Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

Η μακρά χρεοκοπία της μεταπολίτευσης

Των Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστου Α. Ιωάννου

 Η φετινή 43η επέτειος της μεταπολίτευσης είναι η 8η η οποία “γιορτάστηκε” σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η παρούσα κρίση και κατάρρευση βρίσκεται ήδη στο 10ο έτος της και οφείλεται σε κάτι περισσότερο από συγκυριακές και εξωγενείς αιτίες. 

Είναι η αναπόφευκτη κορύφωση μίας ιστορικής πορείας γεμάτης λάθη και αντινομίες, την οποία ακολούθησε η ελληνική κοινωνία σε όλη την μεταπολεμική περίοδο. Μίας πορείας για την οποία την ευθύνη έχουν όλοι οι Έλληνες πολίτες -και μόνον αυτοί. 

Η προσπάθεια να καταδειχθούν ως υπεύθυνοι για τη συλλογική ιστορική μας αποτυχία, εξωγενείς παράγοντες, είναι ανέντιμη και παραπειστική. Δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την επιθυμία κάποιων να αποκρύψουν το μερίδιο της ενοχής τους, για όσα συνέβησαν, και να αρνηθούν το μερίδιο της ευθύνης που σήμερα τους αναλογεί και που θα όφειλαν να αναλάβουν για να συμμετάσχουν στην προσπάθεια ανάταξης του έθνους.

Στην πρώτη περίοδο μετά τον εμφύλιο, το καθεστώς των νικητών, πολύ γρήγορα, οικοδόμησε επί των ερειπίων της πολεμικής δεκαετίας μία κοινωνία αντιδημοκρατική, εκμεταλλευτική και άδικη. Στις προνομιούχες θέσεις της βρισκόταν μία κοινωνική μειοψηφία, που με σχεδόν βίαιο τρόπο αποσπούσε και καρπωνόταν το προϊόν της εργασίας της πλειοψηφίας του πληθυσμού.

Στην γλώσσα της σύγχρονης κοινωνικής και οικονομικής θεωρίας, το καθεστώς μέσα στο οποίο έζησε η Ελλάδα στην περίοδο 1949-1974, ήταν ένα καθεστώς “απομύζησης” (extractive).
 Η βία και η καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν ήταν μόνο συνέπεια των “παθών του Εμφυλίου”, όπως συχνά λέγεται.
 Ήταν επίσης, και κυρίως, ο πολιτικός μηχανισμός εμπέδωσης των διαδικασιών μέσω των οποίων οι κοινωνικές ομάδες οι οποίες συναπάρτιζαν τον συνασπισμό της εξουσίας, διατηρούσαν την λεόντεια, ηγεμονική τους θέση στην κατανομή του ισχνού, πλεονάσματος που δημιουργούσε η ελληνική οικονομία της εποχής.
 Η κατάσταση αυτή, παρά την σταδιακή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου ζωής, λόγω της δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης, (η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό ήταν συνέπεια του πολύ χαμηλού σημείου εκκίνησης), ήταν μοιραίο να τροφοδοτεί κοινωνικές εντάσεις και πολιτική αστάθεια που κατέληξαν στην επιβολή της δικτατορίας.

Η μεταπολίτευση του 1974 υπήρξε προϊόν συμπυκνωμένων ανισορροπιών και ασυμμετριών μεταξύ του πολιτικού συστήματος και της κοινωνικής πραγματικότητας που είχε διαμορφωθεί μετά από μία εικοσαετία οικονομικής μεγέθυνσης, τροφοδοτημένης από διάφορες πηγές εν μέσω μίας σειράς ευτυχών για την εθνική οικονομία, συγκυριών. Δυστυχώς, όμως η ελληνική κοινωνία δεν είχε την πνευματική διαύγεια και την αυτοσυνείδηση που απαιτούνταν για να διαχειριστεί προς όφελός της και κατά τρόπο αποτελεσματικό τις δυνατότητες που της προσέφερε η έλευση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Πράγματι η περίοδος της μεταπολίτευσης ήταν μία λαμπρή ευκαιρία να μετασχηματιστούν ομαλά οι κοινωνικο-οικονομικές λειτουργίες της χώρας, από το ξεπερασμένο και καταρρεύσαν υπόδειγμα της “απομύζησης”, σε ένα νέο σύγχρονο υπόδειγμα κοινωνικής δημοκρατίας και “περιεκτικής” (inclusive) δυναμικής οικονομίας, προς όφελος όλων των πολιτών και όλων των κοινωνικών κατηγοριών.
 Δεν συνέβη, όμως, κάτι τέτοιο, και αυτό είναι ευθύνη όλων των πολιτικών σχηματισμών και όλων των κοινωνικών δυνάμεων της χώρας.
Εκείνο το οποίο θα έπρεπε να κάνει η μεταπολιτευτική Ελλάδα θα ήταν να οικοδομήσει ένα καθεστώς κοινωνικής ισονομίας μέσω της εξάλειψης των προνομίων των μειοψηφιών που είχαν κληρονομηθεί από την ανώμαλη μετεμφυλιακή εποχή. Θα έπρεπε να καταργηθεί κάθε είδος προσόδου που οι “νικητές” του Εμφυλίου είχαν αποδώσει στον εαυτό τους ως έπαθλο της επικράτησής τους.
Και όχι μόνον αυτό!
 Η ίδια η έννοια της προσόδου, δηλαδή της πρόσκτησης εισοδήματος που δεν αντιστοιχεί σε αντίστοιχη παραγωγική προσπάθεια θα έπρεπε να είχε καταγγελθεί και να είχε καταστεί στην κοινή συνείδηση συνώνυμο της υπέρτατης ηθικής απαξίας! Κάτι τέτοιο, όμως, ήταν πολύ ξένο για τον βαθύ αξιακό πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, έτσι όπως αυτός είχε διαμορφωθεί μέσα σε μία μακρά κοινωνικο-ιστορική πορεία.
Συνέβη, λοιπόν, το ακριβώς αντίθετο εκείνου που θα έπρεπε να είχε συμβεί.
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, (στο σύνολό της και όχι απλά κάποιες μεμονωμένες πολιτικές δυνάμεις), όχι μόνο δεν απέρριψε τις αξίες και την κοσμοαντίληψη που είχαν δια της βίας επικρατήσει ως πολιτικός κανόνας στην μετεμφυλιακή περίοδο, αλλά τις ενστερνίσθηκε ολοκληρωτικά.

Με μία μικρή διαφορά, βεβαίως: θεώρησε ότι η οικονομική δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη ισοδυναμούν με την σταδιακή παραχώρηση στο σύνολο του κοινωνικού σώματος εκείνων των προνομίων που προηγουμένως απολάμβαναν μόνο οι ολίγοι επικυρίαρχοι του μετεμφυλιακού κράτους.

 Έτσι, στον ελληνικό χώρο δημιουργήθηκε ένα κοινωνικό υβρίδιο τερατογένεσης: μία κοινωνία η οποία ενώ δήλωνε ότι φιλοδοξούσε να είναι κοινωνικά δίκαιη και περιεκτική (inclusive), το έκανε αυτό χρησιμοποιώντας τα “υλικά” του καταπιεστικού και εκμεταλλευτικού μετεμφυλιακού καθεστώτος, δηλαδή το έκανε με την όλο και αυξανόμενη διανομή προνομίων και προσόδων που δεν αντιστοιχούσαν σε παραγωγικό έργο.

Η χώρα, έτσι, μετατράπηκε σε κάτι που μοιάζει με μία ρωμαϊκή γαλέρα στην οποία αφού οι σκλάβοι-κωπηλάτες επαναστάτησαν και πέταξαν τους Ρωμαίους αξιωματικούς στην θάλασσα κάθονται τώρα όλοι μαζί στην γέφυρα και απολαμβάνουν τα προνόμιά τους, χωρίς κανείς να κωπηλατεί, διότι δεν είναι πλέον σκλάβοι. Μόνο που η γαλέρα πολύ σύντομα, και τελείως φυσιολογικά, ξυλάρμενη, θα βρεθεί, (βρέθηκε), επάνω στα βράχια.

Η νέα ασυμμετρία που δημιουργήθηκε στην μεταδιδακτορική Ελλάδα, δεν ήταν μακροχρόνια βιώσιμη, σε αντίθεση με εκείνην της προδικτατορικής περιόδου: εκείνη, έστω και αν τροφοδοτούνταν από ένα πολύ περιορισμένο σε όγκο οικονομικό πλεόνασμα, αφορούσε μία μικρή κοινωνική μειοψηφία.
¨Ήταν ένα σύστημα που απαιτούσε πολιτική βία και καταπίεση για να συντηρηθεί και να αναπαραχθεί, αλλά οικονομικά ήταν βιώσιμο.
Αντίθετα, το σύστημα που δημιουργήθηκε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, ήταν παράλογο και καταδικασμένο στην καταστροφή: αφορούσε πάνδημα προνόμια που δεν είχαν κανένα παραγωγικό αντίκρισμα και την παραμικρή υποστήριξη από την πραγματική ελληνική οικονομία. Ήταν ένα σύστημα που ορθώθηκε επάνω στην παράλογη και αυτοκτονική για μία κοινωνία πεποίθηση πως ή διανομή προσόδων από το κράτος σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, πρέπει να αποτελεί το κύριο αντικείμενο της πολιτικής πρακτικής.

Έτσι η χώρα γέμισε από νεαρούς συνταξιούχους, από άεργους στις ΔΕΚΟ και στο Δημόσιο, από επιδοτήσεις σε βοσκούς χωρίς ένα πρόβατο και από δαψιλώς δανειοδοτούμενους επιχειρηματίες χωρίς επιχειρήσεις αλλά με μόνιμο τραπέζι στις μεγάλες πίστες.

 Και επειδή αυτά το είδος οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι συμβατό με την υγιή -παραγωγική- οικονομική ανάπτυξη, διότι αφαιρεί από αυτήν, μεν, τους δυνητικούς πόρους που θα έπρεπε να διαθέτει προς επένδυση, από τους ανθρώπους, δε, τα κίνητρα για να δραστηριοποιηθούν στην παραγωγή, η Ελλάδα έγινε μία χώρα που, (όπως με έκπληξη διαπίστωσε το ΔΝΤ), τα τελευταία 40 χρόνια, υπερδιπλασίασε μεν το εισόδημά της και πολλαπλασίασε την καταναλωτική της δυνατότητα, αλλά η μέση ετήσια αύξηση της πραγματικής παραγωγικότητας της οικονομίας της ήταν 0,1%-ίσως η χαμηλότερη του κόσμου.
Η κρίση, λοιπόν, που ζούμε σήμερα, δυστυχώς, δεν είναι μία αποκλειστικά οικονομική κρίση.

Την οικονομική κρίση οι κοινωνίες μπορούν, αργά ή γρήγορα, να την ξεπεράσουν και να εισέλθουν ξανά στην ατραπό της ανάπτυξης.
Εδώ πρόκειται για μία βαθιά κρίση υπαρξιακού εθνικού προσανατολισμού που είναι πολύ πιο δύσκολο να ξεπερασθεί.

Γιατί το πρώτο χαρακτηριστικό της, (σε συνδυασμό, μάλιστα και με την δημογραφική κάμψη), είναι ο ανθρωπολογικός εκφυλισμός της χώρας.
Τελείως φυσιολογικός βεβαίως όταν δύο γενεές, τουλάχιστον, έχουν μεγαλώσει και έχουν κοινωνικοποιηθεί μαθαίνοντας ότι στόχος του πολίτη είναι να “αγωνίζεται” για να αποκτήσει προσόδους.
Δηλαδή δυο γενεές Ελλήνων έμαθαν ότι σκοπός της ζωής τους είναι να πετύχουν να τους αντιμετωπίζει το Κράτος ως αναξιοπαθούντες, μιάς και στον σύγχρονο κόσμο μόνο οι αναξιοπαθούντες αμείβονται χωρίς να προσφέρουν.
 Κατόπιν αυτού ο συλλογικός εκφυλισμός είναι έκδηλος και ορατός σε κάθε κοινωνική εκδήλωση των πολιτών: στο πως συμπεριφέρονται στους δημόσιους χώρους, στο τι πιστεύουν, στο ποιο είναι το επίπεδο της κοινωνικής τους συνείδησης, στο πως αναζητούν τον επόμενο ηγέτη που θα τους βγάλει από τις δυσκολίες και θα τους οδηγήσει στην γη της επαγγελίας.

Το δεύτερον νοσηρό φαινόμενο, που πονάει ακόμη περισσότερο, είναι το ότι στην χώρα δεν υπάρχει αυθεντική Δημοκρατία.
Βεβαίως η μεταπολίτευση επανέφερε ένα καθεστώς κοινοβουλευτικών και δημοκρατικών ελευθεριών, που πρέπει να περιφρουρήσουμε ως κόρη οφθαλμού-με αδιάλειπτο αγώνα εναντίον εκείνων που το επιβουλεύονται και το απειλούν, προερχόμενοι και από τα δύο άκρα.
Αυτό όμως, παρ’ ό,τι απαραίτητο, είναι μόνο το κέλυφος της Δημοκρατίας, η ουσία της οποίας συνίσταται στο ότι αποτελεί ένα πολίτευμα που πρέπει να συγκροτείται από πολίτες οι οποίοι είναι σε θέση να ορίζουν την μοίρα τους διότι απολαμβάνουν ισοδυναμία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. (Και οι καλύτεροι πολίτες, μάλιστα, είναι εκείνοι που αισθάνονται ότι οι υποχρεώσεις τους βαρύνουν περισσότερο από τα δικαιώματά τους).
Πλην όμως, ο ανθρωπολογικός τύπος του Έλληνα που δημιούργησε η μεταπολίτευση είναι εκείνος που αναγνωρίζει στον εαυτό του μόνο δικαιώματα, και ουδεμία υποχρέωση.
Οι υποχρεώσεις, κατά την άποψή του, αφορούν άλλους, τρίτους, τους οποίους και δαιμονοποιεί συστηματικά, διότι συνήθως, θεωρεί, ότι δεν ανταποκρίνονται στα όσα όφειλαν να του έχουν προσφέρει.

Τέτοιοι μπορεί να είναι από τους πολιτικούς που τον “ξεγέλασαν” (κάνοντάς του, βέβαια, όλα τα χατήρια), έως τον Σόιμπλε και την Μέρκελ, που “συνωμότησαν” (για να μην χρηματοδοτούν την αεργία του). Οι πολιτικές, ιδεολογικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις που κυριάρχησαν στην μεταπολίτευση είναι η επιτομή της υπαρξιακής και πολιτικής ετερονομίας μίας Πολιτείας. Μία Δημοκρατία, αλλά και ένα έθνος δεν μπορούν να μακροημερεύσουν με τέτοιο σαθρό αξιακό υπόβαθρο. Η αλλαγή του, το συντομότερο δυνατόν, είναι όρος επιβίωσης του έθνους.
Οι αφελείς, που εκείνο το απόγευμα της 24ης Ιουλίου 1974 ένιωσαν ελπίδες για ένα λαμπρό μέλλον που ανοιγόταν μπροστά τους, σήμερα όμως ανασκοπούν τον κοινωνικο-πολιτικό χρόνο που παρήλθε έκτοτε με πένθιμη διάθεση, έχουν -παρά την αφέλειά τους- ένα καθήκον. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν θεωρούν ότι το πραγματικό πνεύμα της μεταπολίτευσης ήταν εκείνη η αίσθηση ανάτασης και ευδαιμονίας, που στην συνέχεια χάθηκε μέσα στην μικροπολιτική των συμφερόντων και στην ετερονομία της καθημερινής μικρόνοιας.
Έχουν το καθήκον, υπηρετώντας αυτό το πνεύμα, στην πεζή σημερινή ελληνική πραγματικότητα, να συνασπισθούν με τους νέους που δεν έζησαν εκείνες τις στιγμές αλλά επιθυμούν μία αξιοπρεπή και όχι επαιτούσα πατρίδα, και να αγωνισθούν, όπως μπορεί ο καθένας, εναντίον του ανθρωπολογικού εκφυλισμού της χώρας και εναντίον της έκπτωσης της Δημοκρατίας σε οχλοκρατία.
 Πράγμα που μπορεί να γίνει αν ο κάθε Έλληνας πολίτης θεωρεί καθήκον του να συγκρούεται, όπου και αν τα συναντάει, δεξιά ή αριστερά, με το ψέμα, την προσοδοθηρία, τον παρασιτισμό, την αναξιοπρέπεια και την δεισιδαιμονία. 
Διότι από αυτά τα πέντε δεινά συντίθεται ουσιαστικά η μάστιγα που έπληξε την χώρα, πρώτα μεταπολεμικά και στην συνέχεια μεταπολιτευτικά, και την οδηγεί στον εκφυλισμό και στην παρακμή.

* Οι κ.κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι Οικονομολόγοι

capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου