Ο αιμοσταγής Γιουσούφ μπέης και οι ανελέητες διώξεις των Χριστιανών στην πόλη των τριών εθνοτήτων - Γιατί η απελευθέρωση άργησε σχεδόν έναν αιώνα |
Μάρτιος 1821, Θεσσαλονίκη. Εντός των τειχών, στα φτωχικά χαμόσπιτα φτάνουν τα πρώτα μηνύματα της εξέγερσης. Ο Μοριάς πήρε τα όπλα και διώχνει τους Τούρκους με όχι και τόσο αναίμακτο τρόπο. Η είδηση για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία με ηγήτορα τον Αλέξανδρο Υψηλάντη βρήκε
πρόσφορο έδαφος στη νότια Ελλάδα και οι φουστανέλες ζώθηκαν τα άρματα.
Η Μακεδονία παγώνει, είναι κυκλωμένη από τους Οθωμανούς και βιώνει με σκληρό τρόπο την κατάκτηση. Στα κρυφά γίνονται κάποιες συζητήσεις, στα φανερά κανείς δεν σηκώνει κεφάλι.
Στα σπίτια των Θεσσαλονικέων τραγουδούν χαμηλόφωνα τον Θούριο του Ρήγα Βελεστινλή και έμπλεοι ενθουσιασμού και πατριωτικού φρονήματος οι ναυτικοί της Ιερισσού τον χορεύουν σε ρυθμό χασάπικου.
Οι Φιλικοί ορκίζονται πίστη στην πατρίδα και στον αγώνα για την απελευθέρωση στη Μονή Βλατάδων και πραγματοποιούν τις συναντήσεις τους στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Ο Φιλικός, Δημήτριος Ίπατρος, με καταγωγή από το Μέτσοβο, έχει μυήσει μεγάλο αριθμό Θεσσαλονικέων, καθώς έχει σταλεί για να οργανώσει την επανάσταση στην κεντρική Μακεδονία. Αρκετοί από τους πρόκριτους έχουν μυηθεί, όπως ο Πάικος -απόγονος σπουδαίας οικογένειας με ρίζες στο Βυζάντιο, με σπουδές της νομικής επιστήμης στην Ιταλία, ο οποίος χρημάτισε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κριεζή το 1849-, ο Μενεξές, ο Βλάλης, ο Τάττης - ονόματα που σήμερα είναι γνωστά από δρόμους γύρω από το ιστορικό κέντρο.
Μια συνωμοσία πλανάται πάνω από την πόλη, αλλά ο αγώνας πνίγεται στο αίμα με την υποψία ακόμη της εξέγερσης και η απελευθέρωση θα αργήσει σχεδόν έναν αιώνα, μέχρι την 26η Οκτωβρίου 1912.
Η Voria επιχειρεί μια κατάδυση στην ιστορία της πόλης την Άνοιξη του 1821 με οδηγό τον καθηγητή Ιστορίας του Ελληνισμού, Αθανάσιο Καραθανάση, έναν από τους λίγους ερευνητές που μελέτησε συστηματικά εκείνη την περίοδο για τη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με τον κ. Καραθανάση, η Θεσσαλονίκη το 1821 είχε 100.000 κατοίκους. Από αυτούς οι μισοί ήταν Μουσουλμάνοι και οι υπόλοιποι Ρωμιοί, Εβραίοι, Αρμένοι, ενώ ένας μικρός αριθμός ήταν Ντονμέδες (εξισλαμισμένοι Εβραίοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).
«Οι Ρωμιοί ανέρχονταν στις 30.000 και μετά τις θηριωδίες έμειναν 3.000-4.000, περίπου κατά το 1/3 λιγότεροι των Εβραίων που ανέρχονταν στις 16.000. Άρα οι Τούρκοι ήταν κοντά στις 39.000», αναφέρει ο καθηγητής.
Διοικητής της Θεσσαλονίκης ήταν ο Γιουσούφ μπέης ένας σκληρός «χριστιανομάχος», που δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί το σπαθί του σε όποιον αντιστέκονταν, ενώ στον αντίποδα μουλάς (δικαστής) είχε οριστεί ο Χαϊρουλλάχ, ο οποίος έφτασε στην πόλη στις αρχές του 1821 και έδειχνε συμπάθεια προς τους Ρωμιούς κι αντιπάθεια στις διώξεις και στους βίαιους θανάτους. Ο Χαϊρουλλάχ επισκέφτηκε τον τοποτηρητή της Θεσσαλονίκης, τον ηλικιωμένο επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο - ο μητροπολίτης Ιωσήφ βρισκόταν ως μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, όπου λίγο αργότερα απαγχονίστηκε- και του αποκάλυψε την πρόθεση του Γιουσούφ να σκληρύνει τη στάση του απέναντι στους Ρωμιούς.
Λίγο αργότερα ωστόσο, στις 27 Φεβρουαρίου 1821 ο διοικητής συνέλαβε τον Χαϊρουλλάχ και με το πρόσχημα ότι συμπαθούσε τους Ρωμιούς, τον φυλάκισε στον Κανλί Κουλέ, τον Πύργο του Αίματος, τον σημερινό Λευκό Πύργο.
Σύμφωνα με τη μελέτη του λόγιου και μεταφραστή, Αβραάμ Παπάζογλου, αφορμή στάθηκε η κίνηση του Χαϊρουλλάχ, μια μέρα που καθόταν σε ένα καφενείο στο Καζαντζιλάρ τζαμισί (Παναγία Χαλκέων), να σηκωθεί καθώς περνούσε η κηδεία ενός Ρωμιού και να πει «Αλλάχ ραχμέτ ειλεσίν» (Ο Θεός ας τον αναπαύσει). Ο Γιουσούφ τον θεώρησε άπιστο και διέταξε τη φυλάκισή του, ενώ μόλις αποφυλακίστηκε αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη - στα νεότερα χρόνια η μελέτη του Αβραάμ Παπάζογλου αμφισβητήθηκε.
«Ο Γιουσούφ μπέης ήταν άτεγκτος . Όταν έμαθε για την επανάσταση στον Πολύγυρο στις 16-17 Μαΐου, εξοργίστηκε τόσο που... προληπτικά έριξε στα μπουντρούμια του Διοικητηρίου, 400 Ρωμιούς, κατ΄ άλλους 1.700. Τότε ήταν που μαρτύρησε και ο τοποτηρητής Μελέτιος, ο οποίος σφαγιάστηκε στο Καπάνι», αναφέρει ο κ. Καραθανάσης.
Το Καπάνι έγινε τόπος μαρτυρίου και μάλιστα των πιο άγριων φρικαλεοτήτων που σημάδεψαν την πόλη. Ο Χρήστος Μενεξές υπέφερε φρικτά βασανιστήρια και οι Τούρκοι έσυραν τη σορό του μέχρι την πλατεία Αγίου Γεωργίου και την κρέμασαν για παραδειγματισμό σε έναν πλάτανο. Σύμφωνα μάλιστα με αναφορές, κάποιοι Χριστιανοί πλήρωναν αδρά τους Οθωμανούς προκειμένου να τους ξεκάνουν με τη μία και να μην υποφέρουν.
Ένας άλλος τόπος μαρτυρίου ήταν ο ναός του Αγίου Αθανασίου στην οδό Εγνατία. Εκεί αναζήτησαν καταφύγιο, για να αποφύγουν τη σφαγή, εκατοντάδες Ρωμιοί, μεταξύ αυτών και πολλά γυναικόπαιδα και παρέμειναν για 40 μέρες, χωρίς νερό και τροφή. Οι περισσότεροι πέθαναν από την πείνα, τη δίψα και τις κακουχίες, ενώ στα νεότερα χρόνια, στη διάρκεια εργασιών στο δάπεδο του ναού βρέθηκαν οστά και κάποιοι τα απέδωσαν στους έγκλειστους του 1821.
«Όλη η πόλη ζούσε το μαρτύριό της ως τον Μάιο του 1821. Εκατοντάδες συμπολίτες μας βρίσκονταν σιδηροδέσμιοι στον σημερινό χώρο που αρχίζει από την πλατεία Σιντριβανίου ως το Γ΄ Σώμα Στρατού. Κατά μήκος της απόστασης αυτής, έλαβαν χώρα φρικτά βασανιστήρια, απαγχονισμοί, σφαγές, ανασκολοπισμοί», αναφέρει ο κ. Καραθανάσης.
«Όλον το από της πύλης Καλαμαρίας (σ.σ. Σιντριβάνι) μέχρι του στρατώνος διάστημα ήτο επί πολύν καιρό φρικώδες θέατρον ανασκολοπισμών και παντοίων άλλων βασάνων... Τα τουρκόπαιδα εξήρχοντο των πυλών αθρόα και διασκέδαζον τυμπανίζοντα δια δύο ράβδων επί των γυμνών γαστέρων των μαρτύρων, τας οποίας μετεώριζον τα εκ της αποσυνθέσεως αέρια, ενώ αι Τούρκισσαι ίσταντο επί ώρας επί των επάλξεων εντρυφώσαι εις το ατερπέστατον θέαμα της προσαγωγής νέων θυμάτων και της υποβολής αυτών εις το μαρτύριον του ανασκολοπισμού». Η περιγραφή του François Parsy, ενός μέλους της γαλλικής παροικίας της Θεσσαλονίκης, γόνου εύπορης οικογένειας εμπόρων, σοκάρει. Υπερήλικας πια, στα 1894 ο Parsy αφηγείται όσα είδε με τα μάτια του σε έναν Θεσσαλονικιό που για ευνόητους λόγους κρύβεται πίσω από τα αρχικά Α.Γ.
Σύμφωνα με τον κ. Καραθανάση «τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1821 χωριά ολόκληρα καίγονταν σ΄όλο το μήκος της παραλίας από τον Θερμαϊκό ως την Κατερίνη και έντρομοι οι Θεσσαλονικείς έβλεπαν τη φωτιά να καταπίνει τα άλλοτε γραφικά χωριά».
Οι ξένες δυνάμεις δεν πήραν θέση στις φρικαλεότητες, τουλάχιστον όχι φανερά. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές του Γάλλου πρόξενου Bottù προς το Παρίσι, στις οποίες «με περισσή απάθεια έγραφε όσα συνέβαιναν στη Θεσσαλονίκη, κατηγορώντας τους Έλληνες που τόλμησαν να επαναστατήσουν. Έγραφε μάλιστα με αφορμή τη σφαγή της Χίου "μακάρι όλοι οι Έλληνες της ενδοχώρας να αποφύγουν το σκληρό πεπρωμένο, στο οποίο φαίνεται να τους έχει ρίψει η σκληρή απρονοησία των νησιωτών συμπατριωτών τους και όπου τους οδηγούν ταχέως οι άφρονες προκλήσεις τους". Οι εικόνες απόπνεαν φρίκη, το αίμα έρεε στους δρόμους και η δυσοσμία του θανάτου είχε καλύψει τη Θεσσαλονίκη».
Το τίμημα ήταν βαρύ και δυσανάλογο με τον χριστιανικό πληθυσμό. Όταν ο Χαϊρουλλάχ αναχωρούσε για την Κωνσταντινούπολη έγραφε ότι 30.000 Θεσσαλονικείς και άλλοι Μακεδόνες που είχαν μεταφερθεί ως όμηροι, πλήρωσαν με τη ζωή τους την Επανάσταση του 1821.
Μια πτυχή που δεν έχει μελετηθεί ιδιαίτερα είναι η τύχη των γυναικών που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν νεαρές κοπέλες που έφευγαν κατά ομάδες από τη Θεσσαλονίκη, κάποιες λίγες είχαν και τα μικρά παιδιά τους μαζί.
Τον Οκτώβριο του 1821 οι σφαγές και οι θηριωδίες σταμάτησαν και στην πόλη επικρατούσε ηρεμία. Τότε ήταν που ανέλαβε καθήκοντα ο νέος Μητροπολίτης Ματθαίος Μεγάλος ή Μεγαλιός με καταγωγή από την Αίνο (Enez) της Ανατολικής Θράκης. Ο Ματθαίος έφερε φιρμάνι από τον σουλτάνο για παύση των διώξεων και μέχρι τα Χριστούγεννα πολλοί Χριστιανοί αποφυλακίστηκαν.
Με την Επανάσταση του 1821 η νότια Ελλάδα αποτίναζε τον οθωμανικό ζυγό και τον Φεβρουάριο του 1830 υπογράφηκε στο Λονδίνο από τις συμμαχικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) η πολιτική ανεξαρτησία της χώρας με τα σύνορα στη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού και δύο χρόνια αργότερα, το 1832, τα σύνορα έφτασαν στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού κόλπου και αυτά αναγνωρίστηκαν και από την Υψηλή Πύλη.
Η Θεσσαλονίκη όμως και η Μακεδονία γενικότερα θα περίμεναν σχεδόν αιώνα ακόμη.
«Ήταν πολύς ο οθωμανικός στρατός εδώ στον βορρά, δεν ήταν εύκολη η κατάσταση. Ήταν πολλές και σκληρές οι δυνάμεις του κατακτητή, κάθε ένοπλη εξέγερση πνιγόταν στο αίμα», επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ. και σήμερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Αθανάσιος Καραθανάσης.
Μαζί με τους Οθωμανούς και οι Βούλγαροι διεκδικούσαν τη Θεσσαλονίκη στο όραμα της ιδέας της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου το 1878 (προάστιο της Κωνσταντινούπολης).
Χρειάστηκε σχεδόν ένας αιώνας από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 κι ανήμερα της 26ης Οκτωβρίου του 1912 η Θεσσαλονίκη ήταν ελεύθερη.
Ο ελληνικός στρατός παρήλασε την επόμενη μέρα στην παραλιακή λεωφόρο και η πόλη που πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στους κατακτητές ανάπνεε καθαρό αέρα και ύψωνε την ελληνική σημαία στον Λευκό Πύργο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου