Ακραίος εθνικισμός, φασισμός,
νεοναζισμός: φαινόμενα πού τά βιώνουμε στον παροξυσμό τους. Που ανάγεται
- μιλώντας γιά τό παρόν- ή πραγματικότητα αυτή και πόσο αυθεντική
είναι;
Δέν είναι τώρα, πάντα ήταν, καί γι’ αυτό
καλό είναι νά βλέπουμε πίσω άπό τούς χαρακτηρισμούς. Όσον καιρό οί
αλλοδαποί μέ τά μικρά μεροκάματα έδιναν τήν δυνατότητα γιά μεγαλύτερα
κέρδη, δέν υπήρχε πρόβλημα- τώρα όμως πού τό πρόβλημα είναι όντως
σοβαρό, ή άντίδρασι είναι πολύ ευτελής.
Στήν Ελλάδα, πού έχουμε μιά
κλειστή κοινωνία καί κουλτούρα, είμαστε πάντα ξενόφοβοι.
Όλοι οί λαοί τού Νότου είναι δύσκολοι μέ τήν διαφορετικότητα, εκτός ΐσως -έπιμένω στο «ίσως»- άπό τούς Γάλλους. Διαμορφωμένοι ψυχικά σέ αυστηρά θρησκευτικά πλαίσια, έχουμε εύκολη τήν άπόρριψι του διαφορετικού.
κλειστή κοινωνία καί κουλτούρα, είμαστε πάντα ξενόφοβοι.
Όλοι οί λαοί τού Νότου είναι δύσκολοι μέ τήν διαφορετικότητα, εκτός ΐσως -έπιμένω στο «ίσως»- άπό τούς Γάλλους. Διαμορφωμένοι ψυχικά σέ αυστηρά θρησκευτικά πλαίσια, έχουμε εύκολη τήν άπόρριψι του διαφορετικού.
Αύτές οί ψυχικές
έγγραφές υποδαυλίζουν έντονες πολώσεις, οπότε μόλις έμφανισθή τό
διαφορετικό, εκλύονται δυνατά άγχη καί οί άνθρωποι γίνονται σκληροί
προσπαθώντας νά σώσουν τήν ένότητα τού έαυτοΰ τους, πού φοβούνται οτι
χάνεται.
Άς πούμε, τό πνεύμα τής Ίερας Έξετάσεως δέν έχει σβήσει άπό τήν
Ισπανία καί, αν δοθή εύκαιρία, θά βγή στήν έπιφάνεια.
Ό Νότος γενικά
έχει τέτοια προβλήματα καί γι’ αυτό έχει σημασία νά έξετάζουμε τήν
πνευματικότητα των λαών του.
Στην Λογική τής παράνοιας
υποστηρίζετε οτι οί μορφές πού έλαβε η πολίτικη άμφισβήτησι άπό τό
Πολυτεχνείο μέχρι σήμερα -καί κυρίως τά τελευταία κρίσιμα χρόνια-
ενέχουν ένα μηδενιστικό χαρακτήρα, καθώς τό πρόβλημα άναπαράγεται αντί
νά διορθώνεται.
Εξαιρώντας τις νετσαγιεφικές πρακτικές, μπορεί μια
συλλογική κινητοποίησι ενάντια στον κυρίαρχο ηθικο-πολι-τικό μηδενισμό
νά λογίζεται ίδιας ποιότητας μέ την αιτία η την άφορμή της;
Γιά την
άτομικη ζωή προτείνετε ένα γόνιμο παραλογισμό πού νά ύπερβαίνη τήν
προσπάθεια καταστρατήγησης τής λογικής μας.
Τί αντιπροτείνετε έδώ;
Μπορεί νά γίνη κάτι μέ άναρθρες φωνές;
Τά συνθήματα είναι ή παραίτησι τής σκέψεως άπό τον προορισμό της.
Μπορεί
κάποια στιγμή τό σύνθημα νά είναι εύστοχο, οπότε άνακεφαλαιώνει όλες
τις προηγούμενες σωστές άναλύσεις πού έχουν γίνει.
Όταν όμως ή άρχή καί
τό τέλος τών σκέψεων είναι τό σύνθημα, τότε μόνο εύτέλεια καί πλήξι
φέρνει.
Τό έρώτημα είναι τό έξης:
Πώς σε μία κατάστασι για τήν όποια
είμαστε όλοι συνυπεύ-θυνοι, βρίσκουμε μόνο άλλους φταίχτες. Καί πώς δεν
αντιλαμβανόμαστε οτι είναι πολύ πιο συμφέρουσα ή συνεννόησι από τήν
σύγκρουσι;
’Αποτέλεσμα ένός τέτοιου παραλογισμοΰ είναι να ξεχάσουμε τήν
ατομική καί τήν συλλογική ευθύνη μας για να μήν έπαναληφθή ή έμφυλιακή
περιπέτεια.
Πολλοί άνθρωποι υπήρξαν καί υπάρχουν δίκαιοι καί πολλοί
πολιτικοί ήταν καί είναι σωστοί, όμως αύτό δέν σημαίνει πώς ή λειτουργία
τής κοινωνίας μας καί τό πολιτικό σύστημα δέν ήταν καί δέν είναι
προβληματικά.
Ας πούμε, ό Πλαστήρας όταν πέθανε δέν είχε καμμία
περιουσία. Αύτό δέν έμποδίζει νά κάνουμε έναν άπολογισμό ό όποιος να λέη
οτι τα μεγάλα προβλήματα τού τόπου είναι άλλης τάξεως.
Ζοΰμε σέ μία
κουλτούρα καθυστερημένη, προνεωτερική, ή όποια δέν πιστεύει καί δέν
θέλει τούς δημόσιους θεσμούς, επειδή ξέρει μόνο άπό οικογενειακούς καί
συγγενικούς δεσμούς. Κατ’ έπέκτασιν βάσι τής πολιτικής «ήθικής» γίνεται ή
συναλλαγή. Όταν δέν λειτουργούν οί θεσμοί, άποδίδουν οί συναλλαγές.
Πρέπει νά δώσουμε τον άγώνα τών θεσμών καί τότε θά έχουμε κερδήσει.
Αλλιώς, άναπαράγουμε τό πρόβλημα.
Αντίδρασι λοιπόν στον μηδενισμό είναι ή
λειτουργία τών θεσμών καί ή κοινωνικοπολιτική συναίνεσι. Είμαστε
συνεχώς διχασμένοι καί άλληλομισούμενοι - έκεϊ βρίσκεται τό μυστικό τής
έλληνικής αύτοκαταστροφής.
Σ’ αύτό συμβάλλει ότι είμαστε προς όλους καί
όλα καχύποπτοι καί αύτό μέ τήν σειρά του οφείλεται στο ότι έχουμε
άδυναμο έως παιδικό ’Εγώ.
Δύο λέξεις λοιπόν οδηγούν στήν λύσι τού
προβλήματος: συναίνεσι καί θεσμοί.
Ή δημοκρατία έπιβάλλει νά μάθουμε νά
συνεννοούμαστε καί γιά νά το πετύχουμε πρέπει νά έπιλέγουμε αύτό πού
ύπηρετεϊ τό κοινό και οχι τό ίδιοτελές συμφέρον.
Αφιερώσατε τά νεανικά σας χρόνια
στην ’Αριστερά καί στον μαρξισμό.
’Αργότερα είπατε: «Άνοιξα σιγά-σιγά
γιά λογαριασμό μου έναν δρόμο, ό όποιος μετά τό χειροπιαστό άδιέξοδο του
Μαΐου του 1968 χαράχτηκε άμετάκλητα: έδιζησάμην έμεωυτόν καί βγήκα στην
θρησκεία».
Πολύ άπλά, όπως πολλά παιδιά στήν Ελλάδα
πέρασαν τά φοιτητικά τους χρόνια μέ τον μαρξισμό, έτσι κι έγώ.
Γιά μένα
αύτή ήταν μία περίοδος πού άρχισε όταν ήμουν 17 ετών καί έκλεισε στά
24. Άφοϋ λοιπόν τελείωσα μέ τήν ’Αριστερά, τό ’65 πήγα στήν Γαλλία γιά
νά κάνω σπουδές άπό τήν άρχή. Έκεΐ άνακάλυψα τούς μεγάλους κλασικούς καί
τά πατερικά κείμενα.
’Ανακαλύπτοντας τήν ορθόδοξη παράδοσι κατάλαβα τήν
μεγάλη βαρύτητα πού έχει στήν κοινωνία μας -καί όχι μόνο-όπότε άρχισα
νά τήν λαμβάνω σοβαρά ύπ’ όψιν μου.
Ή ψυχολογία του άριστεροΰ είναι
θρησκευτική.
Είναι πολύ εύκολο ένας άριστερός νά γίνη έθνικιστής καί
θρήσκος, όπως έγινε, γιά παράδειγμα, ό Μιλόσεβιτς.
Ό Στάλιν,μετά άπό τά
σημεία καί τέρατα πού έπραττε τήν ημέρα, τό βράδυ μαζί μέ τον Μπέρια καί
τον Μαλένκοφ έψαλλαν ύμνους στήν Παναγία, όπως γράφει στήν αύτοβιογραφία της ή κόρη του Σβετλάνα.
Θέλω να πώ οτι ή ψυχολογία τοϋ
άριστεροΰ, πού άποζητα φαντασιακά τήν τελική λύσι των προβλημάτων τής
ιστορικής άνθρωπότητος, καί ή ψυχολογία τοϋ θρήσκου, πού θέλει έπίσης
τήν βασιλεία των ουρανών, τό τέλος τοϋ κακοΰ στήν γή καί μετά θάνατον,
είναι τηρουμένων των άναλογιών ίδια.
Γι’ αύτό δέν είναι τυχαία ή έπιρροή
πού μπορεί να έχουν είτε είχαν τά κομμουνιστικά κόμματα σέ χώρες πού
είναι ορθόδοξες.
’Αντίθετα, δέν θά βροΰμε κομμουνιστικό κόμμα σέ
προτεσταντική χώρα, ενώ στις καθολικές τά βρίσκουμε στήν ήπιότερη μορφή
τους.
Επομένως είναι πολύ εύκολο ένας νέος νά στραφή στήν ’Αριστερά καί
έξ ίσου εύκολο, γιά τούς ίδιους λόγους, νά τήν έγκαταλείψη.
Αύτό συνέβη
καί στήν περίπτωσί μου.
Μέ τήν διαφορά ότι στήν θρησκευτική πίστι έβλεπα
τον έαυτό μου ώς υποκείμενο ταυτόχρονα καί παρατηρητή.
Προϊόντα αύτής
τής στάσεως καί προσεγγίσεως είναι τρεις εργασίες έρμηνευτικοΰ
χαρακτήρας:
Ό καημός τοϋ ενός,
Τό μυστικό του Ίησοΰ καί
Τό αδιανόητο
τίποτα.
Πρόκειται γιά βιβλία στά όποια προσπαθώ νά φωτίσω τήν σχέσι πού
έχουν οι περιπέτειες τής έλληνικής κοινωνίας μέ τά βαθύτερα ρεύματα τής
ορθόδοξης πνευματικότητος.
Στήν διαδρομή ένός άνθρώπου ό όποιος δέν
εννοεί νά μείνη παθητικός δέκτης, ο αναγνώστης μπορεί νά διαβάση καί τήν
άγωνία τοϋ πνεύματος νά μένη ζωντανό, νά σκέπτεται καί νά πιστεύη.
Στήν
πίστι γίνονται τά μεγάλα λάθη, οπως καί τά μεγάλα άλματα- στήν σκέψι
κτίζονται οί καλύτερες ισορροπίες.
Δέν ενδιαφέρει άπλώς ή ισορροπία,
έπειδή μόνη της φέρνει πλήξι. Ενδιαφέρει ή ισορροπία νά στερεώνη τά
γενναία άλματα.
Την πόρτα της εξόδου από τον μαρξισμό πέρασαν ό Καστοριάδης, ό Παπαϊωάννου...
Έγώ ανήκω σέ άλλη γενιά. Αυτοί πού
άναφέρατε ανήκαν στήν λεγάμενη γενιά του Ματαρόα, τοϋ πλοίου μέ το όποιο
ταξίδεψαν στήν Γαλλία όσοι κινδύνευαν εδώ μετά τό ’45. Μαζί τους ήταν ό
Άξελός, ή Μιμίκα Κρανάκη, ό Κανδύλης καί άλλοι. Όλοι τους διέπρεψαν στο
έξωτερικό, ένώ αν έμεναν έδώ θά είχαν έξαφανιστή.
Ό Καστοριάδης ήταν
φίλος μου. Τον γνώρισα στήν ’Αθήνα τον Ιούλιο τοϋ ’64. Βρεθήκαμε κάποιο
άπόγευμα μιά παρέα στο σπίτι μου καί μάς έξέθετε τις Ιδέες του. ’Από τήν
συντροφιά θυμάμαι τον Γιάννη Καλεώδη (Γ. Μ. Καλιόρη), τον Κώστα
Σπαντιδάκη, τον Κοσμά Ψυχοπαίδη, τον Μπάμπη Λυκούδη.
Τότε είχε
δημοσιεύσει στο περιοδικό Socialisme ου Barbarie τό άρθρο «Μαρξισμός καί
επαναστατική θεωρία», όπου έθετε τό προκλητικό δίλημμα:
«Νά μείνουμε
μαρξιστές ή νά γίνουμε έπαναστάτες;».
Τον επόμενο χρόνο πήγα στήν Γαλλία
καί έχει ή επαφή μας συνεχίστηκε- χαλάρωσε, χωρίς όμως νά διακοπή, όταν
δημοσίευσα τό βιβλίο μου Μαρτυρία καί γράμμα (1984). ’Εννοείται πώς από
τούς ταξιδιώτες τοϋ Ματαρόα δέν έμεινε κανείς τους μαρξιστής.
Οί
έπαναστατικές ιδέες είναι αύτό πού χρειάζεται ένας νέος, γιατί τοϋ
δίνουν έλευθερία καί πίστι γιά τήν ζωή, δηλαδή μιά θρησκευτικότητα μέ
πολιτικούς όρους.
Τοϋ δίνουν αύτοπεποίθησι καί αυτενέργεια, διότι τον
καλοΰν σέ ένεργό δράσι.
Όμως ή πνιγηρή γραφειοκρατική όργάνωσι καί τά
στελέχη πού συναντά ό νέος στον «χώρο», τοϋ δείχνουν μιά πολύ
διαφορετική πραγματικότητα καί τον κάνουν, αργά ή γρήγορα, να
άπομακρυνθή.
Τό αρχικό έλπιδοφόρο όραμα είναι τόσο έντονο, ώστε ή
διάψευσι έρχεται έκκωφαντική.
Δέν γίνεται να ονειρεύεσαι καί να
ταυτίζεσαι μέ στυγνούς καί πολλές φορές κυνικούς γραφειοκράτες, οπότε
άργά ή γρήγορα παίρνεις τον δρόμο σου.
Αυτό δέν σημαίνει ότι δέν
υπάρχουν εκεί άνθρωποι μέ άγαθά αισθήματα.
Όμως έχει να κάνη μέ τό
φαινόμενο που ονομάζεται «ψευδής συνείδησι». Επάνω της στηρίχθηκε ό
εφιάλτης του ολοκληρωτισμού μέ τα δεκάδες έκατομμύρια των θυμάτων του
καί τους πολύ περισσότερους ζωντανούς νεκρούς του.
Τό μεγάλο δίδαγμα τοΰ
σταλινικού -καί κάθε άλλου ολοκληρωτισμού- είναι οτι συνυφαίνεται μέ
τον ιδεολογικό-ίδεοληπτίκό χαρακτήρα τού πολιτικού του προτάγματος, τήν
κοσμοθεωρητική του υφή. Στον χαρακτήρα τούτο διασυνδέονται μηδενιστικά
ιστορικές συνθήκες, κοινωνικές πεποιθήσεις, ψυχικές άνάγκες καί
μεταφυσικές άγωνίες των άνθρώπων.
Αισθάνομαι πραγματικά προνομιούχος πού
βίωσα μέ τρόπο άμεσο καί άπέρριψα συνειδητά τόσο νέος τον πειρασμό του.
Γιά μιά πορεία πού μέ ωρίμασε δέν γίνεται ποτέ νά μετανιώνω.
********
Συνέντευξι μέ τήν Λίνα Κωζίκα για τό περιοδικό Άντί-λογος,.
'Έγινε τον Σεπτέμβριο 2012 καί δημοσιεύθυκε τό 2014 (τευχος 2) μέ κάποιες στοιχειώδεις λεκτικές βελτιώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου