Η διεθνή αγορά συναλλάγματος πάντα θεωρούνταν παιχνίδι για δυνατούς και επιδέξιους παίκτες.
Η τρέχουσα χρηματοπιστωτική και
δημοσιονομική κρίση έχει μετατρέψει την συγκεκριμένη αγορά σε σκάκι για
περίτεχνους και άκρως ανταγωνιστικούς παίκτες.
Με δεδομένο ότι ο παράγοντας επιτόκιο
ελάχιστα έως καθόλου δεν επηρεάζει την εξωτερική αξία ορισμένων
νομισμάτων οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών είναι μονόδρομος για
κράτη που βλέπουν την ενίσχυση του νομίσματος τους να οδηγεί σε
χειροτέρευση της ισχυρότερης αναπτυξιακής μηχανής τους που δεν είναι
άλλη από τις εξαγωγές.
H περίπτωση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας είναι μοναδική.
Κατά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής
κρίσης η ισοτιμία ευρώ –ελβετικού φράγκου καταγράφονταν σταθερά πάνω από
τα 1,50 ελβετικά φράγκα.
Με δεδομένο ότι το 50% του Ελβετικού ΑΕΠ
διαμορφώνεται από τις εξαγωγές με όρους ρεαλιστικής πολιτικής η άρση
κάθε εμποδίου είναι η αναμενόμενη κίνηση κάθε οργανισμού παρέμβασης είτε
κυβέρνηση είναι αυτή είτε κεντρική τράπεζα.
H ΙΣΟΤΙΜΙΑ ΕΥΡΩ – ΕΛΒΕΤΙΚΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας έθεσε ως
προτεραιότητα της την συγκράτηση της ανοδικής πορείας του ελβετικού
φράγκου κυρίως έναντι του ευρώ αλλά και έναντι των άλλων ανταγωνιστικών
του φράγκου νομισμάτων.
Στην βάση αυτή η ελβετική κεντρική
τράπεζα πατώντας στα χνάρια της αντίστοιχης Ιαπωνικής άρχισε από τον
Μάρτιο του 2009 να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος πουλώντας φράγκα
και αγοράζοντας κυρίως ευρώ αλλά και νομίσματα ανταγωνιστικά του
φράγκου.
Η ισοτιμία ευρώ – φράγκου ξεκίνησε το
2009 στα επίπεδα των 1,50 φράγκων ανά ευρώ για να ακολουθήσει πορεία
προς τα 1,46 φράγκα στα μέσα Μαρτίου 2009 καταγράφοντας μια ενίσχυση του
φράγκου έναντι του ευρώ της τάξεως του 2,74%.
Η τάση ενίσχυσης του φράγκου ήταν
σημαντική κάτι που απείχε παρασάγγας από τις ανάγκες της ελβετικής
οικονομίας και φυσικά από τις βλέψεις την κεντρικής τράπεζας η οποία
ειρήσθω εν παρόδω δεν ενδιαφέρεται μόνο για την σταθερότητα των τιμών
αλλά και για την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Οι παρεμβάσεις της στα μέσα Μαρτίου 2009
οδήγησαν την ισοτιμία στα 1,56 φράγκα ενώ φάνηκε ότι το εύρος των
1,50-1,53 φράγκων ανά ευρώ θεωρούνταν το αποδεκτό επίπεδο ισοτιμίας με
το ευρώ.
Όριο συναγερμού θεωρούνταν το επίπεδο
των 1,50 Φράγκων οπότε κάθε φορά που η τάση οδηγούσε σε χαμηλότερα
επίπεδα η παρέμβαση ήταν μονόδρομος .
Το ελβετικό νόμισμα παρά το γεγονός ότι
δεν απολάμβανε επιτοκιακής στήριξης μιας και το βασικό επιτόκιο του
φράγκου ήταν στα επίπεδα του 0,25% τον Μάρτιο του 2009 εντούτοις,
απολάμβανε την ισχύ που συνοδεύει τα νομίσματα πρώτης διαλογής ή τα
νομίσματα που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια.
Από την στιγμή που το διεθνές κεφαλαίο
εμφανίζονταν με μειωμένη διάθεση προς την κατεύθυνση ανάληψης
επενδυτικών κινδύνων τότε ήταν φυσικό να έλκονταν από τον παραδοσιακό
ρόλο του καταφυγίου που του πρόσφερε το ελβετικό νόμισμα.
Διανύοντας την περίοδο μέχρι το
καλοκαίρι του 2011 ήταν εμφανές ότι το διεθνές κεφάλαιο διαπίστωνε ότι η
τάση σταδιακής ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας δεν μετουσιώνονταν
σε γεγονός υπαρκτό και αναμφισβήτητο κάτι που καθιστούσε την
ελκυστικότητα νομισμάτων –καταφυγίων ιδιαίτερα μεγάλη .
Στην βάση αυτή η ισοτιμία ευρώ –
ελβετικού φράγκου έφθασε στις αρχές Αυγούστου 2011 στα επίπεδα των 1,038
φράγκων καταγράφοντας το ελβετικό νόμισμα στο διάστημα από τα μέσα
Μαρτίου 2009 μέχρι τις αρχές Αυγούστου 2011 μια ανατίμηση της τάξεως του
50%.
Τότε η κεντρική τράπεζα έθεσε ως όριο τα
επίπεδα των 1,20 φράγκων κάτι που εφαρμόστηκε πλήρως μέχρι και στις 15
Ιανουάριου 2015 όταν εντελώς αιφνιδιαστικά ήρε το φράγμα που είχε θέσει
με αποτέλεσμα η ισοτιμία να βρεθεί και κάτω από τα επίπεδα του ένα προς
ένα
H ΙΣΟΤΙΜΙΑ ΕΥΡΩ –ΕΛΒΕΤΙΚΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2010-2015
Η
ήττα της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας κατά την προσωπική μας άποψη
ήταν μεγάλη πλην αναμενόμενη αφού όπως είναι γνωστό τα διαθέσιμα των
κεντρικών τραπεζών είναι υποπολλαπλάσια των διαθεσίμων που έχουν στην
κατοχή τους τα κερδοσκοπικά κεφάλαια.
Οι ήττες των κεντρικών τραπεζών έχουν
γράψει ιστορία με πιο ηχηρές αυτές της Βρετανίας όταν η στερλίνα
αποσύρθηκε από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1992
και της Ιαπωνίας την περίοδο 2002-2004.
Σε αυτές προστίθεται και η ήττα του 2015 της Ελβετικής κεντρικής τράπεζας.
Ήττα αναμενόμενη απλά ο χρόνος της
επισπεύσθηκε λόγω της επικείμενης τότε ποσοτικής χαλάρωσης από την
πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το κόψιμο χρημάτων από την ΕΚΤ ήταν
αναμενόμενο ότι θα οδηγούσε σε εισροές κεφαλαίων και στην ενεργοποίηση
του μηχανισμού ενίσχυσης του ελβετικού φράγκου με τα συνήθη επακόλουθα.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΛΚΥΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΛΒΕΤΙΚΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ
Στην
βάση αυτή καλώς η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας προχώρησε στην άρση της
στήριξης της ισοτιμίας από τα επίπεδα των 1,20 φράγκων κάτι που την
δικαιώνει δυόμιση χρόνια αργότερα.
Η ΙΣΟΤΙΜΙΑ ΕΥΡΩ –ΕΛΒΕΤΙΚΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΦΟΝ
Όπως παρατηρούμε από τα μέσα Ιουλίου
2017 το ελβετικό νόμισμα διολισθαίνει με ταχύ ρυθμό προσεγγίζοντας τα
επίπεδα των 1,15 φράγκων ανά ευρώ.
Στην ουσία η ενεργοποιός αιτία της άρσης
του πλαφόν, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας προεξοφλείται ότι σταδιακά θα πάψει να επιδρά στην παγκόσμια
οικονομία και το διεθνές κεφάλαιο προσαρμόζεται έγκαιρα .
Είναι η λογική εξέλιξη των πραγμάτων η οποία ενέχει ένα κίνδυνο και προλειαίνει το έδαφος για δυο σημαντικές μεταβολές .
Ο κίνδυνος αφορά τις επιπτώσεις από το
σκάσιμο της φούσκας των μετοχών που τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης
έχουν δημιουργήσει.
Όπως έγινε γνωστό μόνο η Κεντρική
Τράπεζα της Ελβετίας κατέχει μετοχές αξίας 84 δισ. δολαρίων στη Wall
Street αυξάνοντας την συμμετοχή της κατά 4,1 δισ. εντός του δευτέρου
τριμήνου του 2017. Αναμενόμενο, αφού έχει συσσωρεύσει πάνω από 740 δις
δολάρια λόγω των τακτικών παρεμβάσεών της στην αγορά συναλλάγματος.
Αυτή την πλεονάζουσα ρευστότητα η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα κατευθύνει σε μετοχές κυρίως αμερικανικές και ομόλογα.
Οι δυο σημαντικές μεταβολές αφορούν την πορεία του πληθωρισμού και των επιτοκίων.
Το πιο πιθανό είναι το θετικό πρόσημο
των επιτοκίων να μην προέρχεται από τον αποπληθωρισμό όπως συμβαίνει σε
αρκετές περιπτώσεις με κλασικό παράδειγμα την Ελβετία , αλλά να υπάρξει
ένα τέλος στο φαινόμενο των αρνητικών επιτοκίων με ταυτόχρονη ενίσχυση
του πληθωριστικού υποβάθρου το οποίο θα ενδυναμώνεται σταδιακά από την
ενίσχυση της αγοράς εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου