Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΥΓΕΡΟΥ
Οι πρώτες φθινοπωρινές δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνει το εκλογικό προβάδισμά του. Τα πολιτικά ελλείμματά του, όμως, τον εμποδίζουν να μετατρέψει αυτό το προβάδισμα σε σαρωτικό πλειοψηφικό εκλογικό ρεύμα παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών είναι εξοργισμένη με τις μνημονιακές πολιτικές της κυβέρνησης.
Αυτό δεν θα είχε μεγάλη σημασία εάν η εν εξελίξει αντιπαράθεση της συμπολίτευσης με την αξιωματική αντιπολίτευση αφορούσε την απλή εναλλαγή στην εξουσία, όπως συνέβαινε με τις
αντιπαραθέσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ τα προηγούμενα χρόνια.
Αυτή τη φορά, όμως, το πολιτικό διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Λόγω της δεδηλωμένης πρόθεσής του να αλλάξει πορεία όσον αφορά τις μνημονιακές πολιτικές, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απέναντί του μόνο την κυβέρνηση Σαμαρά.
Εμμέσως πλην σαφώς απέναντί του βρίσκεται και το ευρωιερατείο και το εγχώριο κατεστημένο. Αυτός είναι ο λόγος που η μάχη για την εξουσία έχει προσλάβει όχι μόνο διαστάσεις πολιτικού πολέμου, αλλά και έναν άτυπο «καθεστωτικό» χαρακτήρα.
Στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι αναγκαία (όχι και ικανή) συνθήκη για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά ένα τόσο πολυπλόκαμο και ισχυρό μπλοκ εξουσίας είναι να στηριχθούν σε μία καταλυτική λαϊκή εντολή.
Στις ευρωεκλογές οι ψηφοφόροι έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ ένα καθαρό προβάδισμα και ως εκ τούτου ένα πολιτικό πλεονέκτημα.
Δεν του έδωσαν, όμως, τη μεγάλη πλειοψηφία για να θέσει την Ελλάδα σε άλλη τροχιά. Το ίδιο και οι δημοσκοπήσεις.
Εάν υπήρχε αυτό το σαρωτικό πλειοψηφικό ρεύμα δεν θα αναρωτιόμασταν τώρα εάν η συμπολίτευση θα καταφέρει ή όχι να συγκεντρώσει τις 180 βουλευτικές ψήφους για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Θα είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την κυβέρνηση. Η ζυγαριά, όμως, δεν έχει γύρει κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο.
Οι Σαμαράς και Βενιζέλος αναζητούν εναγωνίως μία απόφαση του ευρωιερατείου για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, την οποία να μπορούν να «πουλήσουν» πολιτικά στο εσωτερικό με σκοπό την αντιστροφή του σημερινού αρνητικού κλίματος. Πιστεύουν όχι αβάσιμα ότι με μία τέτοια απόφαση στα χέρια τους θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν την αναγκαία πλειοψηφία των 180 εδρών, η οποία θα τους επιτρέψει να εξαντλήσουν την τετραετία.
Όλα δείχνουν, όμως, ότι το ευρωιερατείο δεν είναι διατεθειμένο να δεσμευτεί ότι θα αναδιαρθρώσει το ελληνικό χρέος πριν ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, φοβάται ότι εάν τελικώς δεν συγκεντρωθεί η αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στηθούν κάλπες, ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον θα κερδίσει τις εκλογές και θα βρεθεί με μία απόφαση-δώρο στα χέρια που θα του επιτρέψει να πιέσει θεσμικά την Ευρωζώνη.
Οι ίδιες πηγές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο το ευρωιερατείο να επαναλάβει τον εκβιασμό που είχε ασκήσει το 2011 στον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Σαμαρά. Για να δρομολογήσει την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους να θέσει ως όρο την έγγραφη δέσμευση του Τσίπρα ότι θα τηρήσει τις μνημονιακές υποχρεώσεις της Ελλάδας.
Με έναν τέτοιο ελιγμό τα αφεντικά της Ευρωζώνης θα δείξουν ότι δεν υπαναχωρούν από την υπόσχεσή τους και ταυτοχρόνως θα στριμώξουν την Κουμουνδούρου. Επειδή, όμως, είναι απίθανο ο Τσίπρας να υπογράψει μία τέτοια δέσμευση, η κυβέρνηση Σαμαρά θα αποκτήσει ένα προπαγανδιστικό όπλο. Θα ισχυρίζεται ότι την πολυπόθητη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους την εμποδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Τέτοιου είδους παιχνίδια μπορεί να μην είναι αρκετά για να ανατρέψουν το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οπωσδήποτε, όμως, θα λειτουργήσουν ανασχετικά στην εκλογική δυναμική του και κατ’ επέκτασιν θα απομακρύνουν ακόμα περισσότερο το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας του. Ως εκ τούτου, η σύμπραξη με κάποιο άλλο κόμμα για τον σχηματισμό κυβέρνησης μοιάζει αναπόφευκτη.
Υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη αναγνωρίζουν ότι η βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών να τερματισθούν οι μνημονιακές πολιτικές είναι καταγεγραμμένη και επανειλημμένως επιβεβαιωμένη. Επισημαίνουν, όμως, ότι η κομματική κατανομή αυτής της πλειοψηφίας δεν επιτρέπει εύκολες κυβερνητικές συμμαχίες, γεγονός που ωθεί τη χώρα σε φάση πολιτικού μετεωρισμού.
Προφανώς, το 9,3% της Χρυσής Αυγής και το 6% του ΚΚΕ (αποτελέσματα ευρωεκλογών) δεν μπορούν να αθροισθούν πολιτικά με το 26,6% του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, το 22,7% της ΝΔ ήδη αθροίζεται πολιτικά-κυβερνητικά με το 8% του ΠΑΣΟΚ-Ελιά. Ενώ, λοιπόν, όλα δείχνουν ότι η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών θα ψηφίσει αντιμνημονιακά και στις εθνικές εκλογές, δεν είναι σίγουρο ότι θα προκύψει αμιγώς αντιμνημονιακή κυβερνητική λύση.
Το μπόνους των 50 εδρών, που κατά πάσα πιθανότητα θα πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθιστά αδύνατο τον σχηματισμό κυβέρνησης χωρίς αυτόν. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι κοινός τόπος ότι το κόμμα του Τσίπρα δεν έχει την ευχέρεια να συνάψει πολιτικά συμβατές κυβερνητικές συμμαχίες. Στην Κουμουνδούρου προσέβλεπαν στη ΔΗΜΑΡ μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση το 2013. Η εκλογική συρρίκνωσή της και οι συνεπακόλουθες διαλυτικές τάσεις, όμως, ουσιαστικά βγάζουν αυτό το κόμμα από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι και ακυρώνουν αυτή την προοπτική.
Προβληματική εμφανίζεται και μία μελλοντική κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα του Καμμένου (3,5%). Ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά δείχνει μεγάλη προθυμία. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι στις συνθήκες πόλωσης που θα επικρατήσουν, δεν είναι δεδομένη η κοινοβουλευτική επιβίωση των ΑΝΕΛ.
Τι μένει, λοιπόν; Μένει το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι.
Ως μικρομεσαίο κόμμα που κινείται στον ενδιάμεσο χώρο, το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του κυβερνητικού μπαλαντέρ. Να συνεργάζεται, δηλαδή, με το εκάστοτε πρώτο κόμμα για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το σχήμα αυτό είναι συμβατό με τη γραμμική διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στον άξονα Αριστερά-Δεξιά, αλλά όχι με τη σημερινή πραγματικότητα.
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο δεν ήταν μόνο η αιτία της εκλογικής κατάρρευσής του. Ήταν και η αιτία που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Αυτή είναι και η αιτία που ο Βενιζέλος δεν βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ ως μελλοντικό κυβερνητικό εταίρο.
Ακόμα και όσοι «πράσινοι» βουλευτές ζητούν να τεθεί τέρμα στον εναγκαλισμό με τη ΝΔ, δεν απαντούν στο ερώτημα σε ποια πολιτική βάση θα στηριχθεί μία τέτοια συνεργασία. Στο ασφυκτικό πλαίσιο που –και με τη δική τους ψήφο– έχει δημιουργήσει το Μνημόνιο, ή σ’ ένα πρόγραμμα αποδέσμευσης από αυτό;
Ούτε η Χαριλάου Τρικούπη φαίνεται διατεθειμένη να κάνει στροφή 180 μοιρών, ούτε βεβαίως η Κουμουνδούρου. Με άλλα λόγια, το Μνημόνιο είναι εδώ και εκ των πραγμάτων χαράζει βαθιές διαχωριστικές γραμμές. Και βεβαίως όταν μιλάμε για Μνημόνιο αναφερόμαστε στο πλέγμα των μνημονιακών πολιτικών και νομοθετημάτων.
Εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι το Ποτάμι. Αυτό το κόμμα δεν ιδρύθηκε μόνο για να ανακόψει τη διαρροή απογοητευμένων κεντροαριστερών (αλλά και κεντροδεξιών) ψηφοφόρων προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ιδρύθηκε και για να παίξει μετά τις εθνικές εκλογές ρόλο κυβερνητικού μπαλαντέρ. Το πλεονέκτημά του είναι ότι ως νέο κόμμα δεν έχει μνημονιακό παρελθόν και τις συναφείς πολιτικές «αμαρτίες». Ως εκ τούτου μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Κουμουνδούρου ως πιθανός κυβερνητικός εταίρος.
Ο Θεοδωράκης, άλλωστε, εμφανίζεται ανοικτός όσον αφορά τις συνεργασίες και δεν εμποδίζεται από ιδεολογικοπολιτικά στερεότυπα. Από την άλλη πλευρά, όμως, θεωρεί αδιαπραγμάτευτη την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας.
Εάν αυτό μεταφρασθεί πολιτικά σημαίνει ότι το Ποτάμι δεν πρόκειται να στηρίξει μία κυβέρνηση, η οποία θα έχει προγραμματική δέσμευση να καταργήσει τις μνημονιακές πολιτικές, έστω κι αν αυτό θα την φέρει σε ρήξη με το ευρωιερατείο.
Κύκλοι που δεν ανήκουν σε κομματικά επιτελεία, αλλά ασκούν σημαντική επιρροή στα πολιτικά πράγματα, θεωρούν ότι εάν το Ποτάμι καταφέρει και διατηρήσει τις δυνάμεις του στις εθνικές εκλογές θα λειτουργήσει εκ των πραγμάτων σαν όχημα, με το οποίο θα γίνει προσπάθεια να ρυμουλκηθεί εμμέσως πλην σαφώς ο ΣΥΡΙΖΑ στην όχθη του Μνημονίου.
Η Κουμουνδούρου δηλώνει ότι δεν πρόκειται να μετατραπεί σε καλύτερο διαχειριστή των μνημονιακών πολιτικών.
Δεν διαθέτει, όμως, πειστική απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα με ποιόν θα σχηματίσει κυβέρνηση. Διεκδικεί την αυτοδυναμία, αλλά αυτή προς το παρόν τουλάχιστον μοιάζει ανέφικτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιοι κύκλοι προβληματίζονται για το ενδεχόμενο η καθυστέρηση των εκλογών να τροφοδοτήσει περαιτέρω το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ σε βαθμό που να καταστήσει την αυτοδυναμία πιθανή. Γι’ αυτό και ενώ δεν θέλουν πρόωρες εκλογές δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να τις θεωρήσουν αναγκαίο κακό.
Είναι κοινό μυστικό ότι με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, εγχώριες άρχουσες ελίτ θα προτιμούσαν ένα μεγάλο συνασπισμό, μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ.
Στο κρίσιμο ερώτημα ποια πολιτική θα ασκήσει μία τέτοια κυβέρνηση απαντούν ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πειθαναγκασθεί να βάλει νερό στο αντιμνημονιακό κρασί του και το ευρωιερατείο θα χαλαρώσει τους ασφυκτικούς όρους που επιβάλει σήμερα στην Ελλάδα. Θεωρούν, μάλιστα, ότι η «εξέγερση» του Ντράγκι και οι πιέσεις που ασκούνται από πολλές μεγάλες χώρες-μέλη προς το Βερολίνο για χαλάρωση της μονοδιάστατης λιτότητας διευκολύνουν μία τέτοια εξέλιξη στην Ελλάδα.
Το σενάριο αυτό, όμως, προσκρούει σε μάλλον ανυπέρβλητα εμπόδια. Δεν είναι μόνο η ανυπαρξία κοινής πολιτικής βάσης και οι σχεδόν εχθρικές σχέσεις των δύο κομμάτων. Είναι και το γεγονός πως και οι δύο ηγεσίες έχουν πρόσθετους λόγους να είναι κατηγορηματικά αρνητικές σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Στην Κουμουνδούρου δεν θέλουν να ακούσουν, όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει πολιτική βάση, αλλά και λόγω του αρνητικού πολιτικού συμβολισμού. Μια τέτοια συνεργασία θα θεωρηθεί προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην «παράταξη του Μνημονίου».
Από την πλευρά του, ο Σαμαράς έχει συνείδηση ότι μία τέτοια συνεργασία δεν θα τον περιλαμβάνει. Γι’ αυτό και θα κάνει ό,τι μπορεί για να την τορπιλίσει.
Στο Μαξίμου, άλλωστε, θεωρούν ότι εάν τελικώς στηθούν κάλπες και ο Τσίπρας καταφέρει να γίνει πρωθυπουργός, η κυβέρνησή του θα είναι σύντομη πολιτική παρένθεση. Με άλλα λόγια, ελπίζουν ότι εάν ο Σαμαράς καταφέρει να παραμείνει στην ηγεσία της ΝΔ σύντομα θα προκύψουν νέες πολιτικές ευκαιρίες και για το κόμμα του και για τον ίδιο.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014 – http://www.protothema.gr
Οι πρώτες φθινοπωρινές δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνει το εκλογικό προβάδισμά του. Τα πολιτικά ελλείμματά του, όμως, τον εμποδίζουν να μετατρέψει αυτό το προβάδισμα σε σαρωτικό πλειοψηφικό εκλογικό ρεύμα παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών είναι εξοργισμένη με τις μνημονιακές πολιτικές της κυβέρνησης.
Αυτό δεν θα είχε μεγάλη σημασία εάν η εν εξελίξει αντιπαράθεση της συμπολίτευσης με την αξιωματική αντιπολίτευση αφορούσε την απλή εναλλαγή στην εξουσία, όπως συνέβαινε με τις
αντιπαραθέσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ τα προηγούμενα χρόνια.
Αυτή τη φορά, όμως, το πολιτικό διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Λόγω της δεδηλωμένης πρόθεσής του να αλλάξει πορεία όσον αφορά τις μνημονιακές πολιτικές, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απέναντί του μόνο την κυβέρνηση Σαμαρά.
Εμμέσως πλην σαφώς απέναντί του βρίσκεται και το ευρωιερατείο και το εγχώριο κατεστημένο. Αυτός είναι ο λόγος που η μάχη για την εξουσία έχει προσλάβει όχι μόνο διαστάσεις πολιτικού πολέμου, αλλά και έναν άτυπο «καθεστωτικό» χαρακτήρα.
Στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι αναγκαία (όχι και ικανή) συνθήκη για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά ένα τόσο πολυπλόκαμο και ισχυρό μπλοκ εξουσίας είναι να στηριχθούν σε μία καταλυτική λαϊκή εντολή.
Στις ευρωεκλογές οι ψηφοφόροι έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ ένα καθαρό προβάδισμα και ως εκ τούτου ένα πολιτικό πλεονέκτημα.
Δεν του έδωσαν, όμως, τη μεγάλη πλειοψηφία για να θέσει την Ελλάδα σε άλλη τροχιά. Το ίδιο και οι δημοσκοπήσεις.
Εάν υπήρχε αυτό το σαρωτικό πλειοψηφικό ρεύμα δεν θα αναρωτιόμασταν τώρα εάν η συμπολίτευση θα καταφέρει ή όχι να συγκεντρώσει τις 180 βουλευτικές ψήφους για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Θα είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την κυβέρνηση. Η ζυγαριά, όμως, δεν έχει γύρει κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο.
Οι Σαμαράς και Βενιζέλος αναζητούν εναγωνίως μία απόφαση του ευρωιερατείου για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, την οποία να μπορούν να «πουλήσουν» πολιτικά στο εσωτερικό με σκοπό την αντιστροφή του σημερινού αρνητικού κλίματος. Πιστεύουν όχι αβάσιμα ότι με μία τέτοια απόφαση στα χέρια τους θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν την αναγκαία πλειοψηφία των 180 εδρών, η οποία θα τους επιτρέψει να εξαντλήσουν την τετραετία.
Όλα δείχνουν, όμως, ότι το ευρωιερατείο δεν είναι διατεθειμένο να δεσμευτεί ότι θα αναδιαρθρώσει το ελληνικό χρέος πριν ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές, φοβάται ότι εάν τελικώς δεν συγκεντρωθεί η αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στηθούν κάλπες, ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον θα κερδίσει τις εκλογές και θα βρεθεί με μία απόφαση-δώρο στα χέρια που θα του επιτρέψει να πιέσει θεσμικά την Ευρωζώνη.
Οι ίδιες πηγές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο το ευρωιερατείο να επαναλάβει τον εκβιασμό που είχε ασκήσει το 2011 στον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Σαμαρά. Για να δρομολογήσει την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους να θέσει ως όρο την έγγραφη δέσμευση του Τσίπρα ότι θα τηρήσει τις μνημονιακές υποχρεώσεις της Ελλάδας.
Με έναν τέτοιο ελιγμό τα αφεντικά της Ευρωζώνης θα δείξουν ότι δεν υπαναχωρούν από την υπόσχεσή τους και ταυτοχρόνως θα στριμώξουν την Κουμουνδούρου. Επειδή, όμως, είναι απίθανο ο Τσίπρας να υπογράψει μία τέτοια δέσμευση, η κυβέρνηση Σαμαρά θα αποκτήσει ένα προπαγανδιστικό όπλο. Θα ισχυρίζεται ότι την πολυπόθητη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους την εμποδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Τέτοιου είδους παιχνίδια μπορεί να μην είναι αρκετά για να ανατρέψουν το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οπωσδήποτε, όμως, θα λειτουργήσουν ανασχετικά στην εκλογική δυναμική του και κατ’ επέκτασιν θα απομακρύνουν ακόμα περισσότερο το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας του. Ως εκ τούτου, η σύμπραξη με κάποιο άλλο κόμμα για τον σχηματισμό κυβέρνησης μοιάζει αναπόφευκτη.
Υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη αναγνωρίζουν ότι η βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών να τερματισθούν οι μνημονιακές πολιτικές είναι καταγεγραμμένη και επανειλημμένως επιβεβαιωμένη. Επισημαίνουν, όμως, ότι η κομματική κατανομή αυτής της πλειοψηφίας δεν επιτρέπει εύκολες κυβερνητικές συμμαχίες, γεγονός που ωθεί τη χώρα σε φάση πολιτικού μετεωρισμού.
Προφανώς, το 9,3% της Χρυσής Αυγής και το 6% του ΚΚΕ (αποτελέσματα ευρωεκλογών) δεν μπορούν να αθροισθούν πολιτικά με το 26,6% του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, το 22,7% της ΝΔ ήδη αθροίζεται πολιτικά-κυβερνητικά με το 8% του ΠΑΣΟΚ-Ελιά. Ενώ, λοιπόν, όλα δείχνουν ότι η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών θα ψηφίσει αντιμνημονιακά και στις εθνικές εκλογές, δεν είναι σίγουρο ότι θα προκύψει αμιγώς αντιμνημονιακή κυβερνητική λύση.
Το μπόνους των 50 εδρών, που κατά πάσα πιθανότητα θα πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθιστά αδύνατο τον σχηματισμό κυβέρνησης χωρίς αυτόν. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι κοινός τόπος ότι το κόμμα του Τσίπρα δεν έχει την ευχέρεια να συνάψει πολιτικά συμβατές κυβερνητικές συμμαχίες. Στην Κουμουνδούρου προσέβλεπαν στη ΔΗΜΑΡ μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση το 2013. Η εκλογική συρρίκνωσή της και οι συνεπακόλουθες διαλυτικές τάσεις, όμως, ουσιαστικά βγάζουν αυτό το κόμμα από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι και ακυρώνουν αυτή την προοπτική.
Προβληματική εμφανίζεται και μία μελλοντική κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα του Καμμένου (3,5%). Ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά δείχνει μεγάλη προθυμία. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι στις συνθήκες πόλωσης που θα επικρατήσουν, δεν είναι δεδομένη η κοινοβουλευτική επιβίωση των ΑΝΕΛ.
Τι μένει, λοιπόν; Μένει το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι.
Ως μικρομεσαίο κόμμα που κινείται στον ενδιάμεσο χώρο, το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του κυβερνητικού μπαλαντέρ. Να συνεργάζεται, δηλαδή, με το εκάστοτε πρώτο κόμμα για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το σχήμα αυτό είναι συμβατό με τη γραμμική διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στον άξονα Αριστερά-Δεξιά, αλλά όχι με τη σημερινή πραγματικότητα.
Η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο δεν ήταν μόνο η αιτία της εκλογικής κατάρρευσής του. Ήταν και η αιτία που στη συνέχεια μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Αυτή είναι και η αιτία που ο Βενιζέλος δεν βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ ως μελλοντικό κυβερνητικό εταίρο.
Ακόμα και όσοι «πράσινοι» βουλευτές ζητούν να τεθεί τέρμα στον εναγκαλισμό με τη ΝΔ, δεν απαντούν στο ερώτημα σε ποια πολιτική βάση θα στηριχθεί μία τέτοια συνεργασία. Στο ασφυκτικό πλαίσιο που –και με τη δική τους ψήφο– έχει δημιουργήσει το Μνημόνιο, ή σ’ ένα πρόγραμμα αποδέσμευσης από αυτό;
Ούτε η Χαριλάου Τρικούπη φαίνεται διατεθειμένη να κάνει στροφή 180 μοιρών, ούτε βεβαίως η Κουμουνδούρου. Με άλλα λόγια, το Μνημόνιο είναι εδώ και εκ των πραγμάτων χαράζει βαθιές διαχωριστικές γραμμές. Και βεβαίως όταν μιλάμε για Μνημόνιο αναφερόμαστε στο πλέγμα των μνημονιακών πολιτικών και νομοθετημάτων.
Εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι το Ποτάμι. Αυτό το κόμμα δεν ιδρύθηκε μόνο για να ανακόψει τη διαρροή απογοητευμένων κεντροαριστερών (αλλά και κεντροδεξιών) ψηφοφόρων προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ιδρύθηκε και για να παίξει μετά τις εθνικές εκλογές ρόλο κυβερνητικού μπαλαντέρ. Το πλεονέκτημά του είναι ότι ως νέο κόμμα δεν έχει μνημονιακό παρελθόν και τις συναφείς πολιτικές «αμαρτίες». Ως εκ τούτου μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Κουμουνδούρου ως πιθανός κυβερνητικός εταίρος.
Ο Θεοδωράκης, άλλωστε, εμφανίζεται ανοικτός όσον αφορά τις συνεργασίες και δεν εμποδίζεται από ιδεολογικοπολιτικά στερεότυπα. Από την άλλη πλευρά, όμως, θεωρεί αδιαπραγμάτευτη την ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας.
Εάν αυτό μεταφρασθεί πολιτικά σημαίνει ότι το Ποτάμι δεν πρόκειται να στηρίξει μία κυβέρνηση, η οποία θα έχει προγραμματική δέσμευση να καταργήσει τις μνημονιακές πολιτικές, έστω κι αν αυτό θα την φέρει σε ρήξη με το ευρωιερατείο.
Κύκλοι που δεν ανήκουν σε κομματικά επιτελεία, αλλά ασκούν σημαντική επιρροή στα πολιτικά πράγματα, θεωρούν ότι εάν το Ποτάμι καταφέρει και διατηρήσει τις δυνάμεις του στις εθνικές εκλογές θα λειτουργήσει εκ των πραγμάτων σαν όχημα, με το οποίο θα γίνει προσπάθεια να ρυμουλκηθεί εμμέσως πλην σαφώς ο ΣΥΡΙΖΑ στην όχθη του Μνημονίου.
Η Κουμουνδούρου δηλώνει ότι δεν πρόκειται να μετατραπεί σε καλύτερο διαχειριστή των μνημονιακών πολιτικών.
Δεν διαθέτει, όμως, πειστική απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα με ποιόν θα σχηματίσει κυβέρνηση. Διεκδικεί την αυτοδυναμία, αλλά αυτή προς το παρόν τουλάχιστον μοιάζει ανέφικτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιοι κύκλοι προβληματίζονται για το ενδεχόμενο η καθυστέρηση των εκλογών να τροφοδοτήσει περαιτέρω το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ σε βαθμό που να καταστήσει την αυτοδυναμία πιθανή. Γι’ αυτό και ενώ δεν θέλουν πρόωρες εκλογές δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να τις θεωρήσουν αναγκαίο κακό.
Είναι κοινό μυστικό ότι με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, εγχώριες άρχουσες ελίτ θα προτιμούσαν ένα μεγάλο συνασπισμό, μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ.
Στο κρίσιμο ερώτημα ποια πολιτική θα ασκήσει μία τέτοια κυβέρνηση απαντούν ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πειθαναγκασθεί να βάλει νερό στο αντιμνημονιακό κρασί του και το ευρωιερατείο θα χαλαρώσει τους ασφυκτικούς όρους που επιβάλει σήμερα στην Ελλάδα. Θεωρούν, μάλιστα, ότι η «εξέγερση» του Ντράγκι και οι πιέσεις που ασκούνται από πολλές μεγάλες χώρες-μέλη προς το Βερολίνο για χαλάρωση της μονοδιάστατης λιτότητας διευκολύνουν μία τέτοια εξέλιξη στην Ελλάδα.
Το σενάριο αυτό, όμως, προσκρούει σε μάλλον ανυπέρβλητα εμπόδια. Δεν είναι μόνο η ανυπαρξία κοινής πολιτικής βάσης και οι σχεδόν εχθρικές σχέσεις των δύο κομμάτων. Είναι και το γεγονός πως και οι δύο ηγεσίες έχουν πρόσθετους λόγους να είναι κατηγορηματικά αρνητικές σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Στην Κουμουνδούρου δεν θέλουν να ακούσουν, όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει πολιτική βάση, αλλά και λόγω του αρνητικού πολιτικού συμβολισμού. Μια τέτοια συνεργασία θα θεωρηθεί προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην «παράταξη του Μνημονίου».
Από την πλευρά του, ο Σαμαράς έχει συνείδηση ότι μία τέτοια συνεργασία δεν θα τον περιλαμβάνει. Γι’ αυτό και θα κάνει ό,τι μπορεί για να την τορπιλίσει.
Στο Μαξίμου, άλλωστε, θεωρούν ότι εάν τελικώς στηθούν κάλπες και ο Τσίπρας καταφέρει να γίνει πρωθυπουργός, η κυβέρνησή του θα είναι σύντομη πολιτική παρένθεση. Με άλλα λόγια, ελπίζουν ότι εάν ο Σαμαράς καταφέρει να παραμείνει στην ηγεσία της ΝΔ σύντομα θα προκύψουν νέες πολιτικές ευκαιρίες και για το κόμμα του και για τον ίδιο.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014 – http://www.protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου