, ἀδιάφοροι. Ἁμαρτάνουμε λοιπὸν κι αὐτὲς ἀκόμα τὶς ἅγιες στι­γμὲς τῆς λατρείας. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ πόδια, μὲ τὰ μάτια, μὲ τὰ αὐτιά, μὲ τὸ κορμὶ ὁλόκληρο. Κάνουμε ὅλες τὶς ἁμαρτί­ες. Ποιός μπορεῖ νὰ τὶς μετρήσῃ; πιὸ εὔκολο εἶνε νὰ με­τρήσῃς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης ἢ τὰ φύλλα τῶν δέν­τρων στὰ δάση. 
Αὐτὸς ποὺ λέει «Δὲν ἔ­χω ἁ­μαρτίες» εἶνε ψεύτης! ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του. 
Εἶνε σὰν ἕναν, ποὺ ἐνῷ ἔ­χει καρ­κίνο λέει, Εἶ­μαι καλά. Μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕναν θὰ βρῇς σήμερα νὰ συναισθάνεται ὅτι εἶνε ἁμαρτωλός, οἱ ἄλλοι ἐκδίδουν γιὰ τὸν ἑ­αυτό τους …πιστοποιητικὰ ἁγιότητος.  
Ἀφοῦ λοιπὸν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, τί θά ᾽­­πρεπε συμβῇ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας; Θά ᾽πρεπε ἡ γῆ νὰ σείεται διαρκῶς, τὰ ποτάμια νὰ φου­σκώ­σουν νὰ μᾶς πνίξουν ὅλους σὰν πον­τίκια, τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ νὰ γίνουν ἀστρο­πελέκια στὰ κεφάλια μας… 
Θά ᾽πρεπε νὰ τιμωρηθοῦ­με· καὶ ὅ­μως ὁ Θεὸς δὲν μᾶς τιμωρεῖ. 
Τί κάνει; Μακρο­θυμεῖ. «Δόξα τῇ μα­κροθυμίᾳ σου, Κύριε»! 
Εἶνε τόσο μακρόθυμος, ὥστε μᾶς χαρίζει τὸ χρέος αὐτό, παίρνει σφουγγάρι καὶ μᾶς σβήνει ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα. 
Ὅταν πᾶμε στὸν πνευματικὸ κ᾽ ἐξομολογηθοῦμε, μᾶς δίνει ἄφεσι ἁμαρτιῶν.

* * *


Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε, ἀγαπητοί μου; Ὅ,τι ἔ­κανε ὁ σκληρὸς δοῦλος. 
Εἴμαστε μνησίκακοι. Κρα­τᾶμε τὸ κα­κὸ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ ἄλλος· δὲν μοιάζουμε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, μοιάζουμε μὲ τὴν ἐκδικη­τικὴ καμήλα. Δὲν συγχωροῦμε. Πολλοὶ ἔρ­χον­ται στὴν ἐκκλησία, ἀνάβουν κεριά, προσ­κυ­νᾶ­νε εἰκόνες, πηγαίνουν νὰ ἐξομο­λογηθοῦν, μὰ συγχώρησι δὲν δίνουν.

 Μιὰ γριὰ πέθαινε σ᾽ ἕ­να χωριὸ καὶ πῆγε ἐκεῖ ὁ ἐξομολό­γος. 
Ἀ­φοῦ εἶπε τ᾽ ἁμαρτήματά της, τὴ ρω­τᾷ ὁ πνευματικός· 
–Ἔχεις κανένα ἐχθρό; 
–Ἔ­χω. 
–Νὰ τὸν συ­χωρέσῃς (κι ὁ ἐχθρὸς ἦταν ἀπ᾽ ἔξω ἀπ᾽ τὴν πόρτα καὶ τῆς ζητοῦσε συγγνώμη). 
–Ὄχι, δὲν τὸν συγχωρῶ! πές μου ὅ,τι ἄλ­λο θέ᾽ς, πάτερ, βάλε μου νηστεία, βάλε μου τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν τὸν συγχωρῶ…
 Καὶ δυσ­τυ­χῶς πέθα­νε χωρὶς νὰ συγχωρήσῃ! 
Μὰ ὅλοι οἱ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες νὰ διαβά­σουν συγχωρητικὴ εὐχή, ἂν ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν συγχωρή­σῃς τὸν ἐχθρό σου, ὁ Θεὸς δὲν σὲ συγχωρεῖ. Καὶ πόσο λογικὸ εἶνε αὐτό! 
Ὑπο­θέστε, ὅτι χρωστᾶτε σὲ κάποιον ἕνα ἑκατομμύριο, κι αὐ­τὸς σᾶς λέει «Σοῦ χαρίζω τὸ ἑκατομμύριο, ἂν χαρίσῃς μία δραχμὴ στὸ γείτονα»· ποιός δὲν θὰ τὸ δεχόταν; 
Κι ὅ­μως ἐμεῖς δὲν τὸ δεχόμαστε, ἀφοῦ δὲν ἐννοοῦμε νὰ συγχωρήσουμε.  
Εἴμαστε ὅμως καὶ ψεῦτες. 
Γιατί; Διότι στὸ «Πάτερ ἡμῶν» λέμε· Κύριε, «συγχώρεσε τὰ ἁ­μαρτήματά μας, ὅπως κ᾽ ἐμεῖς συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων σ᾽ ἐμᾶς» (Ματθ. 6,12). 
Αὐ­τὸ λέμε. Τὸ ἐφαρμόζουμε; 
Δὲν τὸ ἐφαρμό­ζουμε. Λοιπὸν ψευδόμεθα, ἀφοῦ ἔχουμε μνησικακία.  
Ἡ ὡραιότερη λέξι στὸν κόσμο εἶνε ἡ συγχώ­ρησις. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶνε ἀχάριστοι καὶ μνησίκακοι. Δύο ῥήματα δὲν ξέρουν νὰ ποῦν· «εὐχαριστῶ» καὶ «συγχωρῶ». Ὅλα τὰ κα­λὰ νὰ τοὺς κάνῃς, εὐχαριστῶ δὲν λένε. 
Καὶ καν­ένας δὲν ζητάει συγγνώμη. 
Ἀλλοίμονό μας, ἀ­δέρφια μου, θὰ πᾶμε στὴν κόλασι· εἴμαστε ψεύ­τικοι Χριστιανοί. 
Πρέπει ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ καρδιά μας σὰν τὸ τριαντάφυλλο, νὰ πλατυνθῇ· τότε θὰ εἴ­μαστε παιδιὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ συγχώρησε τοὺς σταυ­ρωτάς του λέγοντας «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34).
Ἂς συγχωρήσουμε λοιπὸν ὅλοι – ἐδῶ εἶνε ὁ τελευταῖος δοῦλος· γονεῖς τὰ παιδιὰ καὶ παι­διὰ τοὺς γονεῖς, νύφες τὶς πεθε­ρὲς καὶ πεθερὲς τὶς νύφες, λαϊκοὶ τοὺς κληρικοὺς καὶ κληρικοὶ τοὺς λαϊκούς. Ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, νὰ συγχω­ροῦ­με. 
Διότι συγχωροῦμε; θὰ συγχωρηθοῦμε· δὲν συγχωροῦμε; δὲν θὰ συγχωρηθοῦμε.  
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβει­ῶν ὅλων τῶν ἁ­γίων νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ν᾽ ἀποκτήσουμε πλατειὰ καρδιά, ποὺ νὰ χωράῃ τὸν κόσμο ὅλο· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου πόλεως Φλωρίνης τὴν 26-8-1984.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου