Ελλάς – Γαλλία συμμαχία, αλλά στις business... αστοχία.
Μπορεί η Γαλλία να συγκαταλέγεται ιστορικά στις φίλιες πολιτικά χώρες, οι δεσμοί των δύο λαών να παραμένουν ισχυροί, ωστόσο σε οικονομικό και επιχειρηματικό επίπεδο, πολλά μεγάλα επενδυτικά εγχειρήματα είτε απέτυχαν, είτε παρέμειναν απλώς σε επίπεδο προθέσεων, δημιουργώντας μια επιφυλακτικότητα, εάν όχι αρνητική προδιάθεση, απέναντι στις κατά καιρούς επενδυτικές εξαγγελίες που ανακοινώνονται, όπως αυτές εν όψει της έλευσης Μακρόν στην Αθήνα.
Με ορόσημο τις αγορές των
περίφημων πολεμικών αεροσκαφών Mirage (σ.σ. μέρος της "αγοράς του αιώνα” πίσω στο 1985...) και Rafale, των γαλλικών φρεγατών και ελικοπτέρων και των λοιπών εξοπλιστικών προγραμμάτων που παραμένουν διαχρονικά στο τραπέζι, στις συμφωνίες των δύο πλευρών, η μερίδα του λέοντος αφορά στην αμυντική βιομηχανία.
Παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις, οι πληροφορίες αναφέρουν πως στο επίκεντρο της έλευσης Μακρόν παραμένουν θέματα εξοπλιστικών που αφορούν αναβαθμίσεις των Mirage, συμπαραγωγές για να αποκτήσουν έργο οι εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες, τροποποιήσεις αντισταθμιστικών ωφελημάτων κ.α.
Στην αγορά επιμένουν να κρατούν χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών για νέες, μεγάλες, επιχειρηματικές συμφωνίες.
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1990 αρχικά και πιο έντονα αυτή του 2000, καταγράφηκε ένα σημαντικό κύμα επενδύσεων που χαρακτηρίστηκε από την "απόβαση” γαλλικών εμπορικών και τραπεζικών, κυρίως, κολοσσών στην Ελλάδα. Εκείνες οι επενδυτικές πρωτοβουλίες έγιναν θερμά δεκτές ως κινήσεις διεθνοποίησης της ελληνικής αγοράς, ενίσχυσης του ρόλου της σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ευκαιρία ανάπτυξης σημαντικών συνεργιών.
Η εξαγορά της Εμπορικής Τράπεζας από την Credit Agricole, της Γενικής Τράπεζας από τη Societe Generale και η συνεργασία του λιανεμπορικού κολοσσού Carrefοur με τον όμιλο Μαρινόπουλος αποτέλεσαν τα σημαντικότερα ελληνο-γαλλικά επιχειρηματικά deals.
Για διαφορετικούς λόγους, απέτυχαν και τα τρία, όχι χωρίς ευθύνη της γαλλικής πλευράς.
Στον τραπεζικό κλάδο, η παρουσία της "ελίτ” του γαλλικού τραπεζικού συστήματος, της Gredit Agricole, της Societe Generale αλλά και άλλων ομίλων πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονων διεργασιών στον εγχώριο κλάδο.
Ήδη από το 2000 η Credit Agricole ως στρατηγικός εταίρος είχε αποκτήσει το 6,7% της Εμπορικής Τράπεζας, το 2006 προχωρά στην εξαγορά της από το ελληνικό δημόσιο έχοντας δώσει πάνω από 3 δισ. ευρώ.
"Ήρθαμε στην Ελλάδα για να μείνουμε", λένε τότε οι επικεφαλής του ομίλου.
Οι Γάλλοι προχωρούν σε μεγάλες αυξήσεις κεφαλαίου και δημόσιων
προσφορών για να αυξήσουν τη συμμετοχή τους και δαπανούν ακόμη
περισσότερα κεφάλαια μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων. Τελικά αποχωρούν στα
τέλη του 2012 πουλώντας τη συμμετοχή τους στην Alpha Bank έναντι ενός
ευρώ.
Πολλοί μιλούν για γαλλική υπεροψία και διοικητικές αστοχίες, για αδυναμία αντίληψης της ελληνικής πραγματικότητας (sic), για γαλλο-ελληνικό "εμφύλιο” μεταξύ των στελεχών, άλλοι για τις τεράστιες ζημιές που δεν μειώνονταν, για πόλεμο με τους συνδικαλιστές και πολιτικά κόμματα και άλλοι για θαρραλέα απόφαση αποχώρησης σε μια στιγμή που η κρίση στην Ελλάδα μόλις ξεκινούσε. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία κατέγραψε την αδυναμία ενός διεθνούς τραπεζικού κολοσσού να παραμείνει στη χώρα.
Ανάλογη ήταν και η περιπέτεια της Societe Generale με τη Γενική. Ο γαλλικός όμιλος αποκτά τον έλεγχο της τράπεζας το 2004. Ουδέποτε μπόρεσε να υλοποιήσει το σχεδιασμό του για την ανάπτυξή του στην Ελλάδα, παρά τα σημαντικά κεφάλαια που αναγκάστηκε να δαπανήσει, μέσω ΑΜΚ και συνεχόμενων διαγραφών επισφαλών δανείων.
Εν τέλει, το 2012 η SG αποχωρεί πουλώντας την Γενική στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ σταδιακά αποδυναμώθηκε και η παρουσία στη χώρα ενός ακόμη γαλλικού τραπεζικού ομίλου, της BNP Paribas.
Το ναυάγιο της Carrefour
Των τραπεζών είχε προηγηθεί η έλευση του λιανεμπορικού κολοσσού Carrefour.
Αν και είχε αναπτύξει προηγουμένως παρουσία στην αγορά, το 1999 είναι η χρονιά-ορόσημο, καθώς τότε συμφωνείται η δημιουργία του ομίλου Carrefour-Μαρινόπουλος, με 50% - 50% συμμετοχή των δύο πλευρών. Το μάνατζμεντ δίνεται στα χέρια των Γάλλων οι οποίοι αρχικά πιστώνονται την μεγάλη ανάπτυξη του ομίλου και την επί σειρά ετών πρωτοκαθεδρία στην ελληνική αγορά των σουπερμάρκετ που αναπτύσσεται σταθερά.
Ωστόσο οι σχέσεις των δύο πλευρών περνά από πολλές διακυμάνσεις και προστριβές, διαρκείς αλλαγές μάνατζμεντ, ζημιές που διευρύνονται και εσωτερικές έριδες.
Έπειτα από δύσκολες συζητήσεις, ο γαλλικός όμιλος αποδέχεται να αποχωρήσει κάτι που γίνεται λίγο πριν από τις δεύτερες βουλευτικές εκλογές του 2012, πουλώντας το μερίδιό του στην η οικογένεια Μαρινόπουλου, έναντι των απαιτήσεών του, με τους Γάλλους να ανακοινώνουν ότι κατέγραψαν ζημίες 220 εκατ. ευρώ (ορισμένοι υπολογίζουν σημαντικά υψηλότερα) από την δραστηριότητα τους στην Ελλάδα.
Η οικογένεια να αποφασίζει να διατηρήσει την αλυσίδα (ένα δίκτυο 807 καταστημάτων), εξαγοράζει το 50% των Γάλλων και προχωρά σε αύξηση κεφαλαίου 350 εκατ. ευρώ, συμβάλλοντας με κεφάλαια ή και με προσωπικά δάνεια.
Όμως οι συνθήκες στην ελληνική αγορά δεν ήταν πια ίδιες.
Η ύφεση που διαρκώς βάθαινε,οι τραπεζικές υποχρεώσεις που γινόταν δυσβάστακτες, η αργοπορία, ενδεχομένως, στην αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου της αλυσίδας σουπερμάρκετ, κόστισε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση.
Από ένα σημείο και μετά, η αγορά γνώριζε τα προβλήματα, όμως μια πλήρη κατάρρευση του ομίλου θα ήταν καταστροφική για το σύνολο της οικονομίας και όλοι οι υπεύθυνοι παίκτες της αγοράς στηρίζουν την εξεύρεση λύσης που τελικά υπήρξε στο πρόσωπο της Σκλαβενίτης.
Εντυπωσιακή ήταν και η αποτυχία της γαλλικής αλυσίδας Fnac το 2010, χωρίς να συμπληρώσει καν πέντε χρόνια λειτουργίας στην Ελλάδα. Η αλυσίδα που ήλθε στη χώρα σε συνεργασία με τον όμιλο Μαρινόπουλου (49%) δεν κατάφερε να "πιάσει" τον σφυγμό των Ελλήνων καταναλωτών, έγραψε ζημιές άνω των 20 εκατ. ευρώ και αποχώρησε.
Αλλά και στα τρόφιμα, ο όμιλος Danone έπειτα από μια συνεργασία με τη ΔΕΛΤΑ που ξεκίνησε το 1992, αποχώρησε από το κοινό σχήμα καθώς οι σχέσεις του με τον συνεταίρο του, την οικογένεια Δασκαλόπουλου, είχαν γίνει δυσχερείς, ιδιαίτερα την τελευταία τετραετία πριν το διαζύγιο, ενώ οι Γάλλοι ήταν εμπόδιο στη δημιουργία του σχήματος της Vivartia, με την εξαγορά της Chipita που ακολούθησε.
Φιλολογικό ενδιαφέρον
Τα τελευταία χρόνια, σε πολλές ιδιωτικοποιήσεις εμφανίζεται να υπάρχει γαλλικό ενδιαφέρον, το οποίο όμως κατά κόρον μένει… ενδιαφέρον.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της ΤΡΑΙΝΟΣΕ (που κατέληξε στους Ιταλούς) για την οποία είχε προβληθεί η SNCF ως "φαβορί", αλλά και η Alstom για τη Rosco.
Στο διαγωνισμό για τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια η Vinci έμεινε γρήγορα πίσω, το αεροδρόμιο στο Καστέλι δεν απέκτησε γαλλικό… άρωμα, ενώ το περιλάλητο ενδιαφέρον ομίλων όπως η Suez και η Veolia για τις ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ ήδη μετρά πολλά χρόνια χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς να υπάρχει και ορατότητα αφού πρόκειται για "ευαίσθητες" ιδιωτικοποιήσεις.
Ακόμη και η πιο πρόσφατη γαλλική συμμετοχή σε ιδιωτικοποίηση, αυτή του ΟΛΘ, κρύβει σε μεγάλο βαθμό… Κινέζους.
Στην Terminal Link (μετέχει στο σχήμα με τις DIEP και Belterra που πλειοδότησε στο διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ, προσφέροντας τίμημα 231,92 εκατ. ευρώ για το 67% του Οργανισμού), μέτοχοι είναι ο γαλλικός κολοσσός CMA CGM με 51% και η κινεζική China Merchants Port Holdings με 49%.
Οι φωτεινές εξαιρέσεις
Φυσικά, υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις. Μια εξ αυτών είναι, μεταξύ άλλων, η επιτυχής δραστηριότητα της BIC – ΒΙΟΛΕΞ (από το 2000 ανήκει πλήρως στον όμιλο BIC) που αναπτύσσεται διαρκώς και υλοποιεί σημαντικές επενδύσεις και εξαγωγές (στο εργοστάσιό της στην Άνοιξη παράγεται το 70% των ξυριστικών BIC που κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο), έχοντας ως επικεφαλής τον κ. Δημήτρη Πισιμίση.
Η Vinci διαθέτει ενεργό ρόλο στην εγχώρια κατασκευαστική αγορά, συμμετέχοντας σε κοινοπραξίες που διαχειρίζονται οδικούς άξονες και τη Γέφυρα "Χαρίλαος Τρικούπης", ενώ σημαντική είναι και η παρουσία στην ενεργειακή αγορά, σε συνεργασία με εγχώριους μεγάλους "παίκτες".
Ο όμιλος Lafarge που επιμένει στην Ελλάδα, (το 2001 εξαγόρασε την ΑΓΕΤ Ηρακλής), η Michelin, η Nexans, η Leroy Merlin, ο όμιλος Geodis (που αναμένεται να ενισχυθεί στην Ελλάδα), η Accor Hotels μεγάλες φαρμακευτικές και ασφαλιστικές εταιρείες γαλλικών συμφερόντων συνεχίσουν να κρατούν ψηλά τον πήχη, αντισταθμίζοντας παλαιότερες αστοχίες Γάλλων μάνατζερ.
Μένει, λοιπόν, να φανεί εάν και πως ακριβώς θα μεταφραστεί αυτή τη φορά στην πράξη το φημολογούμενο ενδιαφέρον για σειρά κλάδων που "μεταφέρει" στις βαλίτσες του ο Γάλλος Πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν, ο οποίος θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου συνοδευόμενος από κλιμάκιο επιχειρηματιών...
απο το capital.gr
Μπορεί η Γαλλία να συγκαταλέγεται ιστορικά στις φίλιες πολιτικά χώρες, οι δεσμοί των δύο λαών να παραμένουν ισχυροί, ωστόσο σε οικονομικό και επιχειρηματικό επίπεδο, πολλά μεγάλα επενδυτικά εγχειρήματα είτε απέτυχαν, είτε παρέμειναν απλώς σε επίπεδο προθέσεων, δημιουργώντας μια επιφυλακτικότητα, εάν όχι αρνητική προδιάθεση, απέναντι στις κατά καιρούς επενδυτικές εξαγγελίες που ανακοινώνονται, όπως αυτές εν όψει της έλευσης Μακρόν στην Αθήνα.
Με ορόσημο τις αγορές των
περίφημων πολεμικών αεροσκαφών Mirage (σ.σ. μέρος της "αγοράς του αιώνα” πίσω στο 1985...) και Rafale, των γαλλικών φρεγατών και ελικοπτέρων και των λοιπών εξοπλιστικών προγραμμάτων που παραμένουν διαχρονικά στο τραπέζι, στις συμφωνίες των δύο πλευρών, η μερίδα του λέοντος αφορά στην αμυντική βιομηχανία.
Παρά τις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις, οι πληροφορίες αναφέρουν πως στο επίκεντρο της έλευσης Μακρόν παραμένουν θέματα εξοπλιστικών που αφορούν αναβαθμίσεις των Mirage, συμπαραγωγές για να αποκτήσουν έργο οι εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες, τροποποιήσεις αντισταθμιστικών ωφελημάτων κ.α.
Στην αγορά επιμένουν να κρατούν χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών για νέες, μεγάλες, επιχειρηματικές συμφωνίες.
Ωστόσο, στη δεκαετία του 1990 αρχικά και πιο έντονα αυτή του 2000, καταγράφηκε ένα σημαντικό κύμα επενδύσεων που χαρακτηρίστηκε από την "απόβαση” γαλλικών εμπορικών και τραπεζικών, κυρίως, κολοσσών στην Ελλάδα. Εκείνες οι επενδυτικές πρωτοβουλίες έγιναν θερμά δεκτές ως κινήσεις διεθνοποίησης της ελληνικής αγοράς, ενίσχυσης του ρόλου της σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ευκαιρία ανάπτυξης σημαντικών συνεργιών.
Η εξαγορά της Εμπορικής Τράπεζας από την Credit Agricole, της Γενικής Τράπεζας από τη Societe Generale και η συνεργασία του λιανεμπορικού κολοσσού Carrefοur με τον όμιλο Μαρινόπουλος αποτέλεσαν τα σημαντικότερα ελληνο-γαλλικά επιχειρηματικά deals.
Για διαφορετικούς λόγους, απέτυχαν και τα τρία, όχι χωρίς ευθύνη της γαλλικής πλευράς.
Στον τραπεζικό κλάδο, η παρουσία της "ελίτ” του γαλλικού τραπεζικού συστήματος, της Gredit Agricole, της Societe Generale αλλά και άλλων ομίλων πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονων διεργασιών στον εγχώριο κλάδο.
Ήδη από το 2000 η Credit Agricole ως στρατηγικός εταίρος είχε αποκτήσει το 6,7% της Εμπορικής Τράπεζας, το 2006 προχωρά στην εξαγορά της από το ελληνικό δημόσιο έχοντας δώσει πάνω από 3 δισ. ευρώ.
"Ήρθαμε στην Ελλάδα για να μείνουμε", λένε τότε οι επικεφαλής του ομίλου.
Πολλοί μιλούν για γαλλική υπεροψία και διοικητικές αστοχίες, για αδυναμία αντίληψης της ελληνικής πραγματικότητας (sic), για γαλλο-ελληνικό "εμφύλιο” μεταξύ των στελεχών, άλλοι για τις τεράστιες ζημιές που δεν μειώνονταν, για πόλεμο με τους συνδικαλιστές και πολιτικά κόμματα και άλλοι για θαρραλέα απόφαση αποχώρησης σε μια στιγμή που η κρίση στην Ελλάδα μόλις ξεκινούσε. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία κατέγραψε την αδυναμία ενός διεθνούς τραπεζικού κολοσσού να παραμείνει στη χώρα.
Ανάλογη ήταν και η περιπέτεια της Societe Generale με τη Γενική. Ο γαλλικός όμιλος αποκτά τον έλεγχο της τράπεζας το 2004. Ουδέποτε μπόρεσε να υλοποιήσει το σχεδιασμό του για την ανάπτυξή του στην Ελλάδα, παρά τα σημαντικά κεφάλαια που αναγκάστηκε να δαπανήσει, μέσω ΑΜΚ και συνεχόμενων διαγραφών επισφαλών δανείων.
Εν τέλει, το 2012 η SG αποχωρεί πουλώντας την Γενική στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ σταδιακά αποδυναμώθηκε και η παρουσία στη χώρα ενός ακόμη γαλλικού τραπεζικού ομίλου, της BNP Paribas.
Το ναυάγιο της Carrefour
Των τραπεζών είχε προηγηθεί η έλευση του λιανεμπορικού κολοσσού Carrefour.
Αν και είχε αναπτύξει προηγουμένως παρουσία στην αγορά, το 1999 είναι η χρονιά-ορόσημο, καθώς τότε συμφωνείται η δημιουργία του ομίλου Carrefour-Μαρινόπουλος, με 50% - 50% συμμετοχή των δύο πλευρών. Το μάνατζμεντ δίνεται στα χέρια των Γάλλων οι οποίοι αρχικά πιστώνονται την μεγάλη ανάπτυξη του ομίλου και την επί σειρά ετών πρωτοκαθεδρία στην ελληνική αγορά των σουπερμάρκετ που αναπτύσσεται σταθερά.
Ωστόσο οι σχέσεις των δύο πλευρών περνά από πολλές διακυμάνσεις και προστριβές, διαρκείς αλλαγές μάνατζμεντ, ζημιές που διευρύνονται και εσωτερικές έριδες.
Έπειτα από δύσκολες συζητήσεις, ο γαλλικός όμιλος αποδέχεται να αποχωρήσει κάτι που γίνεται λίγο πριν από τις δεύτερες βουλευτικές εκλογές του 2012, πουλώντας το μερίδιό του στην η οικογένεια Μαρινόπουλου, έναντι των απαιτήσεών του, με τους Γάλλους να ανακοινώνουν ότι κατέγραψαν ζημίες 220 εκατ. ευρώ (ορισμένοι υπολογίζουν σημαντικά υψηλότερα) από την δραστηριότητα τους στην Ελλάδα.
Η οικογένεια να αποφασίζει να διατηρήσει την αλυσίδα (ένα δίκτυο 807 καταστημάτων), εξαγοράζει το 50% των Γάλλων και προχωρά σε αύξηση κεφαλαίου 350 εκατ. ευρώ, συμβάλλοντας με κεφάλαια ή και με προσωπικά δάνεια.
Όμως οι συνθήκες στην ελληνική αγορά δεν ήταν πια ίδιες.
Η ύφεση που διαρκώς βάθαινε,οι τραπεζικές υποχρεώσεις που γινόταν δυσβάστακτες, η αργοπορία, ενδεχομένως, στην αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου της αλυσίδας σουπερμάρκετ, κόστισε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση.
Από ένα σημείο και μετά, η αγορά γνώριζε τα προβλήματα, όμως μια πλήρη κατάρρευση του ομίλου θα ήταν καταστροφική για το σύνολο της οικονομίας και όλοι οι υπεύθυνοι παίκτες της αγοράς στηρίζουν την εξεύρεση λύσης που τελικά υπήρξε στο πρόσωπο της Σκλαβενίτης.
Εντυπωσιακή ήταν και η αποτυχία της γαλλικής αλυσίδας Fnac το 2010, χωρίς να συμπληρώσει καν πέντε χρόνια λειτουργίας στην Ελλάδα. Η αλυσίδα που ήλθε στη χώρα σε συνεργασία με τον όμιλο Μαρινόπουλου (49%) δεν κατάφερε να "πιάσει" τον σφυγμό των Ελλήνων καταναλωτών, έγραψε ζημιές άνω των 20 εκατ. ευρώ και αποχώρησε.
Αλλά και στα τρόφιμα, ο όμιλος Danone έπειτα από μια συνεργασία με τη ΔΕΛΤΑ που ξεκίνησε το 1992, αποχώρησε από το κοινό σχήμα καθώς οι σχέσεις του με τον συνεταίρο του, την οικογένεια Δασκαλόπουλου, είχαν γίνει δυσχερείς, ιδιαίτερα την τελευταία τετραετία πριν το διαζύγιο, ενώ οι Γάλλοι ήταν εμπόδιο στη δημιουργία του σχήματος της Vivartia, με την εξαγορά της Chipita που ακολούθησε.
Φιλολογικό ενδιαφέρον
Τα τελευταία χρόνια, σε πολλές ιδιωτικοποιήσεις εμφανίζεται να υπάρχει γαλλικό ενδιαφέρον, το οποίο όμως κατά κόρον μένει… ενδιαφέρον.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της ΤΡΑΙΝΟΣΕ (που κατέληξε στους Ιταλούς) για την οποία είχε προβληθεί η SNCF ως "φαβορί", αλλά και η Alstom για τη Rosco.
Στο διαγωνισμό για τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια η Vinci έμεινε γρήγορα πίσω, το αεροδρόμιο στο Καστέλι δεν απέκτησε γαλλικό… άρωμα, ενώ το περιλάλητο ενδιαφέρον ομίλων όπως η Suez και η Veolia για τις ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ ήδη μετρά πολλά χρόνια χωρίς αποτέλεσμα, χωρίς να υπάρχει και ορατότητα αφού πρόκειται για "ευαίσθητες" ιδιωτικοποιήσεις.
Ακόμη και η πιο πρόσφατη γαλλική συμμετοχή σε ιδιωτικοποίηση, αυτή του ΟΛΘ, κρύβει σε μεγάλο βαθμό… Κινέζους.
Στην Terminal Link (μετέχει στο σχήμα με τις DIEP και Belterra που πλειοδότησε στο διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ, προσφέροντας τίμημα 231,92 εκατ. ευρώ για το 67% του Οργανισμού), μέτοχοι είναι ο γαλλικός κολοσσός CMA CGM με 51% και η κινεζική China Merchants Port Holdings με 49%.
Οι φωτεινές εξαιρέσεις
Φυσικά, υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις. Μια εξ αυτών είναι, μεταξύ άλλων, η επιτυχής δραστηριότητα της BIC – ΒΙΟΛΕΞ (από το 2000 ανήκει πλήρως στον όμιλο BIC) που αναπτύσσεται διαρκώς και υλοποιεί σημαντικές επενδύσεις και εξαγωγές (στο εργοστάσιό της στην Άνοιξη παράγεται το 70% των ξυριστικών BIC που κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο), έχοντας ως επικεφαλής τον κ. Δημήτρη Πισιμίση.
Η Vinci διαθέτει ενεργό ρόλο στην εγχώρια κατασκευαστική αγορά, συμμετέχοντας σε κοινοπραξίες που διαχειρίζονται οδικούς άξονες και τη Γέφυρα "Χαρίλαος Τρικούπης", ενώ σημαντική είναι και η παρουσία στην ενεργειακή αγορά, σε συνεργασία με εγχώριους μεγάλους "παίκτες".
Ο όμιλος Lafarge που επιμένει στην Ελλάδα, (το 2001 εξαγόρασε την ΑΓΕΤ Ηρακλής), η Michelin, η Nexans, η Leroy Merlin, ο όμιλος Geodis (που αναμένεται να ενισχυθεί στην Ελλάδα), η Accor Hotels μεγάλες φαρμακευτικές και ασφαλιστικές εταιρείες γαλλικών συμφερόντων συνεχίσουν να κρατούν ψηλά τον πήχη, αντισταθμίζοντας παλαιότερες αστοχίες Γάλλων μάνατζερ.
Μένει, λοιπόν, να φανεί εάν και πως ακριβώς θα μεταφραστεί αυτή τη φορά στην πράξη το φημολογούμενο ενδιαφέρον για σειρά κλάδων που "μεταφέρει" στις βαλίτσες του ο Γάλλος Πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν, ο οποίος θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου συνοδευόμενος από κλιμάκιο επιχειρηματιών...
απο το capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου