Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Κυριακὴ ΙΒ΄ [ΙΒ΄ Ματθ.] (Α΄ Κορ. 15,1-11)-ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΣ


«Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐαγγελισάμην ὑμῖν, …ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν…, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται…» (Α΄ Κορ. 15,1-4)


Τί ἆραγε νὰ σημαίνουν, ἀδελφοί μου, τὰ λό­για αὐτά; Εἶνε λόγια τοῦ ἀποστόλου ποὺ ἀ­κούσαμε, λόγια χρυσᾶ, «νόμισμα» μεγάλης ἀ­ξί­ας, καὶ πρέπει νὰ τὰ «ἐξαργυρώσουμε», νὰ τὰ ἁπλοποιήσουμε, νὰ τὰ κάνουμε λιανά. Θὰ προσπαθήσω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω τοὺς στίχους αὐτούς.

* * *


Ἀρχίζω μ᾿ ἕνα παράδειγμα, τὸ δέντρο. Εἶνε ἕ­να δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει ἕνα μέρος του ὁ­ρατὸ καὶ ἕνα μέρος ἀόρατο, δὲν φαί­νε­ται. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται εἶνε ὁ κορμός, τὰ κλαδιά, τὰ φύλλα, τὰ
ἄνθη, οἱ καρποί. Ὑ­πάρχει ὅ­μως καὶ τὸ ἀόρατο μέρος, οἱ ῥί­ζες, κάτω ἀπ᾽ τὴν ἐ­πιφάνεια τοῦ ἐ­δάφους βαθειὰ στὸ χῶμα. 
Ποιό εἶνε σπουδαι­ότερο; Οἱ ῥίζες ποὺ δὲν φαί­­νον­ται! Αὐτὲς εἶνε τὸ στόμα τοῦ δέν­τρου· τραβοῦν σὰν ἀντλία τὸ νερὸ καὶ τὸ μετα­φέρουν μέ­χρι καὶ τὸ τελευταῖο φυλλα­ράκι στὸ ὑψηλότερο σημεῖο. Οἱ ῥίζες γιὰ τὸ δέν­τρο εἶ­νε τὸ πᾶν· ἂν αὐτὲς εἶνε στερεὲς καὶ γε­ρές, τὸ δέντρο εἶ­νε σταθερὸ καὶ θαλερὸ καὶ οἱ καρποὶ ὑγιεῖς. Ὑπάρχει ὅμως κ᾽ ἕνα ἄλλο δέντρο, ποὺ τὸ φύτεψε ὄχι ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ἁγία Τριάδα, καὶ δὲν θὰ μπορέ­σῃ κανένας διάβολος νὰ τὸ ξερριζώσῃ. Αὐ­τὸ εἶ­νε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πίστι μας. Τὸ δέν­τρο αὐτὸ προῆλ­θε ἀπὸ ἕνα σπόρο. Ποιόν σπό­ρο· ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὰ ἁ­πλᾶ λόγια, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, φύτρωσε τὸ δέντρο αὐτὸ καὶ ἔβγαλε καρπούς. Τὸ ὁρατὸ μέρος τοῦ δέντρου εἴμαστε ἐμεῖς· εἶνε οἱ ἐκκλησιές, οἱ καμπάνες, οἱ πολυέλεοι, οἱ κολυμβῆθρες κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ αὐτὰ μπορεῖ μιὰ μέρα νὰ λείψουν· μπορεῖ νὰ ᾿ρθῇ ἕνας ἀντίχρι­στος νὰ γκρεμίσῃ ὅλες τὶς ἐκκλησίες –καὶ θὰ ᾿ρθῇ ἡ ὥρα αὐτή!…–, νὰ κάψῃ τὶς εἰκόνες κ.λπ.. 
Τὸ δέντρο κόβεται, ἀλλὰ ἡ ῥίζα μένει.


Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα, ποὺ κανείς δὲν θὰ μπορέ­σῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ; Εἶνε ἡ πίστις. Ποιά πίστις; «Τὸ εὐαγγέλιον», ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦ­­λος. «Γνωρίζω ὑμῖν», σᾶς γνωστο­ποιῶ, ἀ­δελφοί μου, λέει, ὅτι ἡ πίστι μας δὲν εἶ­νε μιὰ φιλοσοφία, μιὰ θεωρία, ἕνας μῦ­θος, ἕνα παρα­μύθι, ἕνας φανταχτερὸς λόγος. «Γνωρίζω ὑ­μῖν», σᾶς κάνω γνωστό, «τὸ εὐαγγέ­λιον», τὸ ὁ­­­ποῖο «καὶ παρελάβετε», στὸ ὁποῖο «καὶ ἑστήκα­τε» καὶ διὰ τοῦ ὁποίου «καὶ σῴζεσθε» (Α´Κορ.15,1-2). Ποιό εἶνε τὸ «εὐαγγέλιο», οἱ ῥίζες τῆς πίστεώς μας; Ὅ­πως κάθε δέντρο ἔχει ῥίζες, ἔ­τσι καὶ ἡ πίστις μας ἔχει ῥίζες βαθειές. Καὶ σήμερα ὁ ἀπόστο­λος Παῦ­λος ἀναφέρει τὶς ῥίζες πού, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὲς ὑ­πάρχουν, τὸ δέν­τρο τῆς πίστεώς μας θὰ εἶνε ἀμάραντο.
Πρώτη ῥίζα, πρώτη ἀλήθεια δηλαδὴ τῆς πίστεώς μας, ποιά εἶνε; τί διδάσκει ἡ πίστι μας; Διδάσκει, ὅτι ἦρθε. Ποιός ἦρθε; Ὁ Κύριος. 
Οἱ Ἑβραῖοι ἀκόμα περιμένουν καὶ λένε «θὰ ἔρ­θῃ»· ἐμεῖς λέμε «ἦρθε».
 Ποιός, ἀπὸ ποῦ ἦρθε; ἄγγελος, ἀρχάγγελος, βασιλιᾶς ἐπίγει­ος, καν­ένας ἐξωγήινος ποὺ φαντάζονται κάποιοι; Ἦρ­θε πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γα­λαξίες, ἀ­πὸ τοὺς «οὐρανοὺς τῶν οὐρανῶν» (Ψαλμ. 148,4) – ποιός; Ὁ Θεός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
 Ἦρθε, ὅπως λέει ἡ Ἀ­ποκάλυψις (βλ. 12,14), σὰν «ἀετός», ποὺ πετάει ἀπὸ τὰ ὕ­ψη δι­α­γράφει κύ­κλους, χαμηλώνει κ᾽ ἔρχεται καὶ κάθεται σ᾽ ἕνα βράχο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐ­δῶ στὴ γῆ. «Ἐπεσκέ­ψατο ἡ­μᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕ­ψους» (Λουκ. 1,78). Ἐν­ανθρώπησε ἀπὸ τὰ καθαρώτα­τα αἵματα τῆς Παν­αγίας, γεννήθηκε καὶ ἔζησε ἀνάμεσά μας· «ἐ­πὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀν­θρώποις συν­ανεστρά­φη» (Βαρ. 3,38). Ἡ πρώτη ῥίζα λοιπὸν εἶνε νὰ πιστέψῃς, ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε ἐπὶ τῆς γῆς· ἡ πίστις μᾶς δείχνει τὴ φάτνη κι ἀκοῦμε τὸν ἀγ­γελικὸ ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰ­ρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Ἡ δεύτερη ῥίζα. Φεύγουμε ἀπὸ τὴ φάτνη καὶ πᾶμε στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ, ποὺ ὁ Χριστός μας τὸν ἔβαψε μὲ τὸ αἷμα του. Ἐκεῖ ἕνας ἄγ­γε­­λος γράφει ἐπάνω στὸ σταυρὸ τὶς λέξεις ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν…, καὶ ὅτι ἐτάφη» (Α´ Κορ. 15,3-4) νὰ πι­στέψῃς λοιπὸν καὶ νὰ παραδεχθῇς, ὅτι δὲν ἦλ­θε ἁπλῶς στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ ἀπέθανε.
 Ποιός; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παρθένου. Καὶ πῶς ἀ­πέθανε;
 Ὡς καταδικασμένος ἁμαρτωλός, ὡς ὁ δυσ­­τυχέστερος ἄνθρωπος· μὲ ἀγκάθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, μὲ τὰ χέρια τρυπημένα, μὲ τὴν πλευ­ρὰ σχισμέ­­νη, μὲ τὰ πόδια του ματωμέ­να· γυμνός, ἐγ­καταλελειμμένος, διψασμένος· αὐ­τὸς ποὺ ἔ­κανε τὶς πηγές, τοὺς ποταμοὺς καὶ τοὺς ὠ­κε­­ανούς, δὲν εἶχε ἕνα πο­τήρι νερὸ καὶ εἶπε «Διψῶ» καὶ φώναξε «Τετέλεσται» (ἔ.ἀ. 19,28,30).
Νὰ κρατήσῃς ἀκόμα μιὰ τρίτη ῥίζα. Ἀπέθανε ὁ Χριστὸς καὶ ἐτάφη· μέχρι ἐκεῖ συμφωνοῦν ὅλοι. Ἀλλὰ στὸ ἑπόμενο κάποιοι δια­φωνοῦν. Τί λέει ὁ ἀπόστολος· ὅτι ὁ Χριστὸς «ἀ­πέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´Κορ. 15,3), ἀ­πέ­θανε γιὰ μᾶς· γιὰ μένα, γιὰ σένα, γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν γενεῶν, γιὰ ὅλους τοὺς ἀν­θρώ­πους. 
Γιατί ἀπέθανε; Γιὰ νὰ μᾶς σώ­σῃ. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἂν μπορού­σαμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, δὲν θὰ κατέβαινε στὴ γῆ, μὰ ὁ κόσμος δὲν μποροῦσε νὰ σωθῇ μὲ ἄλλο μέσο. 
Ἦταν βαρειὰ ἡ ἀρρώστια τοῦ ἀν­θρώπου καὶ χρειαζόταν νὰ γίνῃ μετάγγισις αἵ­ματος, νὰ μπῇ μέσα στὴν ἀνθρωπότητα ἁγνὸ αἷ­μα. 
Ἦταν μεγάλο τὸ χρέος μας, πολλὰ τὰ γραμμάτια τῶν ἁ­­μαρτιῶν μας, καὶ πῶς νὰ ξεχρεωθοῦμε; Ὤ τ᾽ ἁμαρτήματά μας!
Τὰ γραμμάτια αὐτὰ ποιός νὰ τὰ ἐξοφλήσῃ; Μὰ καὶ χίλια χρόνια νὰ κά­νῃς νηστεῖες καὶ μετάνοιες, δὲν ξοφλᾷς τὰ χρέη σου αὐτά. Πῶς ἐξοφλοῦν­ται αὐτὰ τὰ γραμμάτια; πῶς ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κατά­ρα τοῦ νό­­μου; «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξ­η­γόρασεν ἐκ τῆς κατά­ρας τοῦ νόμου» (Γαλ. 3,13).
 Φτάνει νὰ πέ­σῃ, ἀ­δέρφια μου, μιὰ σταλαγματιά, ἕνα ἠλεκτρόνιο τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὰ σβήνει ὅλα. 
 Αὐ­τὸς εἶνε «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴ­ρων τὴν ἁ­μαρ­τίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29). «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει…». Μὴ διαβά­ζετε μόνο ἐφημε­ρίδες· ἀνοῖξτε τὴ Γραφή, τοὺς προ­φῆ­τες, διαβάστε τὸν Ἠσαΐα ποὺ λέει «Οὗ­τος τὰς ἁ­μαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυ­νᾶται», κ᾽ ἐμεῖς «ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶ­ναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. …Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» (Ἠσ. 53,4-5). Τὸ φάρμακό μας εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.
Λοιπόν, Χριστιανέ, κράτα τὴ μία ῥίζα ὅτι ὁ Κύριος ἐνανθρώπησε, τὴ δεύτερη ῥίζα ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπέθανε μαρτυρικῶς, τὴν τρίτη ῥίζα ὅτι ἀπέθανε ὑπὲρ ἡμῶν. Καὶ ἡ τέταρτη ῥίζα ποιά εἶνε; Θὰ μὲ ῥωτήσῃς ἐμένα· Πῶς νὰ πεισθῶ ὅτι εἶνε Θεός; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύ­τερη ἀλήθεια ἀπ᾽ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, καὶ τὴ βεβαίωσε μὲ τὴ σφραγῖδα της ἡ ἁγία Τρι­ά­­δα· ἡ δὲ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶνε ἡ ἀ­νάστασι τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει σήμερα ὁ ἀ­­πόστολος «…καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡ­μέ­ρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» (Α´Κορ. 15,4), ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, ἐμφανίστηκε καὶ τὸν εἶδαν χίλια μάτια.

* * *


Αὐτά, ἀδέρφια μου, εἶνε τὰ μεγαλεῖα τῆς πί­στεώς μας. Γιὰ νὰ μὴν τὰ ξεχνᾶμε, ἡ Ἐκκλησία ὥρισε νὰ κάνουμε μνημόσυνο τοῦ Χριστοῦ. Ὅ­πως κάνεις μνημό­­συνο τῶν γονέων σου, ἔτσι ὄχι μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ἀλ­λὰ μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα τοὐλάχιστον, κάθε Κυρι­ακή, ὀφείλουμε νὰ ἐκ­κλησιαζώμαστε. Ὁ ἀπόστο­λος Παῦ­λος δί­νει ἐντολή· Νὰ θυμᾶσαι τὸ Χριστό, «Μνημόνευε Ἰησοῦν Χρι­στὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν» (Β ´Τιμ. 2,8). 
Γι᾽ αὐτὸ στὴν θεία Λειτουργία ἀκοῦμε· «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐν­τολῆς καὶ πάν­των τῶν ὑ­πὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστά­σεως…» (πρὸ τοῦ καθαγ.). Ἐνθυμούμενοι τὸ θάνα­το καὶ τὴν ἀ­νάστασι τοῦ Χριστοῦ κάνουμε ἐ­κεῖ, στὴν θεία εὐ­χα­ριστία, τὸ μνημόσυνό του.
Ἡ λατρεία μας εἶνε ὁλοζώντανη. Μπαί­νον­τας στὴν ἐκκλησία, βλέπεις ἐκεῖ τὴ φάτνη καὶ τὸ Γολγοθᾶ κι ἀκοῦς τὴν οὐράνια μουσικὴ «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…». Τὸ κομμάτι αὐτὸ δὲν εἶνε γῆ, εἶνε οὐρανός. Οἱ ἀγράμματοι πρόγονοί μας, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, δάκρυζαν καὶ ἔλεγαν «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ζοῦσαν τὸν Μυστικὸ δεῖπνο «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (βλ. Ματθ. 26,26,28 κ.ἀ.).
Σήμερα ὅ­μως οἱ ἐκκλησίες εἶνε ἄδειες. Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· πιστεύουμε; 
Ἂν πιστεύ­αμε, τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ θὰ κάναμε φτερὰ στὰ πόδια νὰ ᾿ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιὰ κατὰ τὸ ψαλμικὸ «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3).
Ἀδελφοί μου, σᾶς τὸ λέω μὲ πόνο· νὰ μετα­νοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεό. Μὴ χάσουμε τὴν πίστι μας, δὲν ὑπάρχει χειρότερο κα­κό. Μὲ τὴν πίστι μας θὰ ζήσουμε. Γι᾽ αὐτό, κι ἂν ὅλοι οἱ ἄλλοι γίνουν αἱρετικοί, μασόνοι, ὑλισταί, ἄθεοι, καὶ ἕνας παιδί μου ἂν μείνῃς, νὰ μείνῃς μὲ τὸ Χριστό, κι ὅταν πλησιάσῃ ἡ τελευ­ταία στιγμὴ τῆς ζωῆς σου νὰ πῇς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως Κυρίου Βριλησσίων – Ἀθηνῶν τὴν 25-8-1963

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου